Σκοπός μας δεν είναι να ξύσουμε πληγές, ούτε να εξάψουμε μίση και πάθη, αλλά να ρίξουμε άπλετο φως σε σημαντικά γεγονότα της Ιστορίας μας.

Λαός ο οποίος δεν γνωρίζει το παρελθόν του και δεν τιμά τους προγόνους του και τον τόπο που γεννήθηκε δεν έχει μέλλον.

 

Αφιερώνουμε αυτή τη Σελίδα ως ελάχιστο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης στους Ήρωες που έχυσαν το αίμα τους η έχασαν τη ζωή τους υπερασπιζόμενοι τη Δημοκρατία, την εδαφική ακεραιότητα της Πατρίδος μας και τις ατομικές ελευθέριες που απολαμβάνουμε σήμερα όλοι μας.

 

Κάποιοι σύνδεσμοι λόγο μεταφοράς αρκετών σελίδων από το Pathfinder  δεν λειτουργούν, ζητούμε συγγνώμη για την αναστάτωση θα αποκατασταθούν

 

 

Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Σαν σήμερα στις 11 Απριλίου 1947 Μεγάλη Παρασκευή τοτε Η άγρια δολοφονία και ο σταυρικός θάνατος τού ιερέα Γεώργιου Σκρέκα



