Σκοπός μας δεν είναι να ξύσουμε πληγές, ούτε να εξάψουμε μίση και πάθη, αλλά να ρίξουμε άπλετο φως σε σημαντικά γεγονότα της Ιστορίας μας.

Λαός ο οποίος δεν γνωρίζει το παρελθόν του και δεν τιμά τους προγόνους του και τον τόπο που γεννήθηκε δεν έχει μέλλον.

 

Αφιερώνουμε αυτή τη Σελίδα ως ελάχιστο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης στους Ήρωες που έχυσαν το αίμα τους η έχασαν τη ζωή τους υπερασπιζόμενοι τη Δημοκρατία, την εδαφική ακεραιότητα της Πατρίδος μας και τις ατομικές ελευθέριες που απολαμβάνουμε σήμερα όλοι μας.

 

Κάποιοι σύνδεσμοι λόγο μεταφοράς αρκετών σελίδων από το Pathfinder  δεν λειτουργούν, ζητούμε συγγνώμη για την αναστάτωση θα αποκατασταθούν

 

 

Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Σαν σήμερα στις 11 Απριλίου 1947 Μεγάλη Παρασκευή τοτε Η άγρια δολοφονία και ο σταυρικός θάνατος τού ιερέα Γεώργιου Σκρέκα



Η άγρια δολοφονία και ο σταυρικός θάνατος τού ιερέα Γεώργιου Σκρέκα, εφημέριου τής Μεγάρχης τής Ι. Μητροπόλεως Τρίκκης και Σταγών.
O Γεώργιος παπά Σκρέκας, γεννήθηκε το 1910 στην Μεγάρχη από ευσεβείς γονείς, οι όποιοι τον εγαλούχησαν με τα Έλληνο – Χριστιανικά Ιδεώδη. Στο χωριό του διδάχθηκε την στοιχειώδη μόρφωση και κατόπιν φοίτησε στο Ελληνικό Σχολείο Τρικάλων. Από μαθητής ακόμη εξεδήλωσε την επιθυμία να αφοσιωθή στην εκκλησία. 0ι γονείς του δεν αντέδρασαν. Έτσι περιεβλήθη το σεπτό ράσο. Το 1938 χειροτονήθηκε Ιερέας. Λαϊκός παντρεύτηκε μια θαυμάσια κοπέλα χριστιανικών αρχών, την συγχωριανή του ΕΥΘΥΜΙΑ ΝΤΟΥΜΑ. Απέκτησαν έξη (6) αγόρια. Τους: ΙΩΑΝΝΗ, ΣΤΕΦΑΝΟ, ΒΑΣΙΛΗ, ΑΝΔΡΕΑ, ΑΧΙΛΛΕΑ και ΓΙΩΡΓΟ.
Ο παπά ΓΙΩΡΓΗΣ, όπως τον ονόμαζαν, ήταν πολύ αγαπητός, όχι μόνο στην ιδιαιτέρα του πατρίδα αλλά και στα γύρω χωριά και ιδίως στα Κρανιά και Καλονέρι στα όποια είχε υπηρετήσει. Από το 1944 τοποθετήθηκε οριστικά στην Μεγάρχη. Ήταν το καύχημα της Ιεράς Μητροπόλεως. Και με την ευγένεια που τον διέκρινε, την αγαθοσύνη της ψυχής του και τις αγαθοεργίες του, αγαπήθηκε από το χριστεπώνυμο κοινό όλης της περιοχής. Υπήρξε η προσωποποίηση της καλοσύνης και δικαιοσύνης. Με την άοκνη δραστηριότητα του, την γλυκύτητα των λόγων του, τις φιλάνθρωπες πράξεις του, τις σοφές συμβουλές του, ομόρφαινε τις ασχήμιες της ζωής, γλυκαίνοντας την πίκρα των συνανθρώπων του και λιγοστεύοντας τον πόνο τους.
Ήταν ο φάρος και ο οδηγός των πιστών του, τους οποίους προέτρεπε να είναι πάντοτε καλοί Χριστιανοί, αφοσιωμένοι στην Πατρίδα, την Θρησκεία, την Οικογένεια, για να έχουν την ευλογία του Κυρίου. Αγωνίζονταν να θωράκιση τις ψυχές των απλοϊκών συγχωριανών του, ώστε να συντρίβεται στο χαλύβδινο αυτό ανθρώπινο τείχος των πιστών του, κάθε απόπειρα κομμουνιστικής προπαγάνδας και παραπλανήσεως.
Σεμνός καί πιστός στό ἱερατικό του καθῆκον ὁ π. Γεώργιος ὑπηρέτησε τόν Θεό καί τούς ἀδελφούς του συγχωριανούς μέ συνέπεια κατά τή γερμανική κατοχή καί στή συνέχεια κατά τή διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου.  Πάθη καί μίση φοβερά ἐγκλήματα ἦταν τά χαρακτηριστικά τῆς περιόδου αὐτῆς. 
Ἀδέλφια καί γονεῖς φονεύονταν μεταξύ τους. 
Δυό φορές οἱ ἀριστεροί ἀντάρτες συνέλαβαν τόν παπα-Γιώργη, ἀλλά καί τίς δυό φορές γλύτωσε. Πρέπει ἐδῶ νά ποῦμε ὅτι ὁ συνεφημέριος του εἶχε συνταχθεῖ μέ τους ἀθέους. 
Ὁ π. Γεώργιος ἔμεινε μακριά ἀπό τά κομματικά μίση, παράδειγμα καλοσύνης, ἀγάπης,  ἀλλά καί πιστότητος στό καθῆκον του.  Εἶχε γράψει σέ κάποιον θεῖο του : «Ἡ κατάσταση ἐδῶ στό χωριό, θεῖε μου, εἶναι πολύ δύσκολη. Ἐγώ ὅμως εἶμαι ἀποφασισμένος νά μείνω ἐδῶ μέχρι τέλους καί νά ἐκπληρώσω τό ἔργο πού μοῦ ἐνεπιστεύθη ὁ Κύριος, ὁσονδήποτε ἐπικίνδυνο καί ἄν εἶναι».
 Μέσα σ’αὐτό τό πλαίσιο τῆς διακονίας του, χωρίς νά λογαριάζει τήν ἀσφάλεια τή δική του καί τῆς οἰκογενείας του, φιλοξενοῦσε στό σπίτι του τούς πάντες. 
Ὅπως ἔλεγε ἡ πρεσβυτέρα του «στό σπίτι μας ὅλοι χωροῦσαν. Καλοί, κακοί, φίλοι, έχθροί... Οἱ φιλοξενούμενοι γιά μᾶς ἦταν ἱερά πρόσωπα». Συνέβη κάποτε νά φιλοξενοῦν ἀξιωματικούς τοῦ ἐθνικοῦ στρατοῦ στό πάνω πάτωμα καί κάτω ἀντάρτες.  
Ὁ π. Γεώργιος ὅλους τούς εὐεργετοῦσε ἀκόμη καί τόν ἀποστάτη συνεφημέριο του, πού τοῦ ἔστελνε τό μισθό του στό βουνό ὅπου κρυβόταν. Ἀλλά ὅπως συνέβη καί μέ τόν Κύριό μας συνεργείᾳ τοῦ Σατανᾶ, οἱ ἄθεοι φθόνησαν καί μίσησαν τόν ἀγαθό ἱερέα τοῦ Ὑψίστου. 
Στις δύσκολες ώρες της Εθνικής μας δοκιμασίας, επειδή υπήρξε ο κήρυκας των χριστιανικών αληθειών, καυτηριάζοντας τις άνομες πράξεις των ξενοκινήτων κομμουνιστών, τους οποίους αποκαλούσε ΛΥΚΟΥΣ, οι φίλοι του και οι συγγενείς του τον πιέζανε να εγκαταλείψη την Μεγάρχη δια να μη του συμβή κανένα κακό. Η απάντησις του ήταν αρνητική: «Πώς να εγκαταλείψω το ποίμνιον μου; Θα το κατασπαράξουν οι αγριόλυκοι, οι άθρησκοι αυτοί που δεν φείδονται κανενός. Όχι! Θα μείνω πλησίον του να το προστατεύσω. Η θέσις μου είναι κοντά του.»
Οι κομμουνιστοσυμμορίτες, γνωστοί αντίχριστοι, άθεοι υλιστές, δεν ηνείχοντο κληρικούς εμπνευσμένους κοντά στον λαό, διότι ήσαν τα μεγάλα εμπόδια στις σκοτεινές των επιδιώξεις. Για να εξουδετερώσουν τελείως την αντίδρασι του Παπά Σκρέκα, ενήργησαν κατά τον συνηθισμένο ύπουλο τρόπο τους:
Αργά το βράδυ, στις 27 Μαρτίου 1947, όταν όλο το χωριό κοιμότανε και ο παπάς ξεκουράζονταν από τους κόπους της ημέρας, περί τους πενήντα οπλισμένους συμμορίτες υπό τον Καπετάν Φαρμάκη —κατά κόσμο ΧΡΗΣΤΟ ΤΖΙΑΤΖΙΑ— αρχισυμμορίτη της περιοχής με πολύ κακούργα ένστικτα, τον Τσίνα Δημήτριο του Γεωργίου, Ίτσιο Γεώργιο του Αθανασίου, Βακούφεση Δημήτριο του Νικολάου, την αυτοάμυνα της Μεγάρχης και τους συμμορίτες της περιοχής καμιά πενηνταριά, όλοι τους αγριωποί στην όψι, με κακούργα ένστικτα, χτύπησαν δυνατά παρατεταμένα την πόρτα του σπιτιού του. Ο παπάς πετάχτηκε ανήσυχος, έτρεξε, άνοιξε, και βρέθηκε μπροστά σε απαίσιους γενειοφόρους κομμουνιστοσυμμορίτες του ΕΛΑΣ, οι οποίοι ήσαν οπλισμένοι. Μερικοί όρμησαν κατ’ επάνω του, τον έσυραν στην αυλή του σπιτιού του και δέρνοντας τον ανελέητα, τον ακινητοποίησαν. Άλλοι συμμορίτες όρμησαν στο σπίτι καταστρέφοντας τα πάντα, λεηλάτησαν ότι βρήκαν από ρουχισμό, τρόφιμα, σιτάρι, καλαμπόκι, χρήματα, πήραν όλα τα ζώα, αναγκάζοντας τον γέρο πατέρα και τον θείο του ιερέως, να οδηγήσουν τα ζωντανά με συνοδεία δύο οπλισμένων συμμοριτών στο χωριό Πρόδρομος. Ταυτόχρονα έσυραν τον Ιερέα σε ένα στάβλο του σπιτιού του και άρχισαν να τον δέρνουν λυσσαλέα.

