Σκοπός μας δεν είναι να ξύσουμε πληγές, ούτε να εξάψουμε μίση και πάθη, αλλά να ρίξουμε άπλετο φως σε σημαντικά γεγονότα της Ιστορίας μας.

Λαός ο οποίος δεν γνωρίζει το παρελθόν του και δεν τιμά τους προγόνους του και τον τόπο που γεννήθηκε δεν έχει μέλλον.

 

Αφιερώνουμε αυτή τη Σελίδα ως ελάχιστο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης στους Ήρωες που έχυσαν το αίμα τους η έχασαν τη ζωή τους υπερασπιζόμενοι τη Δημοκρατία, την εδαφική ακεραιότητα της Πατρίδος μας και τις ατομικές ελευθέριες που απολαμβάνουμε σήμερα όλοι μας.

 

Κάποιοι σύνδεσμοι λόγο μεταφοράς αρκετών σελίδων από το Pathfinder  δεν λειτουργούν, ζητούμε συγγνώμη για την αναστάτωση θα αποκατασταθούν

 

 

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΟΥ ΤΥΜΦΡΗΣΤΟΥ 1943 -1944

     Τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής επεχείρησαν δύο φορές κατά του χωριού:
30 Οκτωβρίου – 11 Νοεμβρίου 1943:
Από έρευνα στα Γερμανικά Αρχεία οι Ναζιστικές Δυνάμεις που ενήργησαν τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή μας ανήκαν στην  Ε΄ Γερμανική Στρατιά και ήταν:
-          Η 4SS Pol.Pz Greh.Div. (Μεραρχία ss)
-          Η 104 Jaeger Division (Μεραρχία καταδιώξεως)
-          ΤΟ ΧΧΙΙ Geb. A.K. (Ορεινό Σώμα Στρατού)
Η επιχείρηση είχε την επωνυμία «Hubertus» και διεξήχθη από δύο συγκροτήματα που είχαν έδρες τη Λαμία (Gruppe OST SS Pol Pz Gren Rgt III SS και I SS) & το Αγρίνιο (Gruppe West) με σημείο συναντήσεως το Καρπενήσι.
Το χωριό, λόγω της στρατηγικής του θέσης, αποτελούσε χώρο ανάπτυξης των ανταρτικών ομάδων με αξιόλογη προσφορά και κατοίκων του στην Ενωμένη Εθνική Αντίσταση ανατίναξης της Γέφυρας του Γοργοποτάμου και σε άλλες προσβολές Γερμανικών Μονάδων.
Κατά την επιχείρηση αυτή συνέλαβαν, βασάνισαν οικτρά και εκτέλεσαν εννέα (9) κατοίκους του χωριού.
9-13 Αυγούστου 1944:
Η ολοσχερής πυρπόληση του χωριού έγινε κατά τις επιχειρήσεις αντιποίνων από τις Ναζιστικές δυνάμεις, που είχαν ως βάση τη Λαμία.
Οι Ναζιστικές δυνάμεις ενήργησαν αιφνιδιαστικά με αποτέλεσμα να μη δοθεί ο χρόνος στους κατοίκους να μεταφέρουν τα στοιχειώδη υπάρχοντά τους στα παρακείμενα δάση όπου είχαν καταφύγει και αποκρυβεί. Η πυρπόληση ολοκλήρου του χωριού ήταν πλέον γεγονός με κατάπληκτους τους κατοίκους να παρακολουθούν τις περιουσίες τους και τους κόπους τους να παραδίδονται στις φλόγες. Αποτέλεσμα της ολοσχερούς αυτής πυρπόλησης ήταν η καταστροφή:
-          155 διώροφων πέτρινων οικιών 5Χ9 μέτρων. κεραμοσκεπών με μπαλκόνι και εξωτερική σκάλα.
-          5 καταστημάτων.
-          154 αποθηκών διαστάσεων 4Χ6 μ. λαμαρινοσκεπών με τα οικόσιτα ζώα (πτηνά, αιγοπρόβατα και βοοειδή).
-          Του πέτρινου Δημοτικού Σχολείου 20Χ8μ.
-          Των 3 εκκλησιών (Αγίου Αθανασίου, Αγίου Γεωργίου και Μεταμορφώσεως του Σωτήρος).
-          Του Κοινοτικού καταστήματος
Με την πυρπόλησή του καταστράφηκαν ολοσχερώς και τα αρχεία της Κοινότητας. 
Επίσης κατά την Γερμανική κατοχή 1941-1944 πέθαναν από ασιτία 12 κάτοικοι του χωριού.
                                                                                                   
 Πηγή: Κοινότητα Τυμφρηστού

http://greekholocausts.gr/gr/index.php?option=com_content&task=view&id=197&Itemid=53

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ 1944: Μια μεθοδευμένη Σφαγή


Τα γεγονότα το Δεκέμβρη του 1944 αποτελούν την πλέον αιματοβαμμένη στιγμή της μετα-απελευθερωτικής Αθήνας, αν λάβουμε υπ’ όψη το περιορισμένο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πραγματοποιήθηκε και την ένταση με την οποία εκδηλώθηκε.
Κάποιοι τον χαρακτήρισαν «κόκκινο», εμπνευσμένοι, ίσως, από το αίμα που χύθηκε ή για να του δώσουν έντονη κομμουνιστική απόχρωση.
Άλλοι τον ονομάτισαν «Μεγάλο», θεωρώντας ενδεχομένως πως οι 17.000 νεκροί και τραυματίες μιας σφαγής είναι μεγαλείο. Το ζήτημα που τίθεται είναι: για ποιους;
Ορισμένοι το είπαν επανάσταση. Ξέχασαν, όμως, πως μια επανάσταση που έχει σκοπό την ανατροπή μιας κατάστασης για την επιβολή μιας άλλης παρόμοιας ή και χειρότερης, δεν σημαίνει τίποτα. Γιατί η επανάσταση είναι μέσο κι όχι σκοπός.
Και βέβαια ο προσδιορισμός εκείνων των ημερών σαν «Μάχη της Αθήνας», δεν προσφέρει τίποτα το ιδιαίτερο εκτός από μια αναφορά γεωγραφικού και στρατιωτικού χαρακτήρα.
Μέσα από αυτές ή ανάλογες διατυπώσεις χαρακτηρίζεται ή προσδιορίζεται μια κορύφωση καταστάσεων και συνθηκών, οι οποίες οδήγησαν σε μια σφαγή.
Όλα όσα έχουν γραφτεί κάτω από το πρίσμα μιας μαρξιστικής, αριστερής, αριστερίστικης ή «ντούρας» καθεστωτικής σκοπιάς, βαρύνονται με την σκοπιμότητα και την προπαγάνδα. Πρόκειται για τις συνηθισμένες περιπτώσεις όπου γράφονται πάρα πολλά για να ειπωθούν πολύ λίγα και για να κρυφτούν τα περισσότερα από αυτά που συνέβησαν.
Ο υποκειμενισμός και ο καλλιεργημένος φανατισμός, έδωσαν μια εικόνα αποσπασματική και διαστρεβλωμένη. Αλλά η αποσπασματικότητα που προβάλλει ξεχωρισμένα τα γεγονότα της μιας χρονικής περιόδου από άλλα που —μολονότι φαίνονται μακρινά— έχουν ουσιαστική σύνδεση μεταξύ τους, οδηγεί στην χρησιμοποίησή τους σαν εργαλεία σκοπιμοτήτων και πολιτικών χειρισμών ή στην αποσιώπηση.
Αυτές οι σκόπιμες και αθέλητες (σε ελάχιστες περιπτώσεις) αποσιωπήσεις αφήνουν ανοιχτό το πεδίο για την προσφυγή σε μεταφυσικές αναγωγές («ανεξήγητο», «ακατανόητο», «λάθος») και άλλα παρόμοια.
Η αλληλουχία γεγονότων και καταστάσεων, χαμένη μέσα στην αποσπασματικότητα, την περιπτωσιολογία, την ιδιοτέλεια, τη σκοπιμότητα και τον υποκειμενισμό, είναι ένα δάσος που επιχειρείται δεκάδες χρόνια τώρα να χαθεί πίσω από μικρούς και κακοφυτεμένους θάμνους.
Δεν θεωρούμε πως υπάρχει το κλειδί που αλάθητα και απρόσκοπτα ανοίγει τις πόρτες της κοινωνικής ιστορίας, της απόλυτης δηλαδή γνώσης των κοινωνικών αγώνων.
Μπορούμε, όμως, να συμβάλλουμε στην κατεύθυνση του ξεκαθαρίσματος κάποιων ουσιαστικών δεδομένων έτσι ώστε να βγουν τα απαραίτητα συμπεράσματα για την ανάπτυξη των κοινωνικών απελευθερωτικών προσπαθειών συλλογικοτήτων και ατόμων. Των προσπαθειών που καταβάλλουν όλοι όσοι θεωρούν πως η άθλια καταπιεστική πραγματικότητα, που έχει επιβληθεί και οφείλεται σε συγκεκριμένους παράγοντες, μπορεί να ανατραπεί με τον εμπλουτισμό των εμπειριών, το ξεκαθάρισμα από τις σκόπιμες και μισαλλόδοξες καταγραφές και την συνεχή και αδιαπραγμάτευτη αντικρατική κοινωνική δράση.
Οι καταγραφές αυτού του συνταρακτικού συμβάντος κινούνται και ξετυλίγονται κάτω από μια εξουσιαστική και κρατιστική οπτική και λογική. Από τις πλέον «μετριοπαθείς» μέχρι και τις πιο «ακραίες», όλες τους προσπαθούν να περιπλέξουν τα ζητήματα αντί να τα ξεδιαλύνουν. Από τους λυσσαλέους εχθρούς του «αναρχοκομμουνιστοσυμμοριτισμού» μέχρι και τους κάθε απόχρωσης κομμουνιστές (δογματικούς, διαφωνούντες ή μη με το ΚΚΕ), αριστερούς και από τις υποκειμενικές καταγραφές αγωνιζόμενων ανθρώπων, καπεταναίων, πολιτικών κλπ. στήνεται με διάφορους τρόπους ένα τεράστιο δίχτυ μέσα στο οποίο έχει εμπλακεί ο κοινωνικός χώρος και οι αγωνιζόμενοι άνθρωποι για περισσότερο από εξήντα χρόνια. Ένα δίχτυ από ψέματα και προσπάθειες να αποσεισθούν ή να επιρριφθούν ευθύνες σε πρόσωπα.
Μέσα απ’ όλες αυτές τις τοποθετήσεις ένα είναι δεδομένο.
Πως πίσω απ’ όλα αυτά υπάρχει μια πραγματικότητα. Αυτή είναι που οδήγησε σε ασάφεια μέχρι σήμερα. Αυτή είναι που αποδεικνύει πως όλα τα αντιφατικά και πολλές φορές ψεύτικα συμπεράσματα και γεγονότα θέλουν να συγκαλύψουν ένα τεράστιο έγκλημα. Ένα έγκλημα που έγινε με την κοινή δράση όλων των συνασπισμένων ή ανταγωνιστικών δυνάμεων που είχαν σαν στόχο την κατάληψη ή ανακατάληψη της εξουσίας.
Αυτοί που πίστεψαν στην αριστερά και την απελευθέρωσή τους, εξαπατήθηκαν και σύρθηκαν με δόλο στη σφαγή του Δεκέμβρη, αλλά και μετέπειτα.
Εκείνοι που μεθόδευσαν αυτή τη σφαγή δεν άφησαν κανένα περιθώριο, καμία πιθανότητα επιτυχίας στους καταπιεσμένους.
Οι αγωνιζόμενοι για δικαιοσύνη και λευτεριά άνθρωποι ήθελαν και μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα διαφορετικό κόσμο. Άλλωστε, τα τελευταία είκοσι χρόνια είχαν επιδείξει ένα δυναμισμό, που έκανε το κράτος να στήνει απανωτές δικτατορίες για να συγκρατήσει την κοινωνική ορμή. Οι φυλακίσεις, οι εξορίες, οι βασανισμοί και οι εξοντώσεις χιλιάδων ανθρώπων μέσα σε συνθήκες «ειρήνης» και πολέμου δεν τους έκαμψαν.
Οι κοινωνικοί αγώνες, όταν δρουν αχειραγώγητα, μπορούν να κατορθώσουν πράγματα που δεν είναι ικανός να τα φανταστεί ο ανθρώπινος νους, ιδιαίτερα όσων είναι πλημμυρισμένος από την εξουσιαστική σαβούρα.
Όμως εδώ είχαμε ένα προμελετημένο έγκλημα εναντίον ολόκληρης της κοινωνίας. Ένα έγκλημα το οποίο εφαρμόστηκε σε δύο φάσεις. Η πρώτη ήταν τα «δεκεμβριανά».
Είναι αποδειγμένο πως το προμελετημένο σχέδιο καταστροφής για εξουσιαστικούς και μόνο σκοπούς είχε ξεκινήσει από πολύ πιο πριν.
Τότε που οι ανυπότακτοι —που είχαν ανέβει στα βουνά— εξοντώθηκαν με συστηματικό και δόλιο τρόπο(1), γιατί ήταν επικίνδυνοι για τους εξουσιαστικούς σχεδιασμούς της συνασπισμένης υπό το ΚΚΕ αριστεράς —κι όχι μόνο. Γιατί, η ένοπλη αντίσταση ενάντια στις κατοχικές δυνάμεις δεν θα έπρεπε να αρνείται τον κρατισμό, αλλά να τον αντικαθιστά και να τον ενισχύει με αριστερές και κομμουνιστικές φανφάρες.


Οι ίδιοι που γέμιζαν την «Πηγάδα» στο Μελιγαλά, ήξεραν πολύ καλά τον ποταμό αίματος που θα ακολουθούσε. Στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα, εξαπολύθηκε μια τεράστιας έκτασης εκκαθαριστική επιχείρηση στην Πελοπόννησο εναντίον των ταγμάτων ασφαλείας, όπου ο ΕΛΑΣ υφίσταται τόσες απώλειες, όσες δεν είχε υποστεί σ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής. Ανοίχτηκε, έτσι, ένας νέος κύκλος μίσους, αίματος, αλληλοσφαγών, βασανιστηρίων και λεηλασιών και από τις δύο πλευρές. Έναν κύκλο που συντηρούσαν αμφότεροι σ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής.
Πως είναι δυνατόν οι αριστεροί, αφού είχαν παραδώσει τον κοινωνικό χώρο, του οποίου κατείχαν σημαντικό μέρος, στους παραδοσιακούς κρατιστές, μετά να ζητούν να τον πάρουν πίσω; Όταν βάζεις τον αντίπαλο από την πόρτα, δεν ξέρεις ότι θα σε βγάλει από το παράθυρο; Είχαν υπογράψει και εφαρμόσει συμφωνίες παράδοσης στους «αντιπάλους» σε εφαρμογή των συμφωνιών των «Μεγάλων».
Η τελευταία πράξη αυτής της παράδοσης επιβεβαιώθηκε με τη συμφωνία Στάλιν – Τσώρτσιλ στη Μόσχα, τον Οκτώβριο του 1944.
Σαν αποτέλεσμα αυτής της συμφωνίας (9 Οκτωβρίου 1944) που αφορούσε τον χώρο των Βαλκανίων και μετά από απαίτηση των Άγγλων μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου του 1944 τα βουλγαρικά στρατεύματα αποσύρθηκαν από τις περιοχές Μακεδονίας και Θράκης. Το ΚΚΕ, σε αντιστάθμισμα, ζήτησε από το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα την αποστολή μεγάλης ποσότητας όπλων και πυρομαχικών, για να λάβει αρνητική απάντηση στις 21 του ίδιου μήνα. Το αιτιολογικό ήταν οι κίνδυνοι διεθνών επιπλοκών αλλά και η έλλειψη όπλων.
Σε σχετική, μάλιστα, εισήγηση του Γκεόργκι Δημητρώφ προς τον Μολότωφ, που κινήθηκε στο ίδιο πνεύμα, αναφερόταν η ανάγκη «ηθικής στήριξης μέσω καταλλήλων δημοσιευμάτων στον Σοβιετικό Τύπο».(2) Αλλά όπως θα δούμε ούτε και αυτό έγινε.
Εγνώριζαν, λοιπόν, οι αριστεροί και ιδιαίτερο το ΚΚΕ πως δεν υπήρχε καμία περίπτωση να έχουν κάποια βοήθεια από τη Ρωσία ή τα γειτονικά κομμουνιστικά κόμματα. Είναι χαρακτηριστική άλλωστε η απέχθεια των ρώσων συντρόφων για αυτούς που έδειχναν ξεκάθαρα πως δεν θα ανέχονταν εύκολα την εξουσία της αριστεράς και του ΚΚΕ στην περίπτωση που επικρατούσε.
Ο Λήπερ σε τηλεγράφημά του προς τον Ήντεν αναφέρει στις 22/11 πως ένα «μέλος της ρωσικής αποστολής είπε εμπιστευτικά σ’ ένα βρετανό αξιωματικό στη Μακεδονία ότι, αν και η Ρωσία δεν ενδιαφέρεται για την Ελλάδα, ο ίδιος βρίσκεται σε απορία να καταλάβει ένα πράγμα: πώς μπορούν οι βρετανοί να ανέχονται επί τόσο πολύ καιρό αυτόν τον όχλο».(3)
Συνεπώς το «Δεκεμβριανό Κίνημα» δεν εξυπηρετούσε τα «συμφέροντα του λαού» όπως ισχυρίζονταν οι αριστεροί. Ούτε καν την απαλλαγή του από τον «μοναρχοφασισμό», αφού η συντριβή αυτής της κοινωνικής δυναμικής, που υπήρχε, άνοιγε διάπλατα τον δρόμο για την επιστροφή του βασιλιά και την ισχυροποίηση του παραδοσιακού κρατισμού. Και ενώ στις διακηρύξεις μιλούσαν για εθνική ανεξαρτησία, άφηναν στην Κάζα να περάσει ανενόχλητο ένα ολόκληρο σύνταγμα Άγγλων που επιτέθηκε στη συνέχεια στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Όσο για τον ανεφοδιασμό των άγγλων και των κυβερνητικών από τον Πειραιά μέσω της Λ. Συγγρού γινόταν συνεχώς και απρόσκοπτα.
Όλος αυτός ο κόσμος, λοιπόν, ήταν η καύσιμη ύλη για την εδραίωση των καθεστώτων της Αλβανίας, Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας, αλλά και για την συναίνεση και τη σιωπή στην εγκαθίδρυση λαϊκοδημοκρατικών καθεστώτων, εκεί όπου δεν υπήρχαν ξεκάθαρες διευθετήσεις (π.χ. Πολωνία). Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Άλλωστε, ο Λένιν ήταν γνήσιος αδελφός του Νετσάγιεφ. Και οι επίγονοι και συνεχιστές του «έργου» τους, ακόμα χειρότεροι.
Αυτή, λοιπόν, η δυναμική που υπήρχε στην κοινωνία του ελλαδικού χώρου παραμένει επικίνδυνη για κάθε εξουσιαστή. Γι’ αυτό, ακόμα κι αν την χαλιναγωγήσει σε μεγάλο βαθμό, δεν νοιώθει ικανοποίηση, αν δεν την εξαφανίσει.


Πώς λοιπόν μεθοδεύτηκε όλα αυτό το σχέδιο σφαγής μπορεί να γίνει αντιληπτό αν κάποιος παρακολουθήσει, έστω και εν συντομία, τη διαδικασία καταστροφής κάθε απελευθερωτικής δυνατότητας, με έναν τρόπο συστηματικό και απάνθρωπο.
Την ίδια στιγμή που ο Σιάντος αναλαμβάνει αρχιστράτηγος μετά την ανασύσταση της Κ.Ε. του ΕΛΑΣ προετοιμάζοντας τον «κόκκινο Δεκέμβρη», ένα άσκοπο κυνηγητό του Ζέρβα (με 14.000 μάχιμους αντάρτες) ελάμβανε χώραν στην Ήπειρο. Αυτός ήταν ένα εύσχημος λόγος για να αφήσουν έκθετους στις δυνάμεις του καθεστώτος και των αγγλικών στρατευμάτων, όσους μάχονταν στην Αθήνα.
Κι ενώ η πρόταση του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ στις 6 και 7 Δεκέμβρη ήταν «να κτυπήσει παντού και να εξουδετερώσει τις βρετανικές δυνάμεις που βρισκόντουσαν στην Ελλάδα» η ΚΕ του ΕΛΑΣ έδινε «αυστηρές οδηγίες να μην πυροβολεί κανείς κατά των Άγγλων, αλλά μόνο να αμύνεται».(4)
Γι’ αυτό, οι γενικές προτάσεις «έξω από το χορό» γίνονταν μόνο για τα μάτια, αφού οι αποφάσεις είχαν σημασία. Κι αυτές παίρνονταν από άλλους και αλλού…
Έτσι, το 2ο Σύνταγμα της 2ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ υπό τον Δημ. Δημητρίου (Νικηφόρο) αιχμαλωτίζεται στην Φιλοθέη από τους Άγγλους. Προηγούμενα, ο Νικηφόρος στέλνεται στην Κηφισιά για να αφοπλίσει τον σταθμό χωροφυλακής ενώ αν ήταν παρών δεν θα είχε αιχμαλωτιστεί το 2ο Σύνταγμα. Η αιχμαλωσία αποτελούσε μέρος ενός σχεδίου που απέβλεπε στην παράδοση δυνάμεων του ΕΛΑΣ στους Άγγλους.(5)
Έτσι, θεωρητικά, για τη «Μάχη της Αθήνας» προετοιμάζουν 13.000 μαχητές (οι οποίοι θα μειωθούν και ποιοτικά μετά την αιχμαλωσία και τον αφοπλισμό του 2ου συντάγματος), εναντίον 18.000 καλά εξοπλισμένων αντιπάλων, που τις αμέσως επόμενες μέρες θα αυξηθούν σε 28.000, με τον ερχομό, επί πλέον, 10.000 αγγλικών στρατευμάτων.
«Μια επίθεση στο Γουδί εναντίον της Ταξιαρχίας του Ρίμινι αποτυγχάνει με μεγάλες απώλειες. Το Σύνταγμα Χωροφυλακής του Μακρυγιάννη βάλλεται, αλλά δεν επιχειρείται η κατάληψή του. Έτσι περνάνε οι μέρες με την αγωνία και την πείνα του πληθυσμού. Η μόνη δραστηριότητα του ΕΛΑΣ στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, αλλά προ πάντων στην Αθήνα ήταν τα γεμάτα λύσσα και κτηνωδία πογκρόμ εναντίων των διεθνιστών επαναστατών, των τροτσκιστών και των αρχειομαρξιστών και άλλων παλιών μελών του ΚΚΕ που είχαν κάποτε διαφωνήσει. Έρευνες στα σπίτια, συλλήψεις και εκτελέσεις, αυτό ήταν το καθημερινό έργο του ΕΛΑΣ.
Όταν εξαπολύεται η τελική επίθεση του Σκόμπυ από ξηράς, θαλάσσης και αέρος, ο ΕΛΑΣ καταρρέει και τροχάδην εγκαταλείπει την Αθήνα τραβώντας μαζί του χιλιάδες ομήρους και μέσα σ’ αυτούς πολλούς γέρους, γυναίκες, παιδιά και άρρωστους. Πολλοί πεθάνανε από το κρύο του Γενάρη και πολλούς εκτελούσανε στο δρόμο. Η εκκένωση της Αθήνας ήταν τόσο γρήγορη και τόσο κανονική ώστε αναμφισβήτητα ήταν από προηγούμενα μελετημένη και προγραμματισμένη. Και αναμφισβήτητα θα την δέχτηκαν με ανακούφιση. Και τα παιδιά που σκοτώθηκαν ή πιο σωστά δολοφονήθηκαν; Ε, αυτό πολύ λίγη σημασία είχε γι’ αυτούς».(6)
Τα Χριστούγεννα του 1944 έφτασε στην Αθήνα ο Τσώρτσιλ και κατέλυσε στο Ξενοδοχείο της Μ. Βρεταννίας, όπου βρισκόταν και η σκιώδης κυβέρνηση, καθώς και ο Σκόμπυ με το επιτελείο του. Ένα ουλαμός Ελασιτών κατόρθωσε συρόμενος μέσα στο βούρκο των υπονόμων να φτάσει κάτω από το ξενοδοχείο και να τοποθετήσει έναν τόνο δυναμίτιδα. Αλλά δεν τον πυροδότησαν, με αποτέλεσμα, να ανακαλυφθεί το πρωί της επόμενης. Η ανατίναξη αυτή είναι σίγουρο πως θα άλλαζε την ροή των γεγονότων. Κι έτσι, οι διαφημιστικές κινήσεις και τα «δοσίματα» δεν συναντήθηκαν στο ελάχιστο με το πάθος των ανθρώπων για λευτεριά.
Ο Τσώρτσιλ, μάλιστα, δεν παραλείπει να επαινέσει τη στάση της Σοβιετικής Ένωσης: «Ο Στάλιν εκράτησε αυστηρά και πιστά την συμφωνία μας του Οκτωβρίου και ούτε η «Πράβντα» ούτε η «Ισβέστια» διατύπωσαν το παραμικρό παράπονο όλες τις εβδομάδες που πολεμούσαμε εναντίον των κομμουνιστών στους δρόμους της Αθήνας».(7)
«Ο κόκκινος Δεκέμβρης», στην ουσία ήταν η συνέχεια άπειρων εγκλημάτων που προηγήθηκαν από τους αριστερούς.
«Σκότωναν φτωχές γυναίκες γιατί πλένανε ρούχα ιταλών ή γερμανών στρατιωτών. Θανάσιμο έγκλημα, επαίσχυντη αντιπατριωτική πράξη. Από πόσο πατριωτικό πάθος να φλέγονταν αυτός ο λεβέντης για να σκοτώσει μια μάνα, που έπλενε ρούχα για ένα κομμάτι ψωμί για τα παιδιά της;
Σκοτώσανε εργάτες γιατί δούλευαν σε γερμανικές επιχειρήσεις. Στους ομαδικούς τάφους που ανοίξανε στο Περιστέρι, μπροστά στην αντιπροσωπεία από τα αγγλικά εργατικά συνδικάτα, όλα τα πτώματα φορούσαν μπαλωμένα κουρέλια και τα χέρια τους ήταν χέρια εργατών…
…Σκότωσαν γυναίκες γιατί από την πείνα ή για να σώσουν τα παιδιά τους δόθηκαν για μια πανιότα ή για μια κονσέρβα σε ιταλούς ή γερμανούς στρατιώτες».(8)
Μέχρι τις 25 Δεκέμβρη ο αριθμός των συλληφθέντων από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ φθάνει τις 8.000, οι οποίοι με την αποχώρησή τους από την Αθήνα ξεπερνούν τις 15.000 όμηρους.
Το εγκληματικό όργιο στο οποίο αποδύθηκαν οι αριστεροί στις μέρες των Δεκεμβριανών ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Η Κυψέλη, το Περιστέρι, η Ούλεν στο Γαλάτσι, το Μπαρουτάδικο στο Αιγάλεω, το Γ΄ Νεκροταφείο και οι υπόλοιπες συνοικίες περισσότερο ή λιγότερο ή μία από την άλλη, έγιναν οι χώροι όπου κορυφώθηκε η εξουσιαστική κτηνωδία με την αριστερή της εκδοχή. Με κονσερβοκούτια, τσεκούρια και σκεπάρνια εξόντωναν ανυπεράσπιστους ανθρώπους διαγράφοντας το μέλλον που ετοίμαζαν στην περίπτωση που επικρατούσαν. Αυτό το εγκληματικό όργιο έφερε αρνητικά αποτελέσματα για τον ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αφού ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού άρχισε να απομακρύνεται από τους «απελευθερωτές».
Η «αναμόρφωση» των ελλαδιτών και η υποταγή τους θα πραγματοποιηθεί δια πυρός και σιδήρου από τις αντιμαχόμενες εξουσιαστικές μερίδες.
Η συμφωνία της Βάρκιζας εξασφάλισε την αμνήστευση μόνον των στελεχών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ αλλά άφησε ανοιχτό το έδαφος για τα «εγκλήματα ποινικού δικαίου» με βάση τα οποία θα διώκονταν όλοι οι υπόλοιποι. Ένα άγριο κυνηγητό θα ξεκινήσει από την αντίθετη πλευρά, αυτή τη φορά.
Οι αγριότητες όχι μόνο δεν σταμάτησαν, αλλά με μεθοδικότητα ετοιμαζόταν η συνέχειά τους από τους μεγάλους τραγωδούς της απέραντης κτηνωδίας…
———————————–
1. Δ. Μπαλλή, Ο ΕΛΑΣ στη Θεσσαλία, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1981.
2. Ιορντάν Μπάεφ, Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα. Διεθνείς διαστάσεις, εκδόσεις Φιλίστωρ, Αθήνα 1997.
3. Γιάννη Ανδρικόπουλου, 1944 Κρίσιμη Χρονιά, τόμος Β΄, έκδοση Διογένης, Αθήνα 1974.
4. Ιορντάν Μπάεφ, όπ.π.
5. Σόλωνος Γρηγοριάδη, Ιστορία της Συγχρόνου Ελλάδος, τόμος Β΄.
6. Άγι Στίνα, ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΟΠΛΑ, έκδοση Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1984.
7. Τσώρτσιλ, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, τόμος 4, Εκδοτικός Οργανισμός Μορφωτικής Εστίας.
8. Άγι Στίνα, όπ.π.
(Δημοσιεύτηκε στη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.78, Δεκέμβριος 2008)