Η άγρια δολοφονία και ο σταυρικός θάνατος τού ιερέα Γεώργιου Σκρέκα, εφημέριου τής Μεγάρχης τής Ι. Μητροπόλεως Τρίκκης και Σταγών.
O Γεώργιος παπά Σκρέκας, γεννήθηκε το 1910 στην Μεγάρχη από ευσεβείς γονείς, οι όποιοι τον εγαλούχησαν με τα Έλληνο – Χριστιανικά Ιδεώδη. Στο χωριό του διδάχθηκε την στοιχειώδη μόρφωση και κατόπιν φοίτησε στο Ελληνικό Σχολείο Τρικάλων. Από μαθητής ακόμη εξεδήλωσε την επιθυμία να αφοσιωθή στην εκκλησία. 0ι γονείς του δεν αντέδρασαν. Έτσι περιεβλήθη το σεπτό ράσο. Το 1938 χειροτονήθηκε Ιερέας. Λαϊκός παντρεύτηκε μια θαυμάσια κοπέλα χριστιανικών αρχών, την συγχωριανή του ΕΥΘΥΜΙΑ ΝΤΟΥΜΑ. Απέκτησαν έξη (6) αγόρια. Τους: ΙΩΑΝΝΗ, ΣΤΕΦΑΝΟ, ΒΑΣΙΛΗ, ΑΝΔΡΕΑ, ΑΧΙΛΛΕΑ και ΓΙΩΡΓΟ.
Ο παπά ΓΙΩΡΓΗΣ, όπως τον ονόμαζαν, ήταν πολύ αγαπητός, όχι μόνο στην ιδιαιτέρα του πατρίδα αλλά και στα γύρω χωριά και ιδίως στα Κρανιά και Καλονέρι στα όποια είχε υπηρετήσει. Από το 1944 τοποθετήθηκε οριστικά στην Μεγάρχη. Ήταν το καύχημα της Ιεράς Μητροπόλεως. Και με την ευγένεια που τον διέκρινε, την αγαθοσύνη της ψυχής του και τις αγαθοεργίες του, αγαπήθηκε από το χριστεπώνυμο κοινό όλης της περιοχής. Υπήρξε η προσωποποίηση της καλοσύνης και δικαιοσύνης. Με την άοκνη δραστηριότητα του, την γλυκύτητα των λόγων του, τις φιλάνθρωπες πράξεις του, τις σοφές συμβουλές του, ομόρφαινε τις ασχήμιες της ζωής, γλυκαίνοντας την πίκρα των συνανθρώπων του και λιγοστεύοντας τον πόνο τους.
Ήταν ο φάρος και ο οδηγός των πιστών του, τους οποίους προέτρεπε να είναι πάντοτε καλοί Χριστιανοί, αφοσιωμένοι στην Πατρίδα, την Θρησκεία, την Οικογένεια, για να έχουν την ευλογία του Κυρίου. Αγωνίζονταν να θωράκιση τις ψυχές των απλοϊκών συγχωριανών του, ώστε να συντρίβεται στο χαλύβδινο αυτό ανθρώπινο τείχος των πιστών του, κάθε απόπειρα κομμουνιστικής προπαγάνδας και παραπλανήσεως.
Σεμνός καί πιστός στό ἱερατικό του καθῆκον ὁ π. Γεώργιος ὑπηρέτησε τόν Θεό καί τούς ἀδελφούς του συγχωριανούς μέ συνέπεια κατά τή γερμανική κατοχή καί στή συνέχεια κατά τή διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου.  Πάθη καί μίση φοβερά ἐγκλήματα ἦταν τά χαρακτηριστικά τῆς περιόδου αὐτῆς. 
Ἀδέλφια καί γονεῖς φονεύονταν μεταξύ τους. 
Δυό φορές οἱ ἀριστεροί ἀντάρτες συνέλαβαν τόν παπα-Γιώργη, ἀλλά καί τίς δυό φορές γλύτωσε. Πρέπει ἐδῶ νά ποῦμε ὅτι ὁ συνεφημέριος του εἶχε συνταχθεῖ μέ τους ἀθέους. 
Ὁ π. Γεώργιος ἔμεινε μακριά ἀπό τά κομματικά μίση, παράδειγμα καλοσύνης, ἀγάπης,  ἀλλά καί πιστότητος στό καθῆκον του.  Εἶχε γράψει σέ κάποιον θεῖο του : «Ἡ κατάσταση ἐδῶ στό χωριό, θεῖε μου, εἶναι πολύ δύσκολη. Ἐγώ ὅμως εἶμαι ἀποφασισμένος νά μείνω ἐδῶ μέχρι τέλους καί νά ἐκπληρώσω τό ἔργο πού μοῦ ἐνεπιστεύθη ὁ Κύριος, ὁσονδήποτε ἐπικίνδυνο καί ἄν εἶναι».