Ο άμοιρος Ιερέας, κακοποιημένος απάνθρωπα, καταματωμένος, με οιμωγές και θρήνους, ζητούσε λίγο νερό να σβήσει την τρομερή δίψα του. Η πρεσβυτέρα, στις ικεσίες του παπά της και σε άθλια ψυχική κατάστασι όπως ήταν, του πήγε ένα κανάτι νερό να τον ανακούφιση. 
Οι συμμορίτες άρπαξαν το δοχείο με το νερό, το έρριξαν στον κακοποιημένο από αυτούς ιερέα και άρχισαν να ξυλοκοπούν αγρίως και τους δύο μέχρις αναισθησίας. Το μαρτύριο του παπα Σκρέκα διήρκεσε ώρες.
Πολύ πριν τα ξημερώματα, οι συμμορίτες έφυγαν από την Μεγάρχη, σέρνοντας τον παπά Γιώργη ξυπόλυτο, ημίγυμνο, καταπληγιασμένο, καταματωμένο από τον άγριο ξυλοδαρμό και τις κακοποιήσεις, ενώ στο σπίτι θρηνούσαν τα έξη τελείως ανήλικα παιδιά του, με την επίσης κακοποιημένη πρεσβυτέρα μητέρα τους.
Ο παπά Σκρέκας, μεταφέρθηκε στο χωριό Γοργογύρι, κλείστηκε σε έναν αχυρώνα και κατά διαστήματα εδέρετο από διάφορους αγροίκους συμμορίτες. 
Ο εφημέριος του χωριού, μόλις πληροφορήθηκε το τρομερό γεγονός, με θάρρος έτρεξε κοντά στον κρατούμενο συλλείτουργο του. 
Παρεκάλεσε τους συμμορίτες να τον ελευθερώσουν. Μάταια. 
Οι δύο παπάδες έκλαψαν μαζί. Και ήλθε η ώρα της αναχωρήσεως από το Γοργογύρι.
Ο παπά Σκρέκας, με φανερή συγκίνησι και δακρύβρεκτος, ασπάσθηκε τον συνάδελφο του λέγοντας του την στιγμή του αποχωρισμού των: «Ο Θεός γνωρίζει τί θα απογίνω. 
Εάν ο Κύριος με καλέσει κοντά του διά μαρτυρίου, ας είναι ευλογημένο το όνομα του. Ας γίνει το θέλημα Του»! 
Οι συμμορίες ξεκίνησαν γι’ αλλού, σέρνοντας σχεδόν ημιλιπόθυμο τον τόσο κακοποιημένο ιερέα. Η πρεσβυτέρα, ασθμαίνουσα, με την ψυχή στο στόμα, έφθασε στο Γοργογύρι. Γονάτισε μπροστά στους συμμορίτες, έκλαψε, παρεκάλεσε να λυπηθούν τον καλόν Ιερέα και πατέρα των έξη ανήλικων παιδιών τους. 
Ο παπάς βλέποντάς την, με συγκρατημένη συγκίνησι της φώναξε: «Εδώ είσαι κι εσύ παπαδιά; 
Έλπιζε στον Θεόν! Εκείνος διευθύνει. Υπομονή»!
Οι αγροίκοι τον έσπρωξαν βάναυσα, αναγκάζοντας τον να προχωρήση. Στην παπαδιά δεν επέτρεψαν να τούς ακολουθήση.Ύστερα από εξαντλητική πορεία ωρών διά των χωρίων Τύρνα και Ξυλοπάροικον έφθασαν στο Νεραϊδοχώρι. Έρριξαν τον ημιθανή σχεδόν παπά Σκρέκα σε ένα σκοτεινό μπουντρούμι. Καθημερινώς τον βασάνιζαν επί ώρες έως και την Μεγάλη Πέμπτη.
Γυναίκες συμμορίτισες του έλεγαν “γιατί δεν προσεύχεσαι στο Χριστό να έρθει να σε σώσει;”, οι δε δήμιοι πιό ωμά “Εσύ που πιστεύεις στο Χριστό, θα σε σταυρώσουμε σαν Εκείνον την ίδια μέρα”. 
Την Μεγάλη Παρασκευή 11 ‘Απριλίου 1947, ο αρχισυμμορίτης της περιοχής Καπετάν Φαρμάκης, κατά κόσμον Χρήστος Τζιατζιάς, όπως προαναφέραμε, τον οποίον πολλάκις και προθύμως εβοήθησεν οικονομικώς ο λαμπρός Λεβίτης κατά το παρελθόν, μπήκε στο μπουντρούμι, τον άρπαξε βάναυσα, βίαια και τον έσυρε έξω.
Σ.Σ.: Ό άτεγκτος, ο αδίστακτος αυτός δολοφόνος, ο απάνθρωπος εκτελεστής εκατοντάδος και ίσως πολύ περισσοτέρων αγνών Ελλήνων πατριωτών ααφοσιωμένων εις τα Ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, με την δοθείσα γενική αμνηστία τον Σεπτέμβριο 1974 επέστρεψε από το παραπέτασμα όπου είχε καταφύγει, όπως και πληθώρα άλλων εγκληματιών του γένους μας, τον Απρίλιο τού 1977 στην Μεγάρχη, προκλητικός και αμετανόητος, όπως δείχνει η πολιτεία του.

Την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, ο καιρός ήταν, όπως πάντα, μουντός βαριά σύννεφα κάλυπταν τον ουρανό. Νόμιζε κάνεις οτι από στιγμή σε στιγμή θα ξεσπούσε φοβερή μπόρα. Βαρύθυμες οι ψυχές και οι μορφές των πονεμένων ανθρώπων. Μέσα σ’ αυτόν τον ανθρώπινο πόνο και την καταθλιπτική ατμόσφαιρα, εκεί στο Νεραϊδοχώριο του όρους Κόζιακα, όπου ήσαν τα λημέρια των κομμουνιστοσυμμοριτών του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, δικάστηκε από Λαϊκό Δικαστήριο ο παπά Σκρέκας. Χρέη Δικαστού εκτελούσε ο συμμορίτης δάσκαλος ΜΑΝΑΦΑΣ, καταγόμενος από την Αγία Μονή Τρικάλων. Εκτελεσταί ήσαν οι Τζιατζιάς Χρήστος ή Καπετάν Φαρμάκης, Μπακάλης Νικόλαος ή Καραπέτσας από το Δενδροχώρι και η θηριώδης την όψιν και την ψυχήν συμμορίτισσα από την Μεγάρχη, Ουρανία Ντούμα.
Η απόφασις του Λαϊκού Δικαστηρίου ήταν όπως σε όλες τις περιπτώσεις, ομόφωνα ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ.
Πρίν τόν σταυρώσουν, προσπάθησαν νά τοῦ δώσουν γάλα, ἀλλά ἐκεῖνος τέτοια μέρα τό ἀρνήθηκε.  Σε λίγο, κάπου εκεί κοντά, επανελήφθη η απάνθρωπος, ανατριχιαστική σκηνή του Γολγοθά. Ο σεμνός καλοκάγαθος Παπά – Σκρέκας, σταυρώθηκε κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όπως ο ΚΥΡΙΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ, σε ένα δίκορμο σταυροειδές έλατο, αφήνοντας ορφανά τα έξη ανήλικα παιδιά του, από ηλικίας 10 χρόνων έως και 6 μηνών, το τελευταίο αβάπτιστο βρέφος του, το οποίον και φέρει το όνομα του. Ο θάνατος του υπήρξε μαρτυρικός.Τοῦ τρύπησαν μέ λόγχη τή δεξιά του πλευρά, ἄνοιξαν πληγές στό μέτωπο καί στό  κεφάλι του μέ περόνια ἤ σφαῖρες, τοῦ ἔβγαλαν μάτια. Ἐτσι παρέδωσε ὁ παπα-Γιώργης τήν ἁγία  του ψυχή στό Θεό. Τό Πάσχα ὁ παπα-Γιώργης πανηγύριζε στόν οὐρανό .    Όταν πλέον ξεψύχησε, τον πέταξαν —τα εγκληματικά αυτά αποβράσματα της Κοινωνίας— σε μια παρακείμενη χαράδρα  ὅπου ἔτρεχε ἕνα ρυάκι.  και τον κάλυψαν με κλαδιά και πέτρες, για να εξαφανίσουν τα ίχνη του.
Αλήθεια, πόση κακία, πόση σκληρότητα, απανθρωπιά και πώρωσις, πόσο μίσος εφώλιαζε στις ψυχές όλων εκείνων των απίστων και άθεων, του συρφετού των καννιβάλων, ώστε να διαπράξουν ένα τόσο στυγερό ανοσιούργημα;
Λίγες ημέρες αργότερα, όταν απελευθερώθηκε το Νεραϊδοχώρι από τον Ελληνικό στρατό, ο αξιωματικός Νικόλαος Χόνδρος αναζήτησε και βρήκε το λείψανο του Μάρτυρα τελείως αναλλοίωτο, χωρίς καθόλου σημεία σήψεως.
Η ιατροδικαστική εξέτασις απέδειξε οτι σταυρώθηκε ζωντανός. Επιπλέον διαπιστώθηκε εξόρρυξις των οφθαλμών του. Λογχισμός της δεξιάς πλευράς. Τα οστά του ήσαν καταθρυμματισμένα από τα ανελέητα φοβερά κτυπήματα. Επίσης οτι είχε πυροβοληθεί στο μέτωπο και στους κροτάφους.


