Σκοπός μας δεν είναι να ξύσουμε πληγές, ούτε να εξάψουμε μίση και πάθη, αλλά να ρίξουμε άπλετο φως σε σημαντικά γεγονότα της Ιστορίας μας.

Λαός ο οποίος δεν γνωρίζει το παρελθόν του και δεν τιμά τους προγόνους του και τον τόπο που γεννήθηκε δεν έχει μέλλον.

 

Αφιερώνουμε αυτή τη Σελίδα ως ελάχιστο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης στους Ήρωες που έχυσαν το αίμα τους η έχασαν τη ζωή τους υπερασπιζόμενοι τη Δημοκρατία, την εδαφική ακεραιότητα της Πατρίδος μας και τις ατομικές ελευθέριες που απολαμβάνουμε σήμερα όλοι μας.

 

Κάποιοι σύνδεσμοι λόγο μεταφοράς αρκετών σελίδων από το Pathfinder  δεν λειτουργούν, ζητούμε συγγνώμη για την αναστάτωση θα αποκατασταθούν

 

 

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Τό Κυπριακό Χάνι της Γραβιάς ο αχυρώνας του λιοπετριου


«Είναι πολύ δύσκολον εις έμέ να ξεχωρίσω μεταξύ των τεσσάρων ποίος ήτο ό γενναίος των γεν­ναίων, διότι και οι τέσσαρες συνηγωνίσθησαν τήν στιγμήν έκείνην ποίος θό πέθαινε γενναιότερον».
(Γ.  Γρίβας - Διγενής)

 «ΕΠΕΣΑΝ  ΗΡΩΙΚΟΣ  ΜΑΧΟΜΕΝΟΙ»  
ΕΙΝΑΙ   ΜΙΑ  ΟΡΑσι, πού γεμίζει τις σελίδες της ελληνικής ιστορίας τόσο, οσο καμμιάς άλλης χώρας. Τό Ιδιο βέβαια ισχύει και γιά τήν ιστορία τον νησιοΰ με τή μαρτυροπλάστρα γή, τής Κύπρου.
Οί Κύπριοι πολέμησαν ώς αληθινοί "Ελληνες στά χρό­νια τής ΕΟΚΑ (1955-1959), πού 'γιναν πιά θρυλικά, κι οσο περνά ό καιρός, τόσο κι οί μορφές εκείνων, ποΰ «-έπεσαν ήρωϊκώς μαχόμενοι», γίνονται πιό λαμπρές και προβάλλουν γιγάντιες. Ό χρόνος κάνει πιό αστραφτερό τό μεγαλείο και τή δόξα τους. Γιά τούτη τή νεολαία ό αρχηγός Διγενή; είπε:
-Προσέφερε τό πολύτιμον αίμα της εις τόν αγώνα διό τό ιδεώδες τής ελευθερίας και έκαλύφθη μέ άίδιον δόξαν. "Εγραψε ιστορικός σελίδας, διό τάς όποιας τό Έλληνικόν "Εθνος  όλόκληρον   είναι   ύπερήφανον».

ΟΙ    ΑΓΓΛΟΙ    ΠΟΤΕ   ΔΕΝ   ΣΤΑΘΗΚΑΝ   ΤΙΜΙΟΙ    ΣΤΗΝ
Κύπρο, οπως άλλωστε καί σ' δλες τις αποικίες τους. Τις υπέροχες χειρονομίες τοΰ φιλελεύθερου Ελληνικού λαοΰ της Κύπρου, τις θεωρούσαν διπλωματικό ελιγμό η ένδειξι αδυ­ναμίας. "Ετσι είδαν και την εκεχειρία τής ΕΟΚΑ τού 1957. Πλανήθηκαν ομως. Γιατί ή «Εθνική Όργάνωσις» βρισκό­ταν παντού. Ή δύναμί της ήταν ακατάβλητη. Τις λίγες θέσεις τών παλληκαριών, πού 'φυγαν ως τότε, τις πλαισίω­ναν στα γρήγορα πλήθος άλλων, πού ρίχνονταν μέ πιότερη πίστι και πιότερο θάρρος για τή μεγάλη ύπόθεσι της Ελευθερίας. Γιατί, οπως λέει ο Κύπριος εθνικός ποιητής Δημ. Λιπέρτης  στο ποίημα του «Τό Σαράγιον»,
«Τό   κλάδεμον   τά   κλήματα   φελά   τα'(τα ωφελει)   παραπάνω, θωρείς   τά   τζι    άναγιώννουνται   όρκάν   πάνω   σ'   όρκάν,(Οργυιά πανω στην οργυιά)  τζι'   έτσι   σγιάν(Ωσάν)  ένι   χαμηλά  ΄ πετάασουνται     πού   πάνω. τζιαί κάμνουσιν για λλόου τους(λόγου τους) τζι' άλλην κληματαρκάν».