 Μέσα σ’αὐτό τό πλαίσιο τῆς διακονίας του, χωρίς νά λογαριάζει τήν ἀσφάλεια τή δική του καί τῆς οἰκογενείας του, φιλοξενοῦσε στό σπίτι του τούς πάντες. 
Ὅπως ἔλεγε ἡ πρεσβυτέρα του «στό σπίτι μας ὅλοι χωροῦσαν. Καλοί, κακοί, φίλοι, έχθροί... Οἱ φιλοξενούμενοι γιά μᾶς ἦταν ἱερά πρόσωπα». Συνέβη κάποτε νά φιλοξενοῦν ἀξιωματικούς τοῦ ἐθνικοῦ στρατοῦ στό πάνω πάτωμα καί κάτω ἀντάρτες.  
Ὁ π. Γεώργιος ὅλους τούς εὐεργετοῦσε ἀκόμη καί τόν ἀποστάτη συνεφημέριο του, πού τοῦ ἔστελνε τό μισθό του στό βουνό ὅπου κρυβόταν. Ἀλλά ὅπως συνέβη καί μέ τόν Κύριό μας συνεργείᾳ τοῦ Σατανᾶ, οἱ ἄθεοι φθόνησαν καί μίσησαν τόν ἀγαθό ἱερέα τοῦ Ὑψίστου. 
Στις δύσκολες ώρες της Εθνικής μας δοκιμασίας, επειδή υπήρξε ο κήρυκας των χριστιανικών αληθειών, καυτηριάζοντας τις άνομες πράξεις των ξενοκινήτων κομμουνιστών, τους οποίους αποκαλούσε ΛΥΚΟΥΣ, οι φίλοι του και οι συγγενείς του τον πιέζανε να εγκαταλείψη την Μεγάρχη δια να μη του συμβή κανένα κακό. Η απάντησις του ήταν αρνητική: «Πώς να εγκαταλείψω το ποίμνιον μου; Θα το κατασπαράξουν οι αγριόλυκοι, οι άθρησκοι αυτοί που δεν φείδονται κανενός. Όχι! Θα μείνω πλησίον του να το προστατεύσω. Η θέσις μου είναι κοντά του.»
Οι κομμουνιστοσυμμορίτες, γνωστοί αντίχριστοι, άθεοι υλιστές, δεν ηνείχοντο κληρικούς εμπνευσμένους κοντά στον λαό, διότι ήσαν τα μεγάλα εμπόδια στις σκοτεινές των επιδιώξεις. Για να εξουδετερώσουν τελείως την αντίδρασι του Παπά Σκρέκα, ενήργησαν κατά τον συνηθισμένο ύπουλο τρόπο τους:
Αργά το βράδυ, στις 27 Μαρτίου 1947, όταν όλο το χωριό κοιμότανε και ο παπάς ξεκουράζονταν από τους κόπους της ημέρας, περί τους πενήντα οπλισμένους συμμορίτες υπό τον Καπετάν Φαρμάκη —κατά κόσμο ΧΡΗΣΤΟ ΤΖΙΑΤΖΙΑ— αρχισυμμορίτη της περιοχής με πολύ κακούργα ένστικτα, τον Τσίνα Δημήτριο του Γεωργίου, Ίτσιο Γεώργιο του Αθανασίου, Βακούφεση Δημήτριο του Νικολάου, την αυτοάμυνα της Μεγάρχης και τους συμμορίτες της περιοχής καμιά πενηνταριά, όλοι τους αγριωποί στην όψι, με κακούργα ένστικτα, χτύπησαν δυνατά παρατεταμένα την πόρτα του σπιτιού του. Ο παπάς πετάχτηκε ανήσυχος, έτρεξε, άνοιξε, και βρέθηκε μπροστά σε απαίσιους γενειοφόρους κομμουνιστοσυμμορίτες του ΕΛΑΣ, οι οποίοι ήσαν οπλισμένοι. Μερικοί όρμησαν κατ’ επάνω του, τον έσυραν στην αυλή του σπιτιού του και δέρνοντας τον ανελέητα, τον ακινητοποίησαν. Άλλοι συμμορίτες όρμησαν στο σπίτι καταστρέφοντας τα πάντα, λεηλάτησαν ότι βρήκαν από ρουχισμό, τρόφιμα, σιτάρι, καλαμπόκι, χρήματα, πήραν όλα τα ζώα, αναγκάζοντας τον γέρο πατέρα και τον θείο του ιερέως, να οδηγήσουν τα ζωντανά με συνοδεία δύο οπλισμένων συμμοριτών στο χωριό Πρόδρομος. Ταυτόχρονα έσυραν τον Ιερέα σε ένα στάβλο του σπιτιού του και άρχισαν να τον δέρνουν λυσσαλέα.

