Σκοπός μας δεν είναι να ξύσουμε πληγές, ούτε να εξάψουμε μίση και πάθη, αλλά να ρίξουμε άπλετο φως σε σημαντικά γεγονότα της Ιστορίας μας.

 

Λαός ο οποίος δεν γνωρίζει το παρελθόν του και δεν τιμά τους προγόνους του και τον τόπο που γεννήθηκε δεν έχει μέλλον.

 

 

Αφιερώνουμε αυτή τη Σελίδα ως ελάχιστο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης στους Ήρωες που έχυσαν το αίμα τους η έχασαν τη ζωή τους υπερασπιζόμενοι τη Δημοκρατία, την εδαφική ακεραιότητα της Πατρίδος μας και τις ατομικές ελευθέριες που απολαμβάνουμε σήμερα όλοι μας.

 

Κάποιοι σύνδεσμοι λόγο μεταφοράς αρκετών σελίδων από το Pathfinder δεν λειτουργούν, ενημερώστε μας στα σχόλια της σελίδας η στο Email

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025

«ΠΑΝΟΥΡΓΙΑΣ - Η Αδάμαστη φωτιά της Ρούμελης»

 


«ΠΑΝΟΥΡΓΙΑΣ - Η Αδάμαστη 🔥 της Ρούμελης»🇬🇷
Στα βουνά της Φωκίδας,στις ορεινές πλαγιές της φιλόξενης για τους κλέφτες της εποχής Γκιώνας, το 1759, γεννήθηκε ένα παιδί που θα γινόταν θρύλος.Πιο συγκεκριμένα στην Δρέμισα(σήμερα ονομάζεται Πανουργιάς προς τιμήν του ήρωα μας), γιος του Δημητρίου Ξηρού, το όνομά του, Πανουργιάς, γεννήθηκε από λάθος(περισσότερες πληροφορίες 1ο σχ.)ή από την αναστάτωση μιας βάφτισης υπό Τουρκική απειλή, και από εκείνη τη στιγμή σφράγισε την μοίρα του με ηρωισμό αλλά και ένα πέπλο μυστηρίου.
Από νεαρός, ο Πανουργιάς γνώρισε τον κίνδυνο και την αδικία. Έγινε κλέφτης για τιμή και αγάπη, και όταν καταδικάστηκε σε θάνατο, η μοίρα του χαμογέλασε,ο ισχυρός Δελή Αχμέτ τον λυπήθηκε και τον πήρε στο πλευρό του. Μαζί με τον Ανδρέα Ανδρούτσο και στις επιχειρήσεις του Λάμπρου Κατσώνη, πολέμησε στα βουνά και στις θάλασσες, αναζητώντας την ελευθερία που θα ερχόταν για το Γένος.
Το 1813, ο Αλή Πασάς τον όρισε αρματολό των Σαλώνων, θέλοντας να δαμάσει την δύναμή του. Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια. Ζώντας στα Ιωάννινα υπό την επιτήρηση του Πασά, περίμενε την στιγμή που θα μπορούσε να αναλάβει ξανά τα ηνία του αρματολικιού και να γράψει ιστορία.
Μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, ο Πανουργιάς προετοίμαζε σιγά σιγά την Επανάσταση. Στις 24 Μαρτίου 1821, η Παρνασσίδα φλέγεται από την σπίθα της ελευθερίας. Στις 26 Μαρτίου, με τους Θανάση Μανίκα, Παπανδριά και Γιάννη Γκούρα στο πλευρό του, εισβάλλει στην Άμφισσα. Η πόλη λευτερώνεται, και το κάστρο των Σαλώνων πολιορκείται με περίσσια τόλμη και πείσμα.
Οι Τούρκοι, πεινασμένοι και διχασμένοι, παραδίδονται στις 10 Απριλίου, ανήμερα της Λαμπρής. Ο Πανουργιάς καθιστός έξω από την πύλη τους βλέπει τα όπλα τους να πέφτουν, και μαζί με τον Νικολάκη Μητρόπουλο υψώνει την ελληνική σημαία στην κορυφή του φρουρίου. Από εκείνη τη μέρα, τα Σάλωνα φυσούν ελευθερία, και η Παρνασσίδα γεμίζει ηρωισμό.
Στις μάχες της Αλαμάνας και στο Χάνι της Γραβιάς, στην καύση των σιτηρών κατά την κάθοδο του Δράμαλη, και στην Άμπλιανη το 1824, η στρατηγική του σκέψη και η γενναιότητά του έδειξαν ότι η ψυχή του δεν γνώριζε φόβο. Ακόμη και όταν τον κατέβαλλε η αρρώστια, το όνομά του ενέπνεε τους νέους αγωνιστές,ο γιος του χαρακτηριστικά ο Νάκος πολέμησε στη θέση του στις Βασιλικά.
Ο Πανουργιάς προς τιμήν του απέφυγε τις εμφύλιες διαμάχες, αξίζει να σημειωθεί ότι προσπάθησε(δυστυχώς ανεπιτυχώς) να σώσει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο έρχοντας σε ρήξη ακόμη και με τον ίδιο του τον γιό, και υπηρέτησε την πατρίδα αγογγυστά και αγνά μέχρι το τέλος. Το 1833, αναγνωρίζεται για τις υπηρεσίες του και διορίζεται στην επιτροπή αξιολόγησης των αγωνιστών. Στις 4 Αυγούστου 1834, αφήνει τον κόσμο, αλλά το όνομά του θα ζει αιώνια.
Ο Πανουργιάς Δ. Πανουργιάς δεν ήταν απλώς ήρωας. Ήταν η ζωντανή φλόγα της ελληνικής ψυχής, η τόλμη που δεν λυγίζει, το πνεύμα που οδηγεί τον λαό στην ελευθερία. Από τα βουνά της Φωκίδας μέχρι τα Σάλωνα, από την Παρνασσίδα μέχρι την Άμπλιανη, η ιστορία του αντηχεί ως ύμνος θάρρους, πίστης και αδάμαστης θέλησης.
 