Τά στρατόπεδα συγκεντρώσεως μέ τις άθλιες συνθήκες κρατούσαν χιλιάδες νέους άπ' δλο τό νησί. Στά τέλη τοΰ 1957 τέσσερις νέοι, άπ' τά καλύτερα μέλη τής ΕΟΚΑ, έπαιρναν εντολή άπό τον αρχηγό νά δραπετεύσουν άπό τά κρατητήρια τής Πύλας. Ανάμεσα τους κι ο'ι δύο ήρωες τού άχυρώνος, πού ζουν τώρα στην αθανασία: Ό Ανδρέας Κάρυος κι ό Φώτης Πήττας. Τό τολμηρό σχέδιο έπρεπε νά καταστρωθή μέ μυστικότητα καΐ νά εκτελεστή μέ α­κρίβεια.
Τίποτε δέν πρόδιδε ύποπτη κίνησι στό στρατόπεδο εκεί­νο τό ανοιξιάτικο πρωινό τής 12ης Μαρτίου τοΰ 1958. ΟΙ κρατούμενοι είχαν χαρά, γιατί ό λαός τους θυμήθηκε και πάλι. Ένα φορτηγό αυτοκίνητο, γεμάτο φρέσκα, μοσχο-μύριστα, ξανθοπόρφυρα πορτοκάλια, έφθανε στην κουζί­να τού στρατοπέδου. Γιά τους πολλούς ήταν ένα δώρο τού λαού γιά τά παιδιά του τά κλεισμένα στά συρματοπλέγμα­τα.   Γιά τους  "Αγγλους  ήταν   μιά  οικονομική   άνακούφισι,αφού ό προϋπολογισμός δέν θά επιβαρυνόταν μέ τό φρούτο· τών κρατουμένων. Γιά τους τέσσερις ομως και δυό-τρεΐς άλ­λους μυημένους, τούτο τό όχημα ήταν ό άγγελος τής Ελευ­θερίας  τό μέσο πού θά 'κανε πραγματοποιήσιμα τά ονειρά τους ν' ανέβουν στό βουνό και νά συνεχίσουν τον αγώνα Οι καρδιές κτυπούσαν δυνατά.Οί τέσσερις νέοι είχαν προσευχηθή θερμά γιά τήν επιτυχία τού επικίνδυνου σχεδίου...

 «ΜΗ   ΠΕΡΙΜΕΝΕΤΕ   ΝΑ   ΚΛΑΨΩ   ΓΙΑ   ΤΟ   ΧΑΜΟ   ΤΟΝ
παιδιών μου.  Χαλάλιν τής Πατρίδας τά δυό μου βλαστάρια, πού  τής  πρόσφερα.   Ετούτη   είναι   ή   μεγάλη   μας   Μάννα και  δέν  μέ  νοιάζει  γιατί τήν  αγάπησαν  πιότερο  άπό  μένα τά παιδιά  μου». Τέτοια είπε ή μαυροφόρα Φλουρέντζα μέ τά ογδόντα σχε­δόν χρόνια στην πλάτη, τό γενναίο φρόνημα στην καρδιά καί τό περήφανο χαμόγελο τής λεβεντογεννήτρας μάννας. Τά είπε άπλα,  ενώ τό δάκρυ έσταξε  καυτό,  γιατί αναθυ­μήθηκε μέ μιας τά δυό της παλληκάρια πού 'πεσαν γιά τή μεγάλη Μάννα:  
Τον Ανδρέα καί τόν Γιώργο της... Έλυσε τή  μαύρη  μαντήλα καί σκούπισε  τό  δάκρυ.