Ο άμοιρος Ιερέας, κακοποιημένος απάνθρωπα, καταματωμένος, με οιμωγές και θρήνους, ζητούσε λίγο νερό να σβήσει την τρομερή δίψα του. Η πρεσβυτέρα, στις ικεσίες του παπά της και σε άθλια ψυχική κατάστασι όπως ήταν, του πήγε ένα κανάτι νερό να τον ανακούφιση. 
Οι συμμορίτες άρπαξαν το δοχείο με το νερό, το έρριξαν στον κακοποιημένο από αυτούς ιερέα και άρχισαν να ξυλοκοπούν αγρίως και τους δύο μέχρις αναισθησίας. Το μαρτύριο του παπα Σκρέκα διήρκεσε ώρες.
Πολύ πριν τα ξημερώματα, οι συμμορίτες έφυγαν από την Μεγάρχη, σέρνοντας τον παπά Γιώργη ξυπόλυτο, ημίγυμνο, καταπληγιασμένο, καταματωμένο από τον άγριο ξυλοδαρμό και τις κακοποιήσεις, ενώ στο σπίτι θρηνούσαν τα έξη τελείως ανήλικα παιδιά του, με την επίσης κακοποιημένη πρεσβυτέρα μητέρα τους.
Ο παπά Σκρέκας, μεταφέρθηκε στο χωριό Γοργογύρι, κλείστηκε σε έναν αχυρώνα και κατά διαστήματα εδέρετο από διάφορους αγροίκους συμμορίτες. 
Ο εφημέριος του χωριού, μόλις πληροφορήθηκε το τρομερό γεγονός, με θάρρος έτρεξε κοντά στον κρατούμενο συλλείτουργο του. 
Παρεκάλεσε τους συμμορίτες να τον ελευθερώσουν. Μάταια. 
Οι δύο παπάδες έκλαψαν μαζί. Και ήλθε η ώρα της αναχωρήσεως από το Γοργογύρι.
Ο παπά Σκρέκας, με φανερή συγκίνησι και δακρύβρεκτος, ασπάσθηκε τον συνάδελφο του λέγοντας του την στιγμή του αποχωρισμού των: «Ο Θεός γνωρίζει τί θα απογίνω. 
Εάν ο Κύριος με καλέσει κοντά του διά μαρτυρίου, ας είναι ευλογημένο το όνομα του. Ας γίνει το θέλημα Του»! 
Οι συμμορίες ξεκίνησαν γι’ αλλού, σέρνοντας σχεδόν ημιλιπόθυμο τον τόσο κακοποιημένο ιερέα. Η πρεσβυτέρα, ασθμαίνουσα, με την ψυχή στο στόμα, έφθασε στο Γοργογύρι. Γονάτισε μπροστά στους συμμορίτες, έκλαψε, παρεκάλεσε να λυπηθούν τον καλόν Ιερέα και πατέρα των έξη ανήλικων παιδιών τους. 
Ο παπάς βλέποντάς την, με συγκρατημένη συγκίνησι της φώναξε: «Εδώ είσαι κι εσύ παπαδιά; 
Έλπιζε στον Θεόν! Εκείνος διευθύνει. Υπομονή»!
Οι αγροίκοι τον έσπρωξαν βάναυσα, αναγκάζοντας τον να προχωρήση. Στην παπαδιά δεν επέτρεψαν να τούς ακολουθήση.Ύστερα από εξαντλητική πορεία ωρών διά των χωρίων Τύρνα και Ξυλοπάροικον έφθασαν στο Νεραϊδοχώρι. Έρριξαν τον ημιθανή σχεδόν παπά Σκρέκα σε ένα σκοτεινό μπουντρούμι. Καθημερινώς τον βασάνιζαν επί ώρες έως και την Μεγάλη Πέμπτη.
Γυναίκες συμμορίτισες του έλεγαν “γιατί δεν προσεύχεσαι στο Χριστό να έρθει να σε σώσει;”, οι δε δήμιοι πιό ωμά “Εσύ που πιστεύεις στο Χριστό, θα σε σταυρώσουμε σαν Εκείνον την ίδια μέρα”. 
Την Μεγάλη Παρασκευή 11 ‘Απριλίου 1947, ο αρχισυμμορίτης της περιοχής Καπετάν Φαρμάκης, κατά κόσμον Χρήστος Τζιατζιάς, όπως προαναφέραμε, τον οποίον πολλάκις και προθύμως εβοήθησεν οικονομικώς ο λαμπρός Λεβίτης κατά το παρελθόν, μπήκε στο μπουντρούμι, τον άρπαξε βάναυσα, βίαια και τον έσυρε έξω.
Σ.Σ.: Ό άτεγκτος, ο αδίστακτος αυτός δολοφόνος, ο απάνθρωπος εκτελεστής εκατοντάδος και ίσως πολύ περισσοτέρων αγνών Ελλήνων πατριωτών ααφοσιωμένων εις τα Ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, με την δοθείσα γενική αμνηστία τον Σεπτέμβριο 1974 επέστρεψε από το παραπέτασμα όπου είχε καταφύγει, όπως και πληθώρα άλλων εγκληματιών του γένους μας, τον Απρίλιο τού 1977 στην Μεγάρχη, προκλητικός και αμετανόητος, όπως δείχνει η πολιτεία του.