Μία αιματηρή πορεία του Ε.Λ.Α.Σ. (Πύργος, Καλαμάτα, Μελιγαλάς…)

Μια αναρχική προσέγγιση
Είναι γνωστή η πορεία της αριστεράς και ιδιαίτερα της κομμουνιστικής κατά την διάρκεια της κατοχής αλλά και μετά από αυτήν. Έχουμε ήδη αναφερθεί στα «Δεκεμβριανά» σε προηγούμενο φύλλο της ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (φύλλο 78). Είναι αναμφισβήτητο γεγονός πως κάθε πλευρά τής αριστεράς είναι εξουσιαστική. Αυτό, είναι σημαντικό να μη μας διαφεύγει. Επειδή η πρισματική εικόνα, πολλές φορές, καλλιεργεί ψευδαισθήσεις και με δεδομένο πως αριστερά και βία αποδίδονται συνήθως με μια λέξη που ακούει στο όνομα ΚΚΕ, καλό είναι να λαμβάνεται υπ’ όψιν πως η άσκηση της εξουσιαστικής βίαςέχει κι αυτή πολλές όψεις, από την άμεση έως και τις πλέον συγκεκαλυμμένες εκδηλώσεις της. Το αν σε πολλές περιπτώσεις η πρωτοκαθεδρία της άμεσης εξουσιαστικής βίας (κυρίως) παραχωρήθηκε στο ΚΚΕ δεν απαλλάσσει από την συνευθύνη τις υπόλοιπες πλευρές και φορείς της αριστεράς, που όχι μόνο ανέχτηκαν αλλά και ενθάρρυναν, με τον ιδιαίτερο τρόπο τους κάθε φορά, την εγκληματική του δραστηριότητα. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά συγκροτούσαν μαζί του και μέτωπα.
Δεν έχει σημασία αν κατά το αρχικό διάστημα της περιόδου στην οποία αναφερόμαστε ο αριθμός ή η κοινωνική επιρροή της αριστεράς γενικότερα ήταν περιορισμένη. Σημασία έχει η μεθοδολογία και το ιδεολογικό-πολιτικό της περιεχόμενο, που έδωσε στην τετραετία της κατοχής την δυνατότητα να εκφραστεί το εγκληματικό της πρόσωπο δια μέσου της κομμουνιστικής της εκδοχής. Άλλωστε, στο ΕΑΜ δεν συμμετείχαν μόνο κομμουνιστές, αλλά και πολλοί αριστεροί. Θύτες και θύματα (π.χ. τροτσκιστές και διαφωνούντες με το ΚΚΕ που καταδιώχτηκαν ή δολοφονήθηκαν απ’ αυτό) ανήκαν και ανήκουν στην ίδια εξουσιαστική συνομοταξία. Οι όποιες φωτεινές, πράγματι, εξαιρέσεις (Στίνας) επιβεβαιώνουν δυστυχώς τον κανόνα.
Στην απέναντι πλευρά ήταν οι εθνικόφρονες, οι κάθε είδους απόχρωσης δημοκράτες, οι απολυταρχικοί, οι δικτάτορες κ.λπ., το άλλο πρόσωπο της εξουσίας
Όσο περισσότερο προσεγγίζει κάποιος την μία ή την άλλη πλευρά, τόσο αλλοτριώνεται από τις εξουσιαστικές απόψεις, διαβρώνεται από τη μεθοδολογία τους και βουλιάζει στο τέλμα του κρατισμού και της κυριαρχίας.
Αυτές οι επισημάνσεις έχουν μεγάλη σημασία για εμάς τους αναρχικούς.
Εάν θέλουμε πραγματικά να διατηρήσουμε την πηγαία και πρωτογενή ουσία της απελευθερωτικής σκέψης και του ήθους που πηγάζει από την αναρχική θεώρηση και στάση ζωής και αγώνα, οφείλουμε να προβάλλουμε την αλήθεια, σε κάθε πτυχή του ιστορικού και κοινωνικού γίγνεσθαι. Να παραμένουμε πολέμιοι κάθε εξουσίας και γι’ αυτό το λόγο να μην ανήκουμε και να μην εντασσόμαστε σε κανένα στρατόπεδο και σε κανένα κίνημα.
Ας στέλνουν τα αναθήματα από τις «νίκες» τους οι κάθε είδους τύραννοι. Είναι τιμή μας, ως αναρχικών, η μη υποταγή μας στο ψέμα και τη μισαλλοδοξία. Είναι τιμή μας να μην ακολουθούμε την κάθε κινηματική σημαία, που προσκαλεί στην υποταγή και στην αποδοχή των κελευσμάτων τής κάθε είδους αριστερής ή αριστερόφρονης συμμαχίας, όπου η αφομοίωση απ’ αυτήν επιτρέπει μόνο ψευδαισθήσεις διαφορετικότητας. Είναι μέσα στη θέση που επιλέξαμε ως αναρχικοί να είμαστε πολέμιοι του κάθε εξουσιαστικού εγκλήματος. Άλλωστε, η αναρχία δεν έχει σχέση με κανενός είδους αριστερά ή δεξιά.
Έτσι, δεν σιωπούμε και δεν ανεχόμαστε τις εξοργιστικές, μισαλλόδοξες, εξουσιαστικές στάσεις και πρακτικές και ως εκ τούτου ανταγωνιστικές προς την ανθρώπινη υπόσταση και την προσπάθεια για ένα κόσμο ελεύθερο και ανεξούσιο. Δεν ταιριάζει στους αναρχικούς η υιοθέτηση του «θριαμβευτικού» συνθήματος ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΜΕΛΙΓΑΛΑΣ, αλλά και κάθε παρόμοιας λογικής που θριαμβολογεί για δολοφονίες, βιασμούς, σφαγές ανυπεράσπιστων ανθρώπων και δολοφονίες αιχμαλώτων.
Αναφερόμαστε, εν προκειμένω, σε μία από τις πλέον σκοτεινές στιγμές της κατοχικής περιόδου που αρχίζει τυπικά στις 18 Ιουνίου του 1943, όπου με τον νόμο 260/1943 συστήνονται τα τάγματα ασφαλείας με σκοπό να βοηθήσουν τα γερμανικά στρατεύματα για την τήρηση της τάξης αλλά και απέναντι στον ΕΛΑΣ. Ένα μήνα μετά η Ιταλία οδεύει προς την συνθηκολόγηση. Η βοήθεια που προσέφεραν τα τάγματα της κυβέρνησης Ράλλη, ήταν πράγματι μεγάλη λόγω και της τοπικής γνώσης και των προσώπων. Ο ισχυρισμός των υποστηρικτών των ταγμάτων ασφαλείας είναι πως με την συγκρότηση τους προετοιμαζόταν το έδαφος για την παράδοση της εξουσίας στη νόμιμη εθνική κυβέρνηση, μετά την αναμενόμενη κατάρρευση του Άξονα.
Σαφώς και αυτός ο ισχυρισμός δεν είναι ψέμα, αν ληφθεί υπ’ όψιν πως η κυριαρχία του ΕΛΑΣ ήταν δεδομένη, αλλά και από το ότι μετά την αποχώρηση των γερμανών από τις μεγάλες πόλεις της Πελοποννήσου (Πύργο, Καλαμάτα, κ.λπ.) τα τάγματα ασφαλείας στις περισσότερες περιπτώσεις αρνήθηκαν να παραδοθούν στον ΕΛΑΣ, αν και είχαν περικυκλωθεί, υποστηρίζοντας πως θα παραδοθούν με τον οπλισμό τους στη νόμιμη κυβέρνηση.
Είναι, επίσης, γεγονός πως σε πολλές περιπτώσεις τα τάγματα ασφαλείας έδρασαν μαζί με τις δυνάμεις κατοχής εναντίον των ΕΛΑΣιτών, όπως και το ότι δεν είναι λίγες οι φορές όπου ξεπέρασαν σε ζήλο τους γερμανούς κατακτητές, ως προς την εφαρμογή αντιποίνων.
Σαν αποτέλεσμα της δράσης των Ταγμάτων Ασφαλείας «που ήταν πολύ σοβαρή και τα τμήματα του ΕΛΑΣ πιέζονταν σκληρά από την συνδυασμένη ενέργεια γερμανών και ταγματασφαλιτών»[1] στέλνεται στην Πελοπόννησο ο Βελουχιώτης στα τέλη Απριλίου του 1944.
Αυτή η αποστολή είχε σαν αποτέλεσμα τα πλέον αιματηρά συμβάντα του τελευταίου μήνα της γερμανικής κατοχής, στα οποία την πρώτη θέση έχουν αυτά του Μελιγαλά.
Ας δούμε πιο συγκεκριμένα πως κύλησαν τα γεγονότα.
Οι Γερμανοί εγκατέλειψαν το Μελιγαλά στις 4-9-1944 και την Καλαμάτα την επομένη. Στις 8 Σεπτεμβρίου ο ΕΛΑΣ αφού περικυκλώνει τον Πύργο εξαπολύει επίθεση, μετά από την άρνηση τού εκεί Τάγματος Ασφαλείας, που βρισκόταν υπό την Διοίκηση του ταγματάρχη Κοκκώνη, να παραδοθεί. Στις μάχες που ακολούθησαν ο Κοκκώνης σκοτώνεται, αλλά οι ταγματασφαλίτες συνεχίζουν να μάχονται για 48 ολόκληρες ώρες. Γύρω στους 250 κατόρθωσαν να διαφύγουν και να φτάσουν στην Πάτρα, ενώ περίπου 120 σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν.
Ταυτόχρονα, στις 9 Σεπτεμβρίου 1944, ο ΕΛΑΣ πραγματοποίησε επίθεση στην Καλαμάτα και την κατέλαβε, μετά από ολοήμερη μάχη με τον εκεί λόχο ασφαλείας και τη χωροφυλακή. Κατά τις μάχες σκοτώθηκε ο διοικητής του 9ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ Ι. Σέρβος. Της κατάληψης επακολούθησαν συλλήψεις και δολοφονίες.[2]
Οι ταγματασφαλίτες υποχώρησαν προς τους Γαργαλιάνους και προς τον Μελιγαλά, που θεωρούνταν ισχυρό σημείο στηρίγματος τους, αφού τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς είχαν αντιμετωπίσει με επιτυχία τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, που επιχείρησαν να τον εκπορθήσουν.[3]
Οι αποχωρήσαντες αποτελούνταν από ταγματασφαλίτες αλλά και άμαχο πληθυσμό της Καλαμάτας. Ο αριθμός των κατοίκων του Μελιγαλά έφθανε τις 3.000. Μετά, όμως, από την προσέλευση όσων έφυγαν από την Καλαμάτα και τις γύρω περιοχές, οι εκτιμήσεις ανεβάζουν σε τριπλάσιο τον αριθμό όσων βρίσκονταν εκεί κατά τη διάρκεια της εφόδου των ΕΛΑΣιτών. Είναι ένας, πράγματι μεγάλος αριθμός, ο οποίος δικαιολογεί τις διάφορες μαρτυρίες, που δημιουργούν σύγχυση σε σχέση με τον πραγματικό αριθμό των θυμάτων της σφαγής, που επακολούθησε μετά την εισβολή του ΕΛΑΣ στον Μελιγαλά, δίνοντας την ευκαιρία στους αριθμολάγνους συνηγόρους υπεράσπισης των σφαγών να «ανακαλύπτουν» αντιφάσεις και να «παίζουν» με τους αριθμούς προσπαθώντας να επικαλύψουν την ουσία, που είναι αυτή η απερίγραπτη σφαγή.
Μετά την Καλαμάτα οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ (8ο και 9ο Σύνταγμα) στράφηκαν στον Μελιγαλά τον οποίο και περικύκλωσαν. «Ακολούθησε τριήμερη μάχη αποτέλεσμα της οποίας ήταν να αλωθή η ισχυρότατη θέσις και να σφαγούν όλοι οι υπερασπισταί της. Αλλά και ο ΕΛΑΣ είχε πάνω από 100 νεκρούς».[4] Άλλες αναφορές ανεβάζουν ακόμα περισσότερο τον αριθμό των νεκρών ΕΛΑΣιτών (μεταξύ 120 και 200) και των τραυματιών, από τους οποίους αρκετοί πέθαναν μετά την μάχη, κάτι που είναι βέβαιο πως έπαιξε ρόλο στη εκδικητική μανία των κομμουνιστών.
Το τί επακολούθησε στη συνέχεια έχει περιγραφεί και επιβεβαιωθεί από πολλές πλευρές (ΕΑΜίτικες και μη) και συνεπώς είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί. Τραυματίες που βρίσκονταν στο νοσοκομείο καθώς και όλο το ιατρικό προσωπικό κατακρεουργούνται. Όσοι γλύτωσαν (γυναικόπαιδα και ταγματασφαλίτες) από το πρώτο κύμα εγκληματικής μανίας φυλακίστηκαν σε διάφορους χώρους. Γίνονται καταστροφές και λεηλασίες. Ταγματασφαλίτες και άμαχοι διατάσσονται με χωνιά να αφήσουν τα σπίτια τους ανοικτά και να συγκεντρωθούν σε δύο σημεία, στο Μπεζεστένι (την πανηγυρίστρα του Μελιγαλά) και στο κέντρο της πόλης.
Ντόπιοι αντάρτες του ΕΛΑΣ και πολιτοφύλακες του ΕΑΜ, πήραν αιχμάλωτους κατά ομάδες και τους μετέφεραν στα γύρω χωριά: Μερόπη, Σολάκιο, Ανθούσα, Νεοχώρι, Οιχαλία, Σκάλα, αλλά και μακρύτερα μέχρι τη Μεσσήνη, όπου και δολοφονήθηκαν μπροστά στους συγκεντρωμένους χωριανούς τους.
Ανάμεσα στους σκοτωμένους υπάρχουν δεκάδες πολυμελείς οικογένειες. Η οικογένεια Αλιφέρη από τα Τσουκαλέϊκα με 7 θύματα, Γρουσουζάκου από το Πεταλίδι με 7 θύματα, Κουτσίκου από τη Μικρομάνη με 8 θύματα, Μυλωνά από το Νεοχώρι με 9 θύματα μεταξύ 20 και 70 ετών, Σγουμπόπουλου από τη Μερόπη με 5 θύματα από 24 έως 85 ετών.
Σε 300 ανέρχονται οι σφαγιασθέντες κάτοικοι του Μελιγαλά. Αρκετές είναι οι οικογένειες και στο Μελιγαλά που έχασαν πάνω από ένα μέλος τους. Το Κοπανάκι είχε το λιγότερο 75 θύματα, το Διαβολίτσι 50, και τα μικρά χωριά Νεοχώρι και Μερόπη, 55 και 15 αντίστοιχα. Τουλάχιστον 60 χωριά και κωμοπόλεις της Άνω Μεσσηνίας είχαν πάνω από 10 θύματα.
Δέκα οκτώ άτομα που είχαν διαφύγει από τη κατειλημμένη Καλαμάτα, οδηγούνται πίσω και αφήνονται να λυντσαριστούν, στις 17 Σεπτεμβρίου. Τα πτώματα τους κρεμάστηκαν στην κεντρική πλατεία της πόλης.
Οι σφαγές διήρκεσαν τέσσερα εικοσιτετράωρα. Οι περιγραφές είναι ανατριχιαστικές. Οι σκοτωμένοι δεν ρίχτηκαν μόνο στην γνωστή «πηγάδα» αλλά και σε άλλα πηγάδια που υπήρχαν στην περιοχή.
Αυτοί που κατακρεουργήθηκαν δεν ήταν μόνο ταγματασφαλίτες αλλά και άμαχοι, τις εκτελέσεις δεν τις έκαναν αδέσποτα στοιχεία της περιοχής, αλλά αντάρτες με την έγκριση του Βελουχιώτη, οι φόνοι δεν ήταν τυχαίες αυτοδικίες, αλλά οργανωμένες εκτελέσεις.[5] Η σφαγή ήταν προμελετημένη όπως επιβεβαιώνουν στελέχη του ΕΑΜ Μεσσηνίας «τόσον ο Άρης όσον και ο Κουλαμπάς έβαλαν πόστα τα στελέχη του ΕΛΑΣ γιατί δεν «εξετελέσθησαν όλοι επί τόπου, αλλά τους έπιασαν ζωντανούς. […] Ο Άρης και οι αντιπρόσωποι του κόμματος Κουλαμπάς και Ν. Μπελογιάννης είχαν πάρει την απόφασιν. Όλοι έπρεπε να εκτελεσθούν».[6] Ο δε Βελουχιώτης όταν, μεταξύ των κρατουμένων, ανεγνώρισε τον χωροφύλακα Χαράλαμπο Κουτσόγιαννη από τη Στερεά Ελλάδα «διέταξε έναν αντάρτη και τον πήρε»
Η επίσημη λίστα καταγράφει 1.144 ονόματα, ενώ άλλες πηγές αναφέρουν ότι «Στον Μελιγαλά, 1.400 άντρες, γυναίκες και παιδιά και περίπου 50 αξιωματικοί των ΤΑ σφαγιάστηκαν».[7] Υπάρχουν ακόμα αναφορές που μιλούν για 1.700 ή για 2.000 και παραπάνω.
Είναι γεγονός πως η θέση ήταν ιδιαίτερα οχυρή και η κατάληψη της θα απαιτούσε χρόνο και πολλές επιχειρήσεις εκ μέρους του ΕΛΑΣ. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ρίχτηκαν στη μάχη εφεδρείες. Ως προς τον τρόπο με τον οποίο έγινε η κατάληψη της κωμόπολης υπάρχει μία εκδοχή πως έγινε κατόπιν προδοσίας. Αλλά στην προκειμένη περίπτωση αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.
Οι αποτυχημένες προσπάθειες των κομμουνιστών να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα θα προκαλούσαν γέλια σε άλλες περιπτώσεις. Ας δούμε, λοιπόν, τι γράφει ένας απ’ αυτούς: «Αιχμάλωτοι στη φονική αυτή μάχη δεν ήταν δυνατόν να υπάρξουν. Οι ταγματασφαλίτες πετσοκόφτηκαν μαχόμενοι ως την τελευταία στιγμή από θέση σε θέση. Τα σώματά τους ρίχτηκαν με ανάθεμα για το αδικοχυμένο αίμα από τους βασανισμένους κατοίκους της περιοχής στην περιλάλητη πηγάδα».[8] Στην συνέχεια, ο ίδιος, κατεβάζει και τον αριθμό των σκοτωμένων ΕΛΑΣιτών σε 60 (στρογγυλά! Ούτε ένας παραπάνω, ούτε ένας παρακάτω, σύμφωνα με τις «μετρήσεις» του ανακοινωθέντος του ΕΛΑΣ που ανεβάζει τους νεκρούς του σε 60 και τους ταγματασφαλίτες σε 800.). «Κι ας είχε ο ΕΛΑΣ στη μάχη αυτή τις πιο πολλές απώλειες: 60 νεκρούς και 150 τραυματίες». Είναι φανερό πως στους 800 συμπεριλαμβάνονται και κάποιοι από τους σφαγιασθέντες μετά την κατάληψη του Μελιγαλά.
Η έλλειψη συμφωνίας ανάμεσα στους κομμουνιστές για τον τρόπο με τον οποίο αλώθηκε ο Μελιγαλάς είναι χαρακτηριστική: «Όταν όμως από το ύψωμα ακούγεται μια ριπή των ανταρτών προς τα μέσα, στο Μελιγαλά, αμέσως αρχίζουν να χτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών και ν’ ανεμίζουν στον αέρα κάτασπρα σεντόνια. Ο Μελιγαλάς έπεσε».[9] Όπου, πάει περίπατο το «μαχόμενοι από θέση σε θέση». Αν, μάλιστα, ισχύει και το ότι απελευθερώθηκαν 200 ΕΑΜίτες που κρατούνταν αιχμάλωτοι (ενώ θα μπορούσαν να έχουν σφαγιασθεί από τους ταγματασφαλίτες), τότε η αγριότητα των ΕΛΑΣιτών, που συναγωνίστηκε και ξεπέρασε κατά πολύ αυτή των αντιπάλων τους, βρίσκεται σε ακόμα πιο απομακρυσμένο σημείο από αυτό της αντεκδίκησης ή των αντιποίνων.
Αν για τους κομμουνιστές τα όσα διαδραματίστηκαν είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από καταισχύνη, για δε τους εθνικόφρονες αφορμή για να επιδείξουν την αγριότητα των αντιπάλων τους (όπου προφανώς σ’ αυτή την περίπτωση υστέρησαν), όσοι μπορούν να αντιληφθούν την βαθύτερη ουσία αυτών των αποτρόπαιων καταστάσεων, διαπιστώνουν τι σημαίνει εξουσία, μανία για κυριαρχία, φανατισμός, ανελευθερία, απανθρωπιά.
Και φυσικά όλα αυτά έγιναν και πάλι χωρίς κάποιο ουσιαστικό αντίκρισμα, όπως π.χ. την κατάληψη της εξουσίας από τον ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Επειδή είναι γνωστό πως όλο αυτό το εγκληματικό όργιο βοήθησε στο να επιταχυνθεί και να εφαρμοσθεί η συμφωνία της Καζέρτας, την οποία το ΚΚΕ έκανε αποδεκτή χωρίς επιφύλαξη (εκτός από τον Δεσποτόπουλο, ο οποίος τελικά απέσυρε τις αντιρρήσεις του). Αλλά και οι προηγούμενες συμφωνίες ουσιαστικά αποδεχόντουσαν την ανασυγκρότηση του κράτους μέσα από την κυβέρνησης εθνικής ενότητας, στην οποία θα συμμετείχε το ΚΚΕ.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την συμφωνία της Καζέρτας, που τροποποιούσε το βρετανικό Σχέδιο «Μάνα», θα στέλνονταν έλληνες υπουργοί σε διάφορες «ευαίσθητες» περιοχές. Δινόταν προτεραιότητα στην Πελοπόννησο όπου θα στελνόταν εκπρόσωπος της κυβέρνησης μαζί με βρετανούς κομάντο, την δε Πάτρα θα καταλάμβαναν βρετανικά στρατεύματα. Ο ΕΛΑΣ θα τελούσε υπό τις άμεσες διαταγές του στρατηγού Σκόμπυ. Στην περιοχή (που ανήκε στον ΕΛΑΣ θα διοριζόταν στρατιωτικός διοικητής από το Γ.Σ. του ΕΛΑΣ τον οποίο θα ενέκρινε η ελληνική κυβέρνηση και θα ήταν κάτω από τις διαταγές του Σκόμπυ. Όπως γράφει ο Σαράφης είχε γίνει σαφές πως ο Βελουχιώτης δεν ήταν ανεκτός ως διοικητής. Η συμφωνία της Καζέρτας ήταν σαφής παράδοση των πόλεων χωρίς κάποιο αντάλλαγμα, παρά μόνο την επιβεβαίωση της συμμετοχής στην διαχείριση της εξουσίας.
Είναι λογικό να αναρωτηθεί κάποιος «για ποιο λόγο έγινε όλο αυτό το μακελειό;». Η απάντηση που δίνουν οι εθνικόφρονες είναι πως ο ΕΛΑΣ ήθελε να πάρει με πλάγιο τρόπο την εξουσία και να έχει στο χέρι την κυβέρνηση. Ισχυρίζονται, μάλιστα, πως αν δεν υπήρχε η αντίσταση των ταγμάτων ασφαλείας η επικράτηση του ΕΛΑΣ θα ήταν ολοκληρωτική.
Τα πραγματικά, όμως, περιστατικά δεν αποδεικνύουν κάτι τέτοιο. Αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αλήθεια τότε για ποιο λόγο το ΚΚΕ να υπογράψει την Συμφωνίας της Καζέρτας, όπου ο ΕΛΑΣ υπαγόταν άμεσα στην αγγλική διοίκηση; Δεν θα μπορούσε να αντιτάξει τις δυνάμεις του και να απαιτήσει αυτό που (υποτίθεται πως) επιδίωκε, αφού ήταν σίγουρο πως καμία δύναμη δεν μπορούσε να το σταματήσει εκείνη τη στιγμή; Κάτι τέτοιο δεν έγινε.
Επομένως, είναι προφανές πως το ΚΚΕ έδρασε ως κρατικός παράγων που ανταγωνίστηκε με τα τάγματα ασφαλείας στο κατά πόσον θα φανεί πιο υποτακτικός στους νόμιμους ιδιοκτήτες του κράτους. Έτσι παρέδωσε σαν καλό παιδί (στον εκπρόσωπο της ελληνικής κυβέρνησης και τους βρετανούς κομάντο) τις «κατακτήσεις» του.
Η προθυμία του ΕΛΑΣ στην εφαρμογή της Συμφωνίας υπήρξε άμεση. Η υποτακτικότητα του Βελουχιώτη στην αντιπροσωπεία της κυβέρνησης υπό τον Π. Κανελλόπουλο είναι χαρακτηριστική και θυμίζει το ρητό: Αρχηγού παρόντος πάσα αρχή παυσάτω! «Οφείλω να παραδεχθώ, ότι ο αδίστακτος εις αιματηράς πράξεις Άρης Βελουχιώτης εσταμάτησεν από της αφίξεώς μου εις την Πελοπόννησον (27 Σεπτεμβρίου 1944) και της συναντήσεώς μου μετ’ αυτού, τας εκτελέσεις και τας σφαγάς».[10]
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1944, ημέρα υπογραφής αυτής της Συμφωνίας ο ΕΛΑΣ είχε ήδη καταλάβει τους Γαργαλιάνους ακολουθώντας την ίδια διαδικασία σφαγών που είχε προηγηθεί στο Πύργο, την Καλαμάτα και τον Μελιγαλά. Οι τελευταίες «επιχειρήσεις» έγιναν στην Πύλο ένα περίπου εικοσιτετράωρο πριν από τον ερχομό του Π. Κανελλόπουλου (27 Σεπτεμβρίου) που συνέπεσε με την πολιορκία της Τρίπολης από τον ΕΛΑΣ.
Εκεί τα τάγματα ασφαλείας, που τελούσαν υπό την διοίκηση του συνταγματάρχη Διον. Παπαδόγκωνα, παραδόθηκαν τελικά στις 29 Σεπτεμβρίου σε αντιπροσωπεία της κυβέρνησης εθνικής ενότητας υπό τον Π. Κανελλόπουλο, παρουσία των Άγγλων και του ΕΛΑΣ (Τσικλητήρας και Παπαγεωργίου).
Αξιοσημείωτη πάντως είναι η δήλωση του Παπαδόγκωνα κατά την παράδοσή του: «Εύχομαι να φθάση η ημέρα της απολογίας μου δια να δηλώσω τις πταίει και πόσον κατεπατήθη ο έντιμος στρατιώτης Παπαδόγκωνας. Εξ όλων των σημείων, τολμώ να το είπω, από τους πολιτικούς και στρατιωτικούς κύκλους Αθηνών, Καΐρου και περί τον Βασιλέα είχομεν συνεχώς την ενθάρρυνσιν ότι η αποστολή μας είναι πατριωτική, να προβαίνομεν αδιστάκτως εις την εκτέλεσιν υψίστου πατριωτικού έργου εναντίον της απειλής του κομμουνισμού. Δεν μπορώ αυτήν την στιγμήν να αναφέρω και το όνομα του ατόμου, το οποίον υπήρξε σύνδεσμός μας. Κατά την στιγμήν της δίκης μου θα μιλήσω ανοικτά δια να μάθη ο κόσμος την αλήθειαν».[11] Όντας υπόλογος μεταφέρθηκε στην Αθήνα όπου κατά τα Δεκεμβριανά σκοτώθηκε από αδέσποτη(;) σφαίρα.
«[…] Η πολιορκία της Τριπόλεως κατόπιν διημέρου αγωνιώδους παρεμβάσεώς μου, ελύθη ομαλώς δια της παραδόσεως του ισχυρού υπό τον συνταγματάρχην Παπαδόγκωνα Τάγματος Ασφαλείας. Ο αρχηγός του Τάγματος και όλοι οι αξιωματικοί εστάλησαν, φέροντες τα ατομικά των όπλα.[…] Το βαρύ αιματηρόν επεισόδιον του Μυστρά, όπου είχε καταφύγει άλλο Τάγμα Ασφαλείας, εσημειώθη, αφού πλέον, απελευθερωθείσης της πρωτευούσης, κατηυθυνόμην ή και είχα φθάσει εις τας Αθήνας. Αφορμή άλλως τε, τούτου υπήρξε το γεγονός, ότι επεχείρησεν το Τάγμα, παρά την διαταγήν που είχα εκδώσει, όπως μείνει ακίνητον όπου ευρίσκετο, να μετακινηθή, πράγμα το οποίον εξεμεταλλεύθησαν οι Ελασίται δια να μη σεβασθούν και την προς αυτούς εκδοθείσαν διαταγήν αποχής από κάθε ένοπλον ενέργειαν».[12]
Εκτός από την Τρίπολη, οι δυνάμεις των ταγμάτων ασφαλείας είχαν συμπτυχθεί πλέον στην Πάτρα και την Κόρινθο. Στην Πάτρα οι ταγματασφαλίτες εγκατέλειψαν τους 350 γερμανούς που βρίσκονταν εκεί (οι οποίοι μετακινήθηκαν με πλοιάρια στη Στερεά Ελλάδα δύο μέρες μετά) και παραδόθηκαν στην νόμιμη εξουσία. Ακολούθησε θριαμβευτική είσοδος στην πόλη του Κανελλόπουλου, με την συνοδεία του πειθήνιου Βελουχιώτη. Στις 9 Οκτωβρίου 1944 εκκενώθηκε και η Κόρινθος.
Με αυτό τον τρόπο έληξε ένα ακόμα μακελειό. Εδώ χρειάζεται να γίνει αναφορά στο ότι οι πρώτοι που προώθησαν την άποψη για τον «προδοτικό» ρόλο των ταγμάτων ασφαλείας ήταν οι Άγγλοι. Οι ΚΚΕδες είναι που την υιοθέτησαν με πάθος. Παρ’ όλα αυτά οι εγγλέζοι τα στήριξαν και τα χρηματοδότησαν κατά την διάρκεια της κατοχής. Ιδιαίτερη μνεία για τα τάγματα ασφαλείας υπάρχει στην συμφωνία της Καζέρτας όπου ορίζεται ότι: τα τάγματα ασφαλείας θα θεωρηθούν ως εχθρικοί σχηματισμοί, εκτός εάν παραδοθούν. Επομένως, μόνο ανόητοι θα μπορούσαν να πιστέψουν πως οι Άγγλοι και οι εξουσιαστές του ελλαδικού χώρου θα άφηναν ανοιχτό το έδαφος στο ΚΚΕ, μετά την απελευθέρωση. Προφανώς αυτό το γνώριζε και το ίδιο το κόμμα πολύ καλά.
Εδώ, λοιπόν, γίνεται φανερό το εξουσιαστικό παιχνίδι όλων των πλευρών για μια καλύτερη θέση μέσα στο υπό ανασυγκρότηση κράτος, (που όμως προκάλεσε τον θάνατο χιλιάδων ανθρώπων) αποδείχνοντας πως η εξουσία σε κάθε της μορφή είναι απεχθέστατη και αντιανθρώπινη.
Ας σημειωθεί το γεγονός πως από τις 30 Αυγούστου έως τις 27 Σεπτεμβρίου 1944 ο ΕΛΑΣ δεν πραγματοποίησε, στο Μωρηά, καμία επίθεση εναντίον των γερμανικών στρατευμάτων, που βρισκόντουσαν εκείνο το διάστημα σε κατάσταση απαγκίστρωσης. Είναι προφανές ότι αυτή δεν ήταν μια πρωτοβουλία του Γενικού Στρατηγείου. Υπήρχαν εντολές άνωθεν που ακολουθούσαν συμφωνίες, οι οποίες είχαν γίνει «κάτω από το τραπέζι» για την ασφαλή αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων, τουλάχιστον για μια ορισμένη περίοδο και σε σχέση με ορισμένες «επίμαχες» περιοχές.
Εξετάζοντας από την ουσιαστική τους σκοπιά τα γεγονότα στο Μελιγαλά –αλλά και αλλού– δεν θα σταθούμε στην αριθμητική προσέγγιση των θυμάτων για να εκτιμηθεί το μέγεθος της κτηνωδίας. Και πολύ λιγότεροι να ήταν οι σφαγιασθέντες πάλι η ουσία παραμένει ίδια. Σημασία έχει, πέρα από οποιαδήποτε προσθαφαίρεση νεκρών και σκοπιμότητες που κρύβονται ή προωθούνται, το ότι δολοφονήθηκαν με τον πλέον βάρβαρο τρόπο (κλαδευτήρια, μαχαίρια κ.λπ.) άνδρες γυναίκες και παιδιά αντιπάλων, οι οποίοι είχαν επίσης αιχμαλωτισθεί. Η κτηνωδία εθριάμβευσε!
Αυτό που ισχύει, για όσους θέλουν να δημιουργήσουν έναν κόσμο ελευθερίας, που δεν μετρούν την νίκη ή την επιτυχία τους με σωρούς πτωμάτων από υπαρκτούς ή ανύπαρκτους εχθρούς, είναι το ότι αν ο σεβασμός προς τους άμαχους είναι ύψιστη υποχρέωση, τότε υπέρτατος σεβασμός οφείλεται και προς τους αιχμαλώτους, όποιοι κι αν είναι. Επειδή η αιχμαλωσία είναι το τέλος του πολέμου γι’ αυτόν που την υφίσταται. Είναι, πλέον, και αυτός άμαχος και μάλιστα πιο ευάλωτος, αφού είναι και αιχμαλωτισμένος.
Η σφαγή στον Μελιγαλά δεν αποτελεί ούτε τίτλο τιμής, ούτε γεγονός για το οποίο μπορεί να νοιώσει κάποιος περηφάνια και χαρά. Είναι ένα συμβάν που βάθυνε ακόμα περισσότερο τα χαντάκια, όπου θα θάβονταν χιλιάδες άνθρωποι και θα κυλούσαν ποταμοί αίματος, τα επόμενα 5 χρόνια. Μια ακόμη θυσία στο Μολώχ του κράτους και της κυριαρχίας. Τα δύο πρόσωπα της εξουσίας συγκρούστηκαν και το ένα αποδείχτηκε πιο αποτρόπαιο από το άλλο.
Ως αναρχικοί δεν έχουμε να επιχαίρουμε για την εκδικητική μανία της μιας πλευράς προς την άλλη. Επειδή, όταν λέμε ότι είμαστε ενάντια σε κάθε εξουσία το εννοούμε…
Συσπείρωση Αναρχικών
Παραπομπές
1. Σ. Σαράφη, Ο ΕΛΑΣ.
2. Δ. Χαριτόπουλου, Άρης ο Αρχηγός των ατάκτων τόμος Α΄.
3. Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, 23/5/1964, σ.5.
4. Σολ. Γρηγοριάδη, Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδος 1941-1967, τόμος Β΄.
5. Σ. ΞΙΑΡΧΟΣ, Η αλήθεια για τον Μελιγαλά, 1982.
6. Γιάννη Καραμουζούνη, Πατριώτες και προδότες στο Μωριά, Τρίπολις 1950.
7. Η Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2001
8. Γιάννη Γ. Χατζηπαναγιώτου (Καπετάν Θωμά), Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΑΡΗ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗ.
9. Κ. Μπρούσαλη, Η Πελοπόννησος στο πρώτο αντάρτικο.
10. Π. Κανελλόπουλος, Τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου.
11. Η. Παπαστεριόπουλου, Ο Μωρηάς στα Όπλα.
12. Π. Κανελλόπουλος, Τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου.
Από τη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ, 119, Σεπτέμβριος 2012
ANARCHY PRESS GR