Εφτά παιδιά τής έστειλε ό θεός. Τά γέννησε καί τ' ανάθρεψε σ' ενα φτωχοκάλυβο γεμάτο γαλήνη καί στοργή. Ποιος μπορούσε νά φανταστή, πώς έκεΐ μέσα πλάθονταν γίγαντες; Άπ' ολους ξεχώριζε γιά τήν εργατικότητα καί τήν φιλομάθεια του δ Ανδρέας. Φύτεμα καί πότισμα τής πατάτας ή δουλειά τού πατέρα. Στό πόδι του οί πέντε γυιοί καί οί δυό κόρες.
Ό Ανδρέας Κ ά ρ υ ο ς, μιά καί δέν μπορούσε νά φοιτήση στό Γυμνάσιο, έπαιρνε μαθήματα Λογι­στικής καί Αγγλικής δι' αλληλογραφίας. Μελετούσε στά ενδιάμεσα τής σκληρής δουλειάς, καθώς τό νερό έ­τρεχε αθόρυβα στ' αυλάκι γιά νά ποτίση τό πατατοχώραφο. Σ' ένα γράμ­μα προς τόν καθηγητή του τής Λογιστικής έγραφε:  «Δέν σπαταλώ ούτε λεπτό.   Πότισμα   και    μελέτην.    Δέν    ευρίσκω    και   πολύν καιρόν»Ή ακεραιότητα τοΰ χαρακτήρος του και τό ήθος του τον έκαμαν άπό νωρίς σεβαστό στο Αύγόρου, τό χωρώ του. Πολύ νέος κατέλαβε θέσι ηγετική και πρωτοποριακή στις εθνικές οργανώσεις ΠΕΚ (Παναγροτική Ενωση Κυπρου) και ΠΕΟΝ (Παγκόπριος    "Εθνική    Όργάνωοις    Νέων.) Ή πατριωτική δράσι του ήταν πολύπλευρη. Μερικά κείμενα είναι αρκετά γιά νά καταλάβουμε τό σθένος του, τήν πίστι του στις με γαλές Ιδέες και τήν αγάπη του στην Ελλάδα. Σέ μιά του επιστολή (15.1.1947), πού αναφέρεται σέ ζητήματα οργανωτικά της ΠΕΚ, κατέληγε:
«Εις όλα αυτό μέ θάρρος και πεποιθησιν προς τάς αρχάς αμφοτέρων των οργανώσεων μας. δώσατε τήν ά-νάλογον άπάντησιν. Είμεθα Έλληνες και αγρότες μάλι­στα, και εις ουδένα έπιτρέπομεν νά μολύνη τά πατροπα­ράδοτα   ήθη   κσί   έθιμα   μας».
Ή ιδιότητα τοϋ ηλιοκαμένου αγρότη, τ' άνθρωπου πού αυλακώνει, σκάβει ή χτενίζει τή γη, τ' ανθρώπου πού τήν ποτίζει μέ ίδρωτα και μόχθο και ρίχνει σπόρο μέ πίστι πε­ριμένοντας καρπό, τοϋ ήταν καύχημα. Τό διαβλέπομε σέ μιά στροφή ενός ποιήματος του, μέ τόν τίτλο «Είμαι αγρότης»:
Είμαι   αγρότης   πόσον   ώραϊα, νά   πέσω   μέ   οφαϊρα   οτά   στήθεια, πολεμώντας   γιά   τήν   αλήθεια, γιά   τό   συμφέροντα   τά    εθνικά».
