,
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ Θ Η Β Ω Ν ΚΑΙ ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ
Ιερ. ΧΡΙΣΤΟΣ Κ. ΒΑΪΔΑΝΗΣ
……….Ο ηρωικός παπά – Χρίστος Κ. Βαϊδάνης γεννήθηκε στην Άμφισσα στα 1871. Σπούδασε στας Αθήνας και έλαβε πτυχίο δημοδιδασκάλου με βαθμόν άριστα. Ως δάσκαλος υπηρέτησε στα χωριά Κολουβάτες Παρνασίδος και Γαλαξείδι ως τα 1908. Τότε ενυμφεύθηκε την Ευμορφία Ν. Σουγιά από την Αράχωβα, όπου και εγκατεστάθηκε υπηρετώντας δόκιμα ως δημοδιδάσκαλος. Κέρδισε την αγάπη και την εκτίμησι και τον σεβασμό των Αραχωβιτών τόσο, που όταν εχήρευσε η θέσις τού εφημερίου, με μία φωνή όλοι επρότειναν τον εργατικό κι ακούραστο δάσκαλο τού χωρίου τους. Πρόθυμος ο τότε Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας Συνέσιος τον εχειροτόνησε και τον ετοποθέτησε στην ενορία των Εισοδίων τής Θεοτόκου τής Αράχωβας.
……….Από τότε με πολλήν επιτυχία εξασκούσε το διπλό καθήκον τού ιερέως και διδασκάλου. Πολλή πειθώ συνώδευε την διδασκαλία, που έβγαινε από τη λάμψι τού παραδείγματός του, γιατί πέτυχε να γίνη, όπως θέλει και ζητά τους λειτουργούς τής Εκκλησίας ο μέγας Απόστολος: «τύπος των πιστών εν λόγω, εν αναστροφή, εν αγάπη, εν πνεύματι, εν πίστει, εν αγνεία» (Α’ Τιμ. 4, 12). Κήρυξ θερμός, των αληθειών τού Ευαγγελίου μα και των ιδανικών τού Έθνους μας, είχε καρδιά γεμάτη στοργή και αγάπη για τους άλλους. Έγινε το στόλισμα και το καύχημα όλης τής επαρχίας Θηβών και Λεβαδείας.
……….Όλη τη δύναμι τής ψυχής του την έδειξε κατά την Κατοχή και τον συμμοριτοπόλεμο. Είχε γίνει ο άγγελος παρηγορίας τού ποιμνίου του, που δεινοπαθούσε, παρέχοντας πρόθυμα την ηθική και υλική συνδρομή του. Η γενναιότητά του, τον έσπρωχνε πολλές φορές να καταδικάζη φανερά τις βαρβαρότητες των κατακτητών, όσο και των κομμουνιστών. Μ’ αυτό επέτυχε να γίνη στόχος. Οι πρώτοι τον έπιασαν δύο φορές και τον εκράτησαν πολλές ημέρες. Μα το μπλέξιμό του με τους κομμουνιστάς ήταν θανάσιμο, γιατί αυτοί ήσαν «υιοί γεέννης διπλότεροι εκείνων».
……….Τον έπιασαν την νύκτα τής 7 προς την 8 Αυγούστου 1944 μαζί με την κόρη του Ευφροσύνη, κοπέλα 22 χρόνων. Τους ωδήγησαν δεμένους στη θέσι «Σαραντάρι» στον Παρνασσό, όπου ήταν το καταφύγιο τού «Ορειβατικού Συνδέσμου». Η ανάκρισις ήταν σε πολλές περιπτώσεις η πρόχειρη όσο και ψεύτικη δικαιολογία τής απαγωγής. Ως τις 12 τού μηνός έμειναν κλεισμένοι στο καταφύγιο. Τέλος τους πήραν κι αφού τους ωδήγησαν μακριά από εκεί, υπέβαλαν πατέρα και κόρη σε ανήκουστα βασανιστήρια και ανοίκειον εξευτελισμόν. Η κόρη παρηκολούθησε τον απάνθρωπον ακρωτηριασμό τού γέροντα πατέρα της κι αυτός είδε σε λίγο με άφωνη φρίκη τα ανθρωπόμορφα κτήνη να ατιμάζουν την ολότελα ανυπεράσπιστη κόρη του. Αφανίστηκε η κοπέλλα κάτω απ΄ το βάρος τής ντροπής κι έσυρε φωνή μεγάλη στον πατέρα ζητώντας τη βοήθειά του. Μα τι μπορούσε άλλο ο δυστυχής κι εξουθενωμένος λευΐτης απ’ το να κάμη πέτρα την ψυχή του; «Υπομονή, παιδί μου» είπε στην κόρη. Μα εκείνη είχε περάσει το κατώφλι τής αντοχής έμεινε εκεί σαν κεραυνοκτυπημένη.
……….Ύστερα περέχυσαν με πετρέλαιο το σώμα τής νεκρής κόρης και —φρίκη! φρίκη!— και τον ζωντανό πατέρα, κι ενώ οι άλλοι έστηναν γύρω χορό κανιβάλων, κάποιος τράβηξε ένα σπίρτο. Μ’ ένα πήδημα αμέσως πιάστηκε κι αυτός στο χορό, ενώ οι φλόγες τύλιγαν τα θύματά των.
«Διήλθον διά πυρός και έξήγαγεν αυτούς ο Κύριος εις αναψυχήν».
Πηγή το βιβλίο: “Εκτελεσθέντες και μαρτυρήσαντες κληρικοί 1941-1949″.
Γι' αὐτό, τῶν ἱερέων ποὺ ἐμαρτύρησαν γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Ἔθνος τους, ἄς εἶναι ἡ μνήμη αἰωνίᾳ.