Σκοπός μας δεν είναι να ξύσουμε πληγές, ούτε να εξάψουμε μίση και πάθη, αλλά να ρίξουμε άπλετο φως σε σημαντικά γεγονότα της Ιστορίας μας.

Λαός ο οποίος δεν γνωρίζει το παρελθόν του και δεν τιμά τους προγόνους του και τον τόπο που γεννήθηκε δεν έχει μέλλον.

 

Αφιερώνουμε αυτή τη Σελίδα ως ελάχιστο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης στους Ήρωες που έχυσαν το αίμα τους η έχασαν τη ζωή τους υπερασπιζόμενοι τη Δημοκρατία, την εδαφική ακεραιότητα της Πατρίδος μας και τις ατομικές ελευθέριες που απολαμβάνουμε σήμερα όλοι μας.

 

Κάποιοι σύνδεσμοι λόγο μεταφοράς αρκετών σελίδων από το Pathfinder  δεν λειτουργούν, ζητούμε συγγνώμη για την αναστάτωση θα αποκατασταθούν

 

 

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ

ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΤΡΑΤΗΓΟ

  Αν οι ιστορικές μνήμες στεφανώσουν μέ τήν αθανασία πέντε-δέκα νεοέλληνες, ανάμεσα τους ασφαλώς θά συγκαταλέγεται κι ό στρατηγός Μακρυγιάννης (1797 -1867). Πρόκει­ται γιά μιά άπ' τις αγνότερες καί ήρωϊκώτερες μορφές τοΰ ελληνι­κού θαύματος τοΰ 1821. Μιά ακέραιη, ανιδιοτελής, πολύπλευρη προσωπικότητα, πέρα ως πέρα ελληνική καί ορθόδοξη, θετικά α­ξιολογημένη άπό κορυφαίους νεοέλληνες ιστορικούς καί λογοτέ­χνες. Ένας άπ' αυτούς, ό αλησμόνητος Γ. Θεοτοκάς, μέ δυνατές πινελιές, μέ έπιχυχία καί πληρότητα μας δίνει τόν χαρακτηρισμό τοΰ Μακρυγιάννη: «... Είναι ό ελεύθερος πολίτης μιας πατρίδας, πού τήν ονειρεύεται δίκαιη καί ευνομούμενη, ελεύθερος καί συνάμα κοινωνικός, μέ συνείδηση τών δικαιοτάτων του καίτών δικαιω­μάτων τοΰ λαοϋ του... Μαζίμ' όλα αυτά καλλιτέχνης άπό γεννησιμιοΰ του... ένας γεννημένος αρχηγός, ένας άπό τους πρώτους ανθρώπους τοΰ έθνους του, άπό τους εμψυχωτές καί οδηγητές τής Επανάστασης, άπό τους ιδρυτές τοΰ νεοελληνικού Κράτους. Είναι πολεμικός αρχηγός σημαντικός καί πολιτικός υπολογίσιμος... ένα μυαλό άπό τή φύση του ανήσυχο, ζωηρό καίόξύ, πού δουλεύτηκε γερά άπό μιά εξαιρετική πείρα ζωής καί άπό μιά πολύχρονη επα­φή μέ ανθρώπους σοφούς καί σπουδαίους, μέ τους οποίους ό Στρατηγός συζητούσε σάν ίσος προς ίσους».
Ή μεγάλη αυτή καί πολυεδρική μορφή παρουσιάζεται ανάγλυ­φη μέσα άπό τό έργο πού μας άφησε, τά περίφημα Απομνημονεύ­ματα του, όπου αφηγείται τίς άμεσες εμπειρίες του άπό τά πολεμι­κά γεγονότα τής επαναστάσεως τοΰ 1821 καί άπό τήν πολιτική ι­στορία τών μετέπειτα χρόνων.
Τό έργο αυτό πέρα άπό τήν ιστορική καί ποικίλη αξία του έχει χαρακτηρισθή καί σάν αληθινό μνημείο τής πεζογραφίας μας: «Ό Μακρυγιάννης είναι ό πιό σημαντικός πεζογράφος τής νέας 'Ελληνικής Λογοτεχνίας, άν όχι ό πιό μεγάλος, γιατί έχουμε τόν Πα­παδιαμάντη» (Γ. Σεφέρης).
Ή δωρική του λιτότητα καί τό απαράμιλλο ϋφος του συναρπά­ζουν. Ο λόγος του, ζωντανός καί πυκνός, ζωγραφίζει πρόσωπα καί γεγονότα μέ μιά θαυμάσια ενάργεια καί ακρίβεια. «Ό Μακρυγιάννης γράφει τρόπον τινά διά τής σπάθης καί ουχί διά τής γραφίδος», σημειώνει ό Γιάννης Βλαχογιάννης, στον όποιον οφείλουμε τήν έκ-δοσι καί τόν σχολιασμό τοΰ έργου τοΰ μεγάλου άγωνιστοΰ.
"Ολο τό έργο περιστρέφεται σταθερά γύρω άπό δύο πόλους: Πα­τρίδα καί Θρησκεία. Δέντά ξεχωρίζει ποτέ. Ελλάδα γι' αυτόν ση­μαίνει Όρθοδοξία.
Σήμερα, πού όλα περνούν άπό καινούργια κόσκινα, δέν βρέθη­κε κανείς ν' αμφισβήτηση τήν ιστορική ή τήν λογοτεχνική αξία τοΰ έργου καί τό ηθικό του μεγαλείο. Καί γιά μέν τήν φιλοπατρία τοΰ Μακρυγιάννη ίσως σέ πανηγυρικούς λόγους κάτι νά ακούγεται πότε-πότε. Ή θερμή πίστις του όμως, όχι μόνο συνήθως αποσιω­πάται σκόπιμα, άλλα κάποτε καί παρερμηνεύεται κακόβουλα. Καί δέν είναι καθόλου ευοίωνο γιά τήν πρόοδο τουλάχιστον τής ιστο­ρικής έρεύνης στον τόπο μας τό ότι μερικοί «ιστορικοί», στρατευμένοι, τίς οίδε, σέ ποιες σκοπιμότητες, ισχυρίζονται ότι 6 Μακρυ­γιάννης στά γεράματα του «τόρριξε στην θρησκοληψία», ένώ άπό τίς πρώτες σελίδες τών Απομνημονευμάτων του τους διαψεύδει ό ίδιος.