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

Ο ΚΩΔΙΚΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ


Ο κώδικας της Ελληνικής Σημαίας αποτελείται από ορισμένους αυστηρούς κανόνες οι οποίοι πρέπει να ακολουθούνται κατά γράμμα ως ένδειξη τιμής προς την Σημαία.

Ένδειξη τιμής προς την Σημαία αντικατοπτρίζει ένδειξη τιμής προς το Έθνος και τιμή προς τους ίδιους τους εαυτούς μας.


1. Η Ελληνική Σημαία εκπροσωπεί το Έθνος μας, την Πατρίδα μας και την κρατική μας οντότητα. Σε περίπτωση πολέμου η σημαία πρέπει να φυλάσσεται και προστατεύεται ακόμα και με την ζωή μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού είναι το γεγονός ότι όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα στις 27 Απριλίου 1941, ο Σημαιοφόρος πάνω στον Παρθενώνα, ο 17χρονος Κώστας Κουκκίδης φορώντας την στολή της Ελληνικής νεολαίας της εποχής, παρά να την παραδόσει στους Γερμανούς, την υπέστειλε, και αφού την τύλιξε πάνω του, έπεσε μαζί με αυτήν από τον ιερό βράχο της Ακροπόλεως, στο κενό.

2. Σε περίπτωση που μια σημαία φθαρεί, τότε καίγεται, αλλά ΠΟΤΕ δεν πετιέται στα σκουπίδια. Στα σκουπίδια μπορούν να πεταχθούν μόνο οι στάχτες.

3. Η Σημαία χρησιμοποιείται μόνον σε έπαρση επί ιστού. Απαγορεύεται η οποιαδήποτε άλλη χρήση της.(π. Χ. Κρέμμασμα κουρτίνας, διακοσμητικό, ένδυμα, κλπ)

4. Κατά την έπαρση της Ελληνικής Σημαίας στεκόμαστε όλοι προσοχή. Ο Σημαιοφόρος αίρει γοργά. Κατά την διάρκεια της Έπαρσης της Σημαίας ψάλλεται ο Εθνικός Ύμνος.

5. Εάν υπάρχουν πολλές σημαίες τότε η Ελληνική πρέπει να βρίσκεται στο ίδιο ύψος, ή ψηλότερα από τις υπόλοιπες.

6. Κατά την υποστολή της Σημαίας στεκόμαστε προσοχή. Ο Σημαιοφόρος υποστέλλει αργά.

7. Κατά την ημέρα πένθους η Σημαία κυμματίζει μεσίστια και αφού ο σημαιοφόρος τελειώσει την έπαρση, τότε προχωρεί σε υποστολή μέχρι το μέσο του ιστού.

8. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η Ελληνική Σημαία να αγγίζει το έδαφος για οιονδήποτε λόγο. Σε περίπτωση που η σημαία είναι πολύ μεγάλη, η έπαρση πρέπει να γίνεται από τον σημαιοφόρο και με την βοήθεια του παραστάτη. Το ίδιο πρέπει να γίνεται και κατά την υποστολή της Σημαίας.

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

ΠΟΙΟΙ ΜΙΛΑΝΕ ΓΙΑ ΧΟΥΝΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΟΝΑΡΧΗ ΒΑΣΙΛΙΑ

Σας βάζω ενα κείμενο που γράφτηκε σαν πρόλογος το 1988 στην έκδοση των αρχείων του ΓΕΣ για τον Συμμοριτοπόλεμο
 Κάποια ...προοδευτικά σαΐνια ΠΡΙΝ ακόμα παρουσιαστούν επίσημα τα αρχεία του ΓΕΣ σε ειδική τελετή παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας κυρίου Στεφανόπουλου και ξένων στρατιωτικών ακολούθων αρκετών χωρών!!
Έγραψαν λοιπόν τα κομμουνιστικά σαΐνια που ..κόπτονται για την ..ελευθερία του τύπου και της γνωμης και δημοκρατία...στον (που αλλού;) ..δημοκρατικό τύπο για τα <<μαύρα>> διαμάντια του στρατηγού που είναι ...φασίστας κτλ και ζήτησαν την τιμωρία του!!!
Ο ...(αρχιδης και ήδη έγκλειστος) υπουργός Τσοχατζόπουλος ο γνωστός ως ..ωραίος Άκης τι έκανε; ΑΠΟΣΤΡΑΤΕΥΣΕ τον στρατηγό για την ...ασέβεια του αυτή προς τους ...Δημοκράτες, τους ενόχλησαν οι φράσεις Ένοπλοι κομμουνιστές και πρώτος γύρος,  εκρίθησαν ως ...φασιστικές λες και οι κομμουνιστές ηταν ..άοπλοι!!
Ο Στρατηγός ορκιζόταν σε όλους τους τόνους ότι για την συγγραφή αυτού του προλόγου που θα σας βάλω παρακάτω ετηρήθησαν ΟΛΟΙ οι κανόνες και η φρασεολογία που προβλέπεται από τους κανονισμούς!!

Επιπλέον δε ο πρόλογος αυτός είχε περάσει από ΧΙΛΙΑ κόσκινα ώστε να μην θιγούν οι ...Εθνικοαντιστασικοί συμμορίτες και είχε υπογραφτεί από τον ΙΔΙΟΝ τον Υπουργό Τσοχατζόπουλο ΤΡΕΙΣ ολόκληρους μήνες ΠΡΙΝ την παρουσίαση!!! Ο Οποίος Τσοχατζόπουλος έλεγε σε όλους τους τόνους <<ΕΙΜΑΙ παλικάρι και θα πω όλη την αλήθεια για τον ..δημοκρατικό στρατό>>! Το αποτέλεσμα έδειξε ότι ΔΕΝ ήταν παλικάρι!!
Τέλος πάντων μετά από τα ουρλιαχτά του...προοδευτικού τύπου η συγκέντρωση για την παρουσίαση των Αρχείων στο Πολεμικό μουσείο ΑΝΕΒΛΗΘΗ ΔΥΟ ημέρες πριν την παρουσίαση (Είδες ταχύτητα οι ..προοδευτικοί;)
Τα βιβλία που ήταν έτοιμα να να μοιραστούν στην εκδήλωση ΕΔΩΘΗΣΑΝ εις την ΠΥΡΑ κατά όπως συνηθίζουν τα κομμούνια που σκέπτονται ..δημοκρατικά περίπου 100 (εκατό εκατομμύρια η ζημιά τοιυ Ελληνικού δημοσίου!!! ( Τι να κάνουμε προκειμένου να απαλλαγούμε απο τον φασισμό ας ..πληρώσει ο Ελληνικός λαος !!!)
Μετά από λίγους μήνες τα κείμενα ...διορθώθηκαν επί το ...δημοκρατικότερον ο «φασιστικός» πρόλογος εξαφανίστηκε ,κάποια αρχεία του ΓΕΣ της περιόδου εκείνης αρκετά σοβαρά για το ...λαϊκό κίνημα εξαφανίστηκαν και βγήκε η νέα έκδοση η διορθωμένη η ...Δημοκρατική
Οπότε καταλαβαίνετε τι κύρος πια έχουν τα κυκλοφορούντα ...δημοκρατικά Στρατιωτικά αρχεία
ΠΡΟΣ δόξαν της δημοκρατίας και της ελευθερίας του λόγου
Στην νέα παρουσίαση που έγινε ΔΕΝ εκλήθη ο αποστρατεύεις για αυτόν τον λόγο ικανότατος Στρατηγός που ήξερε τα αρχεία απέξω και ανακατωτά διότι επί χρόνια τα επιμελήθηκε αλλά κάποιοι άλλοι ΟΙ παρουσιαστές όλοι...Δημοκράτες ..Καθηγητές Πανεπιστημίου που η ...δημοκρατία έτρεχε απ΄ τα ..μπατζάκια τους
Ξέφυγε όμως ένας Παλιός κομμουνιστής νυν σοβαρός ο καθηγητής ιστορίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κολλιόπουλος ο οποίος είπε τα ΠΡΑΓΜΑΤΑ με το όνομα τους και κάλυψε τον επιστρατευθέντα Στρατηγό.
Και έγραφε την άλλη ημέρα ο ...προοδευτικός τύπος: ΜΟΝΑΔΙΚΗ παραφωνία στην παρουσίαση των αρχείων του ΓΕΣ ο Κολλιόπουλος!!
Εύγε Κολλιόπουλε Αν σε βρίζουν οι ...προοδευτικοί πρώην σύντροφοι σου είναι προς τιμήν σου Από εσένα βγήκαν οι Μαρατζίδης και οι άλλοι ΣΟΒΑΡΟΙ επιστήμονες που μετά απο μακροχρόνια έρευνα επί τόπου αλλά και σε πολλά αρχεία έβγαλαν το βιβλίο «Οι άλλοι καπετάνιοι» που αποκαθιστά την αλήθεια πέρα από της κομμουνιστικές παραμορφώσεις.
 ΚΥΡΙΕΣ και κύριοι Εχθροί και φίλοι Έλληνες και κομμούνια ο ΣΑΛΤΣΙΔΗΣ δίνει στην δημοσιότητα το απαγορευμένο κείμενο
ΜΗΝ ρωτάτε που το βρήκα, στην σημερινή ημέρα με την μοντέρνα τεχνολογία όλα είναι εύκολα. Για την παρουσίαση των αρχείων που σας είπα ανεβλήθησαν ΔΥΟ ήμερες ΠΡΙΝ ήδη είχαν κυκλοφορήσει πολλά αντίτυπα του..
Επί 100 κομμουνιστών οι 40 είναι αγύρτες οι 59 αφελείς και ΕΝΑΣ πραγματικός μπολσεβίκος

........................................ΛΕΝΙΝ...................................
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΑΛΤΣΙΔΗΣ
 

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

ΤΟΥΡΚΟΙ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ ΤΟΝ ΟΠΛΑΡΧΗΓΟ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΠΑΥΛΟ ΡΑΚΟΒΙΤΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ TΟY ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΑΜΝHΣΤΙΑ...


Ο οπλαρχηγός Παύλος Ρακοβίτης, μετά τη λήξη του Μακεδονικού Αγώνα και την παροχή αμνηστίας, δολοφονείται μέσα στο χωριό του από τους Νεότουρκους. Τη δολοφονία αυτή ακολουθούν οι δολοφονίες του Πέτρου Περδίκα, στις 13 Οκτωβρίου 1908 στη Σιάτιστα, του Γκόνου Γιώτα στα Γιαννιτσά, του Γεωργίου Καραϊσκάκη στη Στρώμνιτσα, και άλλων. Με αυτές οι Νεότουρκοι αποβλέπουν στην εξόντωση όλων των σημαντικών στελεχών και οπλαρχηγών του Μακεδονικού Αγώνα. 
 Διαβάστε περισσότερα

Ο Παύλος Ηλία Ρακοβίτης ήταν σημαντικός οπλαρχηγός Μακεδονομάχος από το Κρατερό (Ράκοβο) Φλώρινας.

Αρχικά συνεργάστηκε με τον Ευθύμιο Καούδη το 1905, με το σώμα του οποίου, έδρασε στην περιοχή του Περιστερίου. Συγκρούστηκε δύο φορές με Βούλγαρους κομιτατζήδες στο Κρατερό. Στη συνέχεια εντάχθηκε στο σώμα του Γεώργιου Δικώνυμου Μακρή, ως υπαρχηγός. Το 1906 ο Γ. Μακρής τραυματίστηκε σοβαρά σε μάχη με Οθωμανούς στο Μεγάροβο Πελαγονίας. Έτσι ο Παύλος Ρακοβίτης ανέλαβε την αρχηγία του σώματος, καθώς κρίθηκε ο πιο άξιος να αντικαταστήσει τον Κρητικό αξιωματικό. Ως οπλαρχηγός έδρασε σε όλη την περιοχή της Φλώρινας, στα Κορέστια και στην Πελαγονία. Συνεργάστηκε επίσης με τον Γεώργιο Τσόντο (καπετάν Βάρδα) και τον Ιωάννη Καραβίτη σε διάφορες επιχειρήσεις αλλά και στη στρατολόγηση νέων εθελοντών από την περιοχή.


Στις 8 Οκτωβρίου του 1907, δολοφονήθηκε στο Κρατερό ο πατέρας του Παύλου Ρακοβίτη, Ηλίας από τις Βουλγάρικες ομάδες των Τράικο, Άτσεφ, Τζόλε και Λεόντεφ, οι οποίοι είχαν επιτεθεί στο χωριό τη στιγμή που οι περισσότεροι άντρες έλλειπαν στην αγορά του Μοναστηρίου και αφού έκαψαν 70 σπίτια, δολοφόνησαν 3 γέροντες.


Ήταν γενναίος και αποφασιστικός χαρακτήρας. Φάνηκε αμείλικτος στους Βουλγαρίζοντες (έστω και από φόβο) συγχωριανούς του, γεγονός που δημιούργησε προσωπικές έχθρες. Ως οπλαρχηγός του σώματος του Γ. Μακρή, απέσπασε πολλές φορές χρήματα από τους κατοίκους του Κρατερού για την ενίσχυση του αγώνα, ενέργειες που τον έφεραν σε ρήξη με το Ελληνικό κέντρο.


Στις 4 Οκτωβρίου του 1908 δολοφονήθηκε μέσα στο χωριό του από Οθωμανικό απόσπασμα κατ' εντολή των Νεοτούρκων και αφού είχε δωθεί αμνηστεία. Το 1960 στήθηκε προτομή του Πάυλου Ρακοβίτη στο χωριό του, Κρατερό Φλώρινας. Το 1999, στο Κρατερό ιδρύθηκε ο Φιλεκπαιδευτικός, Φυσιολατρικός και εξωραϊστικός σύλλογος Κρατερού "Παύλος Ρακοβίτης".

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

Γεράσιμος Ραφτόπουλος: o 13χρονος ήρωας του Ελληνικού Στρατού των Βαλκανικών Πολέμων


Για το θάρρος του στη μάχη του Σαραντάπορου έλαβε ένα όπλο Manlicher-Schonauer ως δώρο
Την 5η Οκτωβρίου 1912, κατά τον Α’ Βαλκανικό πόλεμο, αρχίζει η επική προέλαση του Ελληνικού Στρατού και μετά από μια σειρά σκληρών μαχών (στην Ελασσόνα, το Σαραντάπορο, τα Σέρβια, την Κοζάνη, τα Γιαννιτσά κ.λπ.)

απελευθερώνει την Δυτική Μακεδονία και την 26 Οκτωβρίου 1912 φθάνει στην Θεσσαλονίκη την οποία και απελευθερώνει.
Με τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο του 1913 πραγματοποιούνται οι πόθοι και τα οράματα του Ελληνισμού για μια ελεύθερη Μακεδονία, Θράκη και Ήπειρο. Η επιστράτευση που κηρύχθηκε πέτυχε απόλυτα. Η έκδηλη συγκίνηση και ο ενθουσιασμός του λαού προδίκαζαν την αίσια έκβαση του αγώνα.... Απ’ όλα τα σημεία της Ελλάδος και του εξωτερικού, οι Έλληνες μικροί και μεγάλοι, έσπευδαν να καταταγούν για να πολεμήσουν, και το ηθικό τους ήταν τόσο υψηλό, ώστε χωρίς υπερβολή ν’ αναπληρώνει τις όποιες υλικές ελλείψεις υπήρχαν.

Κάποιες μικρές και άγνωστες ιστορίες αποτελούν την τρανή απόδειξη του υψηλού φρονήματος, της πίστεως και της αγάπης που διακατείχαν τους Έλληνες της εποχής εκείνης (1912-1913), και μια τέτοια είναι η ιστορία ενός Ελληνόπουλου η οποία ίσως πολλούς θα συγκινήσει αλλά και πολλούς θα προβληματίσει και μελαγχολήσει.

Ο Γεράσιμος Ραφτόπουλος είναι ο νεότερος υπαξιωματικός στην ιστορία των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Γεννήθηκε στο Φισκάρδο της Κεφαλλονιάς το 1900. Ο Πατερας του ήταν Αρτοποιός στην Υδρα και η μητέρα του καταγόταν απο τον Πειραιά. Κατά το 1ο Βαλκανικό Πόλεμο, εναντίον των Οθωμανών, κατατάχθηκε εθελοντικά στην ηλικία των 12 και έγινε δεκτός ως οπλίτης του 18ου Συντάγματος Πεζικού της IV Μεραρχίας. Για το θάρρος του στη μάχη του Σαραντάπορου έλαβε ένα όπλο Manlicher-Schonauer ως δώρο.

Στην μάχη του Κιλκίς-Λαχανά, το 1913, κατάφερε να ξεφύγει από αιχμαλωσία, σκοτώνοντας 3 από τους 5 Βούλγαρους που τον είχαν αιχμαλωτίσει. Επιστρέφοντας στις ελληνικές γραμμές, βρήκε έναν τραυματισμένο εύζωνα και τον μετέφερε σώζοντας τον από βέβαιο θάνατο. Για την ανδρεία του, προήχθη στο βαθμό του δεκανέα την 28η Αυγούστου 1913 σε ηλικία 13 ετών.

Τα γεγονότα αυτά μνημονεύονται στις εφημερίδες τις εποχής και διαβάζουμε χαρακτηριστικά στην «Εστία» (23-8-1913):


Ο ΝΕΩΤΕΡΟΣ ΕΛΛΗΝ ΥΠΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ

Γεράσιμος Ραυτόπουλος - Σας παρουσιάζομεν σήμερον τον μικρότερον υπαξιωματικόν του Ελληνικού Στρατού. Είναι ηλικίας 12-13 ετών και κατάγεται από το Φισκάρδον της Κεφαλληνίας. Το όνομα του ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ. Ο πατέρας του αρτοποιός εις την Ύδραν, η μητέρα του μένει εις τον Πειραιάν και αυτός ήτο υπηρέτης εις Πύλον όπου τον εύρεν η επιστράτευσις.

