Σκοπός μας δεν είναι να ξύσουμε πληγές, ούτε να εξάψουμε μίση και πάθη, αλλά να ρίξουμε άπλετο φως σε σημαντικά γεγονότα της Ιστορίας μας.

 

Λαός ο οποίος δεν γνωρίζει το παρελθόν του και δεν τιμά τους προγόνους του και τον τόπο που γεννήθηκε δεν έχει μέλλον.

 

 

Αφιερώνουμε αυτή τη Σελίδα ως ελάχιστο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης στους Ήρωες που έχυσαν το αίμα τους η έχασαν τη ζωή τους υπερασπιζόμενοι τη Δημοκρατία, την εδαφική ακεραιότητα της Πατρίδος μας και τις ατομικές ελευθέριες που απολαμβάνουμε σήμερα όλοι μας.

 

Κάποιοι σύνδεσμοι λόγο μεταφοράς αρκετών σελίδων από το Pathfinder δεν λειτουργούν, ενημερώστε μας στα σχόλια της σελίδας η στο Email

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

Η ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ 13 ΔΕΚ 1967

13 Δεκεμβρίου 1967 και η αποτυχημένη προσπάθεια ανατροπής της Χούντας κλείνει άδοξα με το διάγγελμα του Βασιλέως Κωνσταντίνου να μεταδίδεται από μικρό ραδιοσταθμό της Λάρισας με μικρή εμβέλεια και ελάχιστους αποδέκτες , ενώ το ραδιόφωνο των Συνταγματαρχών μετέδιδε στην Αθήνα ότι:
"Οι συνωμόται και ο Κωνσταντίνος προσπαθούν να διαφύγουν κρυπτόμενοι από τον Στρατόν από χωρίου εις χωρίον "
 
Το διάγγελμα του Βασιλέως είχε ως εξής: "Κρίσιμοι στιγμαί μου επιβάλλουν να απευθυνθώ προς τον ελληνικόν λαόν και να ζητήσω την αμέριστον συμπαράστασίν του προς αντιμετώπισιν εθνικής κρίσεως.
Έλληνες,
Επέστη η στιγμή να ακούσετε την φωνήν του Βασιλέως σας. Μέχρι σήμερον υπήρξεν αδύνατον να επικοινωνήσω μαζί σας, διά να σας καταστήσω γνωστά τα γεγονότα, τας σκέψεις και τας ανησυχίας μου, καθώς και τας ελπίδας μου διά το μέλλον. 
Ζητώ από τον ελληνικόν λαόν να πύκνωση τας τάξεις του προς ενίσχυσίν μου.
Το εθνικόν συμφέρον απαιτεί την εκ μέρους μου εκδήλωσιν πρωτοβουλίας, διά να αποτρέψω τας καταστρεπτικάς συνεπείας εκ της παρατάσεως της παρούσης ανωμάλου καταστάσεως. Το αυτό εθνικόν συμφέρον μου επιβάλλει να επιτρέψω την κατάλληλον προετοιμασίαν, ίνα η χώρα επανέλθη εις την δημοκρατικήν ομαλότητα. Διά τους λόγους αυτούς εζήτησα τον ανασχηματισμόν της κυβερνήσεως, απηλλαγμένης όμως των ακραίων στοιχείων τα όποια δεν εγγυώνται ομαλήν εξέλιξιν.
Την κατάστασιν της 21ης Απριλίου, η όποια επλαστογράφησεν ακόμη και το όνομα μου, ηναγκάσθην να δεχθώ ως τετελεσμένον γεγονός, διά να αποφύγω άσκοπον αιματοχυσίαν. Επίσης έτρεφον την ελπίδα ότι δι' ήπιων μέσων θα επετύγχανον την επαναφοράν της ώρας εις την νομιμότητα.
Δεν είμαι πλέον διατεθειμένος να διακινδυνεύσω μίαν μονιμοποίησιν της παρούσης καταστάσεως υπό το κράτος δευτέρας απειλής όπλων, στρεφομένων εναντίον του λαού μου και εμού. Αι σημεριναί εν Βορείω Ελλάδι προϋποθέσεις μου επιτρέπουν την εκ Μακεδονίας ελευθέραν άσκησιν της πρωτοβουλίας μου όπως δώσω νέαν κυβέρνησιν εις την χώραν.
Εις την λήψιν της αποφάσεως μου εβάρυνον τα έξης γεγονότα:
Παρά την φαινομενικήν εν τη χώρα τάξιν και ασφάλειαν, υπεκρύπτετο μία συνεχής προσπάθεια σταθεροποιήσεως εις την εξουσίαν των στασιαστών, δημιουργούσα τον κίνδυνον εγκαθιδρύσεως ολοκληρωτικού καθεστώτος. Διά το νέον Σύνταγμα υπάρχει πλήρης αβεβαιότης και σύγχυσις ως προς τας προθεσμίας εφαρμογής του.
 'Εν τούτοις ή ανάγκη αναθεωρήσεως του Συντάγματος αποτελεί πραγματικότητα και κοινήν συνείδησιν των ορθοφρονούντων πολιτών. Αι σχετικαί εργασίαι πρέπει να επισπευσθούν με μοναδικόν στόχον το συμφέρον της χώρας. Ελπίζω ότι ή εφαρμογή του νέου Συντάγματος θα σημείωση και την απαρχήν ενός νέου υγιούς ξεκινήματος δια την κοινοβουλευτικήν μας ζωήν.
Επιθυμώ να αποκαταστήσω την πειθαρχίαν εις το στράτευμα, διότι έχει σοβαρώς διασαλευθή. Ή ηγεσία του στρατεύματος δέον να παραμείνη απερίσπαστος, στιβαρά και άξια. 
Την ηγεσίαν του στρατεύματος ανευρίσκω μόνον εις την ιεραρχίαν και την δεδοκιμασμένην κορυφήν. Ταύτην δεν δύναται να υποκαταστήση αυτοσχέδιος ηγεσία, όσον δυναμική και αν εμφανίζεται, διότι καταλύει την πειθαρχίαν και διανοίγει τον επικίνδυνον δρόμον των προσωπικών φιλοδοξιών και των ατομικών συμφερόντων.
Ας διαφύλαξη ο στρατός τας δάφνας του πάντοτε νωπάς, διότι είναι μεγάλη ή εθνική αποστολή ή όποια τον βαρύνει. Ό στρατός, το ναυτικόν, ή αεροπορία και τα σώματα ασφαλείας ευρίσκονται παρά το πλευρόν μου. Έλληνες αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και στρατιώται, έχετε την απεριόριστον εμπιστοσύνην μου. Σύσσωμον το έθνος προσβλέπει εις σας.
Επίσης επισήμανα ότι ή εσωτερική κατάστασις της χώρας ήλθεν εις τελείαν αντίθεσιν με την επιβεβλημένην εξωτερικήν θέσιν της Ελλάδος. Έχομεν ανάγκην συμμαχιών εντός του Δυτικού κόσμου. Έχομεν ακόμη ανάγκην συμπαραστάσεως οικονομικής και στρατιωτικής, διά να συνεχισθή ή ανοδική πορεία του έθνους. Ταύτα πάντα διακυβεύθησαν σοβαρώς, παρ' ολίγον δε να εμπλακώμεν εις ρήξιν μετά τής γείτονος Τουρκίας. Και η αντίθεσις αύτη του εξωτερικού, αντί να χαλαρωθή με την πάροδον του χρόνου, τουναντίον επετάθη, εις τρόπον ώστε να εμφανίζωνται εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις διά την χωράν μας.
Διά τής επερχόμενης σήμερον μεταβολής Δεν πρόκειται να κυριάρχηση πνεύμα εκδικήσεως ή μνησικακίας έναντι των υποπεσόντων εις σφάλματα. Επιθυμώ όμως να είναι εις πάντας σαφές ότι Δεν θα ανεχθώ πλέον ουδεμίαν ανυπακοήν ή παρεκτροπήν, οι οποίαι θα παταχθούν αμειλίκτως.
Επίσης δηλώ απεριφράστως ότι ουδεμία συννενόησις θα υπάρξη με τους απεργαζομένους τον εθνικόν όλεθρον κομμουνιστάς. Καθ' όλην την διάρκειαν τής τελευταίας εικοσιπενταετίας ή κομμουνιστική μειοψηφία δεν απέβλεπε παρά εις την ανατροπήν του κοινωνικού και πολιτικού καθεστώτος μας διά μέσων βίαιων και ύπουλων. Έπεσώρευσε καταστροφάς και ερείπια, μολύνει την νεολαίαν και θέτει εις κίνδυνον την υπόστασιν τής φυλής μας.
Σήμερον θέτω τέρμα εις την ανωμαλίαν και την βίαν. Ζητώ από το σύνολον του ελληνικού λαού να με βοηθήση διά να επαναφέρω εις τον τόπον μας τας ηθικάς εκείνας αξίας, αι οποίαι εγεννήθησαν εις την χώραν αυτήν και από τας όποιας όλοι οι πολιτισμένοι λαοί αντλούν την ηθικήν και πνευματικήν των δύναμιν. Ελευθερία και δημοκρατία είναι λέξεις τας όποιας ημείς επροικίσαμεν με αιώνιον νόημα. Με την λαμπράν αυτήν κληρονομίαν ας προχωρήσωμεν εις την δημιουργίαν εθνικής ζωής αντάξιας ενός συγχρόνου λαού, αγωνιζομένου με το σύνθημα τής αναγεννήσεως διά την κοινωνικήν, την οικονομικήν και την πνευματικήν του ανέλιξιν.
Πιστεύω εις την αναγέννησιν και θα υποστηρίξω κάθε προσπάθειαν τείνουσαν εις αυτήν, διότι γνωρίζω ότι τούτο σήμερον αποτελεί αίτημα πανελλήνιον. Ή φρόνησις ας ενδυναμώνη την θέλησιν όλων μας δι' ένα ευτυχές, παραγωγικόν και αντάξιον της φυλής μας μέλλον.
Έλληνες,
Ακολουθήστε με εις τον δρόμον τής εθνικής αναγεννήσεως.
Με αγάπην, πίστιν και σύνεσιν ας προχωρήσωμεν ηνωμένοι.
Ζήτω η Ελλάς!
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Β."
  