Στις μέρες μας είμαστε μάρτυρες ενός εγκληματικού ξηλώμα­τος τών πάντων. Εκκλησία, πατρίδα, οικογένεια, παιδεία βάλλον­ται μέ όλα τά μέσα. Πολεμική πού άρχισε άπό τήν εποχή τοΰ Μα­κρυγιάννη καί συνεχίζεται πιό έντονη, πιό ύπουλη καί πιό συστη­ματική σήμερα. Καί μας βρίσκει δυστυχώς τους νεοέλληνες σέ λή­θαργο. Ή ευμάρεια κι ό καταναλωτισμός μας έχουν ναρκώσει. Κιν­δυνεύουμε νά αποχρωματισθούμε εθνικά καί θρησκευτικά. Έχουμε ανάγκη άπό έγρήγορσι καί άναβαπτισμό στό ρωμαλέο πνεύμα τοΰ Μακρυγιάννη, προτού μαραθή κάθε ΐκμάδα έλληνικότητος, πρίν νεκρωθούν τά αντανακλαστικά μας.
Σ' αυτή τήν επείγουσα ανάγκη θέλει νά διακονήση τό μικρό τού­το τεύχος πού περιέχει ελάχιστα αποσπάσματα άπό τόν θησαυρό τών Απομνημονευμάτων τοΰ θρυλικού στρατηγού. Επιθυμία μας είναι ό προφητικός καί άφυπνιστικός λόγος τοΰ Μακρυγιάννη νά θίξη τίς ευαίσθητες χορδές τής ηρωικής ελληνικής ψυχής, νά τήν βοηθήση νά ξαναβρή τήν ταυτότητα της, καί νά βιώση δυναμικά σήμερα τήν ανεκτίμητη ελληνορθόδοξη παράδοσι.

Σε μιά άπό τίς πρώτες ήδη σελίδες των Απομνημονευμάτων του ό Μακρυγιάννης μας παρουσιάζει ένα χαρακτηριστικό γεγονός των παιδικών του χρόνων. Γε­γονός πού εκφράζει εύγλωττα τους δύο πόλους, γύρω άπό τους οποίους, καθώς έχουμε πή, θά στραφή όλη του ή ζωή: τήν ζωντανή πίστι του στον θεό καί τήν αγνή φιλοπατρία του.
Έγινα ώς δεκατέσσερα χρονών καί πήγα εις έναν πατριώτην μου εις Ντεσφίναν...Στάθηκα μέ εκείνον μιά ήμερα. Ηταν γιορτή καί παγγύρι τ' Άγιαννιου. Πήγαμεν είς το παγγύρι μο δωσε τό ντουφέκι του νά τό βαστώ. Εγώ θέλησα νά τό ρίξω. έτζακίστη. Τότε μ' έπιασε σέ όλον τόν κόσμο ομπρός καί μέ πέθανε είς τό ξύλο. Δέν μ' έβλαβε τό ξύλο τόσο, περισσότερον ή ντροπή του κόσμου. Τότε όλοι τρώγαν καί πίναν καί έγώ έκλαιγα. Αυτό τό παράπονο δέν ηύρα άλλον κριτή νά τό ειπώ νά μέ δικιώση, έκρινα εύλογον νά προστρέξω είς τόν Αι - Γιάννη, ότι είς τό σπίτι του μόγινε αύτείνη ή ζημία καί ή ατιμία. Μπαίνω τή νύχτα μέσα είς τήν εκκλησιά του καί κλειώ τήν πόρτα κι' αρχινώ τά κλάματα μέ μεγάλες φωνές καί μετάνοιες: «τ' είναι αυτό όποϋγινε σέμέναν, γομάρι είμαι νά μέ δέρνουν;». Καί τόν περικαλώ νά μου δώση άρματα καλά κι' ασημένια καί δεκαπέντε πουγγιά χρήματα καί έγώ θά του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι άσημένιον. Μέ τίς πολλές φωνές κάμαμεν τίς συμφωνίες μέ τόν άγιον.
Πέρασαν χρόνια καί ό μικρός Μακρυγιάννης ανδρώθηκε καί «έκανε κατάστασιν» (απέκτησε χρήματα), όμως δέν ξέχασε «τ/ς συμφωνίες μέ τόν άληθινόν φίλον του»:
Τότε έφκιασα ντουφέκι άσημένιον, πιστιόλες καί άρματα καί ένα καντήλι καλό. Καί αρματωμένος καλά καί συγυρισμέ­νος τό πήρα καί πήγα είς τόν προστάτην μου καί εύεργέτην μου κι' άληθινόν φίλον, - τόν 'Αι-Γιάννη, καί σώζεται ώς τήν σήμερον- έχω καί τόνομά μου γραμμένο είς τό καντήλι. Καί τόν προσκύνησα μέ δάκρυα άπό μέσα άπό τά σπλάχνα μου, ότι θυμήθηκα όλες μου τίς ταλαιπωρίες όπου έδοκίμασα...
Ή έπανάστασις γρήγορα φούντωσε. Άλλα μετά τίς πρώτες επιτυχίες, οι διχόνοιες καί οί φατριασμοί εξασθέ­νησαν τίς ελληνικές δυνάμεις. Τότε ακριβώς επιτίθεται ό πανίσχυρος Ιμπραήμ κατά της Πελοποννήσου. Σ' αυτή τήν κρίσιμη ώρα ανατίθεται στον Μακρυγιάννη νά τόν αναχαίτιση. Ό τότε νεαρός οπλαρχηγός σχεδιάζει ν' άναμετρηθή μέ τόν πολυάριθμο εχθρικό στρατό στό Νιόκαστρο τής Πύλου. Ξέρει ότι τά φυσικά μέσα πού διαθέτει δέν τοΰ φθάνουν γιά νά νικήση. "Αλλά ξέρει επίσης νά άντλή τήν ακαταμάχητη υπερφυσική δύναμι άπό τά μυστήρια της Εκκλησίας μας.