Την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, ο καιρός ήταν, όπως πάντα, μουντός βαριά σύννεφα κάλυπταν τον ουρανό. Νόμιζε κάνεις οτι από στιγμή σε στιγμή θα ξεσπούσε φοβερή μπόρα. Βαρύθυμες οι ψυχές και οι μορφές των πονεμένων ανθρώπων. Μέσα σ’ αυτόν τον ανθρώπινο πόνο και την καταθλιπτική ατμόσφαιρα, εκεί στο Νεραϊδοχώριο του όρους Κόζιακα, όπου ήσαν τα λημέρια των κομμουνιστοσυμμοριτών του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, δικάστηκε από Λαϊκό Δικαστήριο ο παπά Σκρέκας. Χρέη Δικαστού εκτελούσε ο συμμορίτης δάσκαλος ΜΑΝΑΦΑΣ, καταγόμενος από την Αγία Μονή Τρικάλων. Εκτελεσταί ήσαν οι Τζιατζιάς Χρήστος ή Καπετάν Φαρμάκης, Μπακάλης Νικόλαος ή Καραπέτσας από το Δενδροχώρι και η θηριώδης την όψιν και την ψυχήν συμμορίτισσα από την Μεγάρχη, Ουρανία Ντούμα.
Η απόφασις του Λαϊκού Δικαστηρίου ήταν όπως σε όλες τις περιπτώσεις, ομόφωνα ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ.
Πρίν τόν σταυρώσουν, προσπάθησαν νά τοῦ δώσουν γάλα, ἀλλά ἐκεῖνος τέτοια μέρα τό ἀρνήθηκε.  Σε λίγο, κάπου εκεί κοντά, επανελήφθη η απάνθρωπος, ανατριχιαστική σκηνή του Γολγοθά. Ο σεμνός καλοκάγαθος Παπά – Σκρέκας, σταυρώθηκε κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όπως ο ΚΥΡΙΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ, σε ένα δίκορμο σταυροειδές έλατο, αφήνοντας ορφανά τα έξη ανήλικα παιδιά του, από ηλικίας 10 χρόνων έως και 6 μηνών, το τελευταίο αβάπτιστο βρέφος του, το οποίον και φέρει το όνομα του. Ο θάνατος του υπήρξε μαρτυρικός.Τοῦ τρύπησαν μέ λόγχη τή δεξιά του πλευρά, ἄνοιξαν πληγές στό μέτωπο καί στό  κεφάλι του μέ περόνια ἤ σφαῖρες, τοῦ ἔβγαλαν μάτια. Ἐτσι παρέδωσε ὁ παπα-Γιώργης τήν ἁγία  του ψυχή στό Θεό. Τό Πάσχα ὁ παπα-Γιώργης πανηγύριζε στόν οὐρανό .    Όταν πλέον ξεψύχησε, τον πέταξαν —τα εγκληματικά αυτά αποβράσματα της Κοινωνίας— σε μια παρακείμενη χαράδρα  ὅπου ἔτρεχε ἕνα ρυάκι.  και τον κάλυψαν με κλαδιά και πέτρες, για να εξαφανίσουν τα ίχνη του.
Αλήθεια, πόση κακία, πόση σκληρότητα, απανθρωπιά και πώρωσις, πόσο μίσος εφώλιαζε στις ψυχές όλων εκείνων των απίστων και άθεων, του συρφετού των καννιβάλων, ώστε να διαπράξουν ένα τόσο στυγερό ανοσιούργημα;
Λίγες ημέρες αργότερα, όταν απελευθερώθηκε το Νεραϊδοχώρι από τον Ελληνικό στρατό, ο αξιωματικός Νικόλαος Χόνδρος αναζήτησε και βρήκε το λείψανο του Μάρτυρα τελείως αναλλοίωτο, χωρίς καθόλου σημεία σήψεως.
Η ιατροδικαστική εξέτασις απέδειξε οτι σταυρώθηκε ζωντανός. Επιπλέον διαπιστώθηκε εξόρρυξις των οφθαλμών του. Λογχισμός της δεξιάς πλευράς. Τα οστά του ήσαν καταθρυμματισμένα από τα ανελέητα φοβερά κτυπήματα. Επίσης οτι είχε πυροβοληθεί στο μέτωπο και στους κροτάφους.