Το πολεμικόν μένος που είχε καταλάβει όλον τον κόσμο, ηλέκτρισε και τον μικρόν υπηρέτην, ο οποίος εζήτησεν αμέσως όσα χρήματα είχε να λαμβάνει από τον πάτρωνά του και την επομένη απεβιβάζετο εις Αθήνας, παρουσιασθείς εις το Στρατολογικόν γραφείον όπως καταταχθή εθελοντική. Η ηλικία του δεν εβοήθησε την αποδοχήν της αιτήσεως του και ο μικρός έφυγε από το γραφείον λυπημένος αλλ’ όχι και απηλπισμένος.

Μίαν πρωίαν διαφυγών την προσοχήν των φρουρών, εσκαρφάλωσεν εις τον μεταξύ των δύο βαγονίων χώρον και μαζή με τον στρατόν έφθασεν εις την Λάρισσαν, όπου επί τέλους μετά την τόσην του επιμονήν εγένετο δεκτός εις το 18ον σύνταγμα της 6ης μεραρχίας ως «παιδί του συντάγματος».

Εις την μάχην της Ελασσώνος έγεινε κάτοχος Τουρκικού λαφύρου, όπλου Μαρτίνι, με το οποίον έλαβε το βάπτισμα του Πυρός. Η ανδρεία του εξετιμήθη από όλους και εις την μάχην του Σαρανταπόρου του εδόθη εις ένδειξιν αναγνωρίσεως της ικανότητός του, Μάλινχερ.

Εις την πεισματώδη μάχην του Κιλκίς ευρέθη μεταξύ πέντε Βουλγάρων αιχμάλωτος, αλλά καθ’ ην στιγμήν οι Βούλγαροι ησχολούντο να εύρουν κανένα σχοινί δια να τον δέσουν, αυτός αρπάζει το Μάλινχερ και ρίπτει νεκρούς τους τρεις, ενώ οι δύο άλλοι εσώζοντο δια της φυγής.

Κατ’ αυτόν τον τρόπον, ο μικρός στρατιώτης έσωσε και έναν τραυματίαν εύζωνον, όστις θα περιήρχετο εις χείρας των δημίων. Το γεγονός τούτο της ανδραγαθίας του λιλυπουτείου υποδεκανέως επιστοποιήθη και επισήμως, μεθ’ ο και ο διοικητής του, τον προήγαγε εις δεκανέα.

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

Ο θάνατος του Ιωάννη Μακρυγιάννη και η τελευταία κόντρα του με τον Όθωνα με αφορμή το Θέατρο του Διονύσου


Το 1862 ο Ιωάννης Μακρυγιάννης είναι 67 χρόνων και «νεκρός άταφος», όπως έγραψε ο Τιμ. Φιλήμων. Δέκα χρόνια νωρίτερα είχε κατηγορηθεί για συνωμοσία εναντίον του Όθωνα και προφυλακίστηκε. Τον έριξαν στις υγρές φυλακές του Μενδρεσέ, όπου οι πληγές που είχε στο κορμί του αφόρμισαν. «Διεβιβρώσκετο υπό παντοειδών σκωλήκων», όπως έγραψε ο Αναστάσιος Γούδας.
Δικάστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού, η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια με διαταγή του ‘Οθωνα και αργότερα σε κάθειρξη δέκα ετών. Τελικά αποφυλακίστηκε με μεσολάβηση του Δημητρίου Καλλέργη τον Σεπτέμβριο 1854, αλλά με πολύ κλονισμένη την υγεία του και εξαιρετικά αδύναμο τον οργανισμό του. Η φροντίδα της οικογένειάς του και οι πρόθυμες υπηρεσίες που του πρόσφεραν γιατροί της πόλης δεν αρκούσαν για να επανέλθει σε φυσική κατάσταση. Εξάλλου, είχε στερηθεί τους βαθμούς και κάθε αποδοχής. Διέθετε όμως σημαντικότατη ακίνητη περιουσία, από την οποία ποριζόταν τα προς το ζην και προσπαθούσε να τη διατηρήσει για να προικίσει τα κορίτσια του. Την καλλιέργεια των κτημάτων του είχε αναθέσει σε επίμορτους καλλιεργητές, οι οποίοι έπαιρναν ένα σημαντικό μέρος της σοδειάς για να δώσουν το υπόλοιπο στον Μακρυγιάννη.

Καλλιέργειες κάτω από την Ακρόπολη
Τα περισσότερα κτήματά του, ο Μακρυγιάννης, τα είχε εντός της Αττικής και, χρόνο με το χρόνο, το χώμα της έδινε όλο και λιγότερα. Όσο δύσκολο και αν είναι να το φανταστούμε, ένα από τα χωράφια που καλλιεργούσε ακόμη και μετά την επανάσταση ένας τέτοιος επίμορτος καλλιεργητής ήταν στη νοτιοδυτική πλευρά της Ακρόπολης. Στην περιοχή όπου από το 1838 είχαν ξεκινήσει οι εργασίες για την αποκάλυψη του αρχαίου θεάτρου του Διονύσου. Εργασίες που διήρκεσαν περίπου έναν αιώνα, ανάλογα με τις εκάστοτε δυνατότητες χρηματοδότησης εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου. Το 1862 είναι μία από τις αποδοτικές χρονιές για το ζήτημα των ανασκαφών. Οι Έλληνες παρακολουθούν, σχεδόν καθημερινά τις ανακοινώσεις των αρχαιολόγων για διάφορα ευρήματα, όπως τα εγχάρακτα εδώλια. Ιστορικοί, λεξικογράφοι και πολλοί δημοσιογράφοι προσπαθούν ενθουσιασμένοι να ερμηνεύσουν τις διάφορες επιγραφές.

Τα πλούσια ευρήματα ξεσηκώνουν πανστρατιά και συγκίνηση και σύμφωνα με την εφημερίδα του Φιλήμονα τα χώματα κάτω από την Ακρόπολη «υπισχνούνται ν’ αποκαλύψωσιν εν των περιεργοτέρων μνημείων των Αθηνών και να διαχύσουν ικανόν φως επί της αρχιτεκτονικής των θεάτρων της αρχαιότητος». Βέβαια το κόστος για να έρθουν στην επιφάνεια οι πολύτιμοι αυτοί θησαυροί ήταν υψηλό, αφού οι ανασκαφές έφθαναν σε βάθος πέντε και έξι μέτρων. Οπότε άρχισε έρανος από τον Δήμο Αθηναίων, ιδιώτες αλλά και ομογενείς του εξωτερικού. Έτσι εξασφαλιζόταν ένα σημαντικό ποσό για τη συνέχιση των ανασκαφών προς το μεσημβρινοανατολικό μέρος «εντεύθεν του τόξου των εδωλίων όπου η σκηνή και η θυμέλη» ως κεραυνός εν αιθρία δημοσιευόταν η είδηση πως ο ιδιοκτήτης της περιοχής ζητούσε με δικαστικά μέτρα να σταματήσουν οι ανασκαφές. Προκαλούσε όμως ταυτόχρονα μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης της γης, δηλαδή ο Ιωάννης Μακρυγιάννης προχώρησε σε δικαστικές ενέργειες διότι δεν είχε ζητηθεί η άδειά του και δεν είχε αποζημιωθεί για τη γη του από το Ελληνικό Δημόσιο. Η παρέμβαση οδήγησε σε καθυστερήσεις των ανασκαφών της αρχαιολογικής εταιρείας, αλλά ήταν και ένας από τους λόγους που αποχώρησε από τις ανασκαφές ο Γερμανός αρχιτέκτονας J. H. Strack, ο οποίος είχε αρχίσει σταδιακά να αποκαλύπτει το θέατρο. Η υπόθεση εκδικάσθηκε στο Ειρηνοδικείο, το οποίο απέρριψε το αίτημα του Μακρυγιάννη και διέταξε τη συνέχιση των ανασκαφών. Έτσι η πρώτη συστηματική ανασκαφική έρευνα πραγματοποιείται το 1862 από τον αρχαιολόγο Θ. Ρουσσόπουλο σε συνεργασία πάντα με το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο.

Η «κόντρα» με το Παλάτι
Η στάση της οικογένειας Μακρυγιάννη δεν πρέπει να θεωρηθεί ξεκομμένη από τις γενικότερες εξελίξεις. Από τον Ιανουάριο εκείνης της χρονιάς, όταν ξέσπασαν τα αποκαλούμενα «Ναυπλιακά», δηλαδή η μεγαλύτερη και πιο αιματηρή στάση που έγινε επί Οθωνος και τερματίστηκε με εκστρατεία και τακτική πολιορκία του Ναυπλίου. Αξιωματικοί, πολιτικοί κρατούμενοι στο Ναύπλιο και εκατοντάδες νέοι εθελοντές ξεσηκώθηκαν εναντίον του Όθωνα. Η κυβέρνηση του Α. Μιαούλη κινητοποίησε χιλιάδες και κατόρθωσε να καταστείλει τη στάση. Βέβαια είναι γνωστή η συνέχεια, αφού λίγους μήνες αργότερα ο πρώτος βασιλιάς Οθων έπαιρνε το δρόμο για την πατρίδα του κάτω από το βάρος των μεγάλων λαϊκών αντιδράσεων. Ανάμεσα σ’ εκείνους που συνελήφθησαν ως πρωτεργάτες για τα «Ναυπλιακά» ήταν και ο γιός του στρατηγού Μακρυγιάννη, ο επίσης στρατιωτικός Όθων Μακρυγιάννης. Τραγική ειρωνεία της τύχης τον είχε βαφτίσει και του είχε δώσει το όνομά του ο βασιλιάς Όθων μόλις πάτησε το πόδι του στο Ναύπλιο.

Ο Όθων Μακρυγιάννης ήταν ο πραγματικός διαχειριστής της πατρικής περιουσίας και ο εντολέας των δικαστικών ενεργειών που εξελισσόταν την ίδιες ημέρες που είχαν ξεσπάσει τα «Ναυπλιακά». Η σύγκρουση της οικογένειας Μακρυγιάννη με το Παλάτι ήταν μετωπική. Πάντως, η περιπέτεια εκείνη έληξε με πλήρη αποζημίωση που καταβλήθηκε μερικά χρόνια αργότερα στα μέλη της πολυπληθούς οικογένειά τους.

«Απεβίωσεν υπό γενικής ατροφίας»
O Ιωάννης Μακρυγιάννης παντρεύτηκε την Αθηναία Αικατερίνη Σκουζέ, δευτερότοκη κόρη του Γεωργαντά Σκουζέ, με την οποία παντρεύτηκαν καταμεσής της Επανάστασης (1825) και απέκτησαν δέκα γιούς και δύο κόρες. Εξ αυτών επιβίωσαν τα έξι αγόρια και τα δύο κορίτσια, τα οποία απόλαυσαν τους καρπούς της περιουσίας που τους άφησε ο μεγάλος αγωνιστής. Υπήρξαν δε και περιπτώσεις που η μεγάλη αυτή κτηματική περιουσία βρέθηκε στο επίκεντρο σκανδάλων και συζητήσεων.

Όσο για τον Στρατηγό, έφυγε από τη ζωή δυο χρόνια μετά την περιπέτεια με το Θέατρο Διονύσου, στις 27 Απριλίου 1864. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η ληξιαρχική πράξη του θανάτου του Μακρυγιάννη. (φωτό). Στο πλάι της ληξιαρχικής πράξης, η οποία υπογράφεται από τον Δήμαρχο Αθηναίων Εμμανουήλ Κουτσικάρη ως Ληξίαρχη, καταγράφεται ως «Ιωάννης μακρή Γιάννης», αναφορά που αποκαλύπτει από πού προήλθε το επώνυμο του μεγάλου αγωνιστή. Ανάφερει δε η πράξη πως απεβίωσε «ο Αντιστράτηγος Ιωάννης Μακρηγιάννης ετών 68 έγγαμος σύζυγος Αικατερίνης υπό γενικής ατροφίας».
Το τοπωνύμιο Μακρυγιάννη, που δόθηκε σε μια ολόκληρη περιοχή των Αθηνών, έμεινε να θυμίζει την περιοχή όπου κατοικούσε και είχε μέρος των κτημάτων του, ενώ ο ανδριάντας του κάτω από την Ακρόπολη και κοντά στο Θέατρο του Διονύσου, στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου θυμίζει τη μεγάλη προσφορά του στην απελευθέρωση της Ελλάδας

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Μεσολόγγι. Την ανακατάληψή του πέτυχε ο Άστιγξ μετά από πολιορκία. Αρχική σελίδα Ο κινηματογράφος του Βασιλαδιού Ντοκυμαντέρ - ιδιωτικά video Επικοινωνήστε μαζί μας Αφήστε τα σχόλια σας Τετάρτη, 16 Φεβρουαρίου 2011 Η δίκη των στρατηγών Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα Η δίκη των στρατηγών Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα


Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ.
Ειδικό Αρχειακό Αφιέρωμα
Πολλές γίνονται για Δίκες για πολικούς ή στρατιωτικούς ή πολίτες, όμως κατά την άποψη μας η μεγαλύτερη δίκη είναι η Δίκη του «Γέρου του Μοριά» και Αρχιστρατήγου της Ελληνικής Επανάστασης, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και αυτή θα παρουσιάσουμε σε όλους τους Έλληνες και Απόδημους αδελφούς μας, επισκέπτες και αναγνώστες του ενημερωτικού Portal μας. Γνωρίζοντας τους ότι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1770 - 1843) ήταν ο νικητής στο Βαλτέτσι, στην Τριπολιτσά, στα Δερβενάκια, ήταν αυτός ο αγωνιστής που ύψωσε το ανάστημά του στους κατακτητές, εμψύχωσε τους Έλληνες και βοήθησε στην αναγέννηση του ελληνικού έθνους ύστερα από 400 χρόνια σκλαβιάς. Και μετά, κατηγορήθηκε ως προδότης. Ως συνένοχος συνωμοσίας με τους Ρώσους κατά του βασιλέα Όθωνα. Και γι' αυτόν τον λόγο καταδικάστηκε σε θάνατο. Επίσης να τους γνωρίσουμε ότι μόνο δύο δικαστές, ο Πολυζώης και ο Τερτσέτης, δεν υπέγραψαν την καταδίκη, του ήρωα της Επανάστασης. Μια προδοσία την οποία ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης δεν παραδέχθηκε ποτέ και μια υπόθεση που ως σήμερα παραμένει άλυτη.
Πηγή για τα όποια όσα αναφέρονται στην Δίκη, προέρχονται από το ΓΕΣ και από το βιβλίο του ταξίαρχου Γεωργίου Καραμπατσόλη «Η δίκη των στρατηγών Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα».
Αυτή η διαδρομή σ’ αυτή την μεγάλη Δίκη που θα παρουσιάσουμε σ’ όλους τους Έλληνες και Απόδημους αδελφούς θα ακολουθήσει τους πιο κάτω άξονες , μια παρουσίαση ενός προλόγου, για να αναφερθούμε στις «Προστάτιδες Δυνάμεις» οι οποίες έπαιξαν σοβαρό λόγο στην δημιουργία και εξέλιξης της Δίκης, θα δούμε πώς έγινε η εγκατάσταση της Αντιβασιλείας στην Ελλάδα για μάθουμε τις θέσεις του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Μετά γνωρίσουμε για την «κύρια συνομωσία» του Κολοκοτρώνη και οι συλήψεις που ακολούθησαν, κατόπιν θα δούμε ότι συνέβη στην Μεγάλη Δίκη, γνωρίζοντας παράλληλα το κατηγορητήριο, την Απολογία του Κολοκοτρώνη στην Δίκη μετά να γνωρίσουμε και την Aπολογία του Δημητρίου Πλαπούτα και τις αγορεύσεις του Επιτρόπου Μάσον και των συνηγόρων υπεράσπισης. Κατόπιν θα μελετήσουμε τις παράλογες απαιτήσεις του Επιτρόπου ΜΑΣΟΝ και τις Δραματικές διαβουλεύσεις και οι Παρασκηνιακές πιέσεις . Μετά θα γνωρίσουμε την Ετυμηγορία και να μάθουμε ποιος ήταν ο Απόηχος της Απόφασης και οι Περαιτέρω παρασκηνιακές διαβουλεύσεις. Επίσης μελετήσουμε τι συνέβη στην δίκη των Πολυζωίδη και Τσερτσέτη . Στο τέλος αυτού του Ειδικού Αρχειακού Αφιερώματος παρουσιάζεται ολόκληρη η Απόφαση του Δικαστηρίου της δίκης του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη .   
Ας τα δούμε αναλυτικά τα γεγονότα
Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ.
Πρόλογος
Αποτέλεσμα των αγώνων του ελληνικού έθνους εναντίον των Τούρκων ήταν να έλθει η πολυπόθητη λευτεριά (1827). Πρώτος κυβερνήτης του νέου ελληνικού κράτους ήταν ο Ιωάννης Καποδίστριας (1828-1831), που προσπάθησε να δημιουργήσει κρατικό μηχανισμό, μέσα από το χάος που είχε αφήσει ο εφτάχρονος πόλεμος και πέτυχε πολλά πράγματα στον τομέα αυτό. Μετά τη δολοφονία του (Σεπτέμβριος 1831) έγινε βασιλιάς της Ελλάδας ο Βαυαρός Όθωνας (1833-1862), που κυβέρνησε στην αρχή απολυταρχικά, αλλά αναγκάσθηκε να παραχωρήσει το 1843 σύνταγμα. Το 1862 εκθρονίστηκε και μια νέα εθνοσυνέλευση εξέλεξε βασιλιά τον Γεώργιο Α’.
Ως την ενηλικίωση του Όθωνα (20 Μαΐου 1835) τα βασιλικά καθήκοντα τα ασκούσε μια πενταμελής επιτροπή, η αντιβασιλεία, που την αποτελούσαν ο κόμης Άρμανσπεργκ, ο καθηγητής Μάουερ και ο υποστράτηγος Χέιντεκ, με πάρεδρα μέλη τους Άμπελ και Γκρένερ. Με τη σύμβαση της 25ης Απριλίου/7ης Μαΐου 1832 δόθηκε το δικαίωμα στην Αντιβασιλεία να ασκεί πλήρως την εξουσία.
Οι «Προστάτιδες Δυνάμεις»
Οι «Προστάτιδες Δυνάμεις» προσπαθούσαν να εδραιώσουν την επιρροή τους στην Ελλάδα, με πρωτοπόρο την Αγγλία, η οποία είχε ως στόχο να εκμηδενίσει τόσο τη ρωσική, όσο και τη γαλλική επιρροή. Για την επιτυχία αυτού του διπλού σκοπού οι Άγγλοι διέθεταν ένα αποφασιστικό όργανο, τον πρόεδρο της αντιβασιλείας κόμη Άρμανσπεργκ. Οι άλλοι όμως αντιβασιλείς ακολουθούσαν διαφορετικούς δρόμους. Ο Μάουερ και ο Άμπελ έκλιναν, φανερά, υπέρ της Γαλλίας, ενώ ο Χέιντεκ υπέρ της Ρωσίας. Η βρετανική διπλωματία, συνεπώς, έπρεπε να αποδυθεί σε ένα διμέτωπο αγώνα. Εάν όμως τον επιχειρούσε φανερά, ίσως να αποτύγχανε. Διότι υπήρχε κίνδυνος να ενωθούν οι δύο αντίπαλοί της, Ρωσία και Γαλλία και να την πολεμήσουν από κοινού. Κατέφυγε, λοιπόν, σε μια μακιαβελική ενέργεια, η οποία είχε περισσότερες ελπίδες επιτυχίας. Συμμάχησε, πρόσκαιρα, με τον ένα από τους δυο αντιπάλους της, για να εξοντώσει τον άλλο. Συγκεκριμένα συνεργάστηκε με τη γαλλική μερίδα, για να εκμηδενίσει τη ρωσική διότι, άλλωστε, η τελευταία αυτή ήταν και η περισσότερο επίφοβη. Ο αντιβασιλιάς Χέιντεκ, που την υποστήριζε, δεν ήταν ένας ισχυρός αντίπαλος. Η ρωσόφιλη όμως παράταξη, το κόμμα δηλαδή των ρωσοφρόνων, αποτελούσε αντίπαλο πολύ υπολογίσιμο. Διότι στην παράταξη αυτή ανήκαν το μεγαλύτερο μέρος του λαού και οι δυναμικότεροι στρατιωτικοί ηγέτες, με επικεφαλής τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Εναντίον των ρωσοφρόνων, συνεπώς, έπρεπε να δοθεί η μάχη. Και τότε πλέχτηκε μια ατελείωτη μηχανορραφία, της οποίας τα νήματα κινούσαν άλλοτε μεν οι αντιβασιλείς, άλλοτε δε οι πρέσβεις των μεγάλων δυνάμεων και όσοι βρίσκονταν πίσω από αυτούς, ως όργανα ή και ως απλοί πράκτορες.
Η εγκατάσταση της Αντιβασιλείας στην Ελλάδα
Φθάνοντας, στην Ελλάδα η αντιβασιλεία διατήρησε το υπάρχον κυβερνητικό σχήμα ως τις 15 Απριλίου 1833, οπότε όρισε μέλη του επονομαζόμενου υπουργικού συμβουλίου το Σπυρίδωνα Τρικούπη, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, το Γεώργιο Ψύλλα, το Γεώργιο Πραΐδη και τον Ιωάννη Κωλέττη. Σύνθεση με καταφανή την υπεροχή του «αγγλικού κόμματος» και μειωμένη στο ελάχιστο του «γαλλικού». Μόνος εκπρόσωπός του, ο Ιωάννης Κωλέτης, είχε κληθεί να αναλάβει το χωρίς ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα Υπουργείο των Ναυτικών. Το «ρωσικόν» κόμμα δεν αντιπροσωπεύτηκε διόλου στην κυβέρνηση. Είχε άλλωστε ήδη δεχθεί ένα σοβαρό πλήγμα, όταν δεν αναγνωρίστηκε στο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη η αρχιστρατηγία και όταν οι περισσότεροι, εκτός από ελάχιστους, ισχυροί άνδρες του καποδιστριακού κόμματος αποκλείστηκαν από επίσημα αξιώματα.
Απέκλεισε επίσης από την απονομή τιμητικών διακρίσεων, εκτός από το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και σε στρατιωτικούς ηγέτες, όπως τον Τζαβέλα και το Θεόδωρο Γρίβα. Από αυτές τις πρώτες ενέργειες της Αντιβασιλείας γίνεται φανερό ότι η στάση της απέναντι στα κόμματα, αντανακλούσε και τις διαθέσεις της απέναντι στις Δυνάμεις που τα προστάτευαν. Κατά τη γνώμη της Αντιβασιλείας, οι Δυνάμεις συνιστούσαν απειλή για την εξουσία. Έτσι ευθύς εξαρχής απέβλεψε στη συνένωση όλων των κομμάτων κάτω από την αιγίδα του στέμματος, καθώς και στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της χώρας από την ξένη επέμβαση.
Οι θέσεις του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη
Μια από τις αιτίες για τις οποίες δυσπιστούσε απέναντι στα κόμματα, ενεργώντας ουσιαστικά για τη διάλυσή τους, οφειλόταν στο γεγονός ότι τα τελευταία δε δίσταζαν να καταφεύγουν στις Δυνάμεις προκειμένου να επιτυγχάνουν στις επιδιώξεις τους, παρέχοντάς τους τις δυνατότητες και τα προσχήματα για να επεμβαίνουν στις ελληνικές υποθέσεις. Στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει τα κόμματα η Αντιβασιλεία, χρησιμοποίησε διπλή τακτική. Μακροπρόθεσμα προσπάθησε να μη δημιουργηθούν θεσμικά πλαίσια, ευεργετικά και αποτελεσματικά για την επιβίωση και την ανάπτυξή τους. Βραχυπρόθεσμα προσπάθησε να συμπιέσει και να αναστείλει τις δραστηριότητες των κομμάτων. Ο πρώτος τρόπος έθιγε τους βασικούς παράγοντες που ευνοούσαν την ύπαρξη των κομμάτων. Ο δεύτερος απέβλεπε στο να ελέγχει κάθε εκδήλωση της πολιτικής ζωής.
Στις 3 Φεβρουαρίου 1833, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, φιλοξενούμενος στη ναυαρχίδα του Ρώσου ναυάρχου Ρίκορδ, έγραψε και έστειλε επιστολή στον υπουργό εξωτερικών της Ρωσίας Νέσελροδ, εκφράζοντας την ανησυχία του για την εκκλησιαστική πολιτική της Αντιβασιλείας. Στην απάντησή του στις 11 Ιουλίου 1833 ο Ρώσος υπουργός συμβούλευε για τη συσπείρωση των Ελλήνων γύρω από το θρόνο και την επιμονή στην πίστη και τη θρησκεία τους. Τον ίδιο καιρό οι Ναπαίοι κυκλοφορούσαν προς υπογραφή ένα κείμενο απευθυνόμενο προς τον τσάρο, με το οποίο ζητούσαν την ανάκληση της Αντιβασιλείας, ώστε να αναλάμβανε αμέσως ο Όθωνας τα υψηλά καθήκοντα.
Η «κύρια συνομωσία» του Κολοκοτρώνη και οι συλήψεις
Οι πιο πάνω αναφερόμενες κινήσεις του Κολοκοτρώνη, ήταν οι ενέργειες που αποτέλεσαν την αποκαλούμενη «κύρια συνομωσία». Παράλληλα, μια μικρότερης ευρύτητας «συνομωσία» με κύριο μοχλό της τον καθηγητή Φραντς, διερμηνέα στα γραφεία της Αντιβασιλείας, απέβλεπε να ορισθεί ως μοναδικό μέλος της Αντιβασιλείας ο κόμης Άρμανσπεργκ. Η πρώτη «συνομωσία» απέβλεπε στην ανάκληση όλων των μελών της Αντιβασιλείας, ενώ η δεύτερη ζητούσε να ανακληθούν τα δυο μέλη της. Αργότερα ο Άρμανσπεργκ άφησε να εννοηθεί ότι υπεύθυνος για την πολιτική αυτή ήταν ο Μάουερ και ο Χέιντεκ.
Όταν ο κόμης Διονύσιος Ρώμας, επέστρεψε από ένα ταξίδι, στη διάρκεια του οποίου είχε επισκεφτεί και τη βαυαρική πρωτεύουσα, διαβεβαίωσε τον Κολοκοτρώνη στην Τρίπολη και τον Πλαπούτα στο Άργος για τις φιλικές διαθέσεις του Άρμανσπεργκ προς τους καποδιστριακούς. Οι πληροφορίες αυτές ενθάρρυναν τους Ναπαίους, που θεώρησαν προτιμότερο σ΄ αυτή την περίοδο ένας Αντιβασιλέας, ο Άρμανσπεργκ φυσικά, παρά να αναλάβει ο Όθωνας του οποίου δε γνώριζαν τις σκέψεις. Η Αντιβασιλεία, προκειμένου να εμποδίσει ενδεχόμενη εξέγερση των Ναπαίων και να στερήσει από τον Άρμανσπεργκ πιθανούς συμμάχους, έδρασε αποφασιστικά.
Πρώτη της ενέργεια ήταν η σύλληψη και απέλαση του καθηγητή Φραντς. Τρεις εβδομάδες αργότερα, στις 18 Σεπτεμβρίου 1833, ακολούθησαν περί τις είκοσι συλλήψεις ρωσόφρονων οπλαρχηγών: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ΔημήτριοςΠλαπούτας, ο πρωτοσύγγελος Αμβρόσιος Φραντζής, Νικόλαος Κριεζώτης, Ιωάννης Μαμούρης, Τσάμης Καρατάσος, Σπυρομήλιος, οι αδελφοί Αδάμ και Αναγνώστης Παρατσωραίος, Ι. Ρούκης, Γ. Βάγιας, Κίτσος Τζαβέλλας, Αποστολάρας, Κ. Δημητρακόπουλος, Κ. Πελοπίδας, Δ. Χοϊδάς, Γενναίος Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος Γρίβας και άλλοι στρατιωτικοί γνωστοί για την αφοσίωσή τους στο καποδιστριακό κόμμα και για τους δεσμούς τους με το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Τους περισσότερους από αυτούς, δεμένους με αλυσίδες, τους έφεραν στο Ναύπλιο, τους πέρασαν από τους δρόμους για να τους διαπομπεύσουν και άλλους μεν έκλεισαν στο Ιτς Καλέ και άλλους δε φυλάκισαν στο Μπούρτζι.
Οι συλλήψεις έγιναν με μυστικότητα, χωρίς να γνωστοποιηθούν στο υπουργικό συμβούλιο. Η διαταγή της σύλληψης είχε υπογραφτεί μόνο από τους Αντιβασιλείς Μάουερ και Άμπελ. Όταν ο Γεώργιος Ψύλλας, υπουργός των Εσωτερικών, διαμαρτυρήθηκε στο Μάουερ για την παρατυπία, εκείνος τον απείλησε ότι θα διάταζε και τη δική του σύλληψη, διότι ως αρμόδιος υπουργός έπρεπε να έχει ανακαλύψει έγκαιρα τη «συνομωσία». Ακολούθησε η αποχώρηση του Τρικούπη, του Πραΐδη και του Ψύλλα από το υπουργικό συμβούλιο. Διασώθηκε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, μοναδικό πλέον μέλος του «αγγλικού» κόμματος στην κυβέρνηση, στον οποίο ανατέθηκε το υπουργείο των Εξωτερικών και προσωρινά το υπουργείο Ναυτικών.
Η σύνθεση του νέου υπουργικού συμβουλίου (Οκτώβριος 1833) του οποίου πρόεδρος ορίστηκε ο Μαυροκορδάτος ήταν η ακόλουθη: Ν. Θεοχάρης υπουργός των Ναυτικών, ο Ι. Κωλέττης των Εσωτερικών, ο Κ. Σχινάς της δικαιοσύνης και προσωρινά των εκκλησιαστικών. Στο επόμενο οκτάμηνο, διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στη σύλληψη (Σεπτέμβριος 1833) και στη δίκη (Μάιος 1834) του Κολοκοτρώνη και των συντρόφων του, εκδηλώθηκε σοβαρή κρίση ανάμεσα στα μέλη της Αντιβασιλείας. Η κρίση είχε ως αποτέλεσμα την ανάκληση των Μάουερ και Άμπελ, μετά τη δίκη των στρατηγών (Ιούλιος 1834).
*    Η Μεγάλη Δίκη
Η δίκη άρχισε στις 30 Απριλίου 1834 και διήρκεσε μέχρι τις 26 Μαΐου του ιδίου έτους. Διεξήχθη στο τουρκικό τζαμί του Ναυπλίου. Την εισαγγελική έδρα είχε ο Εδουάρδος Μάσον, «ο εμπαθής εκείνος πολέμιος», όπως γράφει ο ιστορικός Μέντελσον, «της ρωσικής μερίδος και του Κολοκοτρώνη, υπερασπισθείς τον φονιά του Καποδίστρια Γεώργιο Μαυρομιχάλη». Σκωτσέζος, νομικός, θεολόγος και φιλόσοφος, είχε έλθει το 1824 στην Ελλάδα με την ιδιότητα του φιλέλληνα. Δεν είχε σπουδαία δράση κατά τον Αγώνα, μετά την απελευθέρωση δε άρχισε να δικηγορεί, έως ότου ο Όθωνας τον διόρισε καθηγητή της ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αναμίχθηκε στις εσωτερικές μας διενέξεις και υπηρέτησε, ουσιαστικά, την αγγλική πολιτική. Το πάθος, με το οποίο υπερασπίσθηκε το Μαυρομιχάλη και το μένος με το οποίο κατηγόρησε τον Κολοκοτρώνη, φανερώνουν όχι μόνον την πολιτική του τοποθέτηση, αλλά και το δισυπόστατο χαρακτήρα του. Ένας ξένος, και αυτός, που κάτω από την ηθική δικαίωση του φιλελληνισμού, αναμίχθηκε, κατά τρόπο εξοργιστικό, στις εσωτερικές υποθέσεις των Ελλήνων. Τον κατείχε, όπως και άλλους παρεμφερείς φιλέλληνες, η εγωιστική πεποίθηση ότι οι μικρές ή μεγάλες υπηρεσίες που είχαν προσφέρει στην αγωνιζόμενη χώρα τούς έδιναν ιδιαίτερα δικαιώματα, ακόμα και το ύπατο δικαίωμα να κρίνουν επί της ζωής των επιφανέστερων ανδρών αυτού του τόπου.
Η τακτική του Μάσον κατά το στάδιο της προανάκρισης έδειξε ότι έλειπε από τη νομική και φιλοσοφική του σκέψη η βαθύτερη έννοια της δικαιοσύνης. Προσπάθησε με διάφορα τεχνάσματα, να κατασκευάσει ψευδομάρτυρες ή να διαστρέψει τις μαρτυρικές καταθέσεις. Απέφυγε συστηματικά να αναζητήσει την αλήθεια, όση κρυβόταν κάτω από την καιροσκοπική δίωξη του Κολοκοτρώνη και διακήρυττε ότι ήταν ακλόνητα πεπεισμένος περί της ενοχής του γέρου. Όταν πήγε στο Ιτς Καλέ, όπου ήταν φυλακισμένος ο Γέρος του Μοριά, για να ανακρίνει τον εγκάθειρκτο στρατηγό και τον πίεζε επί ώρες να ομολογήσει ότι «είχε προπαρασκευάσει αποστασίαν εναντίον της κυβερνήσεως», ο Κολοκοτρώνης, με πολύ πικρή θυμοσοφία, τον αποστόμωσε, αναφέροντας την ιστορία του λύκου και της προβατίνας, του λύκου ο οποίος για να βρει δικαιολογία να φάει την προβατίνα, άρχισε να της φωνάζει: «μου θόλωσες το νερό της πηγής και δεν μπορώ να πιω». Ανάλογους δικολαβισμούς επικαλέσθηκε ο Μάσον και κατά τη διάρκεια της δίκης και κατά τη σύνταξη του κατηγορητηρίου, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Από όλες τις δεινές κατηγορίες, καμία δεν αποδείχτηκε κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο. Και αν ακόμη υπήρχαν κάποιες ενδείξεις, αοριστίες, κατά το πλείστον, έλλειπαν όμως τα αδιαφιλονίκητα εκείνα στοιχεία που θα θεμελίωναν την παραπομπή του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, και μάλιστα «επί εσχάτη προδοσία». Οι 44 μάρτυρες κατηγορίας, που παρουσιάστηκαν, δεν κατέθεσαν στοιχεία που να μη μπορούν να αμφισβητηθούν. Αντιστρόφως οι 115 μάρτυρες υπεράσπισης που εξετάσθηκαν διέψευσαν τα περισσότερα σημεία της κατηγορίας.
Οι κατηγορούμενοι στρατηγοί, με απλή στολή καπετάνιου χωρίς παράσημα οδηγούνται στην αίθουσα και κάθονται στον πάγκο τους συνοδευόμενοι από όργανα τάξης και τους συνηγόρους τους. Συνήγοροι και χωροφύλακες παίρνουν κι αυτοί τις θέσεις τους. Η εμφάνιση του Κολοκοτρώνη στο εδώλιο συγκλόνισε το ακροατήριο. Όταν μάλιστα ο Γέρος, ρωτήθηκε «Τι επάγγελμα έχεις;» και έδωσε την ιστορική απάντηση «Στρατιωτικός! Κρατάω σαράντα εννιά χρόνους στο χέρι το ντουφέκι και πολεμώ για την πατρίδα!», ρίγος και δέος κατέλαβε ακόμη και τους εχθρούς του στρατηλάτη.
Επί είκοσι ημέρες παρέλασαν προ του δικαστηρίου οι μάρτυρες και ήταν σαν να παρέλαυναν όλα τα κομματικά πάθη που είχαν έως τότε συγκλονίσει τη μαχόμενη Ελλάδα. Εκ πρώτης όψεως δικαζόταν ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας. Στην ουσία όμως επρόκειτο περί της δίκης ολόκληρου του φατριαστικού πνεύματος, που σαν δαίμονας αλάστωρ είχε κατακυριεύσει, διαδοχικά, κατά καιρούς, όχι μόνο τους κομματιζόμενους ηγέτες, αλλά ακόμη και τις ευγενέστερες, τις πατριωτικές καρδιές. Πίσω από την ατελείωτη αυτή σειρά των κατηγορουμένων διαγράφονταν οι άλλοι, οι μεγαλύτεροι ίσως ένοχοι, οι αρχηγοί των ξένων ανακτοβουλίων και οι μακιαβελίσκοι της ευρωπαϊκής διπλωματίας.
v      Το κατηγορητήριο
Προσέρχονται και οι δικαστές και καταλαμβάνουν τις έδρες τους. Τελευταίος μπαίνει ο Πρόεδρος, ο Πολυζωίδης. Όλοι σηκώνονται όρθιοι. Απόλυτη ησυχία. Κάθονται όλοι στις θέσεις τους. Ο Πρόεδρος ταχτοποιεί για λίγο τα χαρτιά και τους φακέλους του και ύστερα λέει σοβαρά και με σύνεση: «Άρχεται η συνεδρίαση. Παρακαλώ το ακροατήριο να κρατήσει σιγή και να διατηρήσει ακέραιη μέχρι το πέρας της δίκης την ψυχραιμία του, διευκολύνοντας το βαρύ και δύσκολο έργο μας. Παρακαλώ επίσης την υπεράσπιση όπως αντιτάξει όλα της τα επιχειρήματα με μετριοφροσύνη, σύνεση και κοσμιότητα διαφωτίζουσα, κατά το δυνατόν, το Δικαστήριο. Ο κύριος Γραμματέας ν΄ αναγνώσει παρακαλώ το κατηγορητήριο».
Ο Γραμματέας του δικαστηρίου Ζώτος, πηγαίνει και παίρνει από τον Πρόεδρο το κατηγορητήριο, ξαναπάει στην έδρα του και διαβάζει:
Αριθμός 1841
Εν Ναυπλίω τη 7η Μαρτίου 1834
Ο παρά τω εν Ναυπλίω Δικαστηρίω Επίτροπος της Επικρατείας.
Προς Το Αυτό Δικαστήριον
Κατά τους μήνας Μάϊον, Ιούνιον, Ιούλιον, Αύγουστον και τας αρχάς Σεπτεμβρίου του χιλιοστού οκτακοσιοστού τριακοστού τρίτου έτους oργανώθη εις το Βασίλειον τούτο σύστασις και συνωμοσία επί σκοπώ να ταράξει την κοινήν ησυχίαν και να προσβάλει την εσωτερικήν ασφάλειαν του κράτους και την εθνικήν ανεξαρτησίαν. Οι κυριότεροι αρχηγοί της στάσεως και συνωμοσίας αυτής ήσαν ο Δημήτριος Πλαπούτας, επονομαζόμενος Κολιόπουλος, ετών τεσσαράκοντα πέντε, και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ετών εξήντα τεσσάρων, αμφότεροι έχοντες διαμονήν εις την επαρχίαν Γορτύνης.
Οι ειρημένοι αρχηγοί της συνωμοσίας δεν άφησαν ουδεμίαν ραδιουργίαν, ουδεμίαν μυστικήν μηχανορραφίαν εις την πειθώ εις υποσχέσεις, εις το ψεύδος, δια να κατορθώσουν τους προδοτικούς σκοπούς των, να επιφέρουν τον εμφύλιον πόλεμον και καταργήσουν το καθεστώς πολίτευμα του έθνους.
Κατά τον Ιούλιον, Αύγουστον και αρχάς Σεπτεμβρίου του αυτού έτους, οι ειρημένοι Δ. Πλαπούτας και Θ. Κολοκοτρώνης, προς παράλυσιν της Βασιλικής εξουσίας και εις προπαρασκευήν εμφυλίου πολέμου παρεκίνησαν εις ληστείαν διαφόρους αρχιληστάς, πρώην υπαλλήλους των και ονομαστί τον Γεώργιον Κοντοβουνήσιον, τον Καπογιάννην και τον ποτέ Κ. Μπαλκανάν, προστατεύοντες, συμβουλεύοντες και υποστηρίζοντες αυτούς εις την ενέργειαν της ληστείας και χορηγούντες εις αυτούς πολεμοφόδια και άλλα αναγκαία οι δε ειρημένοι αρχιλησταί πραγματικώς, ενήργησαν την ληστείαν κατά προτροπήν των ειρημένων συμβούλων και προστατών των, περιφερόμενοι ληστεύοντες κατά διαφόρους επαρχίας του Βασιλείου.
Κατά το αυτό διάστημα χρόνου, οι ειρημένοι Δ. Πλαπούτας και Θ. Κολοκοτρώνης και αυτοπροσώπως και δια των γνωστών κατά την Πελοπόννησον οπαδών και φίλων των και δια των προς την Στερεάν Ελλάδα αποστολών των και εξαιρέτως δια του εις Λεβάδειαν απεσταλμένου πιστού οπαδού και πρώην υπαλλήλου των Κων/νου Δημητρακοπούλου Αλωνιστιώτου επροσπάθησαν να καταφέρουν τους υπηκόους της Α.Μ. εις εμφύλιον πόλεμον και δια των ραδιουργιών των ο εμφύλιος πόλεμος των όντι ήτο ούτως προπαρασκευασμένος, ώστε να είναι έτοιμος να εκραγεί.
Πριν τα τέλη του Ιουλίου του αυτού έτους εις Τριπολιτσάν και άλλου οι ειρημένοι Δ. Πλαπούτας και Θ. Κολοκοτρώνης προδίδοντες την εθνικήν ανεξαρτησίαν, υπέγραψαν και παρεκίνησαν και άλλους υπηκόους της Α.Μ. να υπογράψουν παράκλησιν προς ξένην δύναμιν επί σκοπώ της καταργήσεως της Υψηλής Αντιβασιλείας, ήγουν επί σκοπώ της καταργήσεως του καθεστώτος πολιτεύματος.
Κατά τον Αύγουστον του αυτού έτους ο κόμης Διονύσιος Ρώμας εκ Ζακύνθου αναχωρών από Ναυπλίου μετέβη εις Άργος, Τριπολιτσάν κ.τ.λ., έκαμεν εις έκαστον των τόπων αυτών μυστικάς συνεδριάσεις των οποίων σκοπός ήτο η κατάργησις των δύο μελών της Υψηλής Αντιβασιλείας, διά μέσου παρακλήσεως προς άλλην ξένην Δύναμιν. Ο ειρημένος κόμης Ρώμας εκοινοποίησε το ειρημένον εγκληματικόν σχέδιον εις τον ειρημένον Δ. Πλαπούταν εις Άργος και εις τον ειρημένον Θ. Κολοκοτρώνη εις Τριπολιτσάν, οι δε ειρημένοι Δ. Πλαπούτας και Θ. Κολοκοτρώνης όχι μόνον δεν το εφανέρωσαν, ως εχρεώστουν εις την εξουσίαν, αλλά τον συνέδραμον, προθυμούμενοι να αυξήσουν τον αριθμόν των οπαδών των προς πραγματοποίησιν του.