...Τά μεσάνυχτα περνώντα  αφηγείται -έστειλα καί πήρα τόν παπά καί μας ξεμολόγησε καί λειτούργησε καί μεταλάβα­με...
Ή κοινωνία του μέ τά μυστήρια τής Εκκλησίας μας δέν ήταν κάτι περιστασιακό, τό όποιο επέβαλε ό έσχατος κίνδυνος πού διέτρεχε. Ηταν μιά ζωντανή κοινωνία σ' όλη του τήν ζωή. Στην εποχή μας πού πολύ επιπόλαια αντιμετωπίζεται ή αναγκαιότητα τών μυστηρίων τής θ. Ευχαρι­στίας καί μάλιστα τής Έξομολογήσεως, είναι σημαντική ή μαρτυρία μιας τόσο φωτισμένης προσωπικότητος σάν τόν Μακρυγιάννη γιά τήν σχέσι ολόκληρης τής οικογενείας του μ' έναν Πνευματικό.
... "Ερχεται ό σεβάσμιος αγαθός Δεσπότης Μπουντουνίτζας (Μενδενίτσας) έρχεται πάντοτεςμέ ξεμολογάει έμενα και τήν οικογένεια μου.
Μετά τό Νιόκαστρο, οπού οι εσωτερικές συνθήκες ήταν γιά τόν Μακρυγιάννη εξαιρετικά δύσκολες, θά χτυπήση τόν Ιμπραήμ στους Μύλους τοΰ Ναυπλίου. Καί έδώ,'παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις, ή πίστις του στον θεό καί ή αγάπη του στην πατρίδα μεγαλούργησαν. Λίγο πρίν άπό τήν θρυλική νίκη του, είχε μιά αξιομνημόνευτη συνομιλία μέ τόν γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ.
Έκει όπουφκιανα τις θέσες εις τους Μύλους ήρθε ό Ντερνύς να μέ ίδή.
Μου λέγει: « Τι κάνεις αύτου;   Αυτές οί θέσες εί­ναι αδύνατες τι πόλεμο θά κάνετε μέ τόν Μπραΐμη αύτου;».
Τοΰ λέγω: «Είναι αδύνατες οί θέσες καί έμείς, όμως είναι δυνατός ό θεός όπου μας προστατεύει καί θά δείξωμεν τήν τύχη μας σ' αυτές τις θέσες τις αδύνατες κι' άν είμαστε ολίγοι εις τό πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ' έναν τρόπον, ότι ή τύχη μας έχει τους "Ελληνες πάντοτε όλιγους.
 "Οτι αρχή καί τέλος, παλαιόθεν καί ώς τώρα. όλα τά θερία πολεμούν νά μας φάνε καί δέν μπορούνε τρώνε άπό μας καί μένει καί μα­γιά.
Καί οί ολίγοι αποφασίζουν νά πεθάνουν καί όταν κάνουν αύτείνη τήν άπόφασιν. λίγες φορές χάνουν καί πολλές κερδαίνουν.
Ή θέση όπου είμαστε σήμερα έδώ είναι τοιούτη καί θά ίδοΰμεν τήν τύχη μας οί αδύνατοι μέ τους δυνατούς».  «Τρέμπιέν», λέγει κι' αναχώρησε ό ναύαρχος.
Οί αγώνες τόσων ετών έκαρποφόρησαν. Υπάρχει τώρα λίγη ελεύθερη Ελλάδα...Απειλείται ωστόσο πάλι καί άπό εσωτερικούς καί άπό εξωτερικούς κινδύνους. Ό ήρωας μας αγωνιά καί αγωνίζεται καθώς βλέπει νά κινδυνεύουν ή Πατρίδα καί ή Όρθοδοξία.
 "Οταν μου πειράζουν τήν πατρίδα καί θρησκεία μου. θά μιλήσω, θά 'νεργήσω κι' οτι θέλουν άς μοΰ κάνουν...
Κι' αύτείνη ή πατρίδα δέν λευτερώθη μέ παραμύθια, λευτερώθη μ'αίματα καί θυσίες κι' άπό αυτά έγινε βασίλειον  κι' όχι νά βραβεύωνται ολοένα οί κόλακες, κι' οί άγωνισταί ν' άδικιώνται. "Οτι όταν σκοτώνονταν οί άγωνισταί, αύτεΐνοι κοιμώνταν.
Κι' όσο αγαπώ την πατρίδα μου δεν αγαπώ άλλο τίποτας.  Νάρθή ένας νά μοΰ είπή ότι θά πάγη ομπρός ή πατρίδα,  στέργομαι νά μοΰ βγάλη καί τά δυό μου μάτια.  Ότι άν είμαι στραβός, καί ή πατρίδα μου καλά, μέ θρέφει  αν είναι ή πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια νάχω, στραβός θανά είμαι. "Οτι σ' αύτείνη θά ζήσω, δέν έχω σκοπόν νά πάγω άλλου.