(Ό  Πεκιστής  Άνδρ.   Κάρυος)
Δούλευε γιά τήν πραγμάτωσι τών μεγάλων σκοπών χω­ρίς ν' άποβλέπη σέ θέσεις. Οι σκοποί του ήταν αγνοί και ανιδιοτελείς. Κάποτε βρέθηκαν μερικοί νά τόν κατηγορή­σουν γιά αρχομανή. Ό Ανδρέας παραιτήθηκε αμέσως από τή θέσι τοϋ Γραμματέως της ΠΕΚ. "Εγραφε σέ κάποιο φίλο του:
«Έχω παραιτηθή άπό Γραμματεύς' ώς άπλοΰν μέλος θά μοϋ δοθή ή ευκαιρία νά εργασθώ έντονώτερον(...) άφαιρών άπό μερικούς τήν ίδέαν, ότι πηγή τών ενεργειών μου είναι ή άρχομανία. "Εγώ δέν είμαι αρχομανής. Ε­πιθυμώ νά ϊδω τήν ΠΕΚ μεγόλην και ίσχυράν και έγώ όο είμαι τό ταπεινότερον και άπλούστερον τών μελών
Είναι ν' άπορει κανείς πώς ένας έφηβος αγρότης, σκυμ­μένος ολημερίς πάνω άπό τό χώμα, σκεφτόταν τόσον πλατιά, τόσο μεστωμένα. Και πρό παντός πού εύρισκε τήν ευφρά­δεια και τήν ατράνταχτη επιχειρηματολογία ενός δόκιμου δημοσιογράφου. Τοΰτα τά χαρακτηριστικά είναι κατάσπαρ­τα σ' επιστολές, σέ άρθρα του στις Κυπριακές εφημερίδες και ιδιαίτερα σ' ένα άρθρο, πού έγραψε τόν Μάρτιο τοϋ 1947 (30.3.47).7 Σ' αυτό απαντούσε μέ δύναμι στους κομ-μουνιστάς της Κύπρου, οι όποιοι αλλοίωναν τά μεγάλα και λαμπρά ιστορικά γεγονότα τής Εθνεγερσίας τοϋ 1821, και έθιγε τήν ενότητα, πού ζητούσαν γιά τόν συνεορτασμό τής 25ης Μαρτίου εκείνης τής χρονιάς μέ τά εθνικόφρο­να σωματεία τοΰ νησιού. «Απεφασίσθη», έγραφεν ό Κά-ρυος, ή ετοιμασία κοινού προγράμματος, «ίνα αποφευ­χθούν παραφωνίαι εις τοιαύτας κρίσιμους διά τό ένωτικόν μας ζήτημα στιγμάς». 'Ενφ δμως οι αριστεροί «έμειναν εις δλα σύμφωνοι" εις ουδέν σημείον έφεραν άντίρρησιν» και «έφαίνοντο, δτι μέ είλικρίνειαν έπόθουν τόν συνεορτασμόν», τά πράγματα δέν είχαν ομαλή έξέλιξι. Παρατη­ρήθηκαν ασχήμιες και άπρέπειες' ακούστηκαν κραυγαλέες διαστρεβλώσεις τών γεγονότων. Οί τιτανομάχοι τής Ελληνικής Επαναστάσεως δέχτηκαν κατάμουτρα πολλή λάσπη. Γι' αυτό έγραφε ό Κάρυος γεμάτος ίερή άγανάκτησι και. πάθος προς τήν  ιστορική  αλήθεια:
"Μα καϋμένοι άνθρωποι! Πόθεν έξάγετε τός χονδροειεϊς αύτάς σκέψεις και έπι ποίων σημείων τάς στηρίζετε; Οί κλέφτες τοϋ 1821 έπολέμουν τόν ξένον κυρίαρχον, διά νά τόν διώξουν άπό τά πατρώα εδάφη, πιστοί ουνεχισταί τών πατροπαράδοτων εθίμων, τής πίστεως δηλ. προς τόν Θεόν, τής αγάπης προς τήν Πατρίδα, τοΰ σε­βασμού   προς   τόν   θεσμόν   τής   Οικογενείας"
Προχωρώντας έστιγμάτιζε και άλλα έκτροπα, προσθέτον­τας:
«Αυτοί είναι οί άνθρωποι, πού κόπτονται διά τό έθνικόν μας Ζήτημα, διά τήν ενότητα τοϋ λαού, αυμφιλίωοιν και δράοιν».
7. "Ολόκληρο τό άρθρο δημοσιεύεται στό βιβλίο τοΰ Σπ. Παπαγεωργίου, «Διά χειρός ηρώων», Λευκωσία - Κύπρος 1968, σελ. 137-139. Άπ' αυτό σταχυολογούμε τά αποσπάσματα, πού παρα­θέτουμε.