Το ημερολόγιο έγραφε 13 Δεκεμβρίου του 1967, όταν ο  τότε  βασιλιάς Κωνσταντίνος Β΄, συνοδευόμενος από μέλη της ελληνικής βασιλικής οικογένειας και τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Κόλλια, αποπειράθηκε αντικίνημα με σκοπό την ανατροπή της Χούντας των Συνταγματαρχών, που είχε καταλύσει τη Δημοκρατία ήδη από τον Απρίλιο του ίδιου έτους.
Από την ημέρα του Πραξικοπήματος οι σχέσεις των Χουντικών με τον βασιλιά Κωνσταντίνο ήταν ταραγμένες, αφού η Χούντα εμφανιζόταν απρόθυμη να δώσει απτές αποδείξεις ότι οι στρατιωτικοί θα προετοίμαζαν το έδαφος για την επιστροφή στη δημοκρατία.
Άλλωστε, είχαν ξεκινήσει να διώχνουν τους στενούς συναργάτες του βασιλιά και ανθρώπους του κύκλου του από θέσεις στον Στρατό, δείχνοντας ότι επιδιώκουν την παραμονή στην εξουσία. Οι προειδοποιήσεις που έφτασαν στον τότε βασιλιά ήταν απαισιόδοξες και έδειχναν ότι σύντομα θα έπρεπε να πάρει θέση.
Το χρονικό μέχρι το αντικίνημα του Κωνσταντίνου κατά της Χούντας
Τον Σεπτέμβριο του 1967 ο βασιλιάς επισκέφθηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής όπου στο κογκρέσο, στις 11 Σεπτεμβρίου, πολλοί φιλελεύθεροι πολιτικοί τον έφεραν σε αμηχανία, υποβάλλοντάς του ερωτήσεις για την καταπίεση του λαού και των ελεύθερων θεσμών στην Ελλάδα από τη δικτατορία. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος δήλωσε ότι «Δεν είναι η κυβέρνησίς μου».
Μόλις επέστρεψε από τις Η.Π.Α., ο Γεώργιος Παπαδόπουλος του παρουσίασε μία κατάσταση τετρακοσίων αξιωματικών για αποστρατεία. Αρνήθηκε να υπογράψει, αλλά ο Παπαδόπουλος πίεσε σκληρά και τελικά έφθασαν σε συμβιβασμό μειώνοντας την αποστρατεία σε 144 αξιωματικούς. Ο βασιλιάς άρχισε τις προετοιμασίες του αντικινήματός του και ζήτησε τη σύμφωνη γνώμη του Γεωργίου Παπανδρέου και του Παναγιώτη Κανελλόπουλου.
Με αφορμή τη σύνταξη του νέου Συντάγματος, ο βασιλιάς κινήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου. Αν πετύχαινε το κίνημα, τότε ο βασιλιάς θα καλούσε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ο οποίος βρισκόταν τότε στο Παρίσι, να σχηματίσει μεταβατική κυβέρνηση. Η κυβέρνηση θα κατάρτιζε νέο Σύνταγμα και θα προκήρυσσε εκλογές το 1969.
Στις 6 Δεκεμβρίου του 1967, κλήθηκαν στα ανάκτορα οι αντιστράτηγοι Κόλλιας, διοικητής της Πρώτης Στρατιάς, και Περίδης, διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, παρουσία του στρατηγού Κωνσταντίνου Δόβα, τους ανακοίνωσε την απόφασή του να ανατρέψει το δικτατορικό καθεστώς.
Τους ενημέρωσε για το σχέδιό του, που ουσιαστικά δεν επρόκειτο για "σχέδιον δράσεως" κατά την καθιερωμένη στρατιωτική έννοια, αλλά για απλή, θεαματική μάλλον ενέργεια, με ελάχιστες οργανωτικές προπαρασκευές. Τους εξήγησε ότι θα μεταβεί σε μία μεγάλη μονάδα της Βορείου Ελλάδος και από εκεί, βασιζόμενος στην υποστήριξη στρατού και λαού, θα αξίωνε από το καθεστώς να παραδώσει την εξουσία.
Τον Δεκέμβριο οι προετοιμασίες είχαν λήξει και την παραμονή, 12 Δεκεμβρίου, ο Κωνσταντίνος έδωσε τις τελευταίες οδηγίες. Τότε κλήθηκε στα ανάκτορα ο γενικός επιθεωρητής Στρατού, αντιστράτηγος Ιω. Μανέττας, ο οποίος αργότερα αποκάλυψε:
«Προσήλθα με την σκέψιν ότι έπρεπε να αναβληθή το κίνημα, όχι μόνον λόγω Θεσσαλονίκης, αλλά και διότι ενόμιζα ότι δεν είχαν συμπληρωθεί οι προετοιμασίες. Εξέφρασα τους ενδοιασμούς μου προς τον Βασιλέα. Αλλά αυτός μου απήντησε: "Δεν υπάρχει χρόνος πια. Τώρα το παν κινείται..."».
Τα μεσάνυχτα της 12ης προς 13η Δεκεμβρίου, έφτασε στη Λάρισα ο ταξίαρχος Φραγκίσκος, υπασπιστής του βασιλιά, και έδωσε στον έκπληκτο Κόλλια, διοικητή της Στρατιάς, τη διαταγή: στις 10.35 το πρωί ο Κωνσταντίνος αναχωρεί και στις 11 ο στρατηγός Κόλλιας να αρχίσει τις ενέργειές του.
Η πρώτη από αυτές θα είναι η διακοπή των τηλεπικοινωνιών μεταξύ Βόρειας και Νότιας Ελλάδας. Ο Κ. Κόλλιας κατελήφθη από οργή. Μόλις είχε επιστρέψει από τον Βόλο, όπου είχε κατεβεί για να υποδεχθεί τμήματα της Στρατιάς που επέστρεφαν από την Κύπρο. Παρ' ολίγον να διανυκτέρευε εκεί και να μην τον συναντούσε ο ταξίαρχος Φραγκίσκος. Αλλά εκτός τούτου, υπήρξε καθυστέρηση. Είχαν συμφωνήσει να προειδοποιηθεί 6-7 ημέρες νωρίτερα.
Ο Κόλλιας δεν προλάβαινε να εκτελέσει το σχέδιο μέσα σε μία νύχτα. Με τραχύ ύφος είπε στον βασιλικό απεσταλμένο:
- Σήκω φύγε και πες στον βασιλέα ότι τώρα δεν γίνεται τίποτα. Να αναβάλει την ενέργειά του τουλάχιστον 24 ώρες, αν δεν μπορεί περισσότερες. Και αν η αναβολή είναι αδύνατη, θέλω να έχω στα χέρια μου τις διαταγές προς τους διοικητές των μεγάλων μονάδων και το διάγγελμα, το πρωί στις 8. Και οπωσδήποτε να μεταβεί ο βασιλεύς στη Θεσσαλονίκη. Πουθενά αλλού.
Νωρίς το πρωί της επομένης, όμως, ο στρατηγός Κόλλιας πήρε το εξής τηλεγράφημα από την Αθήνα: «Είδα τον εξάδελφο Τριανταφύλλου. Αναχωρεί για την Αμερική». Ήταν το συνθηματικό ότι η μικρή αναβολή που ζήτησε δεν εγκρίθηκε και ότι ο βασιλεύς ("εξάδελφος Τριανταφύλλου") ήταν έτοιμος να αναχωρήσει για τη Βόρεια Ελλάδα. Πολύ σύντομα έμελλε να διαπιστώσει ο στρατηγός Κόλλιας ότι ο Κωνσταντίνος δεν επρόκειτο να κατευθυνθεί στη Θεσσαλονίκη.
Τις πρωινές ώρες της 13ης Δεκεμβρίου 1967, υπήρχε φαινομενική ησυχία στο ανάκτορο του Τατοΐου. Στο ιδιαίτερο όμως βασιλικό διαμέρισμα ο βασιλιάς και η βασίλισσα Άννα-Μαρία της Ελλάδας έκαναν πυρετώδεις προετοιμασίες.
Ο πρωθυπουργός του δικτατορικού καθεστώτος Κωνσταντίνος Κόλλιας έγραψε στις αναμνήσεις του: «Την 10ην Δεκεμβρίου ετηλεφώνησεν εις τον γράφοντα ο αυλάρχης κ. Παπάγος, ότι ο βασιλεύς τον εκάλει εις ακρόασιν διά την 10 π.μ. ώραν της 13ης Δεκεμβρίου εν τοις Ανακτόροις Τατοΐου. Υπέθεσεν ο γράφων ότι επρόκειτο περί μιας συνήθους ακροάσεως. Δεν υποπτεύθη καν ότι θα επραγματοποιείτο την ημέραν εκείνην η εκδήλωσις της πρωτοβουλίας, περί ης προ ολίγων ημερών τω εγένετο σχετικός λόγος.
Την ημέραν της ακροάσεως μετέβη ο γράφων ως συνήθως την 8ην πρωινήν εις το γραφείον του, αφού δε προηγουμένως ησχολήθη εν αυτώ με την τρέχουσαν υπηρεσίαν και με την συλλογήν στοιχείων τινών επί θεμάτων εφ' ων, ενδεχομένως, θα εστρέφετο η ακρόασις, ανεχώρησε διά Τατόιον. Εις την αίθουσαν υποδοχής εύρε τον αυλάρχην κ. Παπάγον, τον αρχηγόν του Στρατιωτικού Οίκου αντιστράτηγον Δόβαν, τον αρχηγόν της Αεροπορίας κ. Αντωνάκον, τον ιατρόν κ. Κουτήφαρην και τινάς άλλους.
Προ ολίγου είχεν αναχωρήσει ο πρεσβευτής των ΗΠΑ κ. Τάλμποτ, ον είχε καλέσει ο βασιλεύς ίνα μεριμνήση διά την αποτροπήν πάσης τουρκικής κινήσεως κατά της Ελλάδος, κατά την διάρκειαν της δράσεώς του. Μετ' ολίγον ενεμφανίσθη ο βασιλεύς φέρων στολήν εκστρατείας και ιδιαιτέρως ανεκοίνωσεν εις τον γράφοντα ότι επρόκειτο να αναχωρήσουν διά Μακεδονίαν, οπόθεν έμελλε να ασκήσει πρωτοβουλίαν της αντικαταστάσεως της Κυβερνήσεως... (...)
Μετά 15 λεπτά ανεχωρήσαμεν άπαντες μετά των μελών της βασιλικής οικογενείας και διά των εν λειτουργία εις τον πλησιέστερον προς τα Ανάκτορα διάδρομον του αεροδρομίου Τατοΐου δύο αεροπλάνων απεγειώθημεν την 10.30 ώραν. Μετά μίαν ώραν, το αεροπλάνον του βασιλέως, εφ' ου επέβαινε και ο γράφων, προσεγειώθη εις το αεροδρόμιον Αμυγδαλιάς Καβάλας, όπου ανέμενεν ο διοικητής της ΧΙ Μεραρχίας κ. Κεχαγιάς...».
Την ίδια περίπου ώρα, ο γενικός επιθεωρητής Στρατού αντιστράτηγος Ιω. Μανέττας έφτασε στο γραφείο του αρχηγού του Γ.Ε.Σ. στρατηγού Οδυσσέα Αγγελή. Όταν έμειναν μόνοι, ο Μανέττας έδωσε στον Αγγελή ένα φάκελο και δήλωσε: «Έρχομαι εκ μέρους του βασιλέως να σου επιδώσω την διαταγήν αυτήν».
Ο Αγγελής άνοιξε τον φάκελο και διάβασε μία διαταγή του Κωνσταντίνου που τον απήλλασε των καθηκόντων του και τοποθετούσε στη θέση του τον Μανέττα ως αρχηγό του ΓΕΣ. Ο Αγγελής έμεινε λίγο σκεπτικός και απάντησε στον επισκέπτη του: «Αυτό δεν γίνεται».
Ο Μανέττας ούτε καν οπλοφορούσε και έτσι ο Αγγελής τον έθεσε υπό κράτηση. Αμέσως έδωσε το σήμα γενικού συναγερμού και ζήτησε από τις Ένοπλες Δυνάμεις να μείνουν πιστές στο καθεστώς. Οι επικοινωνίες με τις στρατιωτικές μονάδες της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας είχαν αποκοπεί. Η χούντα, που ανησύχησε μ΄ αυτό, αντέδρασε με ταχύτητα στην περιοχή της Αττικής. Μονάδες τανκς περικύκλωσαν τα αεροδρόμια Τανάγρας και Ελευσίνας, τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών και το κτίριο της Βουλής.
Ο βασιλιάς έφθασε στην Καβάλα στις 11.30΄ π.μ. Ο Κωνσταντίνος κατέλυσε στο ξενοδοχείο Αστήρ και με τον στρατηγό Δόβα έσπευσε στο στρατηγείο της ΧΙ Μεραρχίας, απ' όπου άρχισε να επικοινωνεί με τους μεράρχους και σωματάρχες. Όταν τελείωσε ο κύκλος των επαφών, ο Κωνσταντίνος έμεινε με την εντύπωση ότι όλοι οι διοικητές ήταν μαζί του. Από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Λάρισας άρχισε να μεταδίδεται μαγνητοφωνημένο το βασιλικό διάγγελμα, αλλά η φωνή του Κωνσταντίνου ακουγόταν πολύ ασθενική:
«Έλληνες, επέστη η στιγμή να ακούσετε την φωνή του βασιλέως σας. Μέχρι σήμερον υπήρξεν αδύνατον να επικοινωνήσω μαζί σας διά να καταστήσω γνωστά τα γεγονότα, τας σκέψεις και ανησυχίας μου, καθώς και τας ελπίδας μου διά το μέλλον. Ζητώ από τον ελληνικόν λαόν να πυκνώση τας τάξεις του προς ενίσχυσίν μου...».
Με τη μετάβαση του Κωνσταντίνου στην Καβάλα είχαν δημιουργηθεί δύο κέντρα του αντιπραξικοπήματος. Το ένα ήταν η Καβάλα, λόγω της παρουσίας βασιλιά και πρωθυπουργού, και το άλλο ήταν η Κομοτηνή, όπου βρισκόταν η διοίκηση του Γ' Σώματος Στρατού, με επικεφαλής τον στρατηγό Περίδη.
Το μεσημέρι ο Κωνσταντίνος έφτασε στο προωθημένο στρατηγείο του Γ' Σώματος Στρατού στην Κομοτηνή, όπου τον περίμεναν οι πιστοί του στρατηγοί, Περίδης και Βιδάλης, για να του κάνουν έκθεση της κατάστασης. Έλειπε όμως ο διοικητής της 20ης τεθωρακισμένης μεραρχίας, ταξίαρχος Έρσελμαν.
Οι δύο πρώτοι έκαναν στον βασιλιά μια ευνοϊκή έκθεση. Βασίστηκαν όμως στην αντίληψη ότι η παρουσία του βασιλιά θα παρέσυρε τα πάντα. Ο Κωνσταντίνος βιαζόταν να επιστρέψει στην Καβάλα, επειδή επικρατούσε χιονοθύελλα. Αλλά ο Περίδης αγνοούσε ότι είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση.
Δεν ήξερε ότι ήδη από το Πεντάγωνο ο στρατηγός Αγγελής είχε έλθει σε επαφή διά του ραδιοτηλεφώνου με πολλούς διοικητές μεγάλων μονάδων και είχε λάβει διαβεβαιώσεις των διοικητών πανομοιότυπες με εκείνες που έδωσαν στον βασιλιά. Αγνοούσε ιδίως τι συνέβαινε στη Θεσσαλονίκη.
Εκεί την ευθύνη είχε αναλάβει ο διοικητής της Σχολής Πολέμου στρατηγός Λιαράκος. Μετά τις 12, ο στρατηγός Λιαράκος επικοινώνησε μαζί του και του ανέφερε πως όλα έβαιναν καλώς. Ύστερα όμως διακόπηκε απότομα κάθε επικοινωνία και ο διοικητής του Γ' Σώματος είχε κάθε λόγο να ανησυχεί.
Ο Κωνσταντίνος αγνοούσε τις δυσμενείς εξελίξεις στην τεθωρακισμένη μεραρχία. Ο διοικητής της, ταξίαρχος Έρσελμαν, στις 11 κάλεσε τους διοικητές των μονάδων, τους ανήγγειλε την έκρηξη του βασιλικού κινήματος και τους κάλεσε να συμμετάσχουν. Δύο εξ αυτών αρνήθηκαν.
Ήταν οι αντισυνταγματάρχες Πεφάνης και Πυρόπουλος. Ο ταξίαρχος τους έθεσε υπό κράτηση και έδωσε εντολή να αναλάβουν τις διοικήσεις της 2ας διοικήσεως Μάχης και 22ας επιλαρχίας, οι υποδιοικητές τους. Αλλά ο Έρσελμαν δεν φανταζόταν ότι και οι υποδιοικητές υποστήριζαν τους δικτάτορες.
Έτσι όταν πήρε ειδοποίηση από έναν εκ των διοικητών να σπεύσει επί τόπου γιατί συναντούσε δυσκολίες στην ανάληψη της διοίκησης, πήγε να δει τι συμβαίνει και έπεσε στην παγίδα. Βρέθηκε μπροστά σε μία ομάδα ένοπλων αξιωματικών που τον έθεσαν υπό κράτηση στο σχολείο του χωριού[3]. Από εκείνη τη στιγμή, η αντιστροφή των γεγονότων ήταν πλέον κεραυνοβόλα. Το σύνταγμα καταδρομών δεν κινήθηκε.
Ο στρατηγός Λιαράκος, πιστός στον βασιλιά, πήρε στα χέρια του τη διοίκηση των βασιλικών δυνάμεων στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, δεν μπόρεσε όμως να καταλάβει τον ραδιοφωνικό σταθμό Θεσσαλονίκης που παρέμεινε κάτω από τον έλεγχο του ταξίαρχου Πατίλη.