Ο Αξιωματικός τοῦ στρατού που βρῆκε τό σῶμα τοῦ μάρτυρος, τό τύλιξε σέ μιά κουβέρτα καθαρή καί τό μετέφεραν στό κοιμητήριο τοῦ Νεραϊδοχωρίου. Τό κατέβασαν στό τάφο μέ ἕνα πρόχειρο φέρετρο, ἀλλά πρίν τό σκεπάσουν μέ χῶμα κατέφθασαν συγγενεῖς του. 
Μέ δάκρυα τό παρέλαβαν καί τό μετέφεραν στά Τρίκαλα. Ἐκεῖ  ἔντυσαν μέ ροῦχα καί ράσα τό γυμνό μαρτυρικό του σῶμα. Ἀκολούθησε πόνος, θρῆνος.  
Ἡ πρεσβυτέρα ἀντίκρυσε μέ πόνο τόν παπᾶ της χωρίς μάτια μέ τρυπημένα χέρια καί πόδια γδαρμένα μέ κονσέρβες καί μέ τρύπες στό κεφάλι ἀπό τίς σφαῖρες.

Στήν Επίσκεψη Τρικάλων ἀποτέθηκε τό Ἅγιο λείψανο.  Γιά δυό μέρες χιλιάδες λαός πέρασε νά τό προσκυνήσει. Ἀμέτρητος ὁ κόσμος στήν κηδεία που έγινε Δημοσία Δαπάνη με την συμμετοχή 60 ιερέων εκ του Θεσσαλικού κλήρου, πολιτικών και στρατιωτικών Αρχών και του κατασυγκινημένου λαού, πού προσήλθε αυθόρμητα με κατανυκτική ευλάβεια για να τίμηση τον Εθνομάρτυρα Ιερέα.. Οι Ιερεις συνόδευαν το φέρετρο , ψάλλοντας “Εγώ γαρ τα στίγματα του Κυρίου εν τω σώματι μου βαστάζω”. Οἱ Ιερεις σήκωσαν θριαμβευτικά, μέ ἐνθουσιασμό τό φέρετρο  καθώς μετέφεραν τόν νικητή τῆς ἀθεΐας, τῶν δαιμόνων καί τοῦ θανάτου.  Ἐναλλάξ τόν μετέφεραν μέχρι τό πρῶτο νεκροταφεῖο Τρικάλων. 
 
Ὁ μητροπολίτης Τρίκκης Χερουβείμ ξεκίνησε τόν ἐπικήδειο μέ τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου «ἐγώ γάρ τά στίγματα τοῦ Κυρίου ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω».  Ἀργότερα στήν ἀναφορά του πρός τήν Ἱ. Σύνοδο ἔγραψε: «Δέν παραλείπομεν δέ νά γνωρίσωμεν τῇ Ἱ. Συνόδῳ ὅτι πρόκειται περί Ἱερέως ὅστις ἀπετέλει τό σέμνωμα τῆς ἱερωσύνης ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ ἡμῶν, διότι οὐδεμιᾶς ἀρετῆς ἐστερεῖτο».  
 
Ὅταν σήκωσαν τό φέρετρο μέ τό ἱερό λείψανο μιά ἄρρητη εὐωδία πλημμύρισε τόσο ὅσους ἦσαν κοντά,  ἀλλά καί ὅσους ἀκολουθοῦσαν από μακριά. 
Ἡ ἴδια εὐωδία ἁπλώθηκε καί κατά τήν ἐκταφή τοῦ μαρτυρικοῦ λειψάνου. 
Τότε οἱ παριστάμενοι ὅρμησαν νά πάρουν ὁτιδήποτε, σάν εὐλογία. Ἔστω ἕνα κομματάκι  ἀπό τά ἄμφια τοῦ ἁγίου.
 