Ή 'Ελλάδα τον μάγευε. Αγαπούσε δμως μέ πάθος και το νησί  του.   "Οταν  κάποτε   επρόκειτο  να  ταξιδέψη   για  την 'Ελλάδα,   έγραφε   σ'   ένα   ξάδελφο   του:
-...Πόσο μέ μαγεύει ή σκέψι πώς θά 'χω τήν ευκαιρία ν αναπνεύσω έστω και γιά λίγες μέρες τον αέρα της ελεύθερης πατρίδος... (Αλλά και) τήν Κύπρο μας, τό νη­σί μέ τόν μακραίωνα πολιτισμόν τό αγαπώ, τό λατρεύω, γι' αυτό πάλλει ή καρδιά μου και στους βωμούς του θά προσφέρω κι αυτή μου τή Ζωή αν χρειασθή, όταν θά 'ρθη. ή άγια κείνη μέρα...-.
Ήταν   ψυχή πονετικήάνθρωπος θυσίας. Τ' αδέλφια του τ' αγαπούσα θερμά.   "Οταν  έ'στειλαν τόν  αδελφό  του  Γιώργο   στην  Αθήνα,  επειδήείχε  τραυματιστή,  ο Ανδρέας τοΰ έ'γραφε μέσα στ' άλλα:
«Αγαπητέ μου αδελφέ Γιώργο, γεια σου'(...) Νά μή λυπάσαι γιά τίποτε. Εμείς έδώ φροντίζομεν γιά σένα όσο μποροϋμεν περισοότερον. (...) Ποτέ σου νά μή χάνης τό κου­ράγιο σου. "Ετσι είναι ή Ζωή και νικα   όποιος   ξέρει  νά   ύπομένη   με καρτερικότητα και ελπίδα στό Θεό. Κι αν ακόμη οί γιατροί σου ποΰνε(...) πώς δέν υπάρχει καμιά δυνατότητα νά γιάνης, πάλι νά μήν άπελπισθής. Ή απελπισία είναι αμάρτημα και πρόσεχε νά τό άποφεύγης. Ένα πράγμα μονάχα νά ξέρης' έγώ ζώ, κι όσο καιρό Ζήσω θά τόν θυσιάσω γιά νά γίνης καλά. Τίποτε άλλο δέν απασχολεί τήν σκέψι μου παρά σύ, και γιά μένα όλα τ' άλλα δέν είναι τίποτα. Δέν έχω κανένα άλλο αντικει­μενικό σκοπό παρά πώς νά θεραπευτής (...). Δέν θέλω νά τό παίρνης κατάκαρδα πώς πονός τό πόδι σου, άλλα νά είσαι ψύχραιμος, σωστός ΚΑΡΥΟΣ' πρόσεξε νά μάς βγάλης άσπροπρόσωπους(...) όπως είπαμε ψυχραιμία και κουράγιο. Νά είσαι σ' όλες τις μπόρες αλύγιστος σά βράχος...-.
Ό Γεώργιος Κάρυος πληγώθηκε στις 19 Όκτωβρίου 1958 στον Άστρομερίτη σέ συμπλοκή μέ τους Βρεταννούς καΐ πέ­θανε στίς 28 "Οκτωβρίου. Ήταν κι αυτός γενναίο παλληκάρι, πολύ πιστός, ευγενικός, με ανώτερο ήθος. "Οταν ή μάννα του τόν επισκέφθηκε στό Νοσοκομείο, όπου ήταν λαβωμένος, και τόν ρώτησε τί θέλει, απάντησε: «Νά κοινωνήσω. Νά 'ξομολογηθώ». "Οταν πραγματοποιήθηκε ή επιθυμία του, είπε στή μητέρα: "Προσευχή, μάννα, προσευχή. Πρώτα γιά τήν Κύπρο μας κι ϋστερα γιά μένα». Πετώντας γιά τήν αθανασία ψιθύ­ρισε :    «Ζήτω   ή    Ελευθερία».
Είχε έν τώ μεταξύ παντρευτή. Ό θεός τοΰ 'στειλε και τό πρώτο χαριτωμένο αγγελούδι. Τίποτε ομως δέν στάθηκε Ικανό νά τόν άνακόψη στην πραγμάτωσι των Ιερών του πό­θων. Τό μεγάλο μεθύσι της Κύπρου άρχισε. Ό Ανδρέας έσυρε τό χορό άπ' τους πρώτους και ρίχτηκε στό εθνικό «γλέντι» της Κυπριακής λεβεντιάς. Ό κατακτητής τόν είχε επισημάνει από καιρό. Τώρα τόν φοβήθηκε. Γι' αυτό και φρόντισε νά τόν μαντρώση άπό νωρίς, χωρίς καμμιά κα­τηγορία, στό στρατόπεδο συγκεντρώσεως Πύλας. Τόν φυ­λάκισε μέ τους άλλους δυό αδελφούς του, τόν Γιώργο και τόν   Όρθόδοξο.