Έτσι, η Θεσσαλονίκη μετέδωσε το μήνυμα της χούντας το οποίο έδινε την εντύπωση, στην Αθήνα και αλλού, πως το κίνημα του βασιλιά απέτυχε στη Βόρεια Ελλάδα. Στη συνέχεια ο Πατίλης κατόρθωσε να συλλάβει τον Λιαράκο και ν' αναλάβει τη διοίκηση του Γ' Σώματος Στρατού.
Ο Λιαράκος είχε χάσει την επαφή με τον Περίδη και στην Καβάλα ο Κωνσταντίνος με τον Δόβα αγωνιούσαν. Πληροφορήθηκαν ότι η Θεσσαλονίκη χάθηκε και ότι οι δυνάμεις του Κόρκα και του Έρσελμαν δεν επρόκειτο να βαδίσουν κατά της πρωτεύουσας του Βορρά.
Επιπλέον η 10η μεραρχία Σερρών βρισκόταν στα χέρια του πιστού στους δικτάτορες αντισυνταγματάρχη Πίνδαρου Γκίλλα που οδηγούσε τη δύναμή του κατά της Καβάλας, με διπλό αντικειμενικό σκοπό: να ανακόψει ενδεχόμενη κάθοδο μονάδων του Περίδη και να πλήξει κατ' ευθείαν το κίνημα στην καρδιά του, στην Καβάλα. Συλλαμβάνοντας ίσως και τον βασιλιά.
Το ναυτικό και η αεροπορία ήταν ακόμα πιστά στον βασιλιά, μα ο βασιλιάς δεν ήξερε πως να τα χρησιμοποιήσει. Ο άμεσος κύκλος του και μερικοί σύμβουλοί του, τον προέτρεψαν να αποφύγει κάθε πράξη που θα κατέληγε σε αιματοχυσία και αποδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων σε περίοδο κρίσης με την Τουρκία.
Ενώ όμως ο Γκίλλας εξορμούσε από τις Σέρρες, ο Κωνσταντίνος είχε πάρει πια τις αποφάσεις του. Οι απανωτές κακές ειδήσεις τον είχαν αποθαρρύνει. Το δραματικό τηλεφώνημα του Περίδη, που του ανήγγειλε τη σύλληψή του, τον συνέτριψε. Έτσι, ξημερώματα της 14ης Δεκεμβρίου, κάλεσε τους δικούς του να φύγουν. Υπό καταρρακτώδη βροχή ξεκίνησαν για το αεροδρόμιο.