Όθεν η Επιτροπεία εγκαλεί τους ειρημένους Δ. Πλαπούταν και Θ. Κολοκοτρώνην ως οργανώσαντας εκ συμπνοής κατά τον Μάϊον, Ιούνιον, Ιούλιον, Αύγουστον και αρχάς Σεπτεμβρίου του παρελθόντος έτους συνωμοσίας επί σκοπώ να ταράξουν την κοινήν ησυχίαν, καταφέρουν τους ηπηκόους της Α.Μ. εις την ληστείαν και εις τον εμφύλιον πόλεμον και καταργήσουν το καθεστώς πολίτευμα, ήγουν ως πράξαντας τα εγκλήματα τα ενδιαλαμβανόμενα εις το άρθρον 2 του Εδαφίου Α΄ και Γ΄ του Εγκληματικού Απανθίσματος, νομοθετηθέντα παρά της εν Άστρει συνελεύσεως και εισέτι ισχύοντα, καθώς και εις το άρθρον 2 του από 9)21) Φεβρουαρίου του 1833 Β. Διατάγματος και επομένως η Επιτροπεία απαιτεί να καταδικασθούν οι ειρημένοι Δημήτριος Πλαπούτας και Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κατά τα αναφερθέντα άρθρα των Νόμων, ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας.
Ο Επίτροπος της Επικρατείας
ΕΔΟΥΑΡΔΟΣ ΜΑΣΣΟΝ
Τελειώνοντας την ανάγνωση του Κατηγορητηρίου ο Γραμματέας Ζώτος, το λόγο έλαβε και πάλι ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ο οποίος αναλύοντας τα κεφάλαια της κατηγορίας εξήγησε στους κατηγορουμένους στρατηγούς ότι, εγκαλούνται (κατηγορούνται) για τα εξής τέσσερα εγκλήματα:
1.      Ότι παρακίνησαν το λαό σε εμφύλιο πόλεμο προς κατάργησιν του καθεστώτος πολιτεύματος.
2.      Ότι παρακίνησαν σε ληστεία «διάφορους αρχιληστάς με σκοπόν την συνωμοσίαν και τον εμφύλιον πόλεμον».
3.      Ότι συνέταξαν αναφορά ζητώντας την επέμβαση ξένης δυνάμεως (της Ρωσίας) προς κατάργηση της Υψηλής Αντιβασιλείας.
4.      Ότι συνέδραμαν τον κόντε Διονύσιο Ρώμα στο εγκληματικό του σχέδιο περί καταργήσεως των δύο μελών της Υψηλής Αντιβασιλείας.
Αυτή περίπου την κατατοπιστική ανάλυση έκανε ο Πρόεδρος Πολυζωίδης επεξηγώντας και συνοψίζοντας τα αίτια της κατηγορίας περί των διαπραχθέντων, κατά την κατηγορούσα Αρχή, εγκλημάτων. Σύμφωνα δε με την τότε ισχύουσα νομοθεσία και διαδικασία έπρεπε να εξετασθούν οι κατηγορούμενοι και στη συνέχεια οι μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης.
*    Η Απολογία του Κολοκοτρώνη στην Δίκη
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (Μετά από μικρή παύση). Να αποχωρήσει της αιθούσης ο Δημήτριος Πλαπούτας για να απολογηθεί ο έτερος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Δύο χωροφύλακες οδηγούν έξω τον Πλαπούτα, ενώ ο Κολοκοτρώνης σηκώνεται από τον πάγκο του και προχωρεί αγέρωχα προς τους δικαστές του. Τα βλέμματα όλων καρφώνονται πάνω του. Μπροστά τους, στέκεται ορθό ολόκληρο το Εικοσιένα.
Φέρνουν το Ευαγγέλιο. Ο Πρόεδρος σηκώνεται, τον μιμούνται όλοι. Ο Κολοκοτρώνης απλώνει το χέρι του.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια και μόνη την αλήθεια εις ό,τι ερωτηθώ.
Ορκίζομαι. (Κάθονται όλοι στις θέσεις τους).
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς ονομάζεσαι;
 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Από πού κατάγεσαι;
 Από το Λιμποβίσι της Καρύταινας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσων ετών είσαι;
 Εξήντα τέσσερων.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι επάγγελμα κάνεις;
Στρατιωτικός. Στρατιώτης ήμουνα. Κράταγα επί 49 χρόνια στο χέρι το ντουφέκι και πολεμούσα νύχτα μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τ΄ αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι απολογείσαι για την κατηγορία που σου αποδίδεται;
Τον απερασμένο Ιούλη διάηκα στην Τριπολιτσά για να στεφανώσω εν’ αντρόγενο. Από κεί τράβηξα, μαζί με τη νύφη μου, για το μοναστήρι της Άγια-Μονής. Την παραμονή της Παναγιάς ήρθε κι ο Ρώμας στην Καρύταινα όπου καθίσαμε κάνα δυο μέρες. Έπειτα ο Ρώμας έφυγε κι εγώ γύρισα στην Τριπολιτσά στις 18 τ’ Αυγούστου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είχες προηγουμένως άλλες συναντήσεις με το Ρώμα;
 Δεν είχα πριν καμία συνάντηση μαζί του. Τον αντάμωσα για πρώτη φορά στην Τριπολιτσά. Μακριές ομιλίες δεν είχαμε. Τρώγαμε όμως μαζί.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και τι λέγατε;
 Τα συνηθισμένα όπου λένε οι άνθρωποι όταν τρώνε αντάμα ψωμί.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν είχες την περιέργεια να ρωτήσεις τον Ρώμα για τα όσα διέδιδε περί Αντιβασιλείας;
 Καμία περιέργεια δεν έβαλα στο νου μου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον άλλον καιρό τι έκανες στην Τριπολιτσά;
 Πάγαινα στο παζάρι. Σύναζα τους χωριάτες και τους μίλαγα επειδής ήτανε ερεθισμένοι από κείνους τους διαβόλους τα νόμιστρα. Τους έλεγα: «Βρε τσομπάνηδες, τι πλερώνατε τον καιρό της τουρκιάς και τι πλερώνετε τώρα; Δεν πλερώνετε τώρα λιγότερα απ’ τον καιρό της τουρκιάς;». Και τους τ’ απόδειχνα με παραδείγματα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον πρίγκιπα Μπρέντ τον γνωρίζεις;
 Ναι, τον γνωρίζω. Ήρθε μάλιστα στην Τριπολιτσά για να δη το Ρώμα. Σα μπατζανάκης του που είναι.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι παράγγειλες μ’ αυτόν στο γιο σου το Γενναίο στ΄ Ανάπλι;
Τίποτα. Ούτε είχα και τίποτα να του παραγγείλω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποιοι άλλοι ήταν τότε στην Τριπολιτσά;
 Ο Νικηταράς και Πλαπούτας που είχανε έρθει απ’ τα χωριά τους.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι άκουσες περί μιας αναφοράς εναντίον της Αντιβασιλείας και των Βαυαρών;
 Δεν άκουσα τίποτα ούτε και μου μίλησε ποτέ κανείς για καμία τέτοια ανα-φορά.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν άκουσες τίποτα;
 Όχι.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Γνωρίζεις τους ληστές Κοντοβουνήσιο, Μπαλκανά και Καπογιάννη;
Τον Κοντοβουνήσιο τον γνωρίζω απ’ τον εμφύλιο πόλεμο. Ο Μπαλκανάς ήτανε γουρνοβοσκός. Τον κατάτρεχα. Δυο φορές μου ‘φυγε απ’ τα σίδερα. Τον Καπογιάννη δεν τον γνωρίζω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον γραμματικό του Κοντοβουνίσιου, Χρήστο Νικολάου, τον ξέρεις;
 Ναι. Είν’ ένα ξόανο παιδαρέλι.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον Αλωνιστιώτη τον γνωρίζεις;
 Τον γνωρίζω, είναι μάλιστα και συγγενής μου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ήξερες πως θα πήγαινε στη Λιβαδειά;
 Όχι, δεν το ήξερα. Απ’ τον κόσμο το άκουσα πως πήγε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν τον είχες δει προηγουμένως;
 Όχι.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (Δείχνοντάς το). Είναι αληθινό αυτό το γράμμα του Υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας προς εσένα;
 Ναι, είναι.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς πήρε αφορμή να σου γράψει ο Ρώσος υπουργός;
 Ήταν απάντηση σ’ ένα δικό μου γράμμα. Πήρ’ αφορμή για να του γράψω από τούτο δω το περιστατικό: Άμα ήρθε ο Βασιλιάς μας, ο πρεσβευτής της Ρωσίας Ρούκμαν άφησε ένα γράμμα του στο περιβόλι μου συστήνοντάς με στους Ρώσους καπετάνιους του Αιγαίου. Γι’ αυτό έκαμα κι εγώ ένα ίδιο γράμμα συστήνοντας αυτόν και το ναύαρχό τους Ρίκορντ σε δικούς μας. Δε μου πέρασε η ιδέα πως αυτό βλάφτει είτε είν’ εμποδισμένο. Τόκαμα από λεπτότητα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι άλλο έγραφες σ’ αυτό το γράμμα;
Τίποτις άλλο απ’ τη σύσταση. Όσο για το γράμμα που έλαβα έλεγε ν’ αγαπούμε το βασιλιά μας και τη θρησκεία μας. Άλλο δε θυμούμαι. Σ’ αυτό φαίνεται τι μου γράφει ο Ρώσος υπουργός, φανερώνοντας έτσι με ποιο πνεύμα τούγραψα κι εγώ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πότε έφυγες για τελευταία φορά από δω;
Δε θυμάμαι καλά. Θαρρώ στις αρχές του Ιούλη. Ήτανε η πρώτη φορά που ‘φυγα από όταν ήρθε ο βασιλιάς.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και γιατί έφυγες;
 Η αιτία όπου μ’ έκανε ν’ αφήσω την εδώ ήσυχη ζωή μου είναι, πρώτο γιατί εγώ είμαι βουνίσιος και με πειράζει η ζέστη, δεύτερο για να στεφανώσω ένα αντρόγενο και τρίτο γιατί μούγραψε ο γιος μου ο Γενναίος μην αρρωστήσω και γι’ αυτό καθόμουνα στην Τριπολιτσά για τον καθαρό αέρα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και σ’ όσους ερχόντουσαν να σε ιδούν τι τους έλεγες;
 Τους συμβούλευα, καθώς έκανα και στην Άγια-Μονή, όπου έβαλα λόγο γι’ αυτό.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχεις άλλο τίποτα να πεις για όσα σε κατηγορούν;
 Τούτω δω μονάχα. Μετά το φόνο του Κυβερνήτη η Πατρίδα ήτανε χωρισμένη στα δύο. Εγώ άμα έμαθα το διορισμό του Βασιλιά, έκαμα τη σημαία του και σύναξα κι όλους τους φίλους μου και κάμαμε μιαν αναφορά στη Βαυαρία φανερώνοντας την αφοσίωσή μας. Όταν ήρθ’ ο Βασιλιάς σκόρπισα τους ανθρώπους μου κι ησύχασα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τότε, γιατί αντενέργησες στο βασιλιά σου και στην Αντιβασιλεία.
 Εγώ ν’ αντενεργήσω; Μα δε ξέρετε λοιπόν κι εσείς οι ίδιοι κι όλοι οι Έλληνες πόσο πάσκισα στον καιρό του σηκωμού ν’ αποχτήσει το έθνος κεφαλή και να μου λείψουν οι φροντίδες; Άμα ο Θεός μου ‘δωσε Βασιλέα, εγώ είπα σ’ όλους τους φίλους μου: «Τώρα είμ’ ευτυχισμένος. Θα κρεμάσω την κάπα μου στον κρεμανταλά και θα πλαγιάσω στην καλύβα μου ν’ αποθάνω ήσυχος κι ευχαριστημένος».
Αυτά είπε ο Γέρος και κάθισε στον πάγκο του, ενώ στην αίθουσα απλώθηκε βαθιά σιωπή και αγωνία.
*    Η Aπολογία του Δημητρίου Πλαπούτα και οι αγορεύσεις του Επιτρόπου Μάσον και των συνηγόρων υπεράσπισης
Ακολούθησε η απολογία του Δημητρίου Πλαπούτα, στο τέλος της οποίας τόνισε (μετά από ερώτηση του Προέδρου αν έχει να συμπληρώσει κάτι): «Τούτα δω μονάχα. Κατηγορούν εμένα και τον Γέρο, πως τάχα σηκώσαμε κεφάλι ενάντια στην Αντιβασιλεία και το Βασιλιά. Μα μήπως εγώ δε συνόδεψα τη Μεγαλειότη του και μπήκα εγγυητής για να ‘ρθει να καθίσει το θρονί; Μας ανακατεύουν πάλι με ληστές και κάτι ασήμαντους ανθρώπους. Εμείς το ‘χουμε ψηλά και καθαρό το κούτελο και δε μηχανευόμαστε βρομοδουλειές όπως η αφεντιά εκείνων που μας κατηγορούν γι’ αναρχικούς. Ό,τι έχουμε να πούμε το λέμε ντρέτα και σταράτα (ειρωνικά και υπονοώντας τον Επίτροπο). Κύριοι δικαστές, είμαστε αθώοι. Άλλοι είναι οι εχθροί και προδότες της Πατρίδας».
Στην συνέχεια ο Πρόεδρος έλυσε τη συνεδρίαση, η οποία επαναλήφθηκε με την αγόρευση του Επιτρόπου Μάσον. Η αγόρευση του Μάσον που κράτησε πεντέμισι ώρες, στην ουσία ήταν μια επανάληψη του Κατηγορητηρίου και των όσων είχαν υποστηρίξει οι μάρτυρες κατηγορίας, κατέληγε δε ως εξής: «Επιμένω εις την κατηγορίαν και με τα δόντια και με τα νύχια θα την υποστηρίξω. Διακηρύττω (θεωρώ), λοιπόν τους εγκαλουμένους ως ενόχους, και απαιτώ τον θάνατόν τους!».
Ακολούθησαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης, Π. Βαλσαμάκη (συνήγορος του Κολοκοτρώνη) και Χ. Κλωνάρη (συνήγορος του Πλαπούτα), αλλά «μυστηριωδώς» ένα σημαντικό μέρος των σελίδων των πρακτικών της συνεδρίασης, που αφορούν τις αγορεύσεις αυτές, έχουν…εξαφανιστεί.
ü        Η αγόρευση του Βαλσαμάκη ήταν υπερδιπλάσια αυτής του Κλωνάρη και από την επιθυμία του Πρωθυπουργού Κουμουνδούρου, ο οποίος επισκεπτόμενος την Κεφαλονιά στα 1872, μετά δηλαδή από την ενσωμάτωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, να συγχαρεί το Βαλσαμάκη μόλις πάτησε το πόδι στο νησί, καταλαβαίνουμε ότι η αγόρευσή του όχι μόνο ανέτρεψε όλα τα επιχειρήματα του Επιτρόπου, αλλά και αυτά τα κεφάλαια της κατηγορίας ένα προς ένα και άπαντες διαβεβαιώθηκαν περί της αθωότητας των στρατηγών. Ως και αυτός ακόμα ο Μαυροκορδάτος άλλαξε τελικά γνώμη και εισηγήθηκε στην Αντιβασιλεία να δώσει χάρη και να ελευθερώσει και τους άλλους φυλακισμένους «της κατηγορίας ως μη υφισταμένης». Ο Κωλέττης όμως που είδε πως ήταν μια μοναδική ευκαιρία να φάει το Μαυροκορδάτο, αρνήθηκε και ζήτησε εντός 24 ωρών να πέσουν τα κεφάλια των στρατηγών και ευθύς αμέσως να δικαστούν οι δύο δικαστές, Πολυζωϊδης και Τερτσέτης και οι υπόλοιποι εγκαλούμενοι.
Τελειώνοντας δε, την αγόρευσή του ο Βαλσαμάκης έθεσε υπό αμφισβήτηση πάμπολλα σημεία της αγόρευσης του Επιτρόπου και τον προκάλεσε να απαντήσει σε μια σειρά έντονων ερωτημάτων και δήλωσε ότι «θα περιμένει τις απαντήσεις του κ. Επιτρόπου, μετά την αγόρευση και του κ. Κλωνάρη, και τότε θα λάβει εκ νέου το λόγο για να ανασκευάσει και πάλι τις διευκρινίσεις ή τα ύπουλα αναμασήματα του Επιτρόπου. Αυτό όμως, όπως θα δούμε, δε θα γίνει ποτέ, γιατί «άλλαι αι βουλαί των συνηγόρων, άλλα οι Αντιβασιλείς κελεύαν». Η δε επομένη συνεδρίαση αφιερώθηκε στην αγόρευση του συνηγόρου του Πλαπούτα, Χριστόδουλου Κλωνάρη, (24-5-1834).
Ο Π. Βαλσαμάκης ήταν δεδηλωμένος ρωσόφιλος, που είχε διοριστεί από τον Καποδίστρια επιθεωρητής των εισαγγελιών, αλλά είχε παυτεί από την Αντιβασιλεία. Ο Χριστόδουλος Κλωνάρης, γνωστός αγγλόφιλος, και φίλος του Μαυροκορδάτου, υπουργός της δικαιοσύνης στην προηγούμενη «κυβέρνηση Τρικούπη», αλλά που είχε παυτεί και αυτός από την Αντιβασιλεία. Όμως η πολιτική τοποθέτηση των δυο τούτων συνηγόρων φανέρωνε ακριβώς ότι τώρα ενδιαφέρονταν για την τύχη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα όχι μόνο η ρωσόφιλη παράταξη, αλλά και η αγγλόφιλη. Οι Άρμανσπεργκ και Μαυροκορδάτος είχαν αρχίσει να δίνουν τη μάχη τους κατά των Μάουερ, Κωλέττη. Οι αγορεύσεις των δυο υπερασπιστών διέλυσαν και τα τελευταία στηρίγματα του ετοιμόρροπου άλλωστε κατηγορητηρίου.
ü        Μετά την προεισαγωγική και υμνητική για τους δύο ήρωες αγόρευσή του, ο Κλωνάρης ανάλυσε και αποκάλυψε τα πραγματικά αίτια της δίκης, και συγκρίνοντας τις μαρτυρικές καταθέσεις κατηγορίας και υπερασπίσεως απέδειξε, με ατράνταχτα επιχειρήματα, ότι οι περισσότεροι των στρατολογημένων μαρτύρων κατηγορίας, θα μπορούσαν να λογισθούν ως μάρτυρες υπερασπίσεως, μάλλον, παρά κατηγορίας. Εξετάζοντας δε συνέχεια και με κάθε προσοχή και λεπτομέρεια και τα τέσσερα κεφάλαια της κατηγορίας, υπογράμμισε με παρρησία «το πλαστόν και ψευδές της υποθέσεως», γιατί καθώς τόνισε, από την προκειμένη κατηγορία λείπει το κύριο σώμα, η απόδειξη της κατηγορίας, δηλαδή η ανακάλυψη του εγκλήματος, και κάθε τι, που θα μπορούσε να θεωρηθεί έστω και ως απλή δυσφορία των στρατηγών κατά των καθεστώτων. Τόνισε δε επί πλέον, και με πλήρη βεβαιότητα ότι τα πάντα εξασθένισαν ή εξανεμίσθηκαν, στην αίθουσα του δικαστηρίου, και το μόνο το οποίο απομένει στη μνήμη όλων και δημιουργεί ερωτήματα και εύλογες απορίες είναι το πώς και με ποιον τρόπον ο κ. Επίτροπος, ανακάλυπτε όσους γνώριζαν, δήθεν, για την υπόθεση και τους καλούσε να καταθέσουν εις βάρος των εγκαλουμένων.
Ο Κλωνάρης ολοκλήρωσε το αποδεικτικό έργο, για να καταλήξει με ένα πανηγυρικό εγκώμιο των μεγάλων εθνικών υπηρεσιών που είχαν προσφέρει ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας. Και όταν μέσα στο τούρκικο τζαμί αντήχησαν τα ονόματα των ιστορικών τοποθεσιών όπου άπειρες φορές είχαν προμαχήσει οι σημερινοί κατηγορούμενοι επί «εσχάτη προδοσία», οι παρευρισκόμενοι συμπολεμιστές τους άφησαν ελεύθερα τα δάκρυά τους, πνίγοντας αδιάκοπα τους λυγμούς που τάραζαν τα λάσια στήθη τους.
Ο Βαλσαμάκης «έπεισε τους πάντας περί της αθωότητος των κατηγορουμένων», όπως του έγραψε αργότερα ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, με την ιδιότητα του πρωθυπουργού της Ελλάδας.
*    Οι παράλογες απαιτήσεις του Επιτρόπου ΜΑΣΟΝ
Η πιο δραματική φάση της δίκης αρχίζει τώρα. Ο Μάσον, αιφνιδιαστικά, αρνείται να απαντήσει στους συνηγόρους της υπεράσπισης, κατά τα ειωθότα, με την εξήγηση ότι «κρίνει περιττόν να χάνει τον καιρόν του». Αλλά ενώ παραιτείται ο ίδιος της δευτερολογίας, απαιτεί να μη δευτερολογήσουν ούτε οι συνήγοροι. Εκείνοι διαμαρτύρονται εντονότατα. Ο πρόεδρος Πολυζωίδης επεμβαίνει. Τονίζει «είμαι της γνώμης ότι ο κ. επίτροπος χρεωστά να απαντήσει. Η ανάπτυξης της κατηγορίας υπήρξεν ελλιπής. Έχει χρέος λοιπόν να την συμπληρώσει, άλλως οι συνήγοροι έχουν χρέος να την συμπληρώσουν». Με τη δήλωση αυτή ο Πολυζωίδης αρχίζει την ιστορική του μάχη με τον Μάσον, με τον Μάουερ, με το καθεστώς της αυθαιρεσίας και αδικίας. Είναι η μάχη που θα τον καταστήσει σύμβολο της ελληνικής δικαιοσύνης. Στην πραγματικότητα την είχε αρχίσει ημέρες πρωτύτερα, στα παρασκήνια.
Πριν από την έναρξη της δίκης ο Μάσον είχε καλέσει στο σπίτι του και τα πέντε μέλη του δικαστηρίου και αφού τους παρουσίασε όσα στοιχεία είχε συγκεντρώσει, τους ρώτησε αν τα έβρισκαν αρκετά για να καταδικάσουν τους δυο στρατηγούς. Ο Πολυζωίδης εξεγέρθηκε και δήλωσε αμέσως: «Θάπτω εις τους κρυψώνας της σιωπής την αντάμωσίν μας εδώ, το διατί και το πώς. Αν είναι ανάγκη να προείπομεν τι, προλέγω ότι, αν οι στρατιωτικοί Έλληνες είναι αθώοι, έχομεν τιμιότητα να τους αθωώσωμεν, αν ένοχοι, αγάπην Πατρίδος να τους καταδικάσομεν εις δεσμά, εις θάνατον».
Προσπάθησαν επίσης να εξαγοράσουν και τον Τερτσέτη ενώ η δίκη διαρκούσε ακόμη.
Αφού δεν κατόρθωσαν να τους εξαγοράσουν επιχείρησαν να τους προκαταλάβουν. Το δημοσιογραφικό όργανο του Μάουερ, ο «Σωτήρ» δημοσίευσε άρθρο ενώ συνεχιζόταν η δίκη με το οποίο προαναγγελλόταν ως βέβαια, η καταδίκη των στρατηγών. Οι συνήγοροι κατήγγειλαν δημόσια την προσπάθεια και ζήτησαν από τον Μάσον να διώξει την εφημερίδα. Ο Μάσον δεν καταδέχτηκε καν να απαντήσει. Τότε ο Πολυζωίδης, όρθιος, έκανε μια κατηγορηματική δήλωση: «Το δικαστήριον, είπε, δεν έχει άλλο συμφέρον από τον νόμον. Δεν έχει άλλον σκοπόν παρά την απόδοσιν της δικαιοσύνης. Τινές δεικνύουν μιαν επίσημον εμπάθειαν και άγνοιαν των νόμων. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να προλαμβάνει την κρίσιν της δικαιοσύνης. Αποδοκιμάζω όθεν το ανόητον άρθρον και προσκαλώ τον Επίτροπον να εναγάγει τον συντάκτην της εφημερίδος». Ο Μάσσον σε απάντηση κάγχασε.
Αυτή η διπλή άρνηση του Μάσον δημιούργησε μεγάλο θέμα, διότι και οι δυο πλευρές έδειξαν ακλόνητη επιμονή, η οποία σε λίγο εξελίχτηκε σε απροκάλυπτη διαμάχη. Ο Πολυζωίδης γνώριζε ότι, οι άλλοι τρεις δικαστές ήταν αποφασισμένοι να καταδικάσουν σε θάνατο τους στρατηγούς, γι’ αυτό προσπαθούσε να πείσει τον Επίτροπο να δευτερολογήσει, προκειμένου να κερδίσει χρόνο, με την ελπίδα ότι θα μπορέσει να μεταπείσει έναν από τους «καταδικαστικούς» συναδέλφους του. Ο Μάσον επέμενε να επισπευτεί η έκδοση της απόφασης. Ο Πολυζωίδης παρακάλεσε θερμότατα τον Επίτροπο να δευτερολογήσει. Εκείνος, ανένδοτος, επέμενε στην άρνησή του. Επί μισή ώρα το δικαστήριο είχε πάψει ουσιαστικά να συνεδριάζει. Οι δικαστές στις έδρες τους σώπαιναν με αμηχανία. Ο Μάσον στη δική του έδρα σώπαινε και αυτός, με αλύγιστο πείσμα.
Στην αίθουσα το δικαστήριο είχε μείνει εμβρόντητο. Από κανένα δε διέφευγε ότι, εκείνη την ώρα, καταρρακωνόταν η δικαιοσύνη. Κάποια στιγμή ο Επίτροπος κατέβηκε από την έδρα του, και συνομίλησε μυστικά, με τον νομάρχη Μαύρο, που βρισκόταν στην αίθουσα ως παρατηρητής του Μάουερ. Προφανώς έλαβε από αυτόν εντολές, διότι όταν επανήλθε στην έδρα του, δήλωσε ακόμη κατηγορηματικότερα ότι δεν εννοούσε να δευτερολογήσει.
Ο Πολυζωίδης συνέχισε τις εκκλήσεις του: «Σας παρακαλώ δια μιαν ακόμη φοράν, χάριν της δικαιοσύνης και της κοινωνίας να απαντήσετε!». «Δεν δύναμαι να απαντήσω», επέμενε ο Μάσον. «Πρέπει να το κάμετε», παρακαλεί εκ νέου ο Πολυζωίδης. Ο Μάσον ξαναγυρίζει στη σιωπή του. Υπάρχει μεγάλη αναταραχή στην αίθουσα. Ο νομάρχης Μαύρος φεύγει για να ζητήσει οδηγίες από τον υπουργό δικαιοσύνης Σχινά. Ο Πολυζωίδης, μετά από την κατάσταση που δημιουργήθηκε, διέκοψε τη συνεδρίαση για την επομένη, υπό τον όρο, όπως δήλωσε ρητά, «εάν δεν ομιλήσει ο Επίτροπος, να ομιλήσουν οι συνήγοροι».
Τη νύχτα εκείνη, στα παρασκήνια, πολλά διαδραματίστηκαν, που παρέμειναν όμως άγνωστα. Κινητοποιήθηκαν όλοι οι κυβερνητικοί και διπλωματικοί παράγοντες. Έγιναν διαβούλια με στόχο τη ζωή ή το θάνατο του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα. Οι υπουργοί διχασμένοι συγκρούστηκαν, αλλά επικράτησε ο Κωλέττης. Σύγκρουση επήλθε και στους κόλπους της Αντιβασιλείας, όπου όμως επικράτησε επίσης ο Μάουερ. Οι «καταδικαστικοί» επιβλήθηκαν κατά κράτος. Οι «αθωωτικοί», Άρμανσπεργκ και Μαυροκορδάτος, υποχώρησαν ή προσποιήθηκαν ότι υποχωρούν, επιφυλασσόμενοι να αντεπιτεθούν αργότερα, στην κατάλληλη ώρα.
Το αποτέλεσμα των νυχτερινών διαβουλεύσεων, φανερώθηκε την επομένη στο δικαστήριο. Όταν ο πρόεδρος Πολυζωίδης έδωσε το λόγο στην υπεράσπιση, διότι ο επίτροπος αρνήθηκε και πάλι να δευτερολογήσει, ο Μάσον, θριαμβευτικά, του εγχείρισε μια έγγραφη απόφαση της Αντιβασιλείας, η οποία ενέκρινε τη στάση του Επιτρόπου και διάταζε την έκδοση απόφασης με την απειλή μάλιστα ότι θα καταδιώκονταν τα μέλη του δικαστηρίου που δε θα ήθελαν να συμμορφωθούν. Η διαταγή είχε τις υπογραφές και των τριών Αντιβασιλέων. Ο Πολυζωίδης δεν μπορούσε πια παρά να υποκύψει. Το δικαστήριο αποσύρθηκε για διάσκεψη, ενώ σε όλους έγινε αντιληπτό ότι η ζωή του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα είχε κριθεί τελεσίδικα. Άλλωστε ο Μάουερ είχε φροντίσει να προϊδεάσει το λαό για την προαποφασισμένη θανατική καταδίκη.
*    Οι Δραματικές Διαβουλεύσεις και οι Παρασκηνιακές πιέσεις .