Μέ τήν οξυδέρκεια πού τόν χαρακτηρίζει αντιλαμβάνε­ται άπό πολύ νωρίς, ποιοί είναι οί πραγματικοί εχθροί τής φυλής μας. Πονάει πολύ βλέποντας τις ραδιουργίες τών ευρωπαίων απεσταλμένων στά πολιτικά παρασκήνια τής Ελλάδος. "Αγανακτεί γιά τίς ύπουλες επεμβάσεις τους στά ιερά καί τά όσια τοΰ έθνους μας καί γιά τόν φατριασμό τών πολιτικών δυνάμεων τοΰ νεοσύστατου ελληνικού κράτους, πού ήταν κι αυτός δικό τους έργο. Γίνεται έκτος εαυτού βλέποντας τήν ηθική διαφθορά τών Ευρωπαίων νά μολύνη τήν ελληνική οικογένεια, τήν ελληνική κοινωνία. Ό τρό­πος του είναι οξύς. Ή γλώσσα του σκληρή. Πολλές φορές φαίνεται καθαρά, πώς θέλει νά μιλήση μέ τό σπαθί του, καθώς θά έλεγε ό Βλαχογιάννης.
Άφου ό θεός τους λυπήθηκε καί θέλει νά τους άναστήση, οί άνθρωποι τους καταπολεμούν νά τους φάνε. νά τους χάσουνε, νά τους σβήσουνε. νά μην ξαναειπωθοΰν "Ελληνες.
Καί τι σας έκαμεν αυτό τό όνομα τών Ελλήνων εσάς τών γενναίων άντρων τής Ευρώπης, εσάς τών προκομμένων, εσάς τών πλουσίων: "Ολοι οί προκομμένοι άντρες τών παλαιών Ελλήνων, οί γοναΐγοι όλης τής άνθρωπότης, ό Λυκούργος, ό Πλάτων, ό Σωκράτης, ό Αριστείδης, ό Θεμιστοκλής, ό Λεωνίδας, ό Θρασύβουλος, ό Δημοστένης καί οί επίλοιποι πατέρες γενικώς τής άνθρωπότης κόπιαζαν καί βασανίζονταν νύχτα καί ήμερα μ' αρετή, μέ 'λικρίνειαν, μέ καθαρόν ένθουσιασμόν νά φωτίσουνε τήν άνθρωπότητα καί νά τήν αναστήσουν νάχη  άρετή και φώτα, γενναιότητα καί πατριωτισμόν... Αύτεΐνοι δέν τήραγαν νά θησαυρίσουνε μάταια καί προσωρινά, τήραγαν νά φωτίσουν τόν κόσμο μέ φώτα παντοτινά. "Εντυναν τους άνθρώπους αρετή... καί γένονταν δάσκαλοι της αλήθειας.
Κάνουν καί οί μαθηταί τους οι Ευρωπαίοι τήν άνταμοιβήν εις τους απογόνους εμάς  γύμναση της κακίας καί παραλυσίας.
Τέτοια αρετή έχουν, τέτοια φώτα μας δίνουν. Μιά χούφτα απόγονοι εκείνων τών παλαιών Ελλήνων χωρίς ντουφέκια καί πολεμοφόδια καί τ' άλλα αναγκαία του πολέμου ξεσκεπάσαμεν τήν μάσκαρα του Γκράν Σινιόρε, του Σουλτάνου, όπούχε εις τό πρόσωπον του κι'έσκιαζε έσέναν τόν μεγάλο Εύρωπαΐγον...
"Οταν ό φτωχός ό "Ελληνας τόν καταπολέμησε ξυπόλυτος καί γυμνός, τότε πολέμαγε καί μ' εσένα τόν χριστιανόν, μέ τις άντενέργειές σου, καί τόν δόλο σου καί τήν άπατη σου κι' έφόδιασμα τις πρώτες χ/χ>νιές τών κάστρων. "Αν δέν τά 'φόδιαζες έσύ ό Εύρωπάϊγος, ήξερες πού θά πηγαίναμεν μ' εκείνη τήν ορμή. "Υστερα μας γιομώσατε καί φατρίες... πήρε ό καθείς σας τό μερίδων του  καί μας καταντήσετε μπαλλαρίνες σας  καί μας λέτε ανάξιους της λευτεριάς μας οτι δέν τήν αίστανόμαστε.
Τό παιδί όταν γεννιέται δέν γεννιέται μέ γνώση  οί προκομμένοι άνθρωποι τό άναστήνουν καί τό προκόβουν.
Τέτοια ηθική εϊχετε έσεΐς καί προκοπή, τέτοιους καταντήσετε κι' εμάς τους δυστυχείς.
Σάν γνήσιος εκφραστής τών αισθημάτων του ελληνικού λαού ξέρει καί τό διακηρύττει οτι αυτός ό αγνός λαός αποστρέφεται τίς ατιμίες τών ηγετών «τών μεγάλων δυνάμεων» καί στηρίζεται μέ εμπιστοσύνη στην δικαιοσύνη τοΰ θεού. 
Όμως τοΰ κάκου κοπιάζετε. "Αν δέν ύπάρχη σ' εσάς αρετή, υπάρχει ή δικαιοσύνη τοΰ μεγάλου θεοΰ, τοΰ αληθινού βασιλέα.
"Οτι εκείνου ή δικαιοσύνη μας έσωσε καί θέλει μάς σώση δτι όσα είπε αυτός είναι όλα αληθινά καί δίκαια καί τά δικά σας ψέματα δολερά.
Κι' όλοι οί τίμιοι "Ελληνες δέν θέλει κανένας ούτε νά σάς άκούση. ούτε νά σάς Ιδή, ότι μάς φαρμάκωσε ή κακία σας, όχι τών φιλάνθρωπων ύπικόγωνέ σας, εσάς τών ανθρωποφάγων όπ' ούλυ ζωντανούς τρώτε τους άνθρώπους καί 'περασπίζετε τους άτιμους καί παραλυμένους καί καταντήσετε τήν κοινωνία παραλυσία...
Φοβερός λόγος τό «ολοι οί τίμιοι "Ελληνες». Ό Μακρυγιάννης χωρίς περιστροφές παρασημοφορεί μέ τό παράσημο της ατιμίας όσους χωρίς εθνική αξιοπρέπεια ασπάζον­ται τά ξενόφερτα ευρωπαϊκά ήθη, πού οδηγούν στην ηθική παραλυσία.