Ο Αξιωματικός τοῦ στρατού που βρῆκε τό σῶμα τοῦ μάρτυρος, τό τύλιξε σέ μιά κουβέρτα καθαρή καί τό μετέφεραν στό κοιμητήριο τοῦ Νεραϊδοχωρίου. Τό κατέβασαν στό τάφο μέ ἕνα πρόχειρο φέρετρο, ἀλλά πρίν τό σκεπάσουν μέ χῶμα κατέφθασαν συγγενεῖς του. 
Μέ δάκρυα τό παρέλαβαν καί τό μετέφεραν στά Τρίκαλα. Ἐκεῖ  ἔντυσαν μέ ροῦχα καί ράσα τό γυμνό μαρτυρικό του σῶμα. Ἀκολούθησε πόνος, θρῆνος.  
Ἡ πρεσβυτέρα ἀντίκρυσε μέ πόνο τόν παπᾶ της χωρίς μάτια μέ τρυπημένα χέρια καί πόδια γδαρμένα μέ κονσέρβες καί μέ τρύπες στό κεφάλι ἀπό τίς σφαῖρες.

Στήν Επίσκεψη Τρικάλων ἀποτέθηκε τό Ἅγιο λείψανο.  Γιά δυό μέρες χιλιάδες λαός πέρασε νά τό προσκυνήσει. Ἀμέτρητος ὁ κόσμος στήν κηδεία που έγινε Δημοσία Δαπάνη με την συμμετοχή 60 ιερέων εκ του Θεσσαλικού κλήρου, πολιτικών και στρατιωτικών Αρχών και του κατασυγκινημένου λαού, πού προσήλθε αυθόρμητα με κατανυκτική ευλάβεια για να τίμηση τον Εθνομάρτυρα Ιερέα.. Οι Ιερεις συνόδευαν το φέρετρο , ψάλλοντας “Εγώ γαρ τα στίγματα του Κυρίου εν τω σώματι μου βαστάζω”. Οἱ Ιερεις σήκωσαν θριαμβευτικά, μέ ἐνθουσιασμό τό φέρετρο  καθώς μετέφεραν τόν νικητή τῆς ἀθεΐας, τῶν δαιμόνων καί τοῦ θανάτου.  Ἐναλλάξ τόν μετέφεραν μέχρι τό πρῶτο νεκροταφεῖο Τρικάλων. 
 
Ὁ μητροπολίτης Τρίκκης Χερουβείμ ξεκίνησε τόν ἐπικήδειο μέ τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου «ἐγώ γάρ τά στίγματα τοῦ Κυρίου ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω».  Ἀργότερα στήν ἀναφορά του πρός τήν Ἱ. Σύνοδο ἔγραψε: «Δέν παραλείπομεν δέ νά γνωρίσωμεν τῇ Ἱ. Συνόδῳ ὅτι πρόκειται περί Ἱερέως ὅστις ἀπετέλει τό σέμνωμα τῆς ἱερωσύνης ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ ἡμῶν, διότι οὐδεμιᾶς ἀρετῆς ἐστερεῖτο».  
 
Ὅταν σήκωσαν τό φέρετρο μέ τό ἱερό λείψανο μιά ἄρρητη εὐωδία πλημμύρισε τόσο ὅσους ἦσαν κοντά,  ἀλλά καί ὅσους ἀκολουθοῦσαν από μακριά. 
Ἡ ἴδια εὐωδία ἁπλώθηκε καί κατά τήν ἐκταφή τοῦ μαρτυρικοῦ λειψάνου. 
Τότε οἱ παριστάμενοι ὅρμησαν νά πάρουν ὁτιδήποτε, σάν εὐλογία. Ἔστω ἕνα κομματάκι  ἀπό τά ἄμφια τοῦ ἁγίου.
 
 Ἀπό τόν παπᾶ τοῦ Γοργογυρίου ἔχουμε τά τελευταῖα λόγια τοῦ ἱερομάρτυρος. Εἶπε στόν ἱερέα : « Ὅ,τι μοῦ ζητησαν τούς τό ἔδωσα... Τώρα ἀφοῦ πῆραν καί ὅ,τι ἄλλο εἶχε ἀπομείνει, πῆραν καί μένα. Τό μόνο κακό πού τούς ἔκανα ἦταν ὅτι δέν πήγαινα μαζί τους... Προσευχήσου καί σύ μαζί μου... νά εἶναι τό τέλος μου σύντομο, μέ μιά σφαῖρα στό κεφάλι ὄχι μέ βασανιστήρια».  
Μετά δυόμιση χρόνια, τον Δεκέμβριο 1949 η Ακαδημία Αθηνών σε πανηγυρική Συνεδρία, απένειμε χρυσό μετάλλιο «εις την σεπτήν ομάδα των Ελλήνων Ιερέων, των από του 1941 έως και Δεκέμβριον 1949, υπέρ Πίστεως και Πατρίδος μαρτυρησάντων, εκ των οποίων άλλοι μεν ετυφεκίσθησαν, άλλοι δε εσταυρώθησαν, άλλοι κατακρεουργήθηκαν, από τούς άθεους της φυλής μας και άλλοι ετάφησαν ζώντες. Προτείνομεν όπως, «παρά τον ανδριάντα του σεπτού Εθνομάρτυρος Ιεράρχου Σμύρνης Χρυσοστόμου, ανεγερθή αντάξιον μνημείον της Θυσίας ταύτης των Ιερέων, ίνα υπενθυμίζη εις τους Έλληνας και τας γενεάς του μέλλοντος, το προς την Πίστιν και την Πατρίδα καθήκον των και την ανήκουστον βαρβαρότητα των απίστων και άθεων κομμουνιστοσυμμοριτών».
Τό σεπτό σκήνωμα τοῦ μάρτυρος ἱερέως Γεωργίου Σκρέκα ἀναπαύεται πίσω ἀπό τό Ἱερόν τοῦ Ναοῦ, στήν γενέτειρά του Μεγάρχη Τρικάλων. 
Το Έθνος μας, διά της Ακαδημίας, μεταξύ των μαρτύρων Ιερέων, ετίμησε και τον «παπά Γεώργη Σκρέκα».
Ανεγνώρισεν οτι ο Ελληνικός Κλήρος υπήρξε πρωτοπόρος και πρωτεργάτης διά την διατήρηση της Εθνικής φλόγας και ο οποίος επλήρωσε πάντοτε βαρύ τίμημα διά την πίστι του στην Θρησκεία και την αγάπη του στην Ελληνική Πατρίδα.
Μετά 12 χρόνια από τη συντριβή του συμμοριτισμού και με πρωτοβουλία του Γενικού Επιτελείου Στρατού, τοποθετήθηκε η χάλκινη προτομή του εις τον χώρο προ του Ιερού Ναού «ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ» Τρικάλων.
ΙΕΡΕΥΣ ΣΚΡΕΚΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΠΙΣΤΟΣ ΑΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ,
ΕΘΑΝΑΤΩΘΗ ΥΠΟ ΣΥΜΜΟΡΙΤΩΝ ΑΘΕΩΝ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΠΟΛΕΜΙΩΝ,
ΧΡΙΣΤΟΜΙΜΗΤΟΣ ΠΟΙΜΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΥΠΕΡΤΑΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ,
ΣΕΜΝΩΜΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΑΓΛΑΪΣΜΑ ΕΛΛΑΔΟΣ
Η τελετή των αποκαλυπτηρίων έγινε στις 18 Ιουνίου 1961 με κάθε επισημότητα, παρουσία της Οικογενείας ΣΚΡΕΚΑ, με την συμμετοχή Εκκλησιαστικών, Πολιτικών και Στρατιωτικών Αρχών, Ενώσεως Αποστράτων Αξιωματικών, λειτουργών Δημοτικής και Μέσης ‘Εκπαιδεύσεως, Ενώσεως Αναπήρων και Τραυματιών, Παλαιών Πολεμιστών, Εφεδροπολεμιστικών Οργανώσεων, διαφόρων άλλων Οργανισμών, μαθητιώσης νεολαίας και σύμπαντος του λαού των Τρικάλων.
Η σεμνή τελετή ολοκληρώθηκε με ομιλίες, καταθέσεις στεφάνων, τήρηση σιγής ενός λεπτού εις μνήμην Εθνομάρτυρος Ιερέως Γεωργίου Σκρέκα και την ανάκρουση τού ‘Εθνικού Ύμνου. Η Πατρίδα τίμησε το εκλεκτό της τέκνο, το οποίον υπήρξε καύχημα της Εκκλησίας και φωτεινό λαμπρό μετέωρο πίστεως και αυτοθυσίας της νεωτέρας Ελλάδος.
Υ.Γ.: Γονείς Παπά – Σκρέκα: ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ – ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ. Αδέλφια: ΓΕΩΡΓΙΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΣ και ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ].
(σ.σ. Η προτομή του μάρτυρα ιερέα Γιώργου Σκρέκα ξεθεμελιώθηκε και κλάπηκε το 1982 από ομοδοξους των εκτελεστων του αθεους και απατριδες για να κρυψουν τις πομπες τους , εικάζεται οτι ηταν απο τη Μεγάρχη). 
– Τα παραπάνω συγκλονιστικά γεγονότα επιβεβαιώνει και ο Μακαριστός Μητροπολίτης Φλώρινας Αυγουστίνος Καντιώτης:
“Όταν ήμουν ιεροκήρυκας – σας ομιλώ με παραδείγματα που αντλώ από μία ιστορία πενήντα ετών, μισού αιώνος – έφθασα σ’ ένα χωριό των Γρεβενών. Βρίσκω τον ιερέα θλιμμένο, πονεμένο, κλαμένο. – Τι έχεις; – Το χωριό μου δεν πιστεύει πια στο Χριστό.  Μην απογοητεύεσαι, λέω, έχε θάρρος· κάτω από τη σταχτη υπάρχει η σπίθα κρυμμένη. —Θέλεις να δεις μου λέει· έλα. Με πάει στο νεκροταφείο. Εκεί τα παιδιά του Μάρξ και του Λένιν, που κυριαρχούσαν τότε, είχαν ξερριζώσει όλους τους σταυρούς από τους τάφους και στη θέση τους είχαν βάλει σφυροδρέπανα και γροθιές! Μισούσαν το σταυρό. Και μόνο σε μια περίπτωση τον «θυμήθηκαν». Ενώ η σταύρωσις ως τρόπος θανατικής καταδίκης έχει προ πολλούκαταργηθεί επί των ημερών μας την ξαναχρησιμοποίησαν· σταύρωσαν άνθρωπο! Ήταν ένας ιερεύς του Υψίστου ευλαβής, πιστός καὶ πολύτεκνος, ο π. Γεώργιος Σκρέκας εφημέριος τουχωριού Μεγάρχη Τρικάλων. Άθεοι και άπιστοι τον άρπαξαν από την αγία τραπεζα που ιερουργούσε, τον οδήγησαν σαν άκακο αρνίο έξω απο το χωριό, κ’ εκεί τον σταυρωσαν πάνω σ’ ένα δέντρο· καιήταν Μεγάλη Παρασκευή, του έτους 1947″!
Ο ιερέας Γεώργιος Σκρέκας, στα πλαίσια της “συμφιλίωσης” δεν ανακηρύχθηκε Άγιος από την Εκκλησία μέχρι σήμερα. Μακάρι από εκεί ψηλά που βρίσκεται να μας βοηθάει και να μας προστατεύει.