Μά τ' άντρειομένου ή θέσι δέν είναι τά συρματοπλέ­γματα. Είναι οί επάλξεις. Τ' άρματα κι ή φωτιά. "Εμεινε έκεϊ γιά λίγο, ώσπου έφτασε ή αλησμόνητη μέρα γιά τό μεγάλο τόλμημα:   τήν ήρωϊκή  άπόδρασϊ...
«ΑΔΕΛΦΙΑ, Ο ΚΑΘΕ Α­γωνιζόμενος είναι κι ελεύθερος. "Ο­λοι άδελφωμένοι, μονιασμένοι μέ τοΰ Θεού τή βοήθεια ας βαδίσωμε τόν δρόμο τοΰ Γολγοθά, τόν δρό­μο προς τή  λευτεριά».
Αυτά έγραφε ο Φώτης Πήττας, ο πατριώτης δάσκαλος, τέσσερις ημέ­ρες πριν άπό τήν επική μάχη τοΰ Λιοπετρίου σέ κάποιον κρατούμενο. Ήταν τότε «κάπου στό μέτωπο».
Λίγες μέρες πριν άπό τις θερινές διακοπές τοΰ 1955, ό σπουδαστής Φώτης Πήττας έκανε φανερή τήν πα­ρουσία της ΕΟΚΑ στό Διδασκαλικό Κολλέγιο. (ήταν εκπαιδευτήριο κατευθυνόμενο απο τους Άγγλους)Μιά βόμβα είχε έκραγή στους διαδρόμους τοΰ Κολλεγίου, τό όποιο, οπως τουλάχιστο πίστευε ό δυνάστης, υπέσκαπτε .τις συνει δήσεις εκείνων ποΰ θα πήγαιναν να διδάξουν τά παιδιά της αποικίας του. Τό Κολλέγιο, έργο της αποικιοκρατίας, ή­ταν γεμάτο υποκρισία και ανθελληνικό μίσος. Τό σκο­τεινό σχέδιο τών "Αγγλων απέβλεπε νά μεταβαλή σε πει­θήνια όργανα τους δασκάλους τοΰ τόπου, οΐ όποιοι θ' άπο τολμούσαν έν ψυχρό» νά προδώσουν την αποστολή τους και νά «φέρουν είς πέρας» τό καταχθόνιο σχέδιο, δηλαδή τον αφελληνισμό τής Κυπριακής ψυχής. Σέ κείνο τό άν­τρο τής Άγγλοκρατίας ολα τά μαθήματα γίνονταν στην Αγγλική, έκτος βέβαια άπό τά Ελληνικά. Την Ελληνική Ιστορία δεν τήν δίδασκε "Ελληνας, άλλα... Τούρκος κα­θηγητής !
Ό σπουδαστής Φώτης μέ τήν πράξι του εκείνη έδήλωνε τήν παρουσία τής αλύγιστης ελληνικής ψυχής, στην όποια φωλιάζει ολοζώντανη ή αγάπη προς την Πατρίδα και ή πί­στα στις ακατάλυτες αξίες, γιά τις οποίες μάχεται ή Φυλή τών αιωνίων έφηβων.