 Το όνομα της οικογένειάς του ήταν Ξηρός και το πραγματικό όνομα θα ήταν Δημήτριος, αλλά το όνομα «Πανουργιάς» το πήρε από λάθος του νονού του, που κατά μία εκδοχή ήταν σε κατάσταση μέθης και τον πέρασε για κορίτσι και του έδωσε το όνομα Πανώρια ή Πανωραία (αμέσως το κατάλαβε το λάθος του και θέλησε να το διορθώσει, αλλά ο πατέρας του παιδιού αρνήθηκε, δείτε παρακάτω τον λόγο),ενώ κατά δεύτερη εξαιτίας μιας επίθεσης των Τούρκων που ήταν σε εξέλιξη την ώρα της βάφτισης, οπότε όλα έγιναν βιαστικά και λόγω μιας στιγμιαίας σύγχυσης δόθηκε στο παιδί το όνομα Πανωραία. Και στις δύο εκδοχές, ο πατέρας του παιδιού ήταν αυτός που αρνήθηκε να αλλάξει μετά το όνομα του παιδιού του, επειδή ήταν πολύ ευσεβής και θεώρησε σοβαρή αμαρτία να το αλλάξει, διότι πίστευε ότι θα ήταν αντίθετο με τους κανόνες της Εκκλησίας. Για τον λόγο αυτό, παρέμεινε το όνομα το οποίο του δόθηκε στο μυστήριο της βάφτισης και απλά τον φώναζαν Πανουργιά. Αργότερα μάλιστα, ο ίδιος ο Πανουργιάς το υιοθέτησε και ως επίθετο και υπέγραφε ως Πανουργιάς Δ. Πανουργιάς.
 