Τετάρτη 10 Απριλίου 2019

Τό Ὁλοκαύτωμα στήν Βουνιχώρα (10 Ἀπρ.1943)

Στις 10 Απριλίου 1943, στις 9 το πρωί, Ιταλική φάλαγγα κινήθηκε με κατεύθυνση την Βουνιχώρα.
Βιβλικές σκηνές, αλαλαγμού και τρόμου, εκτυλίχθησαν στο χωριό. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά τράπηκαν σε άτακτη φυγή, παίρνοντας μαζί τους ό,τι πολυτιμότερο μπορούσε να κουβαλήσει ο καθένας, της τελευταίας στιγμής, στην προσπάθειά του να διασωθεί.
Μερικοί αργοπορημένοι και κάποιοι ανήμποροι γέροντες, που έμειναν οικειοθελώς στο χωριό, συνελήφθησαν απ’ τους Ιταλούς, οι οποίοι τους έστησαν μπροστά στη μάντρα του Σκαρτσίνη.
Πέντε Βουνιχωριώτισες θανατώθηκαν απ’ τους Ιταλούς, επί τόπου μέσα στις αυλές των σπιτιών τους, όταν προσπάθησαν να αποτρέψουν τους κατακτητές, στο να προβούν στην πυρπόληση της περιουσίας τους.
Είκοσι οκτώ ακόμα χωριανοί, μεταξύ αυτών ο υπέργηρος Λουκάς Γκιούλος και ο ανάπηρος, ήρωας του Ελληνοϊταλικού πολέμου Ηλίας Κατσακούλας με κομμένα τα δυο του πόδια, στήθηκαν απροκάλυπτα μπροστά στις κάνες των Ιταλικών πολυβόλων.
Ο αγέρωχος ήρωας Ηλίας Κατσακούλας, περιφρονώντας το θάνατο, πρόλαβε να φωνάξει προς τους Ιταλούς, πριν τους θερίσουν οι φονικές ριπές των πολυβόλων: «Χτυπάτε δειλοί, το δείξατε ποιοι είσαστε στην Αλβανία. Ζήτω η Αθάνατη Ελλάδα!» Φράση, για την οποίαν, εξαγριώθηκε ο Ιταλός αξιωματικός και του έκοψε τη γλώσσα.
Το γεγονός αυτό, έγινε γνωστό σε μας, απ’ τους δύο διασωθέντες της εκτέλεσης γέροντες, τον Ιωάννη Αναγνωστόπουλο ή Κακαλίνη και τον Γεώργιο Γκούλτα ή Σκαρτσίνη, οι οποίοι διασώθηκαν τραυματισμένοι και επέζησαν της ομαδικής εκτέλεσης, παρά την προσπάθεια του Ιταλού αξιωματικού, να τους αποτελειώσει με την χαριστική βολή.
Οι υπόλοιποι, πέρασαν στην αιωνιότητα, ποτίζοντας το δέντρο της ελευθερίας και μ’άλλο αίμα Ελληνικό.


Η μανία των κατακτητών δεν κατευνάστηκε από το αίμα των αδικοχαμένων Βουνιχωριτών, παρέδωσαν τα κτίσματα στην αδηφάγο μανία της φωτιάς, καταστρέφοντας ολοσχερώς το χωριό, αφού πρώτα επιδόθηκαν σε λεηλασία.
Από τα 207 σπίτια του χωριού, τα 175 κάηκαν ολοσχερώς και τα 5 μερικώς.
Σκηνές από την αποκάλυψη του Ιωάννη εκτυλίχθηκαν στην Βουνιχώρα. Η σκιά του θανάτου απλώθηκε πάνω απ’ το χωριό, αναμείχθηκε με τους μαύρους καπνούς που έβγαιναν απ’ τα πυρπολημένα σπίτια και ενώθηκε με τους θρήνους των γυναικών και των συγγενών των θυμάτων, που έσπευσαν στο τόπο της θυσίας κι άρχισαν το μοιρολόγι.
Από ένα τεράστιο σωρό, με αιματοκυλισμένα και ακρωτηριασμένα ανθρώπινα σώματα, όπου το αίμα των Βουνιχωριτών είχε ζυμωθεί με το χώμα της πατρώας γης, κλήθηκαν οι πρώτοι συγχωριανοί, που πλησίασαν τον τόπο της θυσίας, να αναγνωρίσουν τους δικούς τους, ανάμεσα στα άμορφα κι άψυχα σώματα, και να διασώσουν τους δυο τραυματισμένους γέροντες.
Το Ολοκαύτωμα της Βουνιχώρας, του 1943, με την ολοσχερή καταστροφή του χωριού και τους 31 νεκρούς, που θυσιάστηκαν στον τοίχο του Σκαρτσίνη, δίχως να δειλιάσουν, δίχως να εκλιπαρούν τους κατακτητές, πρέπει να αποτελεί σήμερα, αφύπνιση Εθνικής ιστορικής μνήμης, ως σύγχρονο αίτημα αυτοσυντήρησης του Ελληνισμού, και της ανάγκης επαναπροσδιορισμού της συλλογικής ταυτότητας του λαού μας.
Ενός λαού, που παρ’ όλο που ήδη ζει δύσκολες μέρες, και περιμένει ακόμα δυσκολότερες, δεν φοβάται τίποτα.
Είθε οι ηρωικοί πεσόντες της Βουνιχώρας, να μας δείξουν τον δρόμο, για να πολεμήσουμε κι εμείς, με τον δικό μας τρόπο, ενάντια στον νέο εισβολέα, που διεξάγει σήμερα τον πόλεμο, με τα μέσα της οικονομίας, της πολιτικής και του δικαίου. Έναν πόλεμο που πλήττει ολόκληρη την κοινωνία μας…, με λάφυρα τα κοινωνικά κεκτημένα, τα δημοκρατικά δικαιώματα και σε τελική ανάλυση, την δυνατότητα, για μια αξιοπρεπή ανθρώπινη ζωή.