"Ως τότε ή ζωή τοΰ Φώτη (γεννήθηκε στο Φρέναρος Αμμοχώστου) ήταν ζωή προετοιμασίας. "Αριστος σέ ήθος καί επιμέλεια στό Γυμνάσιο τής Αμμοχώστου. Ξεχώριζε ανάμεσα στους συμμαθητάς του και αργότερα ανάμεσα στους σπουδαστάς τοΰ Διδασκαλικού Κολλεγίου. Ή Αγγλία τόν είχε εκτιμήσει γιά τά σωματικά και πνευματικά του χαρίσματα και τού πρόσφερε υποτροφία, ποΰ τοΰ εξασφά­λιζε γρήγορη άνοδο ανάμεσα στον διδασκαλικό κόσμο τής Κύπρου. Άλλ' αυτός δέν δεχόταν τέτοιες προσφορές. Ή εθνική του συνείδησι θεωρούσε τήν υποτροφία τών "Αγ­γλων συνθηκολόγησι μέ τήν νόθο κατάστασι, πού επικρα­τούσε στην Κύπρο. Δέν ήθελε ν' άναρριχηθή φιλώντας τά πόδια τών αφεντάδων. Δέν εστεργε ν' άναδειχθή «έλέω άγ­γλοκρατίας». Τής ψυχής του τις λεπτές χορδές τις δονοΰσε» πάντα ό πόθος γιά τήν  άπελευθέρωσι τοΰ νησιού του.
Πρωτοδιωρίστηκε στην "Αχνα, κεφαλοχώρι τοΰ κάμπου τής Μεσαορίας. Ώς δάσκαλος μετάγγιζε στις αγνές ψυχές Χριστό κι Ελλάδα. Στό σχολείο ήταν αγαπητός και σεβα­στός. Στό χωριό υπόδειγμα. Έκεϊ ανέπτυξε και θαυμαστή δράσι εξωσχολική έθνικοθρησκευτική. Τό έργο τοΰ Κατή χητοΰ τό είχε στην πρώτη  γραμμή.   Ήξερε νά  μιλά άπ' ευθείας στις παιδικές ψυχές και νά τις ενθουσιάζω,  προσ­φέροντας τους άδολη πίστη, ελπίδα καί θάρρος.
Ταυτόχρονα ήταν και αρχηγός ομάδος τής ΕΟΚΑ, πού δρούσε στή γύρω περιοχή. Τό Νοέμβριο τοΰ 1955, οκτώ μήνες ύστερα άπό τήν εθνική πυρκαϊά τής πρώτης Απρι­λίου, ό αστυνομικός σταθμός τής "Αχνας δεχόταν τήν έπί-θεσί του. Ό Φώτης πολέμησε μέ τά παλληκάρια του γεν­ναία, μέ αποτέλεσμα νά παραδοθή ό σταθμός, κι αυτός ν' άποκομίσΐ) φεύγοντας ολο τόν οπλισμό, πράγμα σπάνιο κι απαραίτητο γιά τους άνδρες τής Όργανώσεως.
Ή αυτοκρατορία κινητοποίησε στρατό γιά τήν σύλληψί του. Ό ήρως αναγκάστηκε ν' άφήση τήν αγαπημένη του διδασκαλική έδρα. Δρασκελάει φαράγγια, πηδάει λόφους καί μάχεται μέ τους άλλους σταυραϊτούς, γιά νά προσφέρε τή λευτεριά στην σκλαβωμένη γή. "Ετσι πολεμα ώς τις 10 Ιανουαρίου τοΰ 1957, οταν συλλαμβάνεται άπό τά όρ­γανα τών "Αγγλων. "Οδηγείται στον αστυνομικό σταθμό τής Αμμοχώστου καί υποβάλλεται σέ ανήκουστα κι απάν­θρωπα βασανιστήρια.
"Ας αφήσουμε ομως τόν ίδιο νά μάς τά διηγηθή άπλα, λιτά, χωρίς στόμφο καί καυχησιολογία στό αυτόγραφο η­μερολόγιο του.   (Δημοσιεύομε αποσπάσματα  μόνο).
Πέμπτη   10-1-57
Μέ συνέλαβεν ή Αστυνομία (...) ή ώρα 4 π. μ. ξυλοκόπημα άπό τις 5 π. μ.-11 π. μ. στον σταθμόν Αμμοχώ­στου. Τό απόγευμα 3-5 και 9-11 μ. μ. ξυλσκόπημα. Ντϊ-αρ, Λίγκουϊτ, Ρόμαν (Μάριος), Όσμάν και άλλοι (Σ. Σ. οι βασανισταί είναι "Αγγλοι καί Τούρκοι). Ήμερα φρίκης, αγωνίας, πόνου. Σπάσιμο πλευρών. Παράλυσις δυνάμεων. Ουραιμία.   Κρύο.( Τό ημερολόγιο του, φωτοτυπία τοΰ οποίου δημοσιεύουμε, τό έγραφε στόν κενό χώρο τών σελίδων τοΰ βιβλίου «Άπό τήν Πηγήν τής Αληθείας», οτό όποιο υπάρχει αγιογραφικό ρητό καί σκέψεις πνευματικές γιά φυχική οίκοδομή τής κάθε ημέρας. Ή μελέτη τοΰ βιβλίου τούτου δείχνει τό πόσο ό α­γωνιστής Πήττας παρακολουθούσε πνευματικά τόν εαυτό του τρέφοντας   τον   μέ  τόν  λόγο  τοΰ   θεοΰ.)