Η απογείωση ήταν πολύ δύσκολη, γιατί είχε πλημμυρίσει από νερά και ο διάδρομος. Τελικά έγινε η αποκόλληση κι έτσι, στις 3.20΄ το πρωί, ο βασιλιάς, η οικογένειά του και ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Κόλλιας αναχώρησαν για τη Ρώμη.
Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος με την Άννα Μαρία και τη μητέρα του Φρειδερίκη στη Ρώμη μετά το αποτυχημένο αντικίνημα στην Ελλάδα Ο ραδιοσταθμός Αθηνών μετέδωσε πως ''Η Αντεπανάστασις απέτυχε πλήρως. Συνετρίβη''.
Από όλα τα σημεία της Ελλάδος καταφθάνουν επίσημοι αναφοραί ότι αι Ένοπλοι Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας είναι παρά τω πλευρώ και εκτελούν τας διαταγάς αποκλειστικώς και μόνον της εθνικής επαναστατικής κυβερνήσεως της 21ης Απριλίου. Ησυχία απόλυτος επικρατεί εις ολόκληρον την επικράτειαν. Οι συνωμόται και ο Κωνσταντίνος προσπαθούν να διαφύγουν κρυπτόμενοι από τον Στρατόν από χωρίου εις χωρίον».
Ενώ ο βασιλιάς βρισκόταν ακόμα στην Ελλάδα, στις 9.30΄ το βράδυ, της 13ης Δεκεμβρίου, ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α´ όρκισε τον Αντιστράτηγο Γεώργιο Ζωιτάκη ως αντιβασιλέα. Ο Ζωιτάκης ζήτησε αμέσως από τον Παπαδόπουλο να αναλάβει τα καθήκοντα πρωθυπουργού.
Οι αξιωματικοί της χούντας εξαγριωμένοι κατέβασαν τις φωτογραφίες των βασιλέων από τα κυβερνητικά κτίρια. Στη Ρώμη, ο βασιλιάς αρνήθηκε να κάνει οποιαδήποτε δήλωση. Στις 20 Δεκεμβρίου έκανε δήλωση, στην οποία έλεγε ότι θα επιστρέψω μόνο όταν αποκατασταθούν πλήρως οι δημοκρατικοί θεσμοί.
Πηγή: Βικιπαίδεια
 
 
ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ 13 Δεκεμβρίου 1967

«Ελληνικέ λαέ,
Αισθάνομαι υποχρέωσιν να δηλώσω ότι η σημερινή κατάστασις δεν εκφράζει την θέλησιν του ελληνικού λαού.
Η προσπάθειά μου απέβλεπεν εις την αποκατάστασιν της συνταγματικής τάξεως και της νομιμότητος εις την χώραν.
Δυστυχώς η προσπάθεια αυτή δεν επέτυχε. Αναλαμβάνω πλήρως την ευθύνην διά την αποτυχίαν.
Διά να αποφευχθή η περαιτέρω αιματοχυσία και διά να μη χυθή ελληνικόν αίμα, αποφάσισα να αποχωρήσω προσωρινώς εκ της χώρας.
Ελπίζω ότι η Ελλάς θα επανεύρη σύντομα τον δημοκρατικόν της δρόμον.»
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Β'

 

ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

 

Ποιό ήταν το μεγαλύτερο βασανιστήριο που επέβαλαν οι Βούλγαροι στους Έλληνες της Ανατολικής Μακεδονίας κατά την διάρκεια της Δεύτερης Βουλγαρικής Κατοχής (1916-1918); Η απάντηση είναι: η πείνα.
Κατά την διάρκεια του Α Παγκ. Πολέμου ο βουλγαρικός στρατός μαζί με τους συμμάχους τους Γερμανούς εισέβαλε στην Ανατολική Μακεδονία, στην Θάσο και στην Σαμοθράκη. Έτσι ξεκίνησε η Δεύτερη Βουλγαρική Κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία (η πρώτη ήταν κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων), η οποία κράτησε δύο χρόνια.
Η Βουλγαρία δεν είδε τις περιοχές αυτές (από Σέρρες εως Ξάνθη) ως ελληνικό κατεχόμενο έδαφος, αλλά ως βουλγαρικό πατρογονικό έδαφος που είχε χάσει κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και τώρα απελευθέρωσε. Έτσι η Βουλγαρία ξεκίνησε σχέδιο τρομοκρατίας, αφελληνισμού και εξόντωσης του ελληνικού πληθυσμού της Ανατολικής Μακεδονίας αμέσως μετά την είσοδο βουλγαρικών στρατευμάτων στην Ελλάδα. Ο σκοπός ήταν η εκκαθάριση της Ανατολικής Μακεδονίας από το ελληνικό στοιχείο και η εγκαθίδρυση της βουλγαρικής κυριαρχίας δημογραφικά, πολιτισμικά και οικονομικά.
Εκτός από τις καταστροφές χωριών, σπιτιών και περιουσιών, τις κλοπές, τους βιασμούς, την καταναγκαστική εργασία στην Βουλγαρία για Έλληνες, την καθολική απαγόρευση της ελληνικής γλώσσας και την επιβολή της βουλγαρικής σε σχολεία, εκκλησίες και δημόσιες υπηρεσίες, αλλά και τις κλοπές πολιτιστικών και θρησκευτικών θησαυρών, οι Βούλγαροι ξεκίνησαν σχέδιο φυσικής εξόντωσης του ελληνικού πληθυσμού μέσω της στέρησης τροφής, αφού αφαίρεσαν από τους Έλληνες κάθε δυνατότητα επιβίωσης: δήμευσαν την αγροτική παραγωγή, τα οικόσιτα ζώα, τους σπόρους για καλλιέργεια, αλλά και τα αγροτικά εργαλεία. Έτσι καταδίκασαν τον ελληνικό πληθυσμό της Ανατολικής Μακεδονίας σε λιμοκτονία.
Η έκθεση της ελληνικής επιστημονικής επιτροπής που δημοσιεύθηκε το 1918 είναι χαρακτηριστική για την κατάσταση που αντιμετώπισε η ελληνική κυβέρνηση αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας από τους Βούλγαρους το 1918.
Στην πόλη της Καβάλας το ορφανοτροφείο είχε γύρω στα 450 παιδιά. Τα μεγαλύτερα από αυτά, 110 σε αριθμό, μεταφέρθηκαν στην Βουλγαρία, τα ίχνη τους χάθηκαν και δεν επέστρεψαν ποτέ ξανά στην Ελλάδα. Τα υπόλοιπα βρέθηκαν σε άθλια κατάσταση, υποσιτισμένα και σχεδόν νεκρά στους δρόμους της πόλης. Από αυτά, παρά τις προσπάθειες των φιλανθρωπικών σωματείων, μόνο τα 56 κατάφεραν να επιβιώσουν. Στην έκθεση επισημάνθηκε, πως στην Καβάλα δεν κυκλοφορούσε ούτε σκύλος ούτε γάτα, καθώς τα αδέσποτα ζώα είχαν καταλήξει να γίνουν τροφή για τους υποσιτισμένους Έλληνες. Οι νεκροί στην διάρκεια της Κατοχής ήταν τόσοι πολλοί που θάβονταν από τις αρχές μαζικά χωρίς καν να διαβαστούν από ιερέα. Κάποιοι, σύμφωνα με αναφορές ντόπιων ιατρών, προτιμούσαν να θάβουν κρυφά τους νεκρούς συγγενείς τους με την ελπίδα να συνεχίζουν να εισπράττουν ψωμί με δελτίο από τις βουλγαρικές αρχές. Τα δελτία όμως δεν έφταναν για όλους τους κατοίκους της πόλης και είχαν δοθεί επιλεκτικά σε 8.500 περίπου κατοίκους. Ο συνολικός όμως αριθμός των κατοίκων της Καβάλας ήταν γυρω στους 55.000.
Οι πιο ευάλωτοι ήταν εκείνοι που δεν είχαν περιουσία και αντικείμενα αξίας στα σπίτια τους για να ανταλλάξουν με ψωμί στην μαύρη αγορά, καθώς οι τιμές τροφίμων, που ήταν εξαιρετικά δυσεύρετα, είχαν εκτοξευθεί. Αυτοί ήταν καταδικασμένοι να πεθάνουν από πείνα. Οι μοναδικοί που είχαν κάποια δυνατότητα να επιβιώσουν ήταν όσοι είχαν "επιστρατευθεί" και έκαναν εργασίες για τις βουλγαρικές αρχές κατοχής με αντάλλαγμα λίγο ψωμί. Από τους 55.000 Καβαλιώτες -σύμφωνα με τις αναφορές του Δημάρχου της πόλης και την κατάθεση του γιατρού Στέφανου Τζιμούρτου-πέθαναν από πείνα 10.000- 12.000, δηλαδή γύρω στο 1/5 του πληθυσμού της πόλης.
Η πόλη των Σερρών που είχε πριν την βουλγαρική εισβολή ανάμεσα σε 22.000 και 24.000 κατοίκους έχασε επίσης γύρω στο 1/5 από ασιτία. Συνολικά 4.400 κατοίκους σύμφωνα με τις απογραφές του Δήμου.
Στην Δράμα με συνολικό πληθυσμό γύρω στους 18.000 κατοίκους, οι 5.000 από αυτούς πέθαναν από ασιτία σύμφωνα με την αναφορά του φαρμακοποιού Καραμερτζάνη που κρατούσε ημερολόγιο κατά την κατοχή. Στην κωμόπολη Πράβι (σήμερα Ελευθερούπολη) που είχε έως 5.000 κατοίκους σχεδόν 1.000, δηλαδή το 1/5 πέθανε από πείνα σύμφωνα με την αναφορά του προϊσταμένου του ταχυδρομείου της πόλης Ευστ. Βλυσμά.
Στην φωτογραφία γυναίκες στην Καβάλα περιμένουν την διανομή ψωμιού από τον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό. Οι Αμερικανοί δραστηριοποιήθηκαν σε όλη την Ανατολική Μακεδονία αμέσως μετά την λήξη της βουλγαρικής κατοχής και έσωσαν χιλιάδες Μακεδόνες από την ασιτία.
Πηγή:
Έκθεσις της Πανεπιστημιακής Επιτροπής περί των εν την Ανατολικήν Μακεδονίαν διαπραχθείσων υπό των Βουλγάρων ωμοτήτων και καταστροφών. Τυπογραφείον Εστία, 1918, Σελ. 23-27.


Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025

13 Δεκεμβρίου 1943. Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων.