(Απόσπασμα από το χρονικό της ημέρας, του Ευθ. Ταλάντη)

Τρίτη 2 Απριλίου 2019

Θύμιος Δεδούσης - ο Σταυραετός της Ρούμελης

Ο Θύμιος Δεδούσης (φώτο) γεννήθηκε στην Τριταία στις 13/03/1911. Η πολεμική του δράση ξεκίνησε κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41 οπότε και υπηρέτησε την Πατρίδα ως λοχαγός πυροβολικού. 

Μετά την κατάρρευση του μετώπου το 1941 επέστρεψε στον τόπο καταγωγής του, την Τριταία της ορεινής Παρνασσίδας. 

 Ο πατριωτισμός του όμως δεν του επέτρεπε να παραμένει ανενεργός. Μόλις έμαθε από έναν ντόπιο γέρο βοσκό ότι σε μία κοντινή σπηλιά υπήρχαν περίπου 50 ντουφέκια εγκαταλελειμμένα από υποχωρούντες Έλληνες στρατιώτες, έσπευσε και τα  πήρε. Τα μετέφερε σε ασφαλές μέρος ώστε να χρησιμοποιηθούν την κατάλληλη ώρα. Παράλληλα άρχισε να εμψυχώνει τους συντοπίτες του και να μιλάει σε άτομα εμπιστοσύνης για ξεκίνημα ένοπλου αγώνα κατά των κατακτητών.  Μες στο φθινόπωρο του 1941 στην Παρνασσίδα ακουγόταν το όνομά του και πολλοί ήταν πρόθυμοι να τον ακολουθήσουν. Όπως όμως πάντα συμβαίνει στις περιπτώσεις αυτές, η κίνηση του Δεδούση δεν άργησε να γίνει γνωστή και στους Ιταλούς κατακτητές οι οποίοι πλέον τον αναζητούσαν. Όντας καταζητούμενος βγαίνει στο βουνό, και αρχές του 1942 αποφασίζει να μεταβεί στην Αθήνα για επαφές με άλλους πρόθυμους να αναλάβουν δράση.
 Όμως τον Ιανουάριο του 1942 συλλαμβάνεται μετά από προδοσία στην οδό Αθηνάς από Ιταλούς καραμπινιέρους και κλείνεται στις φυλακές Αβέρωφ όπου παραμένει για 10 μέρες. Μεταφέρεται στις φυλακές της Άμφισσας όπου παραμένει για 3 μήνες ως τον Μάιο του 1942 και υπομένει τρομερά βασανιστήρια απ’τους Ιταλούς. Ο τρίμηνος εγκλεισμός του στις φυλακές της Άμφισσας ήταν εφιαλτικός και είχε μεταβληθεί σε ένα σωματικό ράκος.
 Τον Μάιο του 1942 γίνεται η δίκη του σε ιταλικό στρατοδικείο στην Αθήνα. Τελικώς τιμωρείται με τριετή φυλάκιση, καθώς συγγενείς και συνάδελφοί του μάζεψαν χρήματα και δωροδόκησαν τους ιταλούς στρατοδίκες. Μεταφέρεται στις φυλακές Λαρίσης, απ’όπου καταφέρνει και αποδρά τον Μάιο του 1943. [1]
 Πηγαίνει στην Αθήνα όπου έρχεται σε επαφή με την οργάνωση Στρατιωτική Ιεραρχία του Αλέξανδρου Παπάγου. Κατατοπίζεται σχετικά με το αντάρτικο στα βουνά που είχε ήδη φουντώσει, και τον Ιούλιο του 1943 ξεκινάει επικεφαλής 20 αξιωματικών για να πάει στον τόπο καταγωγής του την Φωκίδα για να ενταχθεί στο Σύνταγμα 5/42 του Δημήτριου Ψαρρού[2]. Το 5/42 τότε είχε ανασυγκροτηθεί για τρίτη φορά μετά τις δύο προηγούμενες διαλύσεις του απ’τον ΕΛΑΣ.
  
 Στις 10/08/1943 ο Δεδούσης φτάνει στην Γαρδινίτσα όπου παρουσιάζεται στον υποδιοικητή του 5/42 αντισυνταγματάρχη Λαγγουράνη, και εκφράζει την πρόθεσή να υπηρετήσει στο σώμα. Γίνεται δεκτός, εξοπλίζεται και αναλαμβάνει την διοίκηση του 4ου λόχου του τάγματος Παρνασσίδας του 5/42. [3]
Στις 30/08/1943 γίνεται στην Γαρδίνιτσα η ορκωμοσία του συντάγματος στην Γαρδίνιτσα, όπου συμβαίνει ένα έντονο επεισόδιο. Μετά την ορκωμοσία ο ταγματάρχης Φαρμάκης ξηλώνει το στέμμα απ’το πηλίκιο και το πετά στο έδαφος , παρουσία του Ψαρρού ο οποίος δεν αντέδρασε καθόλου. Ο Δεδούσης, ένθερμος βασιλόφρων, ρωτάει τον Ψαρρό αν οι αξιωματικοί που ανέβηκαν στο βουνό να πολεμήσουν τον κατακτητή αναλαμβάνουν και πολιτικές υποχρεώσεις απέναντι στο 5/42 και κυρίως απέναντι στην ΕΚΚΑ που ήταν η πολιτική οργάνωση που το κηδεμόνευε. Ο Ψαρρός απάντησε αρνητικά.  Ο Δεδούσης δεν έδωσε συνέχεια στο επεισόδιο, όμως η δυσαρέσκεια των βασιλικών του συντάγματος ήταν εμφανής. Κάποιοι αποχώρησαν. [4]
  
 Λίγες μέρες μετά την ιταλική συνθηκολόγηση, στις 11/09/1943 ο Δεδούσης μπαίνει μόνος του στην Ιτέα και ζητάει απ’τον ιταλό διοικητή να του παραδώσει χωρίς αντίσταση όλο τον οπλισμό της τοπικής φρουράς. Του λέει, ότι αν αρνηθεί θα του επιτεθεί και θα τον εξοντώσει. Φυσικά, ο Δεδούσης μπλόφαρε καθώς ο λόχος του (30 άνδρες τότε) δεν είχε την δύναμη να κάνει κάτι τέτοιο. Ο Ιταλός διοικητής όμως τον πίστεψε (ή τουλάχιστον δεν είχε καμμία διάθεση να πολεμήσει, ενδεικτικό του χαμηλού ηθικού των Ιταλών) και του παρέδωσε όλο τον οπλισμό της μονάδας του. [5]
  
Στις 17/09/1943 ο λόχος του Δεδούση συμμετείχε στην μάχη του Τσακορέματος. Σε αυτήν το 5/42 χτύπησε δια ενέδρας γερμανική φάλαγγα που πήγαινε απ’την Άμφισσα προς το Λιδωρίκι με σκοπό να σπάσει τον κλοιό της γερμανικής φρουράς του Λιδωρικίου. Ο 4ος λόχος του Δεδούση μαζί με τον 2ο λόχο του Ντούρου και το τμήμα του Κρανιά ήταν υπό την διοίκηση του Λαγγουράνη και είχαν την αποστολή να χτυπήσουν την γερμανική οπισθοφυλακή στην  περιοχή της Αγίας Ευθυμίας [6]
Ο Λαγγουράνης όμως τους διέταξε να μην το κάνουν, με την δικαιολογία ότι η φάλαγγα ήταν μεγάλη. [7]
  
 Στις 26/10/1943 τμήμα του λόχου Δεδούση με επικεφαλής τον Κρίκο, χτύπησε γερμανικό αυτοκίνητο γεμάτο στρατιώτες στην Αργομοίρα, μία τοποθεσία μεταξύ Άμφισσας και Λιδωρικίου. Όλοι οι γερμανοί σκοτώθηκαν εκτός από έναν. [8]
  Κατά το τέλος Νοεμβρίου 1943 το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής ανέθεσε στο 5/42  την αποστολή της απελευθέρωσης 2.500 Άγγλων αιχμαλώτων που θα μεταφέρονταν σιδηροδρομικώς απ’την Αθήνα στην Γερμανία. Αυτό θα γινόταν με αιφνιδιαστικό χτύπημα στο σιδηροδρομικό σταθμό της Τιθορέας. Το απόσπασμα που συγκροτήθηκε για την εκτέλεση της αποστολής αποτελείτο απ’τους λόχους Μήταλα και Δεδούση και είχε επικεφαλή τον Λαγγουράνη. Όταν όμως το απόσπασμα του 5/42 έφτασε στην Σουβάλα στις 01/12/1943, δέχτηκε τελεσίγραφο απ’το 36ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ του Θύμιου Ζούλα που τους καλούσε να επιστρέψουν πίσω στις αρχικές του θέσεις απαγορεύοντάς τους έτσι να ενεργήσουν στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Βοιωτία παρά το ότι αυτή η επιχείρηση είχε διαταχτεί απ΄το Σ.Μ.Α. Οι Άγγλοι αξιωματικοί Τζον Κουκ και Τζεφ Γκόρντον που ήταν μαζί με το απόσπασμα του 5/42 μάθανε για το τελεσίγραφο και σε συμφωνία με τον Ψαρρό αποφάσισαν να γυρίσουν όλοι πίσω στην Παρνασσίδα για να μην προκληθεί και άλλη εμφύλια σύρραξη [9].
  Άλλωστε την ίδια περίοδο βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη ο εμφύλιος ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ στην Ήπειρο και  η κατάσταση ήταν ήδη τεταμένη. Έτσι η αποστολή της απελευθέρωσης των Άγγλων αιχμαλώτων ματαιώθηκε.
 [1] "Θύμιος Δεδούσης ο εθνομάρτυς αγωνιστής" του Ιωάννη Δεδούση, σελ.13-21
 [2] στο ίδιο, σελ.29-30
 [3] "Η αντιστασιακή οργάνωση ΕΚΚΑ 1941-1944" του Ιωάννη Παπαθανασίου, σελ.80-82
 [4] "Θύμιος Δεδούσης ο εθνομάρτυς αγωνιστής" του Ιωάννη Δεδούση, σελ.34
 [5] στο ίδιο, σελ.38
 [6] "Η αντιστασιακή οργάνωση ΕΚΚΑ 1941-1944" του Ιωάννη Παπαθανασίου, σελ.96
       "Το χρονικό μιας θυσίας" του Γεωργίου Καϊμαρά, σελ. 111
 [7] "Το χρονικό μιας θυσίας" του Γεωργίου Καϊμαρά, σελ. 113
 [8] "Η αντιστασιακή οργάνωση ΕΚΚΑ 1941-1944" του Ιωάννη Παπαθανασίου, σελ.106
       "Το χρονικό μιας θυσίας" του Γεωργίου Καϊμαρά, σελ. 119
       "Θύμιος Δεδούσης ο εθνομάρτυς αγωνιστής" του Ιωάννη Δεδούση, σελ.40-41
 [9]  "Η αντιστασιακή οργάνωση ΕΚΚΑ 1941-1944" του Ιωάννη Παπαθανασίου, σελ.106
       "Το χρονικό μιας θυσίας" του Γεωργίου Καϊμαρά, σελ. 132-3
       "Θύμιος Δεδούσης ο εθνομάρτυς αγωνιστής" του Ιωάννη Δεδούση, σελ.41-42