Στην αίθουσα της διάσκεψης του δικαστηρίου διαδραματίστηκαν, σκηνές συγκλονιστικές. Ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης με επιχειρήματα προσπαθούν να προκαταλάβουν τους τρεις «καταδικαστικούς» δικαστές. Ο Τερτσέτης διάβασε ένα κείμενο, το οποίο είχε ετοιμάσει, και στο οποίο ανέπτυσσε όλα τα θέματα της κατηγορίας, για να τα αποκρούσει και εξέταζε τις κυριότερες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, για να αποδείξει πόσο αβάσιμες ήταν. Κατέληγε δε με το πόρισμα: «Εις την προκειμένην κατηγορίαν περί αυτών των τεσσάρων εγκλημάτων (παρακίνησις εις ληστείαν, εμφύλιος πόλεμος, αναφορά στον τσάρο, αναφορά στον βασιλέα της Βαυαρίας) λείπουν οι αποδείξεις εις βάρος των εγκαλουμένων και δεν υπάρχουν ειμί μόνον τα περιστατικά, άτινα είναι χαρακτήρος και βαθμού μη ικανού, ώστε να αποδείξουν το αρχικόν (principal) έγκλημα. Προσέτι, δε, εξησθενήσθησαν και εκμηδενίσθησαν από τας αποδείξεις της υπερασπίσεως».
Μετά τον Τερτσέτη κλήθηκαν και οι άλλοι δικαστές να εκφέρουν τη γνώμη τους. Και οι τρεις δήλωσαν, ο ένας μετά τον άλλο, ότι είχαν πειστεί για την ενοχή των κατηγορουμένων. Η προβλεπόμενη από το νόμο πλειοψηφία είχε σχηματιστεί. Αρχίζει τότε μια νέα αγωνιώδης προσπάθεια των Πολυζωίδη και Τερτσέτη να μεταπείσουν τους καταδικαστικούς συναδέλφους τους. Ο επιφανής λόγιος Τερτσέτης, προσπάθησε με μια δραματική έξαρση, να συγκινήσει τους τρεις καταδικαστικούς. «Ναι» παραδέχτηκε αργότερα, «έκλαυσα ενώπιον των τριών, θέλοντας να βοηθήσω τα δικαιώματα δυο υπηκόων της Βασιλείας. Μου έκαιε την καρδιά η μοίρα πολλών άλλων Ελλήνων, τους οποίους ανακροάστους σχεδόν συναποφασίζαμεν με την καταδίκην των δυο Πελοποννησίων (στρατηγών). Ναι! Σχεδόν εγονάτισα, φιλώντας τα χέρια των τριών!».
Τα αντρικά δάκρυα του Τερτσέτη δεν επηρέασαν τους «μιλημένους» δικαστές. Ακόμα και όταν ο Τερτσέτης τους φώναξε, «με τέτοια αποδεικτικά, ούτε δυο γάτοι δεν καταδικάζονται εις θάνατον!», αυτοί παρέμειναν αμετακίνητοι στις εντολές που είχαν λάβει. Ο Πολυζωίδης τους πρότεινε τότε μια λύση συμβιβαστική. Αναβολή της απόφασης για να ερευνηθεί πληρέστερα η όλη υπόθεση και να διεξαχθεί νέα δίκη στην οποία μάλιστα να παραπεμφθούν και οι λοιποί κατηγορούμενοι που ήταν ήδη φυλακισμένοι με τις ίδιες κατηγορίες. Αλλά και οι τρεις απέκρουσαν και την πρόταση αυτή. Επακολούθησε δυσάρεστη λογομαχία μεταξύ των μελών του δικαστηρίου, στο τέλος της οποίας οι τρεις άρχισαν να συντάσσουν ένα δικό τους σχέδιο απόφασης, καταδικαστικής φυσικά. Τη μόνη παραχώρηση που έκαναν ήταν να θεωρήσουν «τους καταδικασθέντας αξίους της βασιλικής χάριτος» και να ζητήσουν «την αναβολήν της εκτελέσεως της ποινής μέχρι της εκβάσεως της περί χάριτος αιτήσεως».
Τώρα ο Πολυζωίδης, αποφασίζει να δώσει την ύστατη μάχη του. Με ιερή αγανάκτηση δηλώνει στους τρεις καταδικαστικούς: «Θεωρώ την απόφασίν σας εντελώς άδικον. Δεν στηρίζεται εις τας δημοσίως διαξαχθείσας αποδείξεις, αλλά επί ψευδεστάτης βάσεως. Εί-ναι αντίθετος της κοινής γνώμης, κρίσεως και πεποιθήσεως. Και αποτελεί προσβολήν και αυτού του ιερού ονόματος της αληθείας».
Οι τρεις, ατάραχοι, τον καλούν να υπογράψει πρώτος την απόφαση. Ο Πολυζωίδης με μια νέα έκρηξη οργής και πάθους, τους αποκρίνεται: «Την απόφασίν σας την θεωρώ όχι μόνον άδικον ως ατιμάζουσα άνδρας αθώους και ενδόξους, αλλά και επικίνδυνον ως κηλιδούσαν από τούδε τα δικαστήρια της νέας βασιλείας, με την ασέβειάν της προς την αλήθειαν και την δικαιοσύνην».
Ταραγμένοι οι τρεις υποτακτικοί του Μάουερ καλούν τον Πολυζωίδη «δια τελευταίαν φοράν να υπογράψει την απόφασιν, ως έχει υποχρέωσιν». Με δραματική έμφαση, εκείνος αποκρίνεται: «Αρνούμαι ρητώς και να υπογράψω και να απαγγείλω τοιαύτην επονείδιστον απόφασιν». Σύμφωνα με τους τύπους διαπράττει πραξικόπημα την ώρα εκείνη. Έκτοτε οι Έλληνες δικαστές θα επικαλούνται το ηρωικό προηγούμενο του Πολυζωίδη, όταν θα δέχονται πιέσεις ή απειλές ή παρασκηνιακές υποδείξεις από μέρους της Εκτελεστικής Εξουσίας.
Ωστόσο οι τρεις καταδικαστικοί, ασυγκίνητοι μπροστά στο μεγαλείο του Πολυζωίδη, προσπαθούν να πείσουν τον Τερτσέτη να υπογράψει, και τον απειλούν ότι «τυχόν άρνησίς του αποτελεί τουλάχιστον πράξιν τιμωρουμένην υπό του νόμου». Ο Τερτσέτης απαντά: «Ποτέ! Όποιαι και αν είναι αι συνέπειαι, δεν θα γίνω συνεργός δικαστικού εγκλήματος». Τότε ζητείται η συνδρομή του Μάσον ο οποίος ήταν πίσω από την πόρτα των διασκέψεων και κρυφάκουγε «ως ο έσχατος των ωτακουστών». Ο Μάσον μπαίνει στο δωμάτιο των συμβουλίων και προσπαθεί να μεταπείσει τον Πρόεδρο και τον Τερτσέτη. Ο Πολυζωίδης του επισήμανε το ανεπίτρεπτο της παρουσίας του και του είπε μεταξύ άλλων: «Η ανάμιξίς σας εις τας συζητήσεις μας αποτελεί βαρύ παράπτωμα και σκάνδαλον».
Ο Μάσον φαίνεται να πτοείται κάπως και αποσύρεται, αλλά σε λίγο επανέρχεται θρασύτερος και προσπαθεί να μεταπείσει και τον Τερτσέτη. Τότε ο Πολυζωίδης ξεσπά ακράτητος: «Καταισχύνη! Καταισχύνη σε σένα, Επίτροπε! Τι έρχεσαι κάθε στιγμή στο συμβούλιο και πότε κρυφομιλείς με τον Σούτσο και πότε με τον Τερτσέτην; Είμαι πρόεδρος και περί πολλού ποιούμαι την αξιοπρέπειαν και την ανεξαρτησίαν του δικαστηρίου».
Ο Μάσον φεύγει πάλι και η διαμάχη συνεχίζεται. Μετά από τέσσερις ώρες φιλονικία, η πλειοψηφία στέλνει στον υπουργό Δικαιοσύνης την απόφαση που είχε συντάξει. Στέλνουν όμως και οι Πολυζωίδης και Τερτσέτης ειδικό υπόμνημα με το οποίο ζητούν να αναβληθεί η απόφαση για να διεξαχθεί νέα δίκη, στην οποία να δικαστούν μαζί με τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα και οι άλλοι κατηγορούμενοι για την αυτή υπόθεση.
Ο Πολυζωίδης διέκοψε τη συνεδρίαση και πήγε με τον Τερτσέτη στο σπίτι του τελευταίου και ανάμεναν τις εξελίξεις. Οι άλλοι τρεις δικαστές πήγαν στον υπουργό Σχινά για να του αναφέρουν ό,τι είχε γίνει. Ο υπουργός διατάζει τους τρεις να επιστρέψουν στο δικαστήριο, φοράει την επίσημη, χρυσοποίκιλτη στολή του, παίρνει μαζί του τον Γερμανό σύμβουλο του υπουργείου δικαιοσύνης, Γκράινερ, τους γραμματείς του, ντυμένους και αυτούς με τις χρυσές στολές τους και περιφρουρούμενος από μια κουστωδία χωροφυλάκων πηγαίνει στο δικαστήριο. Παράλληλα στέλνει κλητήρες να φέρουν πίσω, έστω και δια της βίας αν χρειαστεί, τον Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη. Αυτοί υπάκουσαν και τους ακολούθησαν μέχρι το δικαστήριο, το οποίο ήταν γεμάτο από χωροφύλακες. Εκεί ο υπουργός Δικαιοσύνης τους ζήτησε να υπογράψουν την απόφαση. Τότε του απάντησαν: «Αν υπογράψομε την απόφασιν, θα γίνομε όργανα να προσβληθεί η ιερά δικαιοσύνη και ο νόμος». Ο Σχινάς τους είπε: «Ως Γραμματεύς της Επικρατείας και άμεσος προϊστάμενός σας, σας ανακαλώ εις τα χρέη σας», για να πάρει την απάντηση: «Ποίον είναι το χρέος μας ως δικασταί, εναπόκειται εις ημάς να το κρίνομε. Και σας υπενθυμίζομεν ότι ποτέ ανωτέρα αρχή, ουδέ αυτή η ανωτάτη, δεν δικαιούται να περιπλέκεται εις την διαχείρισιν και εις τας πράξεις του δικαστηρίου». «Εν ονόματι του βασιλέως σας προσκαλώ να υπο-γράψετε την απόφασιν» φωνάζει ο Σχινάς. «Εν ονόματι της δικαιοσύνης δεν την υπογράφω», αντιφωνάζει ο Πολυζωίδης.
Ο Σχινάς μένει άφωνος για αρκετή ώρα. Έπειτα διατάζοντας τους χωροφύλακες να μην επιτρέψουν σε κανένα δικαστή να απομακρυνθεί, πηγαίνει στον αντιβασιλέα Μάουερ για νέες οδηγίες. Ύστερα από μισή ώρα επιστρέφει και σε έντονο ύφος καλεί και πάλι τον Πολυζωίδη να υπογράψει την απόφαση. Εκείνος αρνείται και ακολούθησε ο εξής διάλογος:
-          Σας διατάσσω να την υπογράψετε.
-          Προτιμώ να μου κόψουν το χέρι, αλλά δεν την υπογράφω!
-          Εσείς τουλάχιστον, Τερτσέτη, θα υπογράψετε, ναι ή όχι;
-          Όχι! Δεν θα με έχετε συνεργόν στον φόνον δυο ανθρώπων
Ο Σχινάς τότε, πνίγοντας την οργή του, λέει στους τρεις της πλειοψηφίας να υπογράψουν. Εκείνοι με τρεμάμενα χέρια υπογράφουν. Ο υπουργός απευθύνεται στον Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη λέγοντας: «Δεν το θεωρώ σπουδαίον ότι δεν υπογράφετε. Τούτο ίσως είναι δικαίωμά σας. Σας διατάσσω όμως, εν ονόματι του νόμου, να αναλάβετε τας έδρας σας εις την αίθουσαν συνεδριάσεων δια να απαγγελθεί αμέσως η απόφασις».
Οι άλλοι δικαστές τρέχουν να συμμορφωθούν. Επίσης ο Μάσον σπεύδει να καθήσει στον εισαγγελικό του θώκο. Αλλά ο Πολυζωίδης μένει «βιδωμένος» στην καρέκλα του, ενώ ο Τερτσέτης κοιτάζει από το παράθυρο το πλήθος που συνωστίζεται στην πλατεία. Ο Σχινάς παίρνει μειλίχιο ύφος και λέει: «Ελάτε κ. Πρόεδρε να τελειώνουμε. Δεν θα μας βρουν εδώ τα μεσάνυχτα». Ο Πολυζωίδης κρατιέται πιο γερά στο κάθισμά του. Και τότε ο υπουργός, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε πάρει από το Μάουερ, με παθιασμένη αυταρχικότητα φωνάζει: «Ε, και η υπομονή έχει τα όριά της. Κλητήρες πιάστε τους και φέρτε τους στις έδρες!». Οι χωροφύλακες ορμούν, αρπάζουν τον Πρόεδρο του δικαστηρίου. Εκείνος αμύνεται, κρατιέται από το τραπέζι, από τις καρέκλες, από τις πόρτες φωνάζοντας «σεβαστείτε την ατομική μου ελευθερία». Οι χωροφύλακες, παρουσία του υπουργού, τον βλασφημούν, τον χτυπούν, τον σπρώχνουν, του σκίζουν τα ρούχα και δια της βίας τον φέρνουν στο κάθισμα της προεδρίας. Τον Τερτσέτη τον άρπαξαν τέσσερις χωροφύλακες και τον έφεραν στην έδρα. Ο Τερτσέτης φώναζε: «Το σώμα μου μπορείτε να το κάνετε ό,τι θέλετε. Τον στοχασμό μου όμως και την συνείδησή μου δεν μπορείτε να την παραβιάσετε!». Η σκηνή είναι ασύλληπτη, εφιαλτική.
Επειδή ο Πολυζωίδης δεν εννοούσε να διαβάσει την απόφαση που δεν είχε υπογράψει, ο δικαστής Σούτσος, γαμπρός του υπουργού Σχινά, ανέλαβε να τον υποκαταστήσει στα προεδρικά του καθήκοντα. Διέταξε το γραμματέα να απαγγείλει την απόφαση. Ο πρόεδρος διαμαρτυρήθηκε, αλλά ο Σούτσος του φώναξε: «Εν ονόματι του νόμου σας επιβάλλω σιωπήν». Τότε ο Πολυζωίδης τινάζεται όρθιος, αλλά οι χωροφύλακες τον αρπάζουν από τους ώμους και τον καθίζουν δια της βίας στην έδρα του. Είναι η τελευταία αντίσταση του Πολυζωίδη. Ο Τερτσέτης τον ρωτά κάποια στιγμή: «Τι μας απομένει να κάμωμε, κ. Πρόεδρε;». Και εκείνος που νιώθει πια το μάταιο της περαιτέρω αντίστασης, αποκρίνεται, με βουβή απόγνωση: «Αρκετά όσα κάμαμε. Φθάνει…».
Τότε ο υπουργός Σχινάς διατάζει να οδηγήσουν στην αίθουσα τους κατηγορούμενους. Έχει βραδιάσει πια όταν οι χωροφύλακες φέρνουν από τη φυλακή, τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Το θέαμα που αντικρίζουν οι δυο στρατηγοί τους προϊδεάζει για τη φοβερή απόφαση που έχει παρθεί. Στην αίθουσα του δικαστηρίου υπήρχε πλήθος λογχοφόρων χωροφυλάκων. Τέσσερις δε από αυτούς στέκονταν πίσω από τα καθίσματα των δυο δικαστών που δεν υπέγραψαν την απόφαση, με τις λόγχες πάνω από τα κεφάλια τους με κατεύθυνση προς τους κροτάφους τους.
*    Η Ετυμηγορία.
Ο υπουργός διατάζει το γραμματέα να διαβάσει την απόφαση*. Ο Πολυζωίδης γέρνει το κεφάλι και κλείνει τα μάτια, με τα χέρια του. Σ’ αυτή τη στάση, οδύνης και ντροπής για όσα γίνονταν, θα μείνει ως το τέλος.
Όσο διαρκούσε η ανάγνωση της απόφασης, ο Κολοκοτρώνης διατηρεί την ψυχραιμία του παίζοντας απαλά τις χάντρες του κομπολογιού του. Δε δείχνει ιδιαίτερη συγκίνηση ούτε όταν ακούει την τρομερή φράση, «Ο Δημήτριος Πλαπούτας και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατον ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας». Έκανε μόνο το σταυρό του και είπε: «Κύριε ελέησον! Μνήσθητί μου, Κύριε όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου». Ύστερα πήρε από την ταμπακιέρα του μια πρέζα ταμπάκο, τον ρούφηξε και πρόσφερε σε όσους τον είχαν περιτριγυρίσει. Στους δικηγόρους του είπε με σταθερή φωνή: «Αντίκρυσα τόσες φορές το θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε τώρα τον φοβούμαι». Σε έναν οπαδό του που του φώναξε συγκινημένος: «Άδικα σε σκοτώνουν, στρατηγέ», αποκρίθηκε με πικρή θυμοσοφία: «Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια».
Ο Πλαπούτας είχε αντίθετα ταραχτεί και δάκρυα έπεφταν από τα μάτια του. Συλλογιζόταν την ορφάνια των παιδιών του, επτά κοριτσιών και ενός γιου ανήλικου. Ο Κολοκοτρώνης με συμπόνια, τον κοίταξε και του είπε: «Εγώ δε λυπάμαι για τον εαυτό μου, μα γι’ αυτόν που έχει εφτά κόρες». Καθώς ο Πλαπούτας βούρκωσε στα λόγια αυτά, ο Γέρος τον αποπήρε: «Βρε συ, δε ντρέπεσαι; Εσύ δε φοβήθηκες τους Τούρκους και τώρα κλαις; Κουράγιο ξάδερφε! Τ’ όνειρό μας ήταν να λευτερώσουμε την πατρίδα. Μη λυπάσαι το λοιπόν. Εμείς κάναμε το χρέος μας και αυτοί ας μας καταδικάσουν».
Δεν εκδηλώθηκε καμία εντυπωσιακή αντίδραση από το πλήθος και η θανατική καταδίκη έγινε δεκτή με ποικίλα αισθήματα, αλλά χωρίς την έκρηξη της λαϊκής οργής που θα περίμενε κανείς. Μόνο μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου έγιναν ορισμένες συγκινητικές σκηνές, ιδίως από οπαδούς του Γέρου όταν ακούστηκε η καταδικαστική απόφαση. Μέσα στην αναταραχή που σημειώθηκε όταν απαγγέλθηκε η φράση «καταδικάζονται εις θάνατον», δεν ακούστηκε ούτε από τους κατηγορούμενους, ούτε από το ακροατήριο το τελευταίο μέρος της απόφασης με το οποίο «οι καταδικασθέντες εκρίνοντο άξιοι της βασιλικής χάριτος» και ότι την χάρη «θέλει ζητήσει επισήμως το Δικαστήριον από την Αυτού Μεγαλειότητα».
Το φαινόμενο της μη έντονης αντίδρασης του λαού είναι αξιοπρόσεκτο και επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Η πιθανότερη είναι ότι ο λαός, με τα έκτακτα στρατιωτικά μέτρα που είχαν ληφθεί, ήταν τρομοκρατημένος. Οι χωροφύλακες δεν τους άφησαν καιρό για περισσότερες συνομιλίες. Τους έδεσαν τα χέρια και τους έβγαλαν από την αίθουσα του δικαστηρίου. Ο Κολοκοτρώνης, νομίζοντας ότι θα τους οδηγούσαν κατευθείαν στη γκιλοτίνα, σήκωσε τα δεμένα χέρια του και σέρνοντάς τα στο λαιμό του, τους ρώτησε: «πού;». Δηλαδή, που θα τους καρατόμιζαν. Δεν τους έδωσαν απάντηση. Έξω από το δικαστήριο περίμενε μια ίλη βαυαρικού ιππικού που τους συνόδεψε μέχρι το Ιτς Καλέ. Ο Γέρος πάλι ρώτησε: «Γιατί μας πάτε στο κάτεργο; Δε θα μας πάρουν τα κεφάλια μας;». Ούτε τώρα του έδωσαν απάντηση. Στο Ιτς Καλέ τους έκλεισαν στο ίδιο κελί. Στο δεσμοφύλακά τους έδωσαν οι θανατοποινίτες στρατηγοί τις τελευταίες παραγγελίες προς τις οικογένειές τους. Ο Κολοκοτρώνης του παρέδωσε το δαχτυλίδι του. «Δώστο στο μικρό μου γιο τον Κολίνο και πες του να με θυμάται. Του παραγγέλνω, καθώς και σ’ όλους τους δικούς και φίλους, να μην κάνουν το παραμικρό κίνημα και ταράξουν την ησυχία».
Λέγεται ότι εξομολογήθηκαν. Έπειτα δείπνησαν πρόχειρα και κατακλίθηκαν. Ο Πλαπούτας απόμεινε άγρυπνος. Ο Κολοκοτρώνης όμως φαίνεται ότι δεν άργησε να αποκοιμηθεί.
*    Ο Απόηχος της Απόφασης και οι Περαιτέρω παρασκηνιακές διαβουλεύσεις.
Κάτω στην πολιτεία ακούγονταν οι απαρηγόρητοι οδυρμοί από τις οικογένειες, από τους συγγενείς, από τους φίλους και σχεδόν από όλους τους Έλληνες. Και ενώ στα σπίτια των μελλοθάνατων, έκοβαν τα σάβανα, αλλού γίνονταν συνδιασκέψεις. Οι κρισιμότερες συνδιασκέψεις έγιναν στο σπίτι του Μάουερ, μεταξύ αυτού, του Άμπελ, του Σχινά, ίσως και του Κωλέττη. Σ’ αυτές αποφασίστηκε να απορριφθεί η αίτηση χάριτος, να εκτελεστούν οι δυο στρατηγοί, επίσης να παυτούν αμέσως οι Πολυζωίδης και Τερτσέτης οι οποίοι κατόπιν θα διώκονταν ποινικά. Φαίνεται ότι αποφασίστηκε η δημιουργία κυβερνητικής κρίσης, με σκοπό να απομακρυνθεί ο «πρωθυπουργός» Μαυροκορδάτος. Αλλά και ο τελευταίος αυτός ετοίμαζε την αντεπίθεσή του, την οποία είχε προφανώς καταστρώσει με τον Άρμανσπεργκ.
Την άλλη μέρα το πρωί συνήλθε εκτάκτως το υπουργικό συμβούλιο. Ο Μαυροκορδάτος έλαβε πρώτος το λόγο και κατέκρινε τη στάση του υπουργού Σχινά στο δικαστήριο. Ο Σχινάς αντίκρουσε το Μαυροκορδάτο λέγοντας ότι έπραξε το καθήκον του. Μετά από συζητήσεις ο Μαυροκορδάτος πρότεινε για το καλό του έθνους και της βασιλείας, να δοθεί πλήρης χάρη στους καταδικασθέντες και να απολυθούν από τις φυλακές και όλοι οι άλλοι κρατούμενοι.
Όταν πήρε το λόγο ο Κωλέττης είπε ότι δε συμφωνεί και θα πρέπει να διαταχθεί αφενός η εντός 24 ωρών καρατόμηση των προδοτών και αφετέρου η ταχεία εισαγωγή σε δίκη των υπολοίπων κατηγορουμένων. Την ίδια ώρα στην Αντιβασιλεία γινόταν άλλη σύσκεψη, κατά την οποία ο Άρμανσπεργκ προσπαθούσε να μεταπείσει τα λοιπά μέλη (Μάουερ, Άμπελ και Έιντεκ), αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Την επομένη, σε νέα σύσκεψη της Αντιβασιλείας ο Άρμανσπεργκ έδωσε πλήρη μάχη. Τόνισε απερίφραστα ότι προέβλεπε τρομερές εξελίξεις, ότι θα κινδύνευε να εκδιωχθεί ολόκληρη η Αντιβασιλεία, χωρίς να αποκλείεται διόλου και η άμεση εκθρόνιση του Όθωνα. Τους κατέστησε προσωπικά υπεύθυνους, για όσα ασφαλώς θα επακολουθούσαν και δε δίστασε να τους τονίσει ότι ο ίδιος ήταν αθώος και του αίματος που θα χυνόταν και της καταστροφής που επακολουθούσε. Οι τρεις αντιβασιλείς καταλήφθηκαν από φόβο, αλλά συνέχιζαν να επιμένουν. Τότε ο Άρμανσπεργκ είπε στους Μάουερ και Χέιντεκ ότι ο Όθωνας επιθυμούσε να τους δει ιδιαιτέρως.
Ο Όθωνας παρακάλεσε τους δυο αντιβασιλείς να μην εκτελεστούν οι δυο στρατηγοί. Λέγεται ότι τους είπε: «Σας το ζητώ ως προσωπική χάρη». Λέγεται ακόμη ότι ο ανήλικος εστεμμένος για να τους συγκινήσει δε δίστασε να κλάψει μπροστά τους. Και τότε οι δυο αντιβασιλείς κάμφθηκαν, αλλά ζήτησαν ανταλλάγματα: να παυτεί ο Μαυροκορδάτος και να παραπεμφθούν σε δίκη οι Πολυζωίδης και Τερτσέτης. Ο Άρμανσπεργκ δέχτηκε και τους δυο αυτούς εκβιαστικούς όρους. Τελικά λήφθηκε ομόφωνη απόφαση να μετριαστεί η θανατική ποινή των στρατηγών σε εισαετή δεσμά. Η απόφαση υπογράφτηκε αμέσως και ο υπασπιστής του Όθωνα στάλθηκε στο Ιτς Καλέ να αναγγείλει τη χαρμόσυνη είδηση στον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Καθώς ήταν μεσάνυχτα, οι δυο στρατηγοί κοιμόνταν. Όταν άκουσαν το βαρύ κλειδί στην πόρτα του κελιού τους πετάχτηκαν επάνω νομίζοντας ότι θα τους πάρουν για τη γκιλοτίνα. Ο υπασπιστής τους ανάγγειλε ότι ο Όθωνας είχε μετριάσει την ποινή τους σε είκοσι ετών δεσμά. Ο Κολοκοτρώνης τότε είπε: «Θα γελάσω τον βασιλιά. Δε θα ζήσω τόσους χρόνους».
Οι συνθήκες διαβίωσης των δυο στρατηγών στους έντεκα μήνες που έμειναν φυλακισμένοι στο Ιτς Καλέ, αλλά και τους άλλους έντεκα μήνες που έμειναν φυλακισμένοι στο Παλαμίδι, θα ταίριαζαν μόνο σε κακούργους. Εκεί μάλιστα ο Κολοκοτρώνης αρρώστησε βαριά και χωρίς καμία περίθαλψη κινδύνεψε να πεθάνει. Όταν ο Όθωνας ενηλικιώθηκε, ένα από τα πρώτα διατάγματα που υπέγραψε, ήταν η πλήρης απονομή χάριτος, η οποία έγινε δεκτή με αισθήματα χαράς από το πλήθος.
*    Η Δίκη των Πολυζωίδη και Τσερτσέτη.
Ο υπουργός Σχινάς και ο Μάσον δεν είχαν καμία διάθεση να διδαχτούν από το ιστορικό αυτό προηγούμενο και παρέπεμψαν σε δίκη τους έντιμους δικαστές Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη, επειδή είχαν αρνηθεί να υπογράψουν τη θανατική καταδίκη των δυο στρατηγών. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να συκοφαντήσουν τους δυο δικαστές ότι είχαν εξαγοραστεί: «από τον χρυσόν της κολοκοτρωνικής φάρας».
Η νέα δίκη έγινε στο ίδιο τζαμί του Ναυπλίου, «ενώπιον του Εγκληματικού Δικαστηρίου», στις 27 Σεπτεμβρίου 1834. Επίτροπος πάλι ο Μάσον. Αυτή τη φορά όμως είχε να αντιμετωπίσει δυο κατηγορούμενους οι οποίοι ήταν κάτοχοι και της δικαστικής επιστήμης και της τέχνης του λόγου. Οι απολογίες τους αποτέλεσαν δεινό κατηγορητήριο κατά του Μάσσον και κάποια στιγμή ο Τερτσέτης του φώναξε από το εδώλιό του: «Ποιος είσαι εσύ, Επίτροπε ποιος είσαι εσύ που με το πρόσχημα της παιδείας έλαβες από την βασιλεία επάγγελμα τόσον επικίνδυνον δια την τιμήν και την ζωήν των υπηκόων; Ποιος είσαι εσύ που παίζεις με ημάς εις την γην της γεννήσεως μας»; Και στον ίδιο μαχητικό τόνο ο δικαζόμενος δικαστής διακήρυξε ότι δεν είχαν υπογράψει τη θανατική καταδίκη Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, διότι εκτός από το νόμο τους εμπόδιζε και ένα άλλο αίτιο κατά πολύ ανώτερο: «Ο Εθνισμός μας!… Ο Εθνισμός μας, ω Επίτροπε, είναι θεμελιωμένος εις τα αίματα οκτακοσίων χιλιάδων Ελλήνων φονευθέντων εις τον αγώνα. Και δεν ήταν θέλημα Θεού ημείς, εις την 26 Μαΐου, να φθάσομεν εις τόσην αναισθησίαν, ώστε να εξαλείψει την λατρείαν του εθνισμού από τα σπλάχνα μας η επωμίδα του Υπουργού. Το έργον εκείνης της ημέρας ήταν το νομιμότατον σχόλιον της επαναστάσεως και η ωραιότατη ημέρα της βασιλείας. Τι ήταν η επανάστασίς μας; Ήταν άλλο παρά μια ορμή προς τον πολιτισμό, πόθος να χαρούμεν τους καρπούς του; Και τι άλλο ήταν η υπογραφή μας;»
Από το εδώλιό του ο Τερτσέτης με την απολογία του έδωσε υψηλό δίδαγμα προς εκείνους που καυχιόνταν ότι είχαν έλθει να μας φέρουν τον ανώτερο πολιτισμό τους και αντ’ αυτού μας έδιναν αναίσχυντα μαθήματα βιασμού της δικαιοσύνης. Η μαχητική αυτή απόλογία ή μάλλον το αντικατηγορώ του Τερτσέτη, καθώς και του Πολυζωίδη, επηρέασε αποφασιστικά το δικαστήριο που στάθηκε κι αυτό στο ύψος της αποστολής του και αθώωσε πανηγυρικά τους δυο κατηγορούμενους.
Πρόεδρος ήταν ο Σωμάκης και μέλη οι Βάλβης, Κανούσης, Λεονταρίδης και Κριεζής. Αξίζει να μνημονεύονται τα ονόματά τους.
Το ακροατήριο ζητοκραύγασε την απόφασή τους. Έπειτα ακολούθησαν σκηνές λαϊκού ενθουσιασμού με δάκρυα χαράς και πανηγυρικά επιφωνήματα. Σήκωσαν στους ώμους τον Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη και περιέφεραν στη μεγάλη πλατεία του Ναυπλίου. Τους αποκαλούσαν: «νέους Αριστείδες» και η λαϊκή κρίση τους ύψωσε, «κοινή βοή», στη θέση των εθνικών ειδώλων
* Η Απόφαση του Δικαστηρίου
Αριθμ. 449
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Το εν Ναυπλίω Δικαστήριον
Συγκεκριμένον παρά του Προέδρου Α. Πολυζωϊδου και των δικαστών Γ. Τερτσέτου, Δ. Κ. Σούτσου, Α. Βούλγαρη και Φ. Φραγκούλη.