 Ἀπό τόν παπᾶ τοῦ Γοργογυρίου ἔχουμε τά τελευταῖα λόγια τοῦ ἱερομάρτυρος. Εἶπε στόν ἱερέα : « Ὅ,τι μοῦ ζητησαν τούς τό ἔδωσα... Τώρα ἀφοῦ πῆραν καί ὅ,τι ἄλλο εἶχε ἀπομείνει, πῆραν καί μένα. Τό μόνο κακό πού τούς ἔκανα ἦταν ὅτι δέν πήγαινα μαζί τους... Προσευχήσου καί σύ μαζί μου... νά εἶναι τό τέλος μου σύντομο, μέ μιά σφαῖρα στό κεφάλι ὄχι μέ βασανιστήρια».  
Μετά δυόμιση χρόνια, τον Δεκέμβριο 1949 η Ακαδημία Αθηνών σε πανηγυρική Συνεδρία, απένειμε χρυσό μετάλλιο «εις την σεπτήν ομάδα των Ελλήνων Ιερέων, των από του 1941 έως και Δεκέμβριον 1949, υπέρ Πίστεως και Πατρίδος μαρτυρησάντων, εκ των οποίων άλλοι μεν ετυφεκίσθησαν, άλλοι δε εσταυρώθησαν, άλλοι κατακρεουργήθηκαν, από τούς άθεους της φυλής μας και άλλοι ετάφησαν ζώντες. Προτείνομεν όπως, «παρά τον ανδριάντα του σεπτού Εθνομάρτυρος Ιεράρχου Σμύρνης Χρυσοστόμου, ανεγερθή αντάξιον μνημείον της Θυσίας ταύτης των Ιερέων, ίνα υπενθυμίζη εις τους Έλληνας και τας γενεάς του μέλλοντος, το προς την Πίστιν και την Πατρίδα καθήκον των και την ανήκουστον βαρβαρότητα των απίστων και άθεων κομμουνιστοσυμμοριτών».
Τό σεπτό σκήνωμα τοῦ μάρτυρος ἱερέως Γεωργίου Σκρέκα ἀναπαύεται πίσω ἀπό τό Ἱερόν τοῦ Ναοῦ, στήν γενέτειρά του Μεγάρχη Τρικάλων. 
Το Έθνος μας, διά της Ακαδημίας, μεταξύ των μαρτύρων Ιερέων, ετίμησε και τον «παπά Γεώργη Σκρέκα».
Ανεγνώρισεν οτι ο Ελληνικός Κλήρος υπήρξε πρωτοπόρος και πρωτεργάτης διά την διατήρηση της Εθνικής φλόγας και ο οποίος επλήρωσε πάντοτε βαρύ τίμημα διά την πίστι του στην Θρησκεία και την αγάπη του στην Ελληνική Πατρίδα.
Μετά 12 χρόνια από τη συντριβή του συμμοριτισμού και με πρωτοβουλία του Γενικού Επιτελείου Στρατού, τοποθετήθηκε η χάλκινη προτομή του εις τον χώρο προ του Ιερού Ναού «ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ» Τρικάλων.
ΙΕΡΕΥΣ ΣΚΡΕΚΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΠΙΣΤΟΣ ΑΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ,
ΕΘΑΝΑΤΩΘΗ ΥΠΟ ΣΥΜΜΟΡΙΤΩΝ ΑΘΕΩΝ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΠΟΛΕΜΙΩΝ,
ΧΡΙΣΤΟΜΙΜΗΤΟΣ ΠΟΙΜΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΥΠΕΡΤΑΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ,
ΣΕΜΝΩΜΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΑΓΛΑΪΣΜΑ ΕΛΛΑΔΟΣ
Η τελετή των αποκαλυπτηρίων έγινε στις 18 Ιουνίου 1961 με κάθε επισημότητα, παρουσία της Οικογενείας ΣΚΡΕΚΑ, με την συμμετοχή Εκκλησιαστικών, Πολιτικών και Στρατιωτικών Αρχών, Ενώσεως Αποστράτων Αξιωματικών, λειτουργών Δημοτικής και Μέσης ‘Εκπαιδεύσεως, Ενώσεως Αναπήρων και Τραυματιών, Παλαιών Πολεμιστών, Εφεδροπολεμιστικών Οργανώσεων, διαφόρων άλλων Οργανισμών, μαθητιώσης νεολαίας και σύμπαντος του λαού των Τρικάλων.