Δέν είναι όμως άδικος καί φανατισμένος ό Στρατηγός. Ξέρει νά διακρίνη καί νά εύγνωμονή μέ ειλικρίνεια αυτούς, πού υπήρξαν «τίμιοι άντρες» καί βοήθησαν τήν πατρίδα μας στά δύσκολα πρώτα βήματα της.
Τους έκανα ένα τραπέζι πολλά καλό... καί είπα «Από δι­καιοσύνη διψάγει ή πατρίδα καί 'λικρίνεια - όποιοι τήν κυβερ­νούνε ό θεός νά τους φώτιση καί νά τους όδηγήση εις αυτό». "Επγε κι' ό Ρουντχάρτης* διά 'μένα. Είναι 'ή αλήθεια τοΰ θεοΰ, όσον καιρό κυβέρνησε αυτός μεγάλη δικαιοσύνη καί 'λικρίνεια εϊδαμεν καί ξόδιαζε κι' έξ ίδιων του πολλά. Αλλά τήν αρετή εις τήν Ελλάδα ή 'διοτέλεια τήν κάνει κακία... κι' έφυγε άπό τήν πατρίδα μας ό καλός κι' αγαθός άνθρωπος- καί εις τόν δρόμον πέθανε άπό τήν πίκρα του. Ό θεός νά τόχη τήν ψυχή του αύτεινοΰ τοΰ άγαθοΰ άνθρωπου...
Καί μή νομίση κανείς ότι τό μαστίγωμα τού Ευρωπαίου στηρίζεται σέ αόριστους φόβους καί φαντασιοπληξίες. Ή συζήτησις τού Μακρυγιάννη μέ τόν γάλλο περιηγητή Μαλέρμπ αποκαλύπτει τίς εχθρικές διαθέσεις τών Δυτικών εναντίον τής "Ορθοδοξίας:
Τοΰ λέγω... μ' όλον τοΰτο τώρα, όπου ζοΰμεν δλοι οί τίμιοι "Ελληνες εύκαριστοΰμεν τους Φιλέλληνας εις τόν κόπον όπου έλαβαν διά νά μάς σκηματίσουν κι 'έμάς έθνος, όπου ήμαστε
″Ρούντχαρτ: Άρχικαγκελάριος τοϋ "Οθωνος
τόσους αιώνες σ' ένοϋ λιονταριού τά νύχια. Μου λέγει, ένα θά σας βλάψη εσάς, τό κεφάλαιον της θρησκείας, όπου αύτείνη ή ιδέα είναι σ' εσάς πολύ τυπωμένη...
Καί τοΰ απαντάει:
Χωρίς αρετή καί θρησκεία δέν σκηματίζεται κοινωνία, ούτε βασίλειον. Καί πράμα τζιβαϊρικόν πολυτίμητο, όπου τό βαστήξαμεν εις τήν τυραγνία τοΰ Τούρκου δέν τό δίνομεν τώρα, ούτε τό καταφρονοϋμεν οί "Ελληνες... Καί τί έχεις έσύ διά μένα τί δοξάζω έγώ; Καί διατί νά φροντίζω έγώ διά 'σένα τί δοξάζεις; Ό θεός άς θεώρηση τοΰ κάθε ένοΰ τήν γνώμη, είναι φροντίδα αύτεινοΰ... κι' όχι τοΰ λ,όγου σου νά μοΰ τό εί-πής δέν σέ άκούγω, άλλα καί ό θεός ό ιδικός σου νά μοΰ τό είπή δέν σαλεύει τό μάτι μου...
Λίγο αργότερα αυτή ή ύπουλη έπίθεσις κατά της "Ορθοδοξίας, έγινε προκλητική μέ τήν συνεργασία καί μερικών δικών μας γραικύλων. Τότε είναι πού ξεσπαθώνει. Ριζωμένος βαθειά στην ορθόδοξη πίστι μας μέ ίερό πάθος χτυπάει όλους αυτούς πού μας έφεραν τήν ηθική παραλυσία καί «όπου έπεβαίνουν καί εις τήν θρησκεία μας διά νά μάς φκειά-σουνε τοΰ δόίγΐματός τους άπό ολίγον κατ'ολίγον»:
Κι' ο,τι οδηγίες έστελνε ό Φίλιππας, ό βασιλέας της Γαλλίας, καί ή κυβέρνηση του έκεϊνο γένονταν. Κι' όλος ό αγώνας τους, τώρα όπου έλαβαν επιρροή καί τά μέσα έδώ, είναι διά τήν θρησκείαν σκολειά γαλλικά, μοναστήρια, εκκλησίες καί πλήθος άλλα μέσα καί κατήχησες εις τόν κόσμο γιά νά προβοδέψουν αυτό τό έργο. Μάσαν κι' όλους τους μπερμπάντες δικούς μας καί ξένους κι' αγωνίζονται σ' αυτό τό αντικείμενο μέ μεγάλη προθυμία... Μεγάλε βασιλέα... Οί ψεύτες καί οί κόλακες όπου σάς κάνουν... καί χάνετε τήν δικαιοσύνην σας... καί δοξολογάτε τόν διάβολον, αϋτείνοι δέν πιστεύουν θεόν. Δέν δουλεύουν διά τήν πατρίδα καί θρησκεία αύτέϊνοι, δουλεύουν οί γεννάϊγοι άντρες καί σκοτώνονται δι' αυτά... "Οχι νά κάθεσαι έσύ, ένας μεγάλος βασιλέας καί νά καταγένεσαι νά άλλαξοπιστήσης μιαν χούφτα ανθρώπους, όπου ήταν τόσους αιώνες χαμένοι καί σβυσμένοι άπό τήν κοινωνία. Εκείνος όπου τους κυρίεψε τούς έκαιγε εις τους φούρνους, τους έκοβε γλώσσες, τους παλούκωνε ν'αλλάζουν τήν θρησκεία τους καί δέν μπορούσε νά κάμη τίποτας... Τώρα ό θεός, ό δίκιος καί παντοδύναμος, όπου ορίζει κι' εσένα, ανάστησε αύτεϊνο τό μικρό έθνος καί θέλει νά δοξάζεται άπ' αυτό τό μικρό ορθόδοξο έθνος όρθοδόξως καί ανατολικώς...