 Μετά τις μάχες του 5/42 κατά των Γερμανών, οι τελευταίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν (προσωρινά) την Άμφισσα στις 12/10/1943. Τμήματα του 5/42, μεταξύ αυτών και ο λόχος του Δεδούση μπήκαν στην ελεύθερη πια Άμφισσα και έτυχαν αποθεωτικής υποδοχής απ’τον λαό. Την επόμενη μπήκαν στην Άμφισσα και τμήματα του ΕΛΑΣ και συγκροτήθηκε κοινό φρουραρχείο των δύο οργανώσεων [1]. Η κατάσταση βέβαια κάθε άλλο παρά ειδυλλιακή ήταν μεταξύ των δύο αντάρτικων οργανώσεων. Η εμπάθεια του Ζούλα, διοικητή του 36ου συντάγματος του ΕΛΑΣ ήταν διαρκής και προκλητική απ’τον Ιούνιο του 1943 με την δεύτερη διάλυση του 5/42.
  
 Πέραν αυτών, όπως είχαμε δει εδώ κατά την διάρκεια του εμφυλίου ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ, η ΕΚΚΑ κράτησε μία φιλική στάση προς τον πρώτο με την προκήρυξη υπέρ του στις 14/10/1943. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να προκληθούν αντιδράσεις στους κόλπους του 5/42. Στην σύσκεψη των αξιωματικών που συγκάλεσε ο Ψαρρός στο Κάστρο των Σαλώνων στην Άμφισσα στις 24/10/1943 συζητήθηκε το θέμα σε φορτισμένο κλίμα και τελικώς δεν αναγνωρίστηκε η φιλο-εαμική προκήρυξη της ΕΚΚΑ. 
 Ο Δεδούσης συμμετείχε στην σύσκεψη, και ήταν σαφώς εναντίον της υποστήριξης του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ εκ μέρους της ΕΚΚΑ. Μετά την σύσκεψη, διαβλέποντας τον κίνδυνο απ’το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ αποφάσισε να ακολουθήσει μία καθαρά αντικομμουνιστική γραμμή. Ξεκίνησε με τον λόχο του μία περιοδεία στα χωριά της Παρνασσίδας. Συγκεκριμένα πέρασαν απ΄τον Άγιο Γεώργιο, το Χρισσό (γενέτειρα του Ψαρρού), την Δεσφίνα, την Ιτέα και το Γαλαξίδι. Τα τοπικά μικροεπεισόδια δεν έλλειψαν.
 Στην Δεσφίνα ο τοπικός υπεύθυνος του ΕΑΜ διοργάνωσε κομμουνιστική συγκέντρωση που στρεφόταν ανοικτά κατά του Δεδούση και του 5/42. Με λίγες ριπές πολυβόλων στον αέρα η συγκέντρωση διαλύθηκε.
 Στην Ιτέα, οι ελασίτες είχαν συλλάβει τον ταγματάρχη Γιακουμάκη του 5/42 και τον καθύβριζαν ως προδότη. Την ίδια μέρα όμως έφτασε εκεί ο Δεδούσης που τον απελευθέρωσε δίχως να συναντήσει αντίσταση. [2]
 
  Γενικότερα, υπήρχε ένταση μεταξύ των δύο οργανώσεων στο τέλος του 1943 και αρχές του 1944, αλλά εκτονωνόταν σχετικά γρήγορα δίχως περαιτέρω επιπλοκές. 
 Η κατάσταση επιδεινώθηκε ραγδαία για τους αντάρτες τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 1944 όταν έλαβαν χώρα γερμανικές επιχειρήσεις με σκοπό την ανακατάληψη της Άμφισσας και την απώθηση των ανταρτών. Κατά την διάρκεια των συγκρούσεων τμημάτων του 5/42 και του ΕΛΑΣ με Γερμανούς στο 51ο χλμ Γραβιάς-Αμφίσσας, ο λόχος του Δεδούση είχε σταλεί στις Καρουτές για να παραλάβει υλικά από αέρος απ΄τους Άγγλους [3]
 Μετά την ανακατάληψη της Άμφισσας, οι Γερμανοί χτύπησαν και τις Καρουτές όπου εκτός του λόχου του Δεδούση είχαν καταφύγει και άλλοι αντάρτες τόσο του 5/42 όσο και του ΕΛΑΣ, αλλά και άμαχοι. Οι Γερμανοί τους αιφνιδίασαν αλλά οι αντάρτες κατάφεραν και διέσπασαν τον κλοιό και διέφυγαν, όχι όμως χωρίς απώλειες [4].
 Οι δυναμικές γερμανικές επιχειρήσεις ανάγκασαν το 5/42 να εγκαταλείψει την περιοχή τον Φεβρουάριο του 1944 και να πάει δυτικότερα προς την Δωρίδα. Ο Δεδούσης με τον λόχο του εγκαταστάθηκαν στο αεροδρόμιο των Πενταγιών όπου μάταια περίμεναν ρίψεις [5].
   
 Ο Δεδούσης βέβαια δεν είχε ξεχάσει τον ρόλο της ΕΚΚΑ της οποίας στρατιωτικό σκέλος ήταν το  Σύνταγμα 5/42. Γενικότερα, στην Παρνασσίδα και στην Δωρίδα όπου δρούσαν οι αντάρτες του Ψαρρού, ο κόσμος ήταν από αδιάφορος εώς ιδιαιτέρως αρνητικός απέναντι στην ΕΚΚΑ, εν αντιθέσει με το δημοφιλές 5/42 [6]
 Μέσα σε αυτό το κλίμα απαξίωσης της ΕΚΚΑ και δικαιολογημένης  (ας μην ξεχνάμε ότι το 1943 οι ελασίτες είχαν διαλύσει δις το 5/42) καχυποψίας απέναντι στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ το οποίο είχε υποστηρίξει η ΕΚΚΑ κατά του ΕΔΕΣ, ο Δεδούσης κινητοποιήθηκε και συνέταξε στις 28/02/1944 το παρακάτω υπόμνημα αποκήρυξης της ΕΚΚΑ το οποίο υπέγραψαν συνολικά 68 αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του συντάγματος [7]:
 