 



Τα γεγονότα που οδήγησαν στην ανείπωτη τραγωδία παρουσιάστηκαν στις αναρτήσεις της 8ης και 10ης Δεκεμβρίου.
Ακολουθεί η απογραφή της καταστροφής και τα ονόματα των Γερμανών υπευθύνων και η τύχη τους (Απόσπασμα από το «ΑΘΩΩΝ ΑΙΜΑ, «Ελεύθερος Μωριάς» 1943-44», Τόμος Α’).
«...Στά Καλάβρυτα, τήν ἑπομένη ἡμέρα, Δευτέρα 13η Δεκεμβρίου 1943, οἱ Γερμανοί πρίν ἀναχωρήσουν γιά τό Αἴγιο, ἔκαψαν τήν πόλη καί ἐκτέλεσαν τό ἀπαίσιο ἔγκλημα τῆς δολοφονίας 490 περίπου ἀρρένων κατοίκων μεταξύ 15 καί 65 ἐ¬τῶν, θερίζοντάς τους πρῶτα μέ πολυβόλα καί στή συνέχεια δίνοντάς τους τήν χαριστική βολή. Οἱ λεπτομέρειες τῆς φοβερῆς αὐτῆς πράξης ἔχουν περιγραφεῖ ἀπό παρά πολλούς, ὥστε μιά ἐπανάληψη ἐδῶ περιττεύει.
Οἱ καταστροφές στήν ἐπαρχία τελείωσαν μέ τόν ἐμπρησμό 250 σπιτιῶν στά Μαζέϊκα στίς 14 Δεκεμβρίου ἀπό ἕνα νέο Γερμανικό τμῆμα πού ἔφθασε στήν περιοχή, καί τῆς μονῆς τῆς Ἁγίας Λαύρας ἀπό τίς μονάδες τοῦ Αἰγίου, μαζί μέ τίς σκόρπιες δολοφο¬νίες μερικῶν ἀκόμη ἀμάχων, πρίν ἀπό τήν ἀποχώρηση ὅλων τῶν Γερμανῶν ἀπό τήν ἐπαρχία Καλαβρύτων τήν 15ην Δεκεμβρίου. Ἡ ὁλοκληρωτική σχεδόν πυρπόληση

τῶν Μαζέϊκων ἔγινε μέ τό αἰτιολογι¬κό ὅτι κανείς κάτοικος δέν εἰδοποίησε τίς γερμανικές ἀρχές γιά τήν ἐκεῖ κράτηση τῶν αἰχμαλώτων για 50 ημέρες. Ἀπό τόν ἐμπρησμό ἑξαιρέθηκε ὁ οἰκισμός «Βέργα», γιατί ἐκεῖ βρισκόταν τό σπίτι τῆς Μαρίας Ἀργυροπούλου ἡ ὁποία εἶχε περιθάλψει ἄρρωστο Γερμανό αἰχμάλωτο.
Συνολικά, 696 Ἕλληνες ἀπό τουλάχιστον 24 οἰκισμούς –Καλάβρυτα, Κερπινή, Ρωγοί, Κάτω Ζαχλωροῦ, Ἄνω Ζαχλωροῦ, Μοναστήρι τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Λαύρας, Σούβαρδο, Βραχνί, Πριόλιθος, Σκεπαστό, Τρεχλό, Μάνεσι, Μάζι, Βλασία, Παπαντώνη, Μαζέϊκα (Κλειτορία), Τουρλάδα, Ἄρμπουνας, Παγκράτι, Βυσωκά, Λαπαναγοί, Πλανητέρου, Καλύβια καί ἀλλοῦ- ἔχασαν τή ζωή τους.
Τρία μοναστήρια καί 50 οἰκισμοί καταστράφηκαν ἐν μέρει ἤ ὁλοκληρωτικά καί τουλάχιστον 1.000 σπίτια κάηκαν, τά περισσότερα ἀφοῦ πρῶτα λεηλατήθηκαν.