Η σεμνή τελετή ολοκληρώθηκε με ομιλίες, καταθέσεις στεφάνων, τήρηση σιγής ενός λεπτού εις μνήμην Εθνομάρτυρος Ιερέως Γεωργίου Σκρέκα και την ανάκρουση τού ‘Εθνικού Ύμνου. Η Πατρίδα τίμησε το εκλεκτό της τέκνο, το οποίον υπήρξε καύχημα της Εκκλησίας και φωτεινό λαμπρό μετέωρο πίστεως και αυτοθυσίας της νεωτέρας Ελλάδος.
Υ.Γ.: Γονείς Παπά – Σκρέκα: ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ – ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ. Αδέλφια: ΓΕΩΡΓΙΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΣ και ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ].
(σ.σ. Η προτομή του μάρτυρα ιερέα Γιώργου Σκρέκα ξεθεμελιώθηκε και κλάπηκε το 1982 από ομοδοξους των εκτελεστων του αθεους και απατριδες για να κρυψουν τις πομπες τους , εικάζεται οτι ηταν απο τη Μεγάρχη). 
– Τα παραπάνω συγκλονιστικά γεγονότα επιβεβαιώνει και ο Μακαριστός Μητροπολίτης Φλώρινας Αυγουστίνος Καντιώτης:
“Όταν ήμουν ιεροκήρυκας – σας ομιλώ με παραδείγματα που αντλώ από μία ιστορία πενήντα ετών, μισού αιώνος – έφθασα σ’ ένα χωριό των Γρεβενών. Βρίσκω τον ιερέα θλιμμένο, πονεμένο, κλαμένο. – Τι έχεις; – Το χωριό μου δεν πιστεύει πια στο Χριστό.  Μην απογοητεύεσαι, λέω, έχε θάρρος· κάτω από τη σταχτη υπάρχει η σπίθα κρυμμένη. —Θέλεις να δεις μου λέει· έλα. Με πάει στο νεκροταφείο. Εκεί τα παιδιά του Μάρξ και του Λένιν, που κυριαρχούσαν τότε, είχαν ξερριζώσει όλους τους σταυρούς από τους τάφους και στη θέση τους είχαν βάλει σφυροδρέπανα και γροθιές! Μισούσαν το σταυρό. Και μόνο σε μια περίπτωση τον «θυμήθηκαν». Ενώ η σταύρωσις ως τρόπος θανατικής καταδίκης έχει προ πολλούκαταργηθεί επί των ημερών μας την ξαναχρησιμοποίησαν· σταύρωσαν άνθρωπο! Ήταν ένας ιερεύς του Υψίστου ευλαβής, πιστός καὶ πολύτεκνος, ο π. Γεώργιος Σκρέκας εφημέριος τουχωριού Μεγάρχη Τρικάλων. Άθεοι και άπιστοι τον άρπαξαν από την αγία τραπεζα που ιερουργούσε, τον οδήγησαν σαν άκακο αρνίο έξω απο το χωριό, κ’ εκεί τον σταυρωσαν πάνω σ’ ένα δέντρο· καιήταν Μεγάλη Παρασκευή, του έτους 1947″!
Ο ιερέας Γεώργιος Σκρέκας, στα πλαίσια της “συμφιλίωσης” δεν ανακηρύχθηκε Άγιος από την Εκκλησία μέχρι σήμερα. Μακάρι από εκεί ψηλά που βρίσκεται να μας βοηθάει και να μας προστατεύει.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ τα σχόλια να είναι κόσμια και να σέβεστε τους χρήστες