Δέν διστάζει νά τά βάλη καί μέ τόν ίδιο τόν πρωθυπουργό της Ελλάδος, όταν υποπτεύεται πώς συμπράττει στά ξένα σχέδια κατά της θρησκείας μας.
Μάθαινα άπό ανθρώπους τίμιους ότι ή κατήχηση των ξένων εναντίον της θρησκείας μας προοδεύει. Τότε κάπνισαν τά μάτια μου... Πάγω εις τόν Κωλέτη καί τοΰ λέγω
... «δέν μάς αφήνεις πλέον ήσυχους νά ζήσουμεν έδώ εις τήν ματοκυλισμένη μας πατρίδα μέ τήν θρησκεία μας, άλλα μάς τζαλαπατάς καί μάς διαιρείς... Πνωρίζομεν τις ενέργειες τις μυστικές των ξένων όπου εργάζονται διά τήν θρησκεία μας-θρησκείαν δέν άλ/Αζομεν έμεις, ούτε τήν πουλούμεν».
Μιά προφητική επικαιρότητα χαρακτηρίζει τίς έντονες διαμαρτυρίες τοΰ Μακρυγιάννη, γιά πολλά στραβά κι ανάποδα της εποχής του, πού σήμερα θά τά λέγαμε ξεθεμέλιωμα της οικογενείας, βεβήλωσι του ιερού χώρου τής παιδείας καί έξαχρείωσι τών ηθών κυρίως άπό τά μέσα μαζικής ψυχαγωγίας, πού κατά κανόνα είναι διαβρωτικά, μέ ιδιαίτερες επιπτώσεις στην εύόλισθη νεολαία μας.
Τό έθνος άφανίστη όλ.ως διό?.ου καί ή θρησκεία - εκκλησία εις τήν προηεύουσα δέν είναι καί μάς γελ.άνε όλος ό κόσμος. Οί φατρίες σας, τόνα μέρος καί τ' άλλο, θέλετε θέατρο' τό φκιάσετε κι' αυτό διά νά μάς μάθη τήν παραλυσία. Καί δι' αυτό παίρνουν δυό αδέλφια δυό αδελφές. Ό,τι τοΰ λες «ή θρησκεία δέν είναι τίποτας!» Καί τά παιδιά όπου τά στέλνουν νά φωτιστούν γράμματα κι' αρετή, άπό μέσα τό κράτος κι' άπόξω. φωτίζονται τήν τραγουδική καί ηθική τοΰ θεάτρου
και πουλούνε τά βιβλία τους οί μαθηταί νά πάνε νά ακούσουνε τήν Ρίτα Βάσσω, τήν τραγουδίστρα τοΰ Οεάτροο' οτι παλαβώσανε οί γέροντες, δχι τά παιδάκια νά μήν πουλήσουνε τά βιβλία τους... Αι'αύτείνη τήν προκοπή σου στέλνει κάθε γονέος τό παιδί του εις τήν πρωτεύουσα; Αυτά τά φώτα νά γυμναστή;
Μέ τήν χαρακτηριστική του λακωνικότητα καταγγέλλει μιά μεγάλη ιεροσυλία: Τήν διάλυσι καί λεηλασία των μο­ναστηριών άπό τους Βαυαρούς.
Φεύγοντας άπό τήν χώρα μας οί άνθέλληνες αυτοί φαίνεται πώς μας άφησαν κάποιους διαδόχους γιά νά ξεθεμελιώσουν ό,τι απέμεινε στά προπύργια αυτά όχι μόνο της πίστεως άλλα καί της ελευθερίας, πού τήν προσφορά τους καί τίς θυσίες τους γιά τήν Έπανάστασι μόνο ανιστόρητοι ή δούλοι σέ ξένα αφεντικά πολύ όψιμα σκέφθηκαν ν' αμφισβητήσουν, θά τολμήσουν άραγε ν' αμφισβητήσουν καί τήν ακόλουθη συντριπτική μαρτυρία τοΰ Μακρυγιάννη
Αφάνισαν ολως διόλου τά μοναστήρια καί οί καημένοι οί καλόγεροι, όπου αφανίστηκαν εις τόν αγώνα, πεθαίνουν της πείνας μέσα στους δρόμους, όπου αυτά τά μοναστήρια ήταν τά πρώτα προπύργια της άπανάστασής μας. "Οτι έκεΐ ήταν καί οί τζεμπιχανέδες μας (πυριτιδαποθήκες) κι' ολα τά αναγκαία του πολέμου- οτ' ήταν παράμερον καί μυστήριον άπό τους Τούρκους. Καί θυσίασαν οί καϊμένοι οί καλόγεροι καί σκοτώ­θηκαν οί περισσότεροι εις τόν αγώνα. Καί οί Μπαυαρέζοι παντήχαιναν, οτ' είναι οί Καπουτζΐνοι της Ευρώπης, δέν ήξε­ραν οτ' είναι σεμνοί, κι' αγαθοί άνθρωποι καί μέ τά έργα των χεριών τους απόχτησαν αυτά, άγωνίζοντας καί δουλεύοντας τόσους αιώνες- καί ζούσαν μαζί τους τόσοι φτωχοί κι' έτρω­γαν ψωμί... καί χάλασαν (οί Μπαυαρέζοι) καί ρήμαξαν όλους τους ναούς των μοναστηριών.
Κι όλα αυτά αποκτούν ιδιαίτερο κύρος γιατί δέν τά λέει ένας άκαπνος καί καλοζωισμένος «τσιφλικάς», άλλα ένας πολεμιστής μέ επτά παράσημα - τραύματα στά πεδία τών μαχών.