Ἔτσι ἐξελίχθηκε ἡ Τραγωδία τῶν Καλαβρύτων καί τό ἐρώ¬τημα πού πλανᾶται ἀπό τότε εἶναι: «ποιοί εὐθύνονται;». Φυσικά, πρῶτοι-πρῶτοι οἱ φυσικοί αὐτουργοί, οἱ Γερμανοί! Ἡ εὐθύνη δέν εἶναι ἀπρόσωπη, δέν ἀνήκει γενικά στούς Γερμανούς, ἀλλά σέ συγκεκριμένους ἀνθρώπους, μέ πρῶτον τόν στρατηγό Von Le Souir. Αὐτός εἶναι ὁ κύριος ὑπεύθυνος γιά τήν Τραγωδία τῶν Καλαβρύτων καί γιά ὅλες τίς ἐκτελέσεις ἀθώων στήν ἐπαρχία Καλαβρύτων.
Μετά ἀπό αὐτόν, μεγάλη εὐθύνη πέφτει στίς πλάτες τοῦ ταγματάρχη Hans Ebersberger. Αὐτός ἦταν ἐπικεφαλῆς τῶν Γερμανῶν πού μπῆκαν στά Καλάβρυτα στίς 10 Δεκεμβρίου 1943, διέταξε ἤ ἐπέ¬τρεψε τήν λαφυραγώγιση τῆς περιουσίας τῶν κατοίκων, ἔδωσε τή διαταγή τῆς ἐκτέλεσης τῶν ἀνδρῶν τῆς πόλης κατά τόν πλέον φρικιαστικό τρόπο στή «Ράχη τοῦ Καππῆ» καί ἐπέβλεψε τή χαριστική βολή.
Ὁ ταγματάρχης Ebersberger, «ἕνας στρυφνός καί σκληρός ἀ¬ξιωματικός» σύμφωνα μέ τόν ἀνώτερό του συνταγματάρχη Wolfinger, ἦταν αὐτός πού εἶχε στείλει τόν λοχαγό Schober στή μοι¬ραία ἀποστολή στίς 16 Ὀκτωβρίου, χωρίς τήν κατάλληλη προ¬πα¬ρασκευή. Εἶναι πολύ πιθανό νά ἐπεδίωκε νά ἐκδικηθεῖ τόν θά-νατο τῶν στρατιωτῶν του. Εἶναι πέρα ἀπό βέβαιο ὅτι θά ἔνοιω¬θε επώδυνες τύψεις, γιατί οὐσιαστικά τούς εἶχε στείλει κατ’ εὐθείαν στήν αἰχμαλωσία ἤ τόν θάνατο. Ἔστειλε μόνο 97 στρατιῶτες, χωρίς με¬ταγωγικά, χωρίς ἀρκετό ὁπλισμό, χωρίς ἀσύρματο πού εἶχε ζητήσει ὁ ἐπικεφαλῆς λοχαγός, καί χωρίς ἕνα διερμηνέα πού νά ὁμιλεῖ ἑλληνικά!
Ὅμως, στά Καλάβρυτα ὁ Ebersberger δέν παρευρισκόταν μόνον ὡς διοικητής τοῦ τάγματός του. Μετά τόν τραυματισμό τοῦ συνταγματάρχη Wolfinger εἶχε ἀναλάβει τή διοίκηση τοῦ 749 συντάγματος καί τῆς «Ἐπιχείρησης Καλάβρυτα»! Ἔτσι, μέ αὐτήν τήν τροπή τῆς τύχης, ὁ ταγματάρχης Ebersberger βρέθηκε σέ θέση νά ἐφαρμόσει στό μέγιστο καί μέ φρικια¬στικό τρόπο τίς διαταγές τοῦ στρατηγοῦ Von Le Souir.
Ὁ στρατηγός Von Le Souir καί ὁ ταγματάρχης Ebersberger εἶχαν ὅμως ἄμεση σχέση καί μέ τούς φυσικούς αὐτουργούς τῆς ὁμαδικῆς δολο¬φονίας, τόν λόχο τῶν δολοφόνων πού ἔστησαν τά πολυ¬βόλα στόν λόφο τοῦ Καππῆ καί ἔρριξαν τίς χαριστικές βολές στά θύ¬ματα. Τό ἔγκλημα ἐκτελέσθηκε ἀπό τόν 9ο λόχο τοῦ 1ου τάγματος τοῦ 749 συντάγματος πού ἕδρευε στό Αἴγιο καί εἶχε διοικητή τόν λοχαγό Williband Akamphuber.
Αὐτός ἦταν ἐπικεφαλῆς τῶν ἐκτελεστῶν καί στό χωριό Ρωγοί στίς 8 Δεκεμβρίου. Ὁ λόχος του εἶχε ὀργα¬νωθεῖ ἀπό τόν ἴδιο τόν στρατηγό Von Le Souir καί εἶχε ἐπανδρωθεῖ κατάλληλα μέ στρατιῶτες γιά «εἰδικές ἀποστολές», μία τῶν ὁποίων ἦταν ἡ δολοφονία ἀμάχων ὡς ἀντί¬ποινα! Ἀπό ὅλα τά τάγματα τῆς 117 μεραρχίας τῆς Πελοποννήσου, ὁ στρατηγός ἐπέλεξε τό τάγμα τοῦ Ebersberger καί προσκόλλησε σ᾽αὐτό τόν εἰδικό λόχο τῶν δολοφόνων!
Ὁ στρατηγός Von
Le Souir λοιπόν καί ὁ ταγματάρχης Ebersberger εἶναι οἱ δυό κύριοι ὑπεύθυνοί τῆς Τραγωδίας τῶν Καλαβρύτων. Ὁ πρῶτος ἔδωσε τίς διαταγές καί εἶχε τήν ὑψηλή ἐπίβλεψη. Ὁ δεύτερος τίς ἐκτέλεσε μέ πρωτοφανῆ σκληρότητα καί μετά τά φρικιαστικά γεγονότα συνέταξε μιά ψυχρή ἀναφορά πρός τούς ἀνωτέρους του. Μάλιστα, δέν φαίνεται ὅτι εἶχε ἱκανοποιηθεῖ ἀπό τήν δολοφονία τόσων ἑκατοντάδων ἀνθρώπων καί τήν καταστροφή τόσων περιουσιῶν, ἀφοῦ μετά τήν ἐπιστροφή του στό Αἴγιο ἀπειλοῦσε νά κάψει καί αὐτήν τήν πόλη.
Στόν 5ο λόχο, πού ἔπεσε στήν ἐνέδρα τοῦ ΕΛΑΣ, ὑπηρετοῦσε καί ὁ λοχίας Max Konrad Dohnert. Κανονικά ἔπρεπε νά συνοδεύει τόν λόχο του στήν ἐπιχείρηση τῆς 16ης Ὀκτωβρίου 1943 καί πολύ πιθανόν θά εἶχε τήν τύχη τῶν ἄλλων 85. Ὅμως, ἐπειδή γνώριζε ἑλληνικά καί ἴσως λόγω αὐτοῦ, εἶχε ἀποσπασθεῖ στήν ὁμάδα πληροφοριῶν καί ἀντικατασκοπείας τοῦ 1ου τάγμα¬τος. Γι᾽ αὐτό ὁ ταγματάρχης Ebersberger τόν κράτησε στό Αἴγιο.
Στά Καλάβρυ¬τα, καί ἰδιαίτερα τήν ἡμέρα πού γράφτηκε ἡ τραγωδία, ὁ λοχίας Dohnert ἦταν πανταχοῦ παρών καί συμμε¬τεῖ¬χε πολύ ἐνεργά στή μεταφορά τῶν διαταγῶν τοῦ Ebersberger, σέ βαθμό πού ὁ ρόλος του ἀναβαθμίσθηκε σέ πολλές μαρτυρίες ὡς τοῦ κυρίου ὑπευθύνου γιά τό φριχτό ἔγκλημα! Ἡ ἀναβάθμιση τῆς θέσης καί τοῦ ρόλου τοῦ Dohnert πέρασε καί στήν Ἱστοριογραφία. Τό ἀπόγειο τῆς ἀναβάθμισης τοῦ Γερμανοῦ λοχία πιστεύω ὅτι ἔχει γίνει ἀπό τόν δάσκαλο Γρηγόρη Κριμπά, ὁ ὁποῖος γράφει: «…ὁ διοικητής τῶν Γερμανῶν Τέννερ δίνει ἐντολή..» (Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΜΕΣΣΗΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΓΥΡΩ ΝΟΜΟΥΣ, σελ. 182).
Τό ὄνομά του καταγράφηκε καί ἔμεινε στήν Ἱστορία ὡς Τένερ, ὅπως προφανῶς ἀκουγόταν τό Dohnert νά προφέρεται ἀπό συναδέλφους του Γερμανούς. Ὁ Dohnert, ἐνῶ δέν εἶχε πραγματική εὐθύνη, οὔτε καί οὐσιαστική συμμετοχή στό φρικιαστικό ἔγκλημα, σίγουρα ἦταν γνώστης ὅλων τῶν διαταγῶν καί τοῦ παρασκηνίου πού ἐξελίχθηκε κατά τήν ἐκτέλεσή τους.
Ἀτυχῶς, κανείς ἀπό τούς ἀνωτέρω δέν βρέθηκε ποτέ μπροστά σέ δικαστή, ὥστε νά ἐξηγήσει τούς πραγματικούς λόγους τῆς δολοφονίας τόσων ἀθώων ἀνθρώπων. Ὁ μέν ταγματάρχης Ebersberger σκοτώθηκε στό Ἀνατολικό μέτωπο, ὁ δέ στρατηγός Von Le Souir συνελήφθη αἰχμάλωτος ἀπό τούς Ρώσους τίς τελευταῖες ἡμέρες τοῦ πολέμου, στίς 8 Μαΐου 1945, καί πέθανε σέ ρωσικό Στρατόπεδο Συγκέντρωσης τό 1954 ὑπό ἄγνωστες συνθῆκες.
Οἱ ἄλλοι δυό, ὁ λοχαγός Akamphuber καί ὁ λοχίας Dohnert, ἐπέζησαν τοῦ πολέμου καί συνέχισαν τή ζωή τους στή Γερμανία ἐλεύθεροι. Πέραν αὐτῶν, κανείς ποτέ δέν ταυτοποίησε τούς φυσικούς αὐτουργούς στό λόφο τοῦ Καππῆ.
Ὁ μόνος Γερμανός πού δικάστηκε γιά τά ἐγκλήματα τῆς «Ἐπιχείρησης Καλάβρυτα» ἦταν ὁ πτέραρχος Helmuth Felmy, διοικητής τοῦ 68ου Σώματος Στρατοῦ, στό ὁποῖο ἀνῆκε ἡ 117 μεραρχία καταδρομῶν τοῦ Von Le Souir. Ἦταν ἕνας ἐκ τῶν κατηγορουμένων στή δίκη τῶν ἐγκληματιῶν πολέμου στή Νυρεμβέργη καί καταδικάστηκε γιά τό Ἔγκλημα τῶν Καλαβρύτων σέ 15 χρόνια φυλάκισης. Ἀποφυλακίσθηκε πρόωρα τό 1951.
Αὐτά εἶναι ἐν περιλήψει τά γεγονότα σχετικά μέ τό φρικαλέο ἔγκλημα τῶν Γερμανῶν στά Καλάβρυτα καί τά γύρω χωριά. Αὐτή εἶναι καί ὅλη ἡ ἀλήθεια γιά τή δολοφονία 80 περίπου Γερμανῶν αἰχμαλώτων στρατιωτῶν ἀπό τό ΕΑΜ/ΕΛΑΣ/ΚΚΕ στά Καλάβρυτα καί στόν Χελμό. Γιά τό ποῦ καί πῶς πιάστηκαν αἰχμάλωτοι, τό ποῦ καί πότε δολοφονήθηκαν καί ἀπό ποιούς καί μέ ποιῶν τή διαταγή. Καμία ἀμφιβολία ὅτι καί τά δυό ἦταν ἐγκλήματα τοῦ χειρίστου εἴδους κατά τῆς ἀνθρωπότητος καί τό ἕνα δέν δικαιολογεῖ οὔτε μειώνει τήν φρικαλεότητα τοῦ ἄλλου. Ἡ ἀπ᾽ εὐθείας σχέση μεταξύ τῶν δυό ἐγκλημάτων ἀποφεύγεται γιά δεκαετίες γιά νά μήν στενοχωρηθοῦν οἱ κομμουνιστές τῆς Ἑλλάδος.
Ὅμως, ἄσχετα μέ τήν βαρειά ἐνοχή τῶν Γερμανῶν ὡς φυσικῶν αὐτουργῶν τῆς Τραγωδίας τῶν Καλαβρύτων, πού ἔγινε στή διάρκεια τῆς στρατιωτικῆς «Ἐπιχείρησης Καλάβρυτα» (UNTERNEH¬MEN KALAWRITA), εἶναι πέρα ἀπό βέβαιο ὅτι οἱ πράξεις τοῦ ΕΑΜ/ΕΛΑΣ/ΚΚΕ ἐπηρέασαν τό μέγεθος καί ἄλλες πτυχές τῆς τραγωδίας. Δέν ἦταν μόνον ἡ ἀπαράδεκτη καί φρικιαστική δολοφονία τῶν αἰχμαλώτων πού προκάλεσε τήν ἐκτέλεση τῶν ἑκατοντάδων ἀμάχων ὡς ἀντίποινα. Οἱ ἐμπρησμοί ἑκατοντάδων οἰκιῶν στά Καλάβρυτα καί στά χωριά τῆς ἐπαρ-χίας, ὅπως καί τῶν μοναστηριῶν τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου καί τῆς Ἁγίας Λαύρας, ἔγιναν γιατί οἱ ἀντάρτες τοῦ ΕΛΑΣ τά χρησιμοποιοῦσαν ὡς στρατόπεδα καί ἀποθήκευαν ἐκεῖ ὅπλα καί πυρομαχικά. [...]
Φυσικά ἀντιλαμβάνομαι ὅτι ἡ ἀπάντηση τοῦ κάθε ἀναγνώστη στό ἐρώτημα «ἄν τό ΕΑΜ/ΕΛΑΣ/ΚΚΕ εὐθύνεται γιά τήν Τραγωδία τῶν Καλαβρύτων» εἶναι πολύ πιθανό νά ἐξαρτηθεῖ ἀπό τά πολιτικά του πιστεύω. Πάντως, οἱ ὑπεύθυνοι ἡγέτες τοῦ ΕΑΜ/ΕΛΑΣ/ΚΚΕ τῆς Πελοποννήσου, τήν περίοδο ἀμέσως μετά τά δυό αὐτά γεγονότα προσπάθησαν νά τά ἀποσυνδέσουν μέ μεγάλο πάθος. Αὐτό, σαφῶς ὑποδηλοῖ αἰσθήματα καί γνώση ἐνοχῆς. Τό κυριώτερο ἐπιχείρημα πού χρησιμοποίησαν στήν προσπάθεια ἀποσύνδεσης εἶναι ὅτι ἡ «Ἐπιχείρηση Καλάβρυτα» εἶχε ἀποφασισθεῖ πολύ πρίν νά δολοφονηθούν οι αιχμάλωτοι. Αὐτό εἶναι ἀλήθεια, αν ομιλούμε γιά κάποια εκκαθαριστική επιχείρηση στην Επαρχία Καλαβρύτων. Όχι τη συγκεκριμένη επιχείρηση που διέταξε ο στρατηγός Von Le Souir, και άρχισε στις 5 Δεεκμβρίου 1943, και η οποία κατέληξε στο «ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων».
Αυτή η διαταγή σαφώς προκλήθηκε από την επιθυμία των Γερμανών να ελευθερώσουν τους αιχμαλώτους, και άλλαξε σε επιχείρηση αντιποίνων την 8η Δεκεμβρίου όταν έμαθαν τη βάρβαρη δολοφονία των Γερμανών αιχμαλώτων στην πλαγιά Μαγέρου του Χελμού!

«ΠΑΝΟΥΡΓΙΑΣ - Η Αδάμαστη φωτιά της Ρούμελης»

 