  Χαρακτηριστικό είναι ότι πέραν του Δεδούση, οι κυριότεροι και πιο μάχιμοι αξιωματικοί του 5/42 συμπεριλαμβάνονται στους υπογράφοντες αυτό το υπόμνημα (Καϊμαράς, Ντούρος, Καπετζώνης, Κούτρας, Πατυχάκης, Παξινός κτλ).
 Επίσης το υπόμνημα στρέφεται ευθέως κατά του υποδιοικητή του 5/42 αντισυνταγματάρχη Λαγγουράνη, και αυτό φυσικά δεν ήταν καθόλου τυχαίο, όπως θα δούμε στην τρίτη και τελευταία ανάρτηση για τον Θύμιο Δεδούση. 
 [1] "Το χρονικό μιας θυσίας" του Γεωργίου Καϊμαρά, σελ.122                                            
     "Αντιστασιακή οργάνωση ΕΚΚΑ 1941-1944" του Ιωάννη Παπαθανασίου, σελ.108
  [2] "Θύμιος Δεδούσης ο εθνομάρτυς αγωνιστής" του Ιωάννη Δεδούση, σελ.48-53   
   "Αντιστασιακή οργάνωση ΕΚΚΑ 1941-1944" του Ιωάννη Παπαθανασίου, σελ.108                     
    "Το χρονικό μιας θυσίας" του Γεωργίου Καϊμαρά, σελ.125
 [3] "Αντιστασιακή οργάνωση ΕΚΚΑ 1941-1944" του Ιωάννη Παπαθανασίου, σελ.123
 [4] "Θύμιος Δεδούσης ο εθνομάρτυς αγωνιστής" του Ιωάννη Δεδούση, σελ.53      
   "Αντιστασιακή οργάνωση ΕΚΚΑ 1941-1944" του Ιωάννη Παπαθανασίου, σελ.125       
 [5]  "Αντιστασιακή οργάνωση ΕΚΚΑ 1941-1944" του Ιωάννη Παπαθανασίου, σελ.125                      
       "Το χρονικό μιας θυσίας" του Γεωργίου Καϊμαρά, σελ.152
 [6] βλ. έκθεση του αντισυνταγματάρχη Αργυρόπουλου της ΠΑΟ στο "Για τον ελληνικό βορρά" του Παρμενίωνος Παπαθανασίου, σελ.608.                                                                                                   
 [7] "Θύμιος Δεδούσης ο εθνομάρτυς αγωνιστής" του Ιωάννη Δεδούση, σελ.56-57      
 Αρχές Μαρτίου του 1944, μετά το άδοξο τέλος των διαπραγματεύσεων μεταξύ ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ-ΕΚΚΑ-Άγγλων στο Μυρόφυλλο και στην Πλάκα, επανήλθε η ένταση μεταξύ ΕΛΑΣ και 5/42. Το βράδυ της 3ης προς 4η Μαρτίου τμήμα του ΕΛΑΣ με επικεφαλή τον καπετάν Νικηφόρο μπήκε στο Σερνικάκι και  αφόπλισε αδειούχους αντάρτες του 5/42, τους πήρε τον οπλισμό και άλλο υλικό, έδειρε υποστηρικτές του 5/42 και απήγαγε προσωρινά 11 εξ’αυτών. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο υπολοχαγός Βλάικος.                                                                                                                                                       
Στις 5 Μαρτίου τμήμα του ΕΛΑΣ με επικεφαλή τον καπετάν Κρόνο αφοπλίζει και συλλαμβάνει 6 αντάρτες του 5/432 στην Ερατεινή. Ο λοχαγός Ντούρος του 5/42 αντιδρά και συλλαμβάνει στην Βιτρίνιτσα οπαδούς του ΕΑΜ. Μετά από αμοιβαίες εξηγήσεις οι συλληφθέντες και των δύο πλευρών αφήνονται ελεύθεροι.                                                                                                                 
 Στο μεταξύ ο Δεδούσης με τον λόχο του βρισκόταν στην Πενταγιού, όπου μάταια περίμενε ρίψεις απ΄τους Συμμάχους. Εκεί στις 6 Μαρτίου φτάνει αγγελιοφόρος  απ’την Ιτέα που του ανακοινώνει τα γεγονότα των αμέσως προηγουμένων ημερών. Ο Δεδούσης ανησυχεί και αποφασίζει με δική του πρωτοβουλία να πάρει έκτακτα μέτρα ασφαλείας, χωρίς να ενημερώσει τον Ψαρρό και παρά τις συστάσεις του ταγματάρχη Μπαϊζάνου που επίσης βρισκόταν στην Πενταγιού. Κήρυξε την βόρεια Δωρίδα σε κατάσταση πολιορκίας. Έκοψε τις τηλεφωνικές γραμμές. Συνέλλαβε τα μέλη της περιφερειακής επιτροπής του ΕΑΜ Δωρίδας και αφόπλισε το αρχηγείο ΕΛΑΣ Δωρίδας και τις μαχητικές ομάδες του ΕΛΑΣ στην Πενταγιού και στο Κροκύλι. Στο Κροκύλι κατά τον αφοπλισμό των ελασιτών σκοτώθηκε από ατύχημα ένας ελασίτης, ο Βάρσος. Κατόπιν ο Δεδούσης κινήθηκε προς την νότια Δωρίδα όπου ήταν το αρχηγείο του Καπετζώνη, διοικητή του 2ου τάγματος. [1]       
                                                                                                                                                            Μόλις ο Ψαρρός ενημερώθηκε για τα γεγονότα έδωσε εντολή στον Δεδούση που βρισκόταν στο Τύχειο να απελευθερωθούν αμέσως οι όμηροι. Ο Δεδούσης αρχικά αρνήθηκε και είπε ότι θα πρεπε ν’αφήσουν και οι κομμουνιστές τους όμηρους που κρατούσαν αυτοί. Οι άντρες του Δεδούση συμφώνησαν μαζί του. Τελικώς όταν έφτασαν στο Κλήμα Δωρίδας, μετέβη εκεί ο Ψαρρός και άφησε ελεύθερους τους αιχμαλώτους. Με την παρέμβασή του, το ίδιο έγινε και τους κρατούμενους που είχε ο ΕΛΑΣ. [2]
 Μετά τα γεγονότα αυτά, ο ΕΛΑΣ άρχισε να μετακινεί ισχυρές δυνάμεις προς την Δωρίδα. Λίγες μέρες μετά έγινε μία σύσκεψη στο Λιδωρίκι μεταξύ εκπροσώπων των δύο πλευρών και Άγγλων.
  Οι κομμουνιστές -μεταξύ άλλων- ζήτησαν απ΄τον Ψαρρό να τους παραδώσει τον Δεδούση για να τον περάσουν από ανταρτοδικείο. Ο Ψαρρός φυσικά αρνήθηκε. Δεν ήταν δυνατόν να τους παραδώσει έναν αξιωματικό του για να τον περάσουν ανταρτοδικείο όπου η μοίρα του ήταν προδιαγεγραμμένη. [3]
 Εντωμεταξύ ο Δεδούσης με 50 άντρες του είχαν σταθμεύσει στο Ευπαλιό. Εκεί το βράδυ της 30ης Μαρτίου κατά την διάρκεια γλεντιού δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση από το ΙΙ/34 Τάγμα του ΕΛΑΣ με επικεφαλή τον καπετάν Κρόνο. Η επίθεση απέτυχε παταγωδώς και οι ελασίτες αποκρούστηκαν με βαρύτατες απώλειες αφήνοντας πίσω πολλούς νεκρούς και 30 αιχμαλώτους. [4]
 Oι συγκρούσεις μεταξύ 5/42 και ΕΛΑΣ συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση όλο το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου, ενώ ο υποδιοικητής του 5/42 Κώστας Λαγγουράνης στις 05/04 προσχώρησε στον ΕΛΑΣ και έβγαλε μία ανακοίνωση που μεταξύ άλλων στρεφόταν κατά του Δεδούση [5]. Παράλληλα οι προσπάθειες του Ψαρρού για εξεύρεση λύσης έπεφταν στο κενό. Έτσι, κατόπιν διαταγής του το 5/42 συγκεντρώθηκε στο Κλήμα Δωρίδας. Στις 12/04 ο ΕΛΑΣ που στο μεταξύ είχε ενισχυθεί με την έλευση του Βελουχιώτη και την 5η Ταξιαρχία Αττικοβοιωτίας έστειλε το πρώτο τελεσίγραφο και στις 14/04 το δεύτερο. Με αυτά ζητούσε μεταξύ άλλων την παράδοση των Δεδούση και Καπετζώνη [6].
 Στις 14/04 ο Δεδούσης μεταβαίνει με καϊκι στο Γαλαξείδι για να συγκεντρώσει νέους αντάρτες. Στην επιστροφή του το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου 16/04 προσάραξε για λίγο στα Τριζόνια όπου δέχτηκε αιφνιδιαστική επίθεση από τμήματα του ΕΛΑΣ. χωρίς όμως κάποιο αποτέλεσμα. Έτσι ο Δεδούσης επέστρεψε στο Κλήμα [7].
   
 Στο Κλήμα οι συγκρούσεις συνεχίζονταν με ανεπιτυχείς επιθέσεις του ΕΛΑΣ απ’τις 13/04. Στις 17/04 όμως εξαπέλυσε την ολομέτωπη γενική του επίθεση. Απέναντι απ΄τον λόχο του Δεδούση ήταν το Τάγμα Θανάτου και οι μαυροσκούφηδες του Βελουχιώτη, οι επίλεκτοι του ΕΛΑΣ. Η σύγκρουση ήταν σφοδρότατη και οι απώλειες μεγάλες και για τις δύο πλευρές. Η επικράτηση του ΕΛΑΣ μπορεί να ήταν σχετικά σύντομη αλλά δεν ήταν καθόλου εύκολη. Η έκβαση της μάχης κρεμόταν σε μία κλωστή. Ο λοχαγός του ΕΛΑΣ Κώστας Γιαννακουλόπουλος που ήταν στρατιωτικός διοικητής του ΙΙΙ/36 τάγματος  (το Τάγμα Θανάτου) σε έκθεσή του για την μάχη του Κλήματος γράφει για την κρίσιμη καμπή της επίθεσης των ελασιτών: "αν δεν τελειώσουμε σε ένα λεπτό, τότε χάσαμε ή μάλλον χαθήκαμε" [8]
 Ο φόβος του είχε να κάνει με το ενδεχόμενο πλαγιοκόπησής τους απ΄τις δυνάμεις του Καπετζώνη που βρισκόταν στ’αριστερά του. Η επίθεση του Καπετζώνη όμως δεν έγινε επειδή ο Ψαρρός δεν είχε ετοιμάσει σχετικό επιχειρησιακό σχέδιο…  Δεν είχε καθορίσει την αποστολή των τμημάτων του και δεν συντόνιζε τις ενέργειές τους [9].
  