 
ΤΟ ΞΥΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΠΑΝΟΥΡΓΙΑ
"Άι, τώρα, γέρο-Πανουργιά, τ’ αχαμνάσ’ μοιάζ’ νε με μούτρα φράγκικα"
«Όταν ήρθε ο Καποδίστριας, αποφάσισε κι ο γερο-Πανουριάς, ο κλεφταρματολός των Σαλώνων, να κατέβει από του Παρνασσού τα κάρκαρα και να πάει να παρουσιαστεί στον κυβερνήτη. Έφτασε λοιπόν στην Αίγινα, μα με την πρώτη ματιά που’ ριξε γύρω του, δεν του χαμαρέσανε τα πράματα. Είδε κοντά στον κυβερνήτη κάτι φραγκοντυμένους, που δεν τους φτάνανε τα φράγκικα φορέματα, μα είχανε ξουρίσει και γένια και μουστάκια, και ήταν έτσι σαν ξεροκολόκυθα γυαλιστερά τα μούτρα τους
«Τι μ’σούδες (μούρες) είν’ αυτές;» είπε στον γέρο-Δυοβουνιώτη, που είχε έρθει κι αυτός συντροφιά του στην Αίγινα.
«Δες τους βλέπεις; Τσ’ ήφερε ου κυβερνήτ’ς να μας φουτίσουν».
«Γι’ αυτό είν’ έτσ’ τα μούτρα τ’ς; Γένουντ’ έτσ’ πλειό διαβασμένοι, μαθές; Τότε θιέλω κι εγώ να τα ξουρίσου να γίνου σουφός κι εγώ…»
«Και δεν τα ξουρίζεις; Εδώ παρακάτ’ είν’ ου χαμζάς (κουρέας). Μα δεν κουτάς. Πως θα γυρί’εις μαύρε, στου χουριό;»
«Πλερώνεις εσύ τα ξουριστ’κά;»
«Πλερώνου…μα δε θ’ αποκουτί’εις τέτοιου πράμα…»
«Βαν’ς και τα βιουλιά μαζί;»
«Έτσ’, θέλου να γίνει του πράμα πανηγύρ’»
«Ας είναι κι έτσ’»
Ο Δυοβουνιώτης ακόμα δεν είχε καταλάβει καλά τι λογής ξύρισμα ήθελε ο γέρο-σύντροφός του. Ξέχασε τα παλιά του τα καμώματα. Άνθρωπος του δρυμού, κλαρίτης, ήξερε να λέει τα πράματα και να τα κάνει πέρα και πέρα ξέσκεπα.
Μπαίνουνε στον κουρέα, και να, έρχονται τα βιολιά, κι αρχίζουν το παιχνίδι, κι ετοιμάζει ο κουρέας τα ξουράφια του. Κάνει όμως να βάλει χέρι στου γερο-στρατηγού τα μούτρα, κι αυτός:
«Τράβα του χέρ’ σ’ απού κει!» του λέει.
Πετάει πέρα τη φουστανέλα και μένει όπως τον έκαμε η μανούλα του από τη μέση και κάτω. Και αρχίζει ο κουρέας, θέλοντας μη θέλοντας, και του τα ξουρίζει…Και παίζουν τα βιολιά…Κι ο κόσμος όλο και μαζεύεται…
«Ε, τώρα μοίαζ’νε με μούτρα φράγκικα!» είπε ο γέρος αφού τελείωσε το ξύρισμα.
Κι όλα αυτά τα’ καμε, για να σατιρίσει τα ξουρισμένα μούτρα και μουστάκια, που είχανε κοπιάσει απ’ τη Φραγκιά να φέρουνε καινούργια φώτα στο Ρωμέικο».
Πηγή: Γιάννη Βλαχογιάννη, Ιστορικά Ανέκδοτα και Αξιοπερίεργα Επιφανών Ελλήνων. Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 2012, σελίδες 319-320.
 
🇬🇷
✍ Στυλ. Καβάζης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ τα σχόλια να είναι κόσμια και να σέβεστε τους χρήστες