«ΠΑΝΟΥΡΓΙΑΣ - Η Αδάμαστη 🔥 της Ρούμελης»🇬🇷
Στα βουνά της Φωκίδας,στις ορεινές πλαγιές της φιλόξενης για τους κλέφτες της εποχής Γκιώνας, το 1759, γεννήθηκε ένα παιδί που θα γινόταν θρύλος.Πιο συγκεκριμένα στην Δρέμισα(σήμερα ονομάζεται Πανουργιάς προς τιμήν του ήρωα μας), γιος του Δημητρίου Ξηρού, το όνομά του, Πανουργιάς, γεννήθηκε από λάθος(περισσότερες πληροφορίες 1ο σχ.)ή από την αναστάτωση μιας βάφτισης υπό Τουρκική απειλή, και από εκείνη τη στιγμή σφράγισε την μοίρα του με ηρωισμό αλλά και ένα πέπλο μυστηρίου.
Από νεαρός, ο Πανουργιάς γνώρισε τον κίνδυνο και την αδικία. Έγινε κλέφτης για τιμή και αγάπη, και όταν καταδικάστηκε σε θάνατο, η μοίρα του χαμογέλασε,ο ισχυρός Δελή Αχμέτ τον λυπήθηκε και τον πήρε στο πλευρό του. Μαζί με τον Ανδρέα Ανδρούτσο και στις επιχειρήσεις του Λάμπρου Κατσώνη, πολέμησε στα βουνά και στις θάλασσες, αναζητώντας την ελευθερία που θα ερχόταν για το Γένος.
Το 1813, ο Αλή Πασάς τον όρισε αρματολό των Σαλώνων, θέλοντας να δαμάσει την δύναμή του. Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια. Ζώντας στα Ιωάννινα υπό την επιτήρηση του Πασά, περίμενε την στιγμή που θα μπορούσε να αναλάβει ξανά τα ηνία του αρματολικιού και να γράψει ιστορία.
Μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, ο Πανουργιάς προετοίμαζε σιγά σιγά την Επανάσταση. Στις 24 Μαρτίου 1821, η Παρνασσίδα φλέγεται από την σπίθα της ελευθερίας. Στις 26 Μαρτίου, με τους Θανάση Μανίκα, Παπανδριά και Γιάννη Γκούρα στο πλευρό του, εισβάλλει στην Άμφισσα. Η πόλη λευτερώνεται, και το κάστρο των Σαλώνων πολιορκείται με περίσσια τόλμη και πείσμα.
Οι Τούρκοι, πεινασμένοι και διχασμένοι, παραδίδονται στις 10 Απριλίου, ανήμερα της Λαμπρής. Ο Πανουργιάς καθιστός έξω από την πύλη τους βλέπει τα όπλα τους να πέφτουν, και μαζί με τον Νικολάκη Μητρόπουλο υψώνει την ελληνική σημαία στην κορυφή του φρουρίου. Από εκείνη τη μέρα, τα Σάλωνα φυσούν ελευθερία, και η Παρνασσίδα γεμίζει ηρωισμό.
Στις μάχες της Αλαμάνας και στο Χάνι της Γραβιάς, στην καύση των σιτηρών κατά την κάθοδο του Δράμαλη, και στην Άμπλιανη το 1824, η στρατηγική του σκέψη και η γενναιότητά του έδειξαν ότι η ψυχή του δεν γνώριζε φόβο. Ακόμη και όταν τον κατέβαλλε η αρρώστια, το όνομά του ενέπνεε τους νέους αγωνιστές,ο γιος του χαρακτηριστικά ο Νάκος πολέμησε στη θέση του στις Βασιλικά.
Ο Πανουργιάς προς τιμήν του απέφυγε τις εμφύλιες διαμάχες, αξίζει να σημειωθεί ότι προσπάθησε(δυστυχώς ανεπιτυχώς) να σώσει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο έρχοντας σε ρήξη ακόμη και με τον ίδιο του τον γιό, και υπηρέτησε την πατρίδα αγογγυστά και αγνά μέχρι το τέλος. Το 1833, αναγνωρίζεται για τις υπηρεσίες του και διορίζεται στην επιτροπή αξιολόγησης των αγωνιστών. Στις 4 Αυγούστου 1834, αφήνει τον κόσμο, αλλά το όνομά του θα ζει αιώνια.
Ο Πανουργιάς Δ. Πανουργιάς δεν ήταν απλώς ήρωας. Ήταν η ζωντανή φλόγα της ελληνικής ψυχής, η τόλμη που δεν λυγίζει, το πνεύμα που οδηγεί τον λαό στην ελευθερία. Από τα βουνά της Φωκίδας μέχρι τα Σάλωνα, από την Παρνασσίδα μέχρι την Άμπλιανη, η ιστορία του αντηχεί ως ύμνος θάρρους, πίστης και αδάμαστης θέλησης.
 
 Το όνομα της οικογένειάς του ήταν Ξηρός και το πραγματικό όνομα θα ήταν Δημήτριος, αλλά το όνομα «Πανουργιάς» το πήρε από λάθος του νονού του, που κατά μία εκδοχή ήταν σε κατάσταση μέθης και τον πέρασε για κορίτσι και του έδωσε το όνομα Πανώρια ή Πανωραία (αμέσως το κατάλαβε το λάθος του και θέλησε να το διορθώσει, αλλά ο πατέρας του παιδιού αρνήθηκε, δείτε παρακάτω τον λόγο),ενώ κατά δεύτερη εξαιτίας μιας επίθεσης των Τούρκων που ήταν σε εξέλιξη την ώρα της βάφτισης, οπότε όλα έγιναν βιαστικά και λόγω μιας στιγμιαίας σύγχυσης δόθηκε στο παιδί το όνομα Πανωραία. Και στις δύο εκδοχές, ο πατέρας του παιδιού ήταν αυτός που αρνήθηκε να αλλάξει μετά το όνομα του παιδιού του, επειδή ήταν πολύ ευσεβής και θεώρησε σοβαρή αμαρτία να το αλλάξει, διότι πίστευε ότι θα ήταν αντίθετο με τους κανόνες της Εκκλησίας. Για τον λόγο αυτό, παρέμεινε το όνομα το οποίο του δόθηκε στο μυστήριο της βάφτισης και απλά τον φώναζαν Πανουργιά. Αργότερα μάλιστα, ο ίδιος ο Πανουργιάς το υιοθέτησε και ως επίθετο και υπέγραφε ως Πανουργιάς Δ. Πανουργιάς.
 
 
ΤΟ ΞΥΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΠΑΝΟΥΡΓΙΑ
"Άι, τώρα, γέρο-Πανουργιά, τ’ αχαμνάσ’ μοιάζ’ νε με μούτρα φράγκικα"
«Όταν ήρθε ο Καποδίστριας, αποφάσισε κι ο γερο-Πανουριάς, ο κλεφταρματολός των Σαλώνων, να κατέβει από του Παρνασσού τα κάρκαρα και να πάει να παρουσιαστεί στον κυβερνήτη. Έφτασε λοιπόν στην Αίγινα, μα με την πρώτη ματιά που’ ριξε γύρω του, δεν του χαμαρέσανε τα πράματα. Είδε κοντά στον κυβερνήτη κάτι φραγκοντυμένους, που δεν τους φτάνανε τα φράγκικα φορέματα, μα είχανε ξουρίσει και γένια και μουστάκια, και ήταν έτσι σαν ξεροκολόκυθα γυαλιστερά τα μούτρα τους
«Τι μ’σούδες (μούρες) είν’ αυτές;» είπε στον γέρο-Δυοβουνιώτη, που είχε έρθει κι αυτός συντροφιά του στην Αίγινα.
«Δες τους βλέπεις; Τσ’ ήφερε ου κυβερνήτ’ς να μας φουτίσουν».
«Γι’ αυτό είν’ έτσ’ τα μούτρα τ’ς; Γένουντ’ έτσ’ πλειό διαβασμένοι, μαθές; Τότε θιέλω κι εγώ να τα ξουρίσου να γίνου σουφός κι εγώ…»
«Και δεν τα ξουρίζεις; Εδώ παρακάτ’ είν’ ου χαμζάς (κουρέας). Μα δεν κουτάς. Πως θα γυρί’εις μαύρε, στου χουριό;»
«Πλερώνεις εσύ τα ξουριστ’κά;»
«Πλερώνου…μα δε θ’ αποκουτί’εις τέτοιου πράμα…»
«Βαν’ς και τα βιουλιά μαζί;»
«Έτσ’, θέλου να γίνει του πράμα πανηγύρ’»
«Ας είναι κι έτσ’»
Ο Δυοβουνιώτης ακόμα δεν είχε καταλάβει καλά τι λογής ξύρισμα ήθελε ο γέρο-σύντροφός του. Ξέχασε τα παλιά του τα καμώματα. Άνθρωπος του δρυμού, κλαρίτης, ήξερε να λέει τα πράματα και να τα κάνει πέρα και πέρα ξέσκεπα.
Μπαίνουνε στον κουρέα, και να, έρχονται τα βιολιά, κι αρχίζουν το παιχνίδι, κι ετοιμάζει ο κουρέας τα ξουράφια του. Κάνει όμως να βάλει χέρι στου γερο-στρατηγού τα μούτρα, κι αυτός:
«Τράβα του χέρ’ σ’ απού κει!» του λέει.
Πετάει πέρα τη φουστανέλα και μένει όπως τον έκαμε η μανούλα του από τη μέση και κάτω. Και αρχίζει ο κουρέας, θέλοντας μη θέλοντας, και του τα ξουρίζει…Και παίζουν τα βιολιά…Κι ο κόσμος όλο και μαζεύεται…
«Ε, τώρα μοίαζ’νε με μούτρα φράγκικα!» είπε ο γέρος αφού τελείωσε το ξύρισμα.
Κι όλα αυτά τα’ καμε, για να σατιρίσει τα ξουρισμένα μούτρα και μουστάκια, που είχανε κοπιάσει απ’ τη Φραγκιά να φέρουνε καινούργια φώτα στο Ρωμέικο».
Πηγή: Γιάννη Βλαχογιάννη, Ιστορικά Ανέκδοτα και Αξιοπερίεργα Επιφανών Ελλήνων. Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 2012, σελίδες 319-320.
 
🇬🇷
✍ Στυλ. Καβάζης

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΜΦΙΣΣΑΣ 4 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1947 "ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΜΠΡΟΣ "

 

Όπως πάντοτε έτσι και εκείνη τη νύχτα από νωρίς οι κάτοικοι της . Αμφίσσης κλείστηκαν στα σπίτια τους, και πέσανε να κοιμηθούν. Ένα Ένα τα φώτα σβυνανε και το σκοτάδι σκέπασε την πολιτεία που  αναπαύεται κάτω από τον Ίσκιο του Παρνασσού. Τα σκυλιά, πέρα στον κάμπο που είναι σκεπασμένος άπό ελιές άρχισαν νά αλυχτούν κοντά τα μεσάνυχτα.

Η ωρά ήταν 11 Ξαφνικά την παγερή σιωπή έσπασαν οι ριπές ενός πολυβόλου. "Ύστερα άλλο και άλλο, μια γραμμή φωτιάς έζωσε την Άμφισσα. Οι συμμορίτες, που την τριγύριζαν καιρό τώρα σαν πείνασμένα τσακάλια κάνανε έπιθεση .

Βρισκόμαστε στις  3 Νοεμβρίου 1947, αρχές τον χειμώνα. Τά Φυλάκια τα δικά μας ανοί­γουν αμέσως Φωτιά  Ή, "Αμφισσα ξυπνά τρομαγμένη οι κάτοικοι βλεπουν στους δρόμους τους χωροφύ­λακες νά τρέχουν βιαστικά με τα όπλα στα χέρια, για νά βοηθήσουν τους συναδέλφους τους που αμύνονται. Στις 11 άρχισε η επίθεσης.


Στις 12.30 ένα στρατιωτικό φυλάκιο στον ανατολικό τομέα της πόλεως λυγίζει, στις 2 ένα δεύτερο στους Αγίους Ανάργυρους συμπτύσσεται προς το Φρούριο της πόλεως.