...Έγώ δέν ξέρω κολακείες καί πάντοτες τοΰ είπα (τοΰ βα­σιλέως) τήν αλήθεια. "Ο,τι γράφω έδώ τοΰ τό είπα καί στοματικώς πολλάκις, οτι σ' αύτείνη τήν πατρίδα όπου βασιλεύει αυτός, όσο νά γένη έτοιμον τό βασίλειον έλυωσαν λιοντάρια έγώ 'μπρός σ' εκείνους εϊμ' ένας ψύλλος. "Ομως έκανα κι' έγώ ο, τι μπορούσα. Είχα δύο ποδάρια, τζακίστη τό ένα, είχα δύο χέρια, έχω ένα  τήν κοιλιά μου τρύπια, τό κεφάλι μέ δύο τρύπες.
Τό λοιπόν άν θέλωμεν τό λίγο νά γένη μεγάλον, πρέ­πει νά /.ατρεύωμεν θεόν, ν' αγαπάμε πατρίδα νάχωμεν αρε­τή τά παιδιά μας νά τά μαθαίνωμεν γράμματα κι' ηθική.
Φαίνεται πώς χάσαμε αυτό τό κριτήριο πού λέγεται ελληνορθόδοξο ήθος, γι' αυτό καί χτυπούν παράξενα στ' αυτιά μας τά ταπεινά λόγια του Στρατηγού. Μέγας αυτός άπό τά πεδία τών μαχών αναγνωρίζει στον εαυτό του τήν τελευταία θέσι. Ποθούσε καί λαχταρούσε νά δη όλους τους "Ελληνες αδιακρίτως μονιασμένους στον αγώνα γιά τήν Ελλάδα καί τήν θρησκεία της. Γι' αυτό καί συμβουλεύει μέ τόν υπέροχο τρόπο του τονίζοντας:
Κι'άφοΰ ό θεός θέλησε νά κάμη νεκρανάστασιν εις τήν πατρίδα μου, νά τήν λευτερώση άπό τήν τυραγνίαν τών Τούρκων, αξίωσε κι' έμενα νά δουλέψω κατά δύναμι λιγώτερον άπό τόν χερώτερον πατριώτη μου "Ελληνα... οσοι άγωνιστήκαμεν, άναλόγως ό καθείς, έχομεν νά ζήσωμεν έδώ.
Τό λοιπόν δουλέψαμε ολοι μαζί νά τήν φυλάμεν κι' όλοι μαζί καί νά μή λέγη ούτε ό δυνατός «έγώ», ούτε ό αδύνατος.
Ξέρετε πότε νά λέγη ό καθείς «έγώ»; "Οταν αγωνιστή μόνος του καί φκιάση ή χαλάση, νά λέγη «έγώ»· οταν ομως άγωνίζωνται πολλοί καί φκιάνουν τότε νά λένε «έμεϊς». Είμαστε εις τό «έμεϊς» κι' οχι είς τό «έγώ». Καί εις τό έξης νά μάθωμεν γνώσι, άν θέλωμεν νά φκιάσωμεν χωριόν, νά ζήσωμεν όλοι μαζί.
"Εγραψα γυμνή τήν αλήθεια, νά ίδούνε ολοι οί "Ελληνες ν' άγωνίζωνται διά τήν πατρίδα τους, διά τήν θρησκεία τους, νά ίδοΰνε καί τά παιδιά μου καί νά λένε' «έχομεν αγώνες πατρικούς, έχομεν θυσίες», άν είναι αγώνες καί θυσίες. Καί νά μπαίνουν σέ φιλοτιμΐαν και νά έργάζωνται εις τό καλό τής πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας. "Οτι θά είναι καλά δικά τους.
Μέ τό ψέμα καί τόν δόλο δέν συμβιβάστηκε ποτέ. Σ' όλη του τήν ζωή μόχθησε γιά τήν αλήθεια. Γιά χάρι της ήταν έτοιμος νά θυσιάση καί τήν ζωή του.
... "Οτι εις τήν αλήθεια μου πεθαίνω... Καί διά νά μιλώ τήν άλ.ήθεια κατατρέχομαι κι' άπό βασιλέα κι' άπό προκομμέ­νους. Θέλουν τήν αλήθεια κι' όποιος τήν είπή κιντυνεύεται. Άλ.ήθεια, αλήθεια, πικριά όπου είσαι! Ούτε βασιλείς σέ ζυγώ­νουν, ούτε οι προκομμένοι μόνον ρωτούν διά σένα καί ύστερα σέ κατατρέχουν.
Στην υλιστική καί εγωκεντρική εποχή μας θά φανή απίστευτο τό ΰψος της χριστιανικής αγάπης τοΰ Μακρυγιάννη πού εγγίζει καί πάλι στά όρια της θυσίας. Ή αύταπάρ-νησις πού εκφράζεται στό ακόλουθο απόσπασμα σπάνια συναντάται μέσα στην ιστορία. Μας συγκινεί καί μας συγ­κλονίζει.
...Είχα κι' ένα μήνα όπου άρχισα νά παίρνω μιστόν τοΰ βαθμού μου, καθώς καί οι άλλοι , έπαιρνα τρακόσες εξήντα δραχμές. Είδα αυτό. καί πέθαιναν οι άνθρωποι εις τά παλιο-κλήσια, οπλαρχηγοί κι' άλλοι, κι' άπό τήν πείνα κι' άπό τό κρύον. τότε στοχάστηκα: Οι άγωνισταί νά πεθαίνουν της πεί­νας, κι' έμεϊς νά πλερωνώμαστε ολίγοι άνθρωποι; Εμείς οί ολίγοι φέραμεν τήν λ.ευτεριά; Νά κόψωμεν κι' έμέϊς τόν μι­στόν μας, είτε νά πάρουν καίοί αδελφοί μας συναγωνισταί! Ει δέ ξίκι νά γένη καί σ' εμάς! Τότε φκιάνω μιαν αναφορά καί λέγω: « Έπειδήτις όσοι αγωνίστηκαν πεθαίνουν άπό τήν πεί­να καί τήν ταλαιπωρίαν, καθώς καί χήρες των σκοτωμένων καί τά παιδιά τους, τόν μισθόν όπου μού δίνετε διατάξετε νά μού κοπή δλος καί νά τόν δίνετε εις τους άγωνιστάς καί χήρες κι'αρφανά τών σκοτωμένων...