 Αυτή η αδράνεια του Ψαρρού (προφανώς αποτέλεσμα της απογοήτευσής του, αφού το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσε ήταν οι εμφύλιες διαμάχες) είχε σαν αποτέλεσμα να δεχτεί ο 4ος λόχος του Δεδούση στο ύψωμα Ανάληψη δυσανάλογα μεγάλη πίεση, χωρίς καμμία βοήθεια. Μοιραία αναγκάστηκε να υποχωρήσει προς την Σκάλα Καραϊσκου. Εκεί βρήκε τον Ψαρρό ο οποίος του είπε πως θα μείνει και θα παραδοθεί (με τις γνωστές τραγικές συνέπειες για τον ίδιο). Ο Δεδούσης του είπε πως φεύγει. Κατάφερε μετα δυσκολίας να διαφύγει προς την κατεύθυνση της Άμφισσας, και στις 27/04 έφτασε στην Αθήνα. Κρυβόταν σε φιλικό σπίτι στην Κυψέλη, μέχρι που βρήκε τρόπο να πάει στην Μέση Ανατολή για να συνεχίσει από εκεί τον αγώνα. Συνελήφθη όμως απ’τους Γερμανούς στις 09/08/1944 και κλείστηκε στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, απ’όπου αποφυλακίστηκε με την Απελευθέρωση.
Κατά τα δεκεμβριανά, ο Δεδούσης κατατάχτηκε στην νεοσύστατη Εθνοφυλακή και διετέλεσε διοικητής του 3ου λόχου του 144 τάγματος. Τον Ιανουάριο του 1945 συμμετέχει σε επιχειρήσεις κατά των κομμουνιστών στην Πελοπόννησο όπου και τραυματίζεται στην Χαλανδρίτσα.
 Στις εκλογές του Μαρτίου 1946 κατεβαίνει υποψήφιος και εκλέγεται πανηγυρικά πρώτος στην περιφέρεια Φθιωτιδοφωκίδας. Εγκαταλείπει όμως το βουλευτιλίκι καθώς ο συμμοριτοπόλεμος (ο λεγόμενος εμφύλιος για τους "προοδευτικούς") είχε ξεκινήσει. Τον Μάρτιο του  1947 ήταν πάλι στα βουνά της Ρούμελης και ξαναπολεμούσε τους κομμουνιστές ως επικεφαλής αποσπάσματος. Εκεί, στις 2 Απριλίου του 1947 σε μία σύγκρουση με τους κομμουνιστές στα Βαρδούσια πέφτει ηρωικά μαχόμενος [10].
 Αυτό που χαρακτήριζε όλη την διαδρομή του Δεδούση ήταν η ακόρεστη διάθεσή του για αγώνα. Τίποτα δεν τον πτοούσε. Ούτε οι φυλακίσεις, ούτε τα βασανιστήρια, ούτε η αιματηρή διάλυση του 5/42. Ακόμα και όταν έγινε βουλευτής, τα παράτησε και σαν νέος Λορέντζος Μαβίλης ξαναπαίρνει τα όπλα και βγαίνει στο βουνό. Στο συνέδριο του Λιβάνου τον Μάιο του 1944, ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου είπε:  
 "Συναντηθήκαμε στις φυλακές (εννοεί τις φυλακές Αβέρωφ όπου ήταν κρατούμενος για ένα τρίμηνο ο Παπανδρέου αρχές του 1942) με τον Δεδούση και έχω την εντύπωση ότι είναι ένας Έλλην που βγαίνει απ΄την πινακοθήκη του ’21" [11].
 Ακόμα και κάποιοι αριστεροί τον εκτιμούσαν, παρά το ότι σε γενικές γραμμές ήταν κόκκινο πανί γι’αυτούς. Π.χ. ο Θέμης Μοσχάτος (διευθυντής του 3ου γραφείου της 8ης μεραρχίας του ΕΛΑΣ και μετά επιτελάρχης της 1ης μεραρχίας) τον χαρακτηρίζει "σκληρό καρύδι που άντεξε όλα τα βασανιστήρια των Ιταλών στις φυλακές Αμφίσσης χωρίς να πει λέξη, και καλό παλικάρι που βγήκε απ’τους πρώτους στο βουνό" [12].
 Όλοι οι άνθρωποι βέβαια έχουν και ελαττώματα, και ο Θύμιος Δεδούσης δεν αποτελούσε εξαίρεση. Η διάθεσή του για αγώνα τον έκανε ιδιαίτερα παρορμητικό και αυτό τον ώθησε να αντιδράσει δυναμικά στις προκλήσεις του ΕΛΑΣ, δίνοντας έτσι στους κομμουνιστές την αφορμή που έψαχναν για να διαλύσουν το 5/42. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι οι κομμουνιστές περίμεναν την αντίδραση του Δεδούση για να αποφασίσουν την διαλύση του 5/42. Άλλωστε το είχαν ήδη διαλύσει άλλες δύο φορές το 1943, προτού ενταχθεί σε αυτό ο Δεδούσης.
 Ένας άλλος λόγος της στάσης του ήταν σίγουρα τα έντονα αντικομμουνιστικά του αισθήματα (ήταν ένθερμος βασιλικός), που δεν συγκαταλέγονται βέβαια στα ελαττώματά του. Κάθε άλλο. Το λάθος του όμως ήταν ότι πολλές φορές τυφλωνόταν απ’τον δικαιολογημένο αντικομμουνισμό του με αποτέλεσμα να είναι απείθαρχος απέναντι στον μετριοπαθή διοικητή του Δημήτριο Ψαρρό δημιουργώντας έτσι εσωτερικά προβλήματα στο 5/42. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο αντικομμουνισμός του Δεδούση εκδηλώθηκε πλέον ανοιχτά μετά την τραγική φιλο-εαμική προκήρυξη της ΕΚΚΑ τον Οκτώβριο του 1943. Ως τότε δεν είχε δημιουργήσει κανένα πρόβλημα, αν και είχε προκληθεί (βλ. περιστατικό με τον ταγματάρχη Φαρμάκη στην ορκωμοσία του συντάγματος). Συνεπώς, τεράστιο μερίδιο ευθύνης φέρει και η ηγεσία της ΕΚΚΑ.
  
 Καλώς ή κακώς η εποχή εκείνη και ιδιαίτερα το αντάρτικο, απαιτούσε έναν πιο ευέλικτο τρόπο σκέψης και δράσης. Πόσο μάλλον όταν απέναντί σου έχεις έναν αποφασισμένο, ανελέητο και  -προπάντων- ισχυρότερο αντίπαλο, όπως ήταν το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Αναμφισβήτητα, ο Δεδούσης ήταν λαμπρός πατριώτης και παλικάρι με όλη την σημασία της λέξης, αλλά του έλειπε η ψυχραιμία και η διαλλακτικότητα που είναι χαρακτηριστικά ανθρώπων που μπορούν να "ελίσσονται". Ο Δεδούσης ήταν πολύ ευθύς και πολύ αγνός για κάτι τέτοιο. Ήταν μαχητής και ιδεολόγος. Τίποτα περισσότερο.

[1] "Αντιστασιακή οργάνωση ΕΚΚΑ 1941-1944" του Ιωάννη Παπαθανασίου, σελ.135
      "Το χρονικό μιας θυσίας" του Γεωργίου Καϊμαρά, σελ.157-9
[2] "Θύμιος Δεδούσης ο εθνομάρτυς αγωνιστής" του Ιωάννη Δεδούση, σελ.60-61
[3] "Αντιστασιακή οργάνωση ΕΚΚΑ 1941-1944" του Ιωάννη Παπαθανασίου, σελ.139
      "Το χρονικό μιας θυσίας" του Γεωργίου Καϊμαρά σελ.160
[4] "Αντιστασιακή οργάνωση ΕΚΚΑ 1941-1944" του Ιωάννη Παπαθανασίου, σελ.141
      "Θύμιος Δεδούσης ο εθνομάρτυς αγωνιστής" του Ιωάννη Δεδούση, σελ.62-65
[5] "Αντιστασιακή οργάνωση ΕΚΚΑ 1941-1944"του Ιωάννη Παπαθανασίου, σελ.142-3
     "Θύμιος Δεδούσης ο εθνομάρτυς αγωνιστής" του Ιωάννη Δεδούση, σελ.78-79
[6] "Αντιστασιακή οργάνωση ΕΚΚΑ 1941-1944" του Ιωάννη Παπαθανασίου, σελ.150-2
[7]  "Θύμιος Δεδούσης ο εθνομάρτυς αγωνιστής" του Ιωάννη Δεδούση, σελ.72-74
       "Το χρονικό μιας θυσίας" του Γεωργίου Καϊμαρά σελ.179-180
[8] "Ο Γεώργιος Καρτάλης και η εποχή του" του Κομνηνού Πυρομάγλου, σελ.307
[9] "Αντιστασιακή οργάνωση ΕΚΚΑ 1941-1944" του Ιωάννη Παπαθανασίου, σελ.158
[10] "Θύμιος Δεδούσης ο εθνομάρτυς αγωνιστής" του Ιωάννη Δεδούση, σελ.84-100
[11] "Ο Γεώργιος Καρτάλης και η εποχή του" του Κομνηνού Πυρομάγλου, σελ.355
[12] "Η εθνική μας αντίσταση η προδομένη" του Θέμη Μοσχάτου, σελ.121