Συνελθόν ίνα δικάσει την κατά του Δ. Πλαπούτα και Θ. Κολοκοτρώνη κατηγορίαν του Επιτρόπου της Επικρατείας, ως οργανισάντων και διευθυνάντων εκ συμπνοής κατά τον Μάϊον, Ιούνιον, Ιούλιον, Αύγουστον και αρχάς Σεπτεμβρίου του παρελθόντος έτους συνωμοσίας επί σκοπώ του να ταράξουν την κοινήν ησυχίαν, και καταφέρουν τους υπηκόους της Α.Μ. εις την ληστείαν και τον εμφύλιον πόλεμον, και καταργήσουν το καθεστώς πολίτευμα, και υπογραψάντων εις Τριπολιτσάν περί τα τέλη Ιουλίου του αυτού έτους αναφοράν προς ξένην δύναμιν και παρακινησάντων και άλλους υπηκόους της Α.Μ. να υπογράψουν επί σκοπώ καταργήσεως της Υψηλής Αντιβασιλείας, ήγουν του καθεστώτος πολιτεύματος, δηλαδή ως πραξάντων τα εγκλήματα τα ενδιαλαμβανόμενα εις το άρθρον 2 της παρ. Α και Γ του Εγκληματικού Απανθίσματος, νομοθετηθέντος παρά της εν Άστρει Συνελεύσεως και εισέτι ισχύοντος, καθώς και εις το άρθρον 2 του από 9/21 Φεβρουαρίου 1833 Βασιλικού Διατάγματος.
Λαβόν υπ’ όψιν άπαντα της δικογραφίας τα έγγραφα εξετάσαν τους εγκαλουμένους και τους μάρτυρας της κατηγορίας και της υπερασπίσεως. Ακούσαν τας παρατηρήσεις του Επιτρόπου της Επικρατείας και των συνηγόρων των εγκαλουμένων.
Παρατηρεί:
Ότι εκ της μαρτυρίας του Χρήστου Νικολάου εξάγεται ότι Δ. Πλαπούτας και ο Θ. Κολοκοτρώνης είχαν σχέσεις με τον αρχιληστήν Γ. Κοντοβουνήσιον και τον παρεκίνουν να εξακολουθεί την ενέργειαν της ληστείας.
Ότι ο ίδιος μάρτυς ομολογεί ότι ανέγνωσε μιαν επιστολήν του Θ. Κολοκοτρώνη, δια της οποίας τον εσυμβούλευε να εξακολουθεί την ενέργειαν της ληστείας και όταν ακούσει εν κίνημα του Κολοκοτρώνη τότε να συνακουσθεί και με τους άλλους και να τον ακολουθήσουν.
Ότι το ύφος αυτού του γράμματος είναι κατά πάντα σύμφωνον με τα λοιπά προς τον Κοντοβουνήσιον διευθυνθέτα άλλοτε και τα οποία επαρουσιάσθησαν εις το Δικαστήριον παρά του Επιτρόπου της Επικρατείας.
Ότι ο Κολοκοτρώνης λέγει, ότι κατέτρεχε τον Κοντοβουνήσιον ως ληστήν, ενώ αποδεικνύεται εξ εναντίας, εξ αυτών των ιδίων γραμμάτων, ότι είχε μεταυτού σχέσιν στενής φιλίας, επειδή τον ονομάζει δι΄ αυτών «παιδί μου Γιώργη».
Ότι και ο Πλαπούτας ομολογεί, ότι εδέχθη από τον Κοντοβουνήσιον δωρεάν μίαν καλήν φοράδαν και ότι ψευδώς είπε εις την Κυβέρνησιν, ότι την αγόρασεν εκ τούτων εξάγεται, ότι ηθέλησε να κρύψη την μετά του Κοντοβουνήσιου σχέσιν του.
Ότι ο Πλαπούτας εις μεν την ενώπιον του Επιτρόπου της Επικρατείας δοθείσαν ομολογίαν του εξέθεσεν, ότι ο Κοντοβουνήσιος τον παρεκάλεσε να μεσιτεύσει διαυτόν εις την Κυβέρνησιν, εις δε την ενώπιον του Βήματος, ότι αυτός ο ίδιος τον παρεκίνει να παρουσιασθεί εις την Κυβέρνησιν σαφεστάτη αντίφασις.
Ότι οι μάρτυρες Α. Διαμαντόπουλος, Παπά Αδάμης, Ιω. Δρίβαλης, Διονύσιος Τσαρούχας, Ανδρέας Παπαδήμου, μάρτυρες της υπερασπίσεως δια να αποδείξουν, ότι ο Χ. Νικολάου κατά τας εποχάς καθας λέγει ότι είδε τον Πλαπούτα και τον Κολοκοτρώνην, και ομίλησε μεταυτών, ευρίσκετο εις Άλβαιναν, είπαν άπαντες με ασυμφωνίαν περί της εποχής της ελεύσεως του Χ. Νικολάου εις το χωρίον Άλβαινα.
Ότι οι ρηθέντες ομολόγησαν ότι είναι γεωργοί, και επομένως κατεγίνοντο εις καλλιέργειαν των αγρών των, το οποίον φανερώνει το φυσικώς αδύνατον της αποδείξεως της απουσίας του μάρτυρος του Χ. Νικολάου.
Ότι το άλλοθι δεν ημπορεί να αποδειχθεί παρά διαντιπαραθέσεως όχι αορίστως αλλειδικώς και ωρισμένος.
Ότι από την ένορκον μαρτυρίαν του Νομάρχου Μεσσηνίας Δ. Χρηστίδου εξάγεται ότι ο μάρτυς της υπερασπίσεως, ο προταθείς δια την απόδειξιν του άλλοθι, ο Αναγνώστης Διαμαντόπουλος Τσαμαλούκας, Δημογέρων της Άλβαινας, παρευρίσκετο δια μερικάς ημέρας εις την Νομαρχίαν κατά τα μέσα του Ιουλίου αποδεικνύει δε τούτο την εκ του χωρίου Άλβαινα απουσίαν του, ενώ εις την εξομολόγησίν του φαίνεται ότι κατεκείνην την εποχήν ευρίσκετο εις Άλβαιναν.
Ότι οι αυτοί μάρτυρες του άλλοθι ομολογούν ότι ο Κοντοβουνήσιος δεν ήτο εις Άλβαιναν ει μη την 15ην Μαϊου ενώ εκ της ομολογίας του ιερομονάχου Ζώτου διδασκάλου, ενώπιον του Νομάρχου Μεσσηνίας δοθείσης, ο Κοντοβουνήσιος ευρίσκετο εις Άλβαιναν κατά την ενδεκάτην Ιουλίουεριστατικόν το οποίον αποδεικνύεται εκ της μαρτυρίας του Σαμπρή).
Ότι ο Διονύσιος Τσαρούχας μάρτυς ωσαύτως του άλλοθι, ωμολόγησεν ότι ο Χρήστος Νικολάου, αναχωρών από Άλβαιναν, υπήγεν προς αντάμωσιν του Κοντοβουνήσιου.
Ότι όλα αυτά τα περιστατικά αποδεικνύουν τας αντιφάσεις και το απίθανον του άλλοθι.
Ότι εκ της ομολογίας του Αθανασίου Αναγνωστοπούλου εξάγεται ότι ο Κοντοβουνήσιος τον είχε γνωστοποιήσει ότι ο Δ. Πλαπούτας τον είχε συμβουλεύσει να μη παρουσιασθεί και να κρυφθεί, διότι τα πράγματα έμελλαν να λάβουν μεταβολήν εντός είκοσιν ημερών.
Ότι ο Κοντοβουνήσιος είχε φανερώσει εις τον μάρτυρα τούτον, ότι η Κυβέρνησις τον εζήτει δια να φανερώσει, ότι είχεν έλθει εις Ναύπλιον προς αντάμωσιν του Κολοκοτρώνη (το περιστατικόν δε τούτο βεβαιούται από τον άλλο μάρτυρα Χ. Νικολάου).
Ότι η προσπαθείσα εξαίρεσις παρά των εγκαλουμένων δια να αποδείξουν δια των μαρτύρων Ιωάννου Φωτόπουλου, Αποστόλου Χατζή και Παναγιώτου Μοθωνιού, ότι ο μάρτυς Αθανάσιος Αναγνωστόπουλος είχε φανερώσει ότι απεποιείτο την ενώπιον του Επιτρόπου της Επικρατείας δοθείσαν ομολογίαν ως μη ιδικήν του, ούτε απεδείχθη ουδείναι παραδεκτή, διότι ο ίδιος μάρτυς Αναγνωστόπουλος φανερώνει ότι απειλήθη παρά του ιδίου Μοθωνιού και διότι αυτός, παρουσιασθείς ενώπιον του Δικαστηρίου, ομολόγησεν ενόρκως όσα και ενώπιον του Επιτρόπου της Επικρατείας και επεβεβαίωσεν επομένως την πρώτην του εξέτασιν.
Ότι δια των μαρτύρων Αναγνώστου Μαυροειδή, Κωνστ. Κατσαμπάνη, Γεωργάκη Λυ-μπερόπουλου, Παπακωνστατή, Τάση Γιαννακόπουλου εξάγεται ότι Καπογιάννης ενήργει την ληστείαν, και ότι υπεστηρίζετο από άλλους αρχηγούς, και ιδίως από τον Πλαπούταν και Κολοκοτρώνη, και ότι αυτός είχεν ομολογήσει εις τον Γεωργάκη Λυμπερόπουλον, ότι έλαβε συνέντευξιν μετά του Γρηγοριάδου και ότι τον παρεκίνησε να εξακολουθήσει την ενέργειαν της ληστείας.
Ότι ο άλλος αρχιληστής Μπαλκανάς διεκοίνωσεν, ότι έχει προστάτην τον Κολοκοτρώνην, ως ομολόγησαν οι σύντροφοι του Μπαλκανά.
Ότι οι σύντροφοι του Μπαλκανά είναι εκ του χωρίου Σκληρού και οι πρόκριτοι του χωρίου, Αντώνιος και Γεωργάκης Μποσνάκης, κηρυγμένοι οπαδοί του Κολοκοτρώνη, προταθέντες υπό των εγκαλουμένων ως μάρτυρες, είναι ύποπτοι συνεννοήσεως μετά του Μπαλκανά, ως εξάγεται από την ενώπιον του Βήματος ομολογίαν των και από την μαρτυρίαν του μοιράρχου Μ. Δεληγεωργόπουλου.
Ότι ο Μπαλκανάς, καθην εποχήν ενήργει την ληστείαν εσύχναζεν εις το χωρίον Σκληρού.
Ότι εκ του γράμματος του Γρηγοριάδου, ευρεθέντος μετά των εγγράφων του Θ. Κολοκοτρώνη, συνάγεται ότι τα στασιαστικά κινήματα εγίνοντο εκ συμφώνου μετά του Κολοκοτρώνη.
Ότι οι τρείς ειρημένοι αρχιλησταί, διεσκορπισμένοι εις διάφορα μέρη του Βασιλείου, εκήρυττον τα αυτά πράγματα περί του Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα.
Ότι οι μάρτυρες, Δ. Πανούτσος και Αναγνώστης Καρακατσάνης ομολογούν ότι ο Σταμάτης Μίτσας, εξ Ερμιόνης, εκήρυττεν ότι μια επανάστασις έμελλε να εκραγεί και ότι είχε λάβει γράμμα παρά του Κολοκοτρώνη ότι το περιστατικό τούτο επιβεβαιούται αφόσα ο ίδιος Σταμάτης Μίτσας είπεν ενώπιον του Επάρχου Ερμιονίδος, εκ ων οποίων εξάγεται ότι απείλει την Κυβέρνησιν.
Ότι η προς απόδειξιν της υπαρχούσης μεταξύ του Σταμάτη Μίτσα και των ειρημένων δύο μαρτύρων, Πανούτσου και Καρακατσάνη έχθρας εξαίρεσις, προταθείσα υπό των εγκαλουμένων, δεν είναι τοιαύτη, οποίαν ο νόμος απαιτεί, διότι δεν εξάγεται θανάσιμος έχθρα και δεν φαίνεται, ότι μεταξύ τούτων υπήρχε διαφορά δοξασιών και κομμάτων, διαφωνίαι αι οποίαι εξαλείφθησαν μετά την άφιξιν της Α.Μ. εις την Ελλάδα, τα οποία ήσαν το αποτέλεσμα των περιστάσεων και των ταραχών του χρόνου εκείνου, καθότι όλοι οι Έλληνες, εις διάφορους εποχάς, και δια διάφορους αιτίας ευρέθησαν διηρημένοι.
Ότι ο αυτός μάρτυς της υπερασπίσεως Α. Χ. Σταύρου, προταθείς δια ν΄ αποδείξει την υπάρχουσαν μεταξύ Μίτσα και Καρακατσάνη έχθραν, ομολογεί απεναντίας ότι μεταξύ τούτων υπήρχε φιλική σχέσις.
Ότι ο Γεώργιος Καραμπελής, Νικόλαος Γεωργακόπουλος, Κ. Τσούνης, Νικόλαος Δημητρακόπουλος, Τάσης Δημητρακόπουλος, ομολογούν ότι ο Παναγιώτης Μπούρας επιστρέψας από την πανήγυριν της Αγίας Μονής, καθον χρόνον ο Κολοκοτρώνης ευρίσκετο εκεί, τους παρεκίνει να μη πληρώσουν το δέκατον διότι μετολίγον έμελλε να εκραγεί εμφύλιος πόλεμος, ως τον είχε βεβαιώσει ο Κολοκοτρώνης.
Ότι ο Παναγιώτης Αρμυριώτης ομολογεί ότι τον Μάϊον μήνα ο Κολοκοτρώνης τον είχεν ειπεί, ότι αν οι Έλληνες ήσαν σύμφωνοι δεν ήθελον έχει τους Παβαρούς και ότι έπρεπε να διακοινώσει εις τους συγχωρίους του, όσα διέτρεχεν εις Ναύπλιον και έπρεπε να ληφθούν μέτρα.
Ότι ο μάρτυς Ιωάννης Νικήτας Φλέσας ομολογεί ότι ήκουσεν από τον Διονύσιον Διδάσκαλον «ότι τα πάντα ήσαν έτοιμα και απορούσε πως δεν εκινήθησαν».
Ότι ο Δανιήλ Ιερομόναχος ομολογεί, ότι ήκουσεν από τον Κουλοχέρην, ότι ο Σκλαβοχωρίτης ήταν απεσταλμένος «δια να σηκώσουν επανάστασιν».
Ότι ο μάρτυς Ιωάννης Νικήτα Φλέσας ομολογεί, ότι είδε τον Σκλαβοχωρίτην οπλισμένον με δύο άλλους προπορευόμενους προς ζήτησιν του Κουλοχέρη.
Ότι ο μάρτυς υπερασπίσεως Γαλάτιος Ιερομόναχος της Αγίας Μονής ομολογεί, ότι ο Κουλοχέρης υπήγεν εκεί, καθόσον καιρόν ο Κολοκοτρώνης παρευρίσκετο.
Ότι ο μάρτυς Νικήτας Φλέσας ομολογεί, ότι ο ειρημένος Κουλοχέρης του είχεν ειπεί ότι όλοι οι στρατιωτικοί ήσαν σύμφωνοι και τον παρεκίνει να μεταβή εις Τριπολιτσάν, όπου ο Κολοκοτρώνης έκαμνε συνελεύσεις.
Ότι ο μάρτυς Αναγνώστης Μαυροειδής, εκ Σουλιμά, ομολογεί, ότι ο Παπατζώρης εκοινοποίει εις το χωρίον, ότι είχε γράμματα του Κολοκοτρώνη και ενήργει κατά τας διαταγάς του.
Ότι ο αρχιληστής Αθανάσιος Καπογιάννης εφανέρωσεν εις τον Γεωργάκην Λυμπερόπουλον, μάρτυρα της κατηγορίας, ότι είχε λάβει μιαν επιστολή και ότι ο Γρηγοριάδης τον παρεκίνει να σταθεί εις τα όπλα έως εις τον Μάϊον, υποσχόμενος εις αυτόν βαθμόν.
Ότι ο Γρηγοριάδης είχεν ανταπόκρισιν μετά του Ιωάννου Θ. Κολοκοτρώνη, ως αποδεικνύεται δια της επιστολής, ήτις μεταξύ των εγγράφων του Θ. Κολοκοτρώνη.
Ότι εκ της επιστολής ταύτης συνάγεται, ότι ο Γρηγοριάδης δεν εμπιστεύετο το ταχυδρομικόν μέσον, και ότι αναγγέλει εις αυτόν την δυσαρέσκειαν του λαού και ότι είναι αναπόφευκτον τι δυσάρεστον απευκταίον, ότι ο λαός της Επαρχίας απελπίζεται και επιμένει, ότι το ίδιον κάμνουν και οι Παπατζωραίοι και ότι κρίνει αναγκαίον να τους γράψει και να τους εμψυχώσει και ότι να γράψει και προς αυτόν δια να τον δώσει οδηγίας.
Ότι εκ της επιστολής του Γ. Βάγια εξάγεται ότι οι στρατιωτικοί αρχηγοί ήσαν συνεννοημένοι ότι οι στρατιωτικοί ήσαν δυσαρεστημένοι και σφικτά συνδεδεμένοι, ότι το πράγμα ήτο γενικόν και δεν έμεινεν «ει μη να φυσήσει η σάλπιξ», ότι ο Κωνσταντίνος Δημητρακόπουλος Αλωνιστιώτης, οικείος του Κολοκοτρώνη, είχεν ειπεί προς τον Βάγιαν, ότι όλοι οι Πελοποννήσιοι ήσαν σύμφωνοι.
Ότι ο ειρημένος Κωνσταντίνος Δημητρακόπουλος, κατά την ομολογίαν του Κωνσταντίνου Συνανιώτου, τον είχεν εκμυστηρευθεί ότι ήτον απεσταλμένος από τον Κολοκοτρώνη και Πλαπούταν να συνεννοηθεί με τους Αρχηγούς της Ρούμελης.
Ότι εκ των επιστολών του Θ. Αλεξανδρόπουλου προς τον Ιωάννην Καρμπούνην συνάγεται ότι εις την Τρίπολιν την στιγμήν της αναχωρήσεως του Αλωνιστιώτη είχεν εννοήσει ότι ο σκοπός του να αγοράση ζώα ήτο πρόφασις του ταξειδίου του Αλωνιστιώτη Δημητρακόπουλου.
Ότι εξάγεται εκ της ομολογίας του Γ. Βάγια ότι, μολονότι ο ειρημένος Δημητρακόπουλος έλεγεν ότι σκοπός της μεταβάσεως του εις την πανήγυριν της Λεβαδείας ήτο διαγοράν ζώων, δεν είχε μόλα ταύτα αγοράσει και δεν απεφάσιζε να κάμει την αγοράν ειμή δια να καλύψει την αληθή αιτίαν της μεταβάσεώς του εκεί, διότι εντρέπετο να επιστρέψει χωρίς να αγοράσει τι.
Ότι το συμφωνητικόν έγγραφον, παρουσιασθέν εις το Δικαστήριον όχι μόνον δε αποδεικνύει ότι ο ειρημένος Δημητρακόπουλος είχε μέρος εις την γενομένην παρά των λεγομένων συντρόφων του αγοράν ζώων εις Ζητούνι μετά την πανήγυριν της Λεβαδείας, αλλως υπογεγραμμένον παράλλοι και εις απουσίαν του διάλλας αταξίας δεν είχε καμμίαν νομιμότητα.
Ότι ο μάρτυς Αντώνιος Μουζάνης ομολογεί ότι ο Γεώργιος Περρωτόπουλος τον είχε ειπεί να μη μεταβεί εις Ναύπλιον, διότι εις δεκαπέντε ημέρας θανοίξωμεν τουφέκι απ’ όλα τα μέρη δια να διώξωμεν την Αντιβασιλείαν και τους Βαυαρούς ότι είχε γράμματα από τον Κολοκοτρώνην.
Ότι εκ της ενόρκου μαρτυρίας του Νομάρχου Χρηστίδου εξάγεται, ότι εις τον Νόμον του, όπου οι οπαδοί του Κολοκοτρώνη είχαν επιρροήν, υπήρχε στασιαστικόν και φατρια-στικόν πνεύμα, το οποίον σκοπόν είχε να διαταράξει την ησυχίαν.
Ότι εκ της ομολογίας του κ. Βρέδ εξάγεται, ότι αυτός ο ίδιος είχε συμβουλεύσει όσους έβλεπε πολύ δυσηρεστημένους και ετοίμους να παρασυρθούν εις άφρονα κινήματα ότι έπρεπε να μην κάμουν κανένα κίνημα, και ότι ομιλών περί δυσηρεστημένων εννοούσε το κόμμα του Κολοκοτρώνη.
Ότι ο μάρτυς Ιωάννης Καρμπούνης ομολογεί, ότι ήκουσεν εις την μετάβασίν του εις Ανδρίτσαιναν, ότι εις Τρίπολιν εγένοντο συνελεύσεις και εμπόδιζαν τους στρατιώτας να καταγράφουν εις την Χωροφυλακήν.
Ότι ο μάρτυς Θ. Αλεξανδρόπουλος ομολογεί, ότι κρυφθείς εν εσπέρας εις εν ερείπιον πηγής, παρακείμενον εις εν λουτρόν άντικρυ της οικίας του Ν. Μπούκουρα, όπου ο Ρώμας, Θ. Κολοκοτρώνης και Δ. Πλαπούτας και πολλοί άλλοι έκαμαν συνελεύσεις είχεν ιδεί εξερχομένους διαφόρους τους οποίους ακολουθήσας κατά πόδας ίδε να διευθύνθούν προς τους δρόμους τους φέροντας εις Μυστράν, Αρκαδίαν και Καλάβρυτα.
Ότι ο μάρτυς Κανέλλος Σπηλιόπουλος ομολογεί, ότι εις την οικίαν του Μπούκουρα, όπου παρευρίσκετο ο Πλαπούτας και Κολοκοτρώνης, ούτοι τον παρεκίνησαν να υπογράψη μιαν αναφοράν προς ξένην δύναμιν εναντίον της Αντιβασιλείας και κατά των Βαυαρών δια να εξωσθούν από την Ελλάδα.
Ότι ο μάρτυς Παναγιώτης Οικονομόπουλος ομολογεί τα αυτά.
Ότι ο μάρτυς Κώστας Γαρδελίνος ομολογεί ότι ο Χοϊδάς τον παρεκίνει να υπογράψει την αυτήν αναφοράν την οποίαν ο ίδιος επαρουσίασεν.
Ότι ο Χοϊδάς αναφέρεται εις το γράμμα του Θ. Αλεξανδρόπουλου ως η αστυνομία των νυκτερινών συνεδριάσεων του Κολοκοτρώνη.
Ότι ο μάρτυς Νικόλαος Σπηλιωτόπουλος, Δημήτριος Μιχαλόπουλος και Χρήστος Στασινόπουλος ομολογούν ότι ο Ιωάννης Θεοφιλόπουλος, παλαιός αξιωματικός του Κολοκοτρώνη, τους παρεκίνει να υπογράψουν μιαν τοιαύτην αναφοράν και ίδαν τας υπιγραφάς των εγκαλουμένων.
Ότι ο μάρτυς Μιχελής Οικονομόπουλος ομολογεί, ότι ο Ανάστος Γιαννάκης Στασινόπουλος τον παρεκίνησε να υπογράψει την αναφοράν.
Ότι ο μάρτυς Νικόλαος Κόγκος, ευρεθείς μιαν νύκτα υποκάτω της οικίας του Καπετάν Σαράντου εις Βαλτέτσι, ήκουσεν αυτόν λέγοντα προς άλλον παρευρισκόμενον εις την οικίαν του, ότι ο Κολοκοτρώνης τον είχε στείλει μιαν αναφοράν δια να την υπογράψει και ότι αυτή έμελλε να αποσταλεί προς την αυτήν άνω ειρημένην Δύναμιν.
Ότι ο μάρτυς Σωτήριος Θεοχαρόπουλος ομολογεί, ότι ο Πλαπούτας εις την οικίαν του είχεν ειπεί εις παρουσίαν του, ότι αν οι Έλληνες ήθελαν ημπορούσαν να αναγορεύσουν αμέσως την Α.Μ. και να το κάμουν μόνοι τους όταν ήσαν σύμφωνοι.
Ότι ο μάρτυς Βενιζέλος Ρούφος, ομολογεί, ότι ο Πλαπούτας είχεν ειπεί εις παρουσί-αν του, ότι έπρεπε να λησμονήσουν τα παλαιά πάθη, να ενωθούν όλοι, οι πολιτικοί και στρατιωτικοί και να ζητήσουν την αναγόρευσιν του Βασιλέως.
Ότι ο μάρτυς Νικήτας Φλέσας ομολογεί, ότι ο Αριστομένης Κουβαράς ως πολλοί τον ανήγγειλαν, περιήρχετο εις Μεσσηνίαν δια να υπογράψη μιαν αναφοράν εναντίον της Αντιβασιλείας.
Ότι ο μάρτυς της υπερασπίσεως Μ. Δεληγεωργόπουλος, Μοίραρχος της Χωροφυλακής, ομολογεί ότι εις την Τρίπολιν διατριβήν του ήκουσε να ομιλούν διάφοροι περί τοιαύτης αναφοράς, ότι ο μάρτυς της υπερασπίσεως Αναγνώστης Μοναρχίδης, Σύμβουλος της Επι-κρατείας, ομολογεί ότι εις Τρίπολιν ήκουσεν «ότι έγινε μια τοιαύτη αναφορά και ότι εις την Νομαρχίαν του τα πνεύματα ήσαν ταραγμένα».
Ότι ο Κολοκοτρώνης ομολογεί εις μεν την πρώτην εξομολόγησιν ότι ο Δ. Ρώμας δεν ομίλησε διόλου περί πολιτικών πραγμάτων, εις δε την ενώπιον του βήματος λέγει ο Ρώμας του είπε μόνον ότι τα πράγματα εις το Ναύπλιον ήσαν ανακατωμένα, ότι δεν ηθέλησε να λάβει καμμίαν περί τούτου διασάφησιν, και ανεχώρησεν επί τούτου εις το μοναστήριον της Αγίας Μονής δια να μην τον υποπτευθούν.
Ότι εκ της συμπαραβολής των δύο τούτων εξετάσεων φαίνεται μια καθαρά αντίφασις.
Ότι ο Π. Νικολαϊδης, μάρτυς της υπερασπίσεως ομολογεί, ότι ο Δ. Ρώμας αναχωρών από Ναύπλιον τον είχε ειπεί, ότι ήθελε διακοινώσει τους σκοπούς του ως προς το σχέδιον του Φράνς εις τον Κολοκοτρώνην και Πλαπούταν.
Ότι εξάγεται εκ των ομολογιών του Αναστασίου και του Πλαπούτα ότι ο Δ. Ρώμας τους διεκοίνωσε εντελώς τους σκοπούς του περί του σχεδίου αυτού εις Άργος.
Ότι εξάγεται εκ των μαρτυριών του κ. Νομάρχου Φ. Μαύρου, των αδελφών Παναγιώτου και Κων/νου Φαρμακοπούλων, εκ της ομολογίας του Ιωαν. Θ. Κολοκοτρώνη, εκ της εκθέσεως του Διευθυντού της νομαρχίας Αρκαδίας Μάνου ότι ο Ρώμας προσπαθεί να συστήσει το ειρημένον σχέδιον.
Ότι οι μάρτυρες της υπερασπίσεως, προταθέντες να αποδείξουν την κατά των εγκαλουμένων έχθραν των μαρτύρων της κατηγορίας Κανέλλου Σπηλιόπουλου, Παναγιώτου Οικονομόπουλου, Κώστα Γαρδελίνου και Θεοδώρου Αλεξανδρόπουλου και την κακήν διαγωγήν τούτων, δεν ανέφεραν ει μη περιστατικά έχοντα σχέσεις με το παλαιόν πνεύμα των κομμάτων αποτέλεσμα πάντοτε της διαφοράς των κομμάτων, εις τα οποία οι τέσσαρες προσημειωθέντες μάρτυρες ευρέθησαν προσκολλημένοι εις τας διαφόρους εποχάς της Εθνικής Επαναστάσεως, κόμματα και διαφωνίαι τα οποία εξέλιπον αφού η Α.Μ επάτησε το έδαφος της νέας Πατρίδος του.
Ότι η εχθροπάθεια αυτή, αν και ήθελεν εκληφθεί παρά του Δικαστηρίου ως εισέτι υπάρχουσα, δεν αποτελεί την θανάσιμον έχθραν, εις την οποίαν απαιτείται η συνδρομή των απαιτουμένων παρά του νόμου συστατικών.
Ότι τα προταθέντα περιστατικά δεν αποδεικνύουν μηδόλως την κοινήν διαγωγήν των ειρημένων τεσσάρων μαρτύρων, διότι εις την αυτήν κατηγορίαν είναι πολλοί στρατιωτικοί, οίτινες προσμένουν τας βασιλικάς αποφάσεις και την αμοιβήν των εκδουλεύσεών των.
Ότι μεταξύ των τεσσάρων τούτων μαρτύρων ο Κ. Γαρδελίνος έλαβεν από τον Κολοκοτρώνην το παρελθόν έτος αποδεικτικόν των εκδουλεύσεών του και της καλής του διαγωγής.
Ότι μεταξύ των μαρτύρων της υπερασπίσεως είναι πολλοί κατά των οποίων εμαρτύρησαν οι μάρτυρες της κατηγορίας, άλλοι κατεδιώχθησαν ως ύποπτοι συνεννοήσεως δια ληστείαν υποθαλπομένη υπό των εγκαλουμένων, και επομένως ούτοι μαρτυρούντες ομολογούν διιδίαν υπόθεσιν.
Ότι πολλοί μάρτυρες, αντί να αναφέρουν περιστατικά, έσπευσαν να καθυβρίσουν τους μάρτυρας κατηγορίας.
Ότι το Δικαστήριον, αποφάσισαν να ακροασθεί τους μάρτυρας της υπερασπίσεως, εσυγχώρησε μεν την ακρόασίν των, διεφυλάχθη όμως πάντοτε το δικαίωμα να εκτιμή-σει το βάρος της μαρτυρίας των, συμφώνως με τας εκτεθείσας αρχάς εις την από 6 Απριλίου 1834 πράξιν του.
Ότι πάσα εξαίρεσις, δια να είναι ισχυρά, πρέπει να αποδειχθεί αντιρρητικώς.
Σκέπτεται
Ότι οσάκις πρόκειται περί κακουργημάτων, οποία φέρει η πράξις της κατηγορίας του Επιτρόπου της Επικρατείας, το δικαστήριον δεν πρέπει να επιστηρίζεται εις μόνον τας απ’ ευθείας αποδείξεις, αλλά και περιστατικά πρέπει ωσαύτως να λαμβάνονται επισταμένος υπ’ όψιν.
Ότι όταν πρόκειται περί περιστατικών αποδείξεων η ισχύς των πηγάζει από το σύνο-λον αυτών ουχί δε από μιαν εκάστην ιδίως λαμβανομένην.
Ότι ως προς τας απ’ ευθείας αποδείξεις μνήμης, ανακρίβεια ως προς τινά περιστατικά, δεν σμικρύνουν μηδόλως την γενικήν αξιοπιστίαν της μαρτυρίας, αλλ’ αποδεικνύουν μάλιστα την ειλικρίνειαν και την έλλειψιν προμελετημένου ψεύδους.
Ότι καμμία εξαίρεσις κατά των μαρτύρων της κατηγορίας, δεν απεδείχθει νομικώς και ότι τα μονομερώς κατ’ αυτών λεγόμενα πρέπει να θεωρηθούν ως ελλίποντα πάσης νομικής βαρύτητας.
Αποφασίζει
1ον Ο Δ. Πλαπούτας και Θ. Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατον, ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας, ήτοι των κακουργημάτων των ενδιαλαμβανομένων εις το άρθρον 2 του Εδαφίου Α΄ και Γ΄ του Εγκληματικού Απανθίσματος και εις το άρθρον 2 του από 9/21 Φεβρουαρίου Β. Διατάγματος και κατά τα αυτά άρθρα, εις τα δικαστικά έξοδα και τα τοιαύτα των μαρτύρων εκ δρχ.1.047,93 ήτοι χιλίας τεσσαράκοντα επτά και λεπτά ενενήκοντα τρία.
2ον Η παρούσα απόφασις θέλει εκτελεσθεί εις την εκτός του Φρουρίου Ναυπλίου πλατείαν.
3ον Οι καταδικασθέντες κρίνονται άξιοι της Βασιλικής χάριτος, την οποίαν θέλει ζητήσει επισήμως το Δικαστήριον από την Α.Μ.
4ον Αναβάλλεται η εκτέλεσις της παρούσης αποφάσεως μέχρι της εκβάσεως της περί χάριτος αιτήσεως.
5ον Ο Επίτροπος της Επικρατείας να εκτελέσει την παρούσαν απόφασιν.
6ον Αντίγραφον αυτής να κοινοποιηθεί εις τον Επίτροπον της Επικρατείας.
Εξεδόθη και εδημοσιεύθη εν Ναυπλίω την 28ην Μαΐου του χιλιοστού οκτακοσιοστού τριακοστού τετάρτου έτους.
Ο Πρόεδρος
Α. ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ
Δ. Κ. ΣΟΥΤΣΟΣ
Φ. ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Ο Γραμματεύς
ΧΡ. ΖΩΤΟΣ
Πηγή: ΓΕΣ («Η δίκη των στρατηγών Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα», ταξίαρχου Γεωργίου Καραμπατσόλη)