Πρέπει νά κλείσουμε τήν δειγματοληπτική αυτή παρουσίασι τών απομνημονευμάτων τοΰ στρατηγού Μακρυγιάννη μέ τό μνημειώδες κείμενο τής διαθήκης του, πού συντάχθηκε τήν νύκτα τοΰ κινήματος τής 2ας προς 3η Σεπτεμ­βρίου 1843.
Στον Μακρυγιάννη οφείλεται έξ ολοκλήρου ή διοργάνωσις του κινήματος αύτοϋ, πού συνετέλεσε στην όμαλοποίησι τοΰ ελευθέρου βίου καί στην επιβολή τού πρώτου ελληνικού συντάγματος, δηλαδή στην θεμελίωσι μιας ευ­νομούμενης δημοκρατικής πολιτείας χωρίς τίς αυθαιρε­σίες τής κηδεμονευόμενης άπό τους Βαυαρούς μοναρχίας.
Τό κίνημα όμως κινδύνεψε ν' άποτύχη γιατί έν μέρει αποκαλύφθηκε. Τό σπίτι τοΰ Στρατηγού τό βράδυ εκείνο πολιορκείται άπό στρατιώτες (πεζούς καί ιππείς). Ή ζωή του γιά μιά ακόμη φορά διατρέχει τόν έσχατο κίνδυνο. Σ' αυτή τήν σκοτεινή (δρα πέφτει στά γόνατα καί ζητάει «φώτισιν καί θάρρος». Σηκώνεται ενισχυμένος καί μέσα σ' εκείνη τήν αντάρα γράφει τήν διαθήκη του, πού είναι ένας έθνικοθρησκευτικός θούριος:
Εις δόξαν του δίκιου και μεγάλου θεού. Κύριε Παντοδύναμε! Έσύ, Κύριε; θά σώσης αυτό τό αθώο έθνος. Είμαστε αμαρτωλοί, είσαι θεός! Έλέησέ μας, φώτισε μας καί κίνησε μας εναντίον του δόλου καί τής άπατης, τής συστηματικής τυραγνίας τής πατρίδος καί τής θρησκείας. Εις δόξαν Σου, Κύριε, σηκώνεται απόψε ή σημαία τής λευτεριάς άναντίον τής τυραγνίας! Πατριώτες! Πεθαίνω διά τήν πατρίδα. Στέκω εις τόν όρκον μου τόν πρώτον.
Δέν μπορώ, πατρίδα, νά σέ βλεπω τοιούτως καί τών σκοτωμένων τά παιδιά καί οί γριγές νά διακονεύουν καί τίς νιές νά τίς βιάζουν διά κομμάτι ψωμί εις τήν τιμή τους οί απατεώνες τής πατρίδος. Γιομάτες οί φυλακές άπό αγωνιστές καί στά σοκάκια σου διακονεύουν αύτέϊνοι οί άγωνισταί, όπου χύσανε τό αίμα τους διά νά ξαναειπωθή «πατρίδα Ελλάς».
Είτε έλευτερία κατά τους αγώνες μας καί Θυσίες μας, είτε θάνατος σ' εμάς! Πεθαίνω έγώ πρώτος απόψε. "Εχετε γεια, πατριώτες, καί εις τήν άλλην ζωήν σμίγομεν. εκεί όπούναι και οι άλλοι συναγωνισταί μας, εις τόν κόρφον του άληθινοΰ Βασιλέως, τοϋ μεγάλου θεοΰ, του αληθινού. Πατρίδα, σ' αφήνω ανήλικα παιδιά και γυναίκα, άν τ' αφήσουνε ζωντανά, τ' αφήνω εις τήν προστασίαν σου. Κοίταζε οτ' είναι παιδιά του τίμιου αγωνιστή Μακρυγιάννη. Ποτές αυτός δέν σέ ψύχρανε εις τά δεινά σου και τώρα πρόθυμος νά πεθάνη διά σένα γιά νά σέ ίδοΰνε τά παιδιά του ελεύτερη Ελλάδα κι' όχι παλιόψαθα της τυραγνίας και των κολάκων της. Διά τά παιδιά μου αφήνω κηδεμόνες τόν κύριον Μιχαήλ Σκινά, Μελά, Δόσιον, Καλλεφουρνά, γυναικά-δελφόν μου Σκουζέ και τήν γυναίκα μου. Και νάκολουθήσετε κατά τήν πα/,ιά μου διαθήκη ο,τι διαλαμβάνει' κι' άν άμελήσετε εις τήν άλλην ζωήν θά μου δώσετε ?.όγον. Βιαστικός γράφω μέ τήν σημαία μου στό χέρι. "Εχετε γεια όλοι και τήν τυραγνία νά μήν τήν αφήσετε νά φωλιάση εις τήν πατρίδα, νά μήν ντροπιάσετε τόσα αίματα όπου χύθηκαν.
1843 Σεπτεμβρίου 3*
Μακριγιανις.

 
Τό κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου έγινε αποδεκτό άπό τόν λαό και επεκράτησε. Επεβλήθη τό πρώτο σύνταγμα. Σέ άνάμνησι τοϋ ιστορικού αυτού γεγονότος ή πλατεία πρό των τότε Ανακτόρων (σημερινής Βουλής) ώνομάσθηκε πλατεία Συντάγματος άπό τήν κραυγή τοΰ λαού προς τους βασιλείς «Σύνταγμα - Σύνταγμα» και μιά άπό τίς κεντρικές οδούς των Αθηνών 3ης Σεπτεμβρίου.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 1998

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ τα σχόλια να είναι κόσμια και να σέβεστε τους χρήστες