Δυο συμμοριακοί λόχοι μέ τον Γουρα και τον Αίαντα τρυ­πώνουν στήν Άμφισσα. Μέ τους πρώτους πυροβολισμούς εξω από τις φυλάκες τραυματίζονται ό χωροφύλαξ Μαθιουδακης και υπ)ρχης Γεώργιος Αυγέρης, σκοτώνεται δε ο υπ)ρχης Ανδρέας Καραδήμας.

Εν τω μεταξύ όλο και περισσότεροι συμμορίτες χώνονται στην πόλι. Δυό λόχοι του συγκροτήματος Διαμαντη και τρεις του Μπελή κατευθύνονται προς τά σημεία που υπε­ράσπιζε ή Χωροφυλακή δηλαδή τις φυλακές, το αστυνομικού τμή­μα, τόν .σταθμόν Μεταγωγών, τό Ταχυδρρμείο, τις Τράπεζες , το Δημόσιον Ταμείον και προς το Γυμνάσιο, όπου είχαν στρατωνισθή οι άνδρες του 4ου λόχου του 503 τάγματος της 'Όρείνης Ταξιαρχί­ας,

Στις 2.30 τό πρωί οι συμμο­ρίτες είχανε πάρει θέσεις απέναν­τι από τά φυλάκια που κρατούσαν οι άνδρες της Χωροφυλακής. Ψυ­χωμένοι αξιωματικοί και υπαξιω­ματικοί όπως ό άνθ)ρχος Β. Ντουβας ό άνθ)στης Η. Μπέλλος, ό άνθ)στής I. Τερζάκης, οι ένωμοτάρχαι I. Πρασάς, Γ. Στάχτιαρης, Χ.Ριζόπουλος, Κ.Σταματόπουλος, I.Πανέτσος και οι υπενωμοτάρχαι Η.Στέργιου, Ν.Πούλιος, I.Ξηράκης, Ι.Καραχάλιος, Π. Τσώτας, Κ. Μπουγουλιάς, Ι, Πιστόλης. Ι. Καλπούζος, Χ. Κουτσομπόλης, Γ. Αυγέρης, Δ. Φουσέκης και Χ. Φα­κός μέ φυχραιμία έδιναν τις διάταγές τους και κάθε τόσο έκαναν έπικίνδυνους ελιγμούς για να κυκλώσουν τον εχθρό. Στις 5 το πρωί πρώτος ο Ανθστης Μπέλλος επιχειρεί, μέ κίνδυνο της ζωης και της ζωης τών ολίγων χωροφυ­λάκων που διευθυνει. τον πιο τολ­μηρό ελιγμό. Πολεμώντας από κάλντερίμι σε καλντερίμι φθάνει στα νώτα του έχθρου. Πήδα άπο αυλη σε  αυλή. Άνεβαινε σε στέγες, χώνεται σε υπόγεια, μέσα στο σπίτι του Ξηρου σκοτώνει μέ τά ίδια του τα, χέρια τρεις συμμορίτες.  Η κυκλωτίκη του αυτη ενέργεια ύπηρξεν αποφασιστική. Οι συμμορίτες τά χάνουν, βρίσκονται μεταξύ δύο πυρών, αρχίζουν πανικόβλητοι να τρέχουν προς την έξοδο της πόλεως. Σ' οποίο σπίτι βρίσκουν μπροστά τους χώνονται για να γλυτώ­σουν και άλλοι γιά να πολεμήσουν. Οι γυναίκες τρομαγμένες φωνάζουν, τά παιδιά κλαίνε, όλη η Άμφισσα σκεπάζεται από πυροβολισμούς και από φωνές απελπισίας,  Αλλά η μάχη είχε πλέον κριθή.  Οι πυροβολισμοί αραιώνουν, οι λίγες εστίες αντιστάσεις ξεκαθαρίζονται ή μία μετά την άλλην. Πέντε όμως συμμορίτες με αρχηγό κάποιον Τσακίρη, μένουν κλεισμένοι στο σπίτι του Κατσίμπρα απέναντι α­πό το σταθμό Διοικήσεως της Χωροφυλακής και αμύνονται. Τό σπίτι είναι γερό. οι συμμορίτες διαθέτουν αρκετά όπλα. Η άντίστασις παρά τις προσπάθειες δεν σπάει,,

Η ήμέρα τελειώνει, έρχεται ή νύ­χτα, ό Τσακίρης και οι συντροφοί

του εξακολουθούν νά πυροβολούν από τα παράθυρα. Δύσκολα μπορεί να πλησίαση κανείς, Το σπίτι έχει κυκλωθή άπο τον άνθ/στη Ηλία Μπέλλο τον άνθ/ρχο Βασίλη Ντούβα, τόν άνθ)γό Βαγγέλη Τσέβουλο και τους άνδρες τους. Χρησιμο­ποιούν Πίατ. χειροβομδίδες, Οπλοπολυβόλα, άλλα είπαμε πως τό σπίτι είναι γερό, προσφέρεται γιά άμυνα. Αποφασίζουν στό τέλος νά βάλουν φωτιά στο σπίτι και να το κάψουν. Δύο τολμηροί χωροφύλακες πλησιάζουν και ρίχνουν μέσα από τα παράθυρα εμπρηστικές ύλες. Τό σπίτι παίρνει Φωτιά και οι τρεις από τους πέντε συμμορίτες καίγονται ζωντανοί. Οι άλλοι δυο ανοίγουν μια τρύπα στόν τοίχο και Φεύγουν. Ο ένας κρύβεται σ  ενα δοχείο με έληές. Οπου τόν σκότωσαν εκεί μέσα, και, ο δεύτερος βρίσκει την ιδια τύχη ,στο υπόγειο ενός σπιτιού πού τρύπωσε για νά άποφύγη την σύλληψη.

Με την έξόντωσι των τελευταίων αυτών συμμοριτών είχε λήξει ημάχη της Άμφίσσης. Οι απώλειες του εχθρού ήσαν βαρύτατες. Εκα­τόν πενήντα νεκροί, τριάντα αίχμάλωτοι, και  τραυματίαι,παραλήφθεντεντες υπο των συντρόφων των περίπου εκατόν είκοσι πέντε  

Στη μάχη τί|ς Άμφίσσης τραυματισθηκε ο ίδιος ο Διαμαντής και στα πτώματα των νεκρών άνεγνωρίσθησαν οι καπεταναίοι Παπαφλέσ­σας, Ίταμος και Τσακίρης.

 

Παραθέτουν έδω και τον κατά­λογο των ηρώων υπερασπιστών τής

πόλεως οι οποίοι έπροτάθησαν δι απονομήν ηθικής Αμοιβής απο 'τόν Διοικητή τους:

 

Μοίραρχος: Υφαντής Περ.,

 

άνθ)ρχος: Ντούβας Β.,

 

άνθ)σται:  

Μπελλος Ηλ.,

Τερζάκης Ξ., 

 

Εν)ρχης:  Στιάχταρης Γ.,

 

υπ)ρχαι :

Ξηράκης I.,

Μπουγολιάς Κ., 

Πουλιος Ν. και

 

χωροφύλακες, ένρχαι και ύπ)ρχαι:

Ν. Κρέστης, Δ,

Σαράντης Ν.

Πλουμάκης, I.

Απάβριος, Π.

Τζούδας, Β.

Μουγκολιάς,

Χ. Ριζόπουλος,

Κ. Σταματόπουλος,

I. Πανέτσος,

I. Καραχάλιος,

Π, Τσώτας,

I. Καλπουζος,

I. Ναλκογιάννης,

Π. Άσημακόπουλος.

Β. Σταυρόπουλος,

Β. Παπανικολάου,

Α. Αλεξίου,

Α, Άμπελιώτης,

Α. 'Αλμπάνης,

Γ. Βές,

Κ. Βαμβούλας,

Γ. Γκερλές,

Γ. Καλατζης,

Β. Λε­μονιάς,

Σ. Μαρίνης,

Α. Ξυδάκης,

Γ. Παπαευσταθίου,

Κ. Τζαβέλας,

Π. Μπαρτζιώτας,

I . Μπαρτζιώτας

Ι. Πρασάς,

I. Πίστόλης.

Π. Αυγέ­ρης,

Χ. Κουτσομπόλης,

Δ. Φουσεκης,

Χ. Φάκος.

Σ. Κανελλόπουλος,

Π. Αντωνόπουλος,

Χ. Θεοφόπουλος

Σ. Κουτσομπόλης,

Δ. Κοοτρουμπέλης,

Νικόλαος Μαθιουδάκης,

Ίωάνν. Μπρούμας,

Α. Πολυζώης,

Γ. Σίνος,

Γ. Αλεξάκος.

Β. Αλεξανδρίδης,  

Π, Πανταζής,

Α. Παρασκευάς,

Χ. Βαρβάτος,

Ν. Τσαφάρας,

Τ.  Καφούσης,

Ε. Καφούσης,

Ε. Κατσακούλας,

Η. Καλπουζος,

I. Κολοβός»

Χ. Παρασκευάς,

Λ. Αλεζανδρής ,

Ν. Μαρδάκης ,

Μ. Ζέρβας,

Λ. Τσίγγρος ,

Χ Πόντικας,

Ε. Σταυρόπουλος και

Δ. Κουμπούρης. 

Συμπληρωματικές πληροφορίες αναφέρουν ότι αι απώλειαι των Συμμοριτών εις Νεκρούς και τραυματίας υπερβαίνουν τους 180 Εξ αυτων 40 πτώματα οι Συμμορίται δεν ηδυνήθησαν να παραλάβουν γιατί ειχαν πέσει πλησίον των  Εθνικών Γραμμών. Μεταξύ τον Φονευθέντων Συμμοριτών συγκαταλέγονται οι αρχισυμμορίται Λιάς, Παπαφλέσσας και εις τρίτος του οποίου η ταυτότης δεν εξηκριβώθει εισέτι  ....Ο αρχισυμμορίτης Διαμαντής φέρεται ως βαρύτατα  τραυματισμένος εις την κοιλιακή χώρα . Ανευρέθησαν 40 όπλα κατά το πλείστον αυτόματα. 

Αι απώλειαι των Εθνικών δυνάμεων ανέρχονται εις 9 Νεκρούς Στρατιώτες και 5 ΜΑΥ και 25 Τραυματίας Στρατιώτες και 5 ΜΑΥ Επίσης εφονευθει και Ανθυπολοχαγός Δάλας 

Σ' αύτά τα παλικάρια και ακόμα στους αξιωματικούς και τούς άνδρες  του 4ου λόχου του 503 τάγματος της Ορεινής Ταξιαρχίας ο­φείλεται ή σωτηρία της Άμφισσας.