Παρασκευή   11-1-57
Δέν μπόρεσα να σκεπασθώ μέ τις πατανίες( = κουβέρ­τες) από άπώλειαν δυνάμεων. Φρικτοί πόνοι, ξυλοκόπημα άπό 8-10 π. μ. και 3-5 μ. μ. Δέν έφαγα τίποτε άπό τήν Τετάρτη. Μόνο νερό. Μέ δυσκολία περπατώ. Μέ πολ­λές προσπάθειες σηκώνομαι. Μέρα και νύκτα γογγύζω άπό τους πόνους. Κάθε κίνησι και γογγυσμός. Ξαπλω­μένος μέ μαξιλάρι ψωμιά. Τραβώ μέ τό χέρι τά μαλλιά μου,   για  νά  σηκώσω τήν   κεφαλή   μου.
Σάββατον   12-1-57
Ή νύκτα πέρασε μέ φοβερούς πόνους και άγωνία(...). Άπό τις  8-10 π.   μ.   μέ  ξυλοκόπησαν, άγρια...
Κυριακή   13-1-57
(...) Ακούω τήν καμπάνα τοϋ αγίου Γεωργίου Έξορινοϋ νά κτυπά. Ή καρδιά μου κτυπά, άναγαλλίάζει. Παρα­καλώ τόν Παντοδύναμο νά μέ βοηθήση, νά μοϋ δώση κουράγιο και θάρρος για νά μπορέσω νά ανταπεξέλθώ στό μαρτύριο. Παρακαλώ νά μέ ενδυνάμωση. Νά μέ αξίω­ση νά ιδώ τήν Κύπρο μας ελεύθερη. Ημέρα αγωνίας. Τό  απόγευμα  μπαίνουν  στό   κελλί,   μέ  φοβερίζουν.
Δευτέρα   14-1-57
Τήν Κυριακή, χθές(...) έκανα τό τάμα μου. Μιά λαμπάδα ίση μέ τό ανάστημα μου. Νύκτα τρόμου και άγωνίας(...). ξυλοκόπημα άπό τίς 8-10 π. μ. και 3-5 μ. μ. Πάλιν σχεδόν νηστικός. "Ενα γάλα, γιαούρτι και νερό. Προσευχή.
Τρίτη  15-1-57
Μιά νύχτα, πού θά τήν θυμάμαι σ' όλη μου τή Ζωή (...). Στις 11 μ. μ. μέ πήραν στό γραφείο, όπου Βρήκα ότι μοϋ είπαν. Δυό ηλεκτρικούς προβολείς, πολύ ισχυρός εν­τάσεως. Μέ υποχρέωσαν νά κάθωμαι μέχρι τή ροδοδάκτυλη αυγή μπροστά σ' αυτούς: Σέ άπόστασι 12-15 ίντζών. Ζέστη. Μέ ψήσανε σιγά-σιγά. Τά χείλη μου σχημάτισαν κρούστα.
Τετάρτη   16-1-57
Ό ιδρώτας τρέχει αδιάκοπα. Αισθάνομαι ισχυρούς πο­νοκεφάλους. Μοϋ περιγράφουν σκηνές φρίκης. Πώς θά μέ κρεμάσουν κλπ. Απώλεια αισθήσεων. Μέ περιλούουν νερό.    Συνέρχομαι.   Μέ   μεταφέρουν   στό   κελλί   μου   δυό
Τούρκοι επικουρικοί,( Αστυνομικοί, που είχαν καταταγή τήν πε­ρίοδο εκείνη στην Αστυνομία ώς βοηθητικοί. Υποβοηθούσαν ά­ριστα τό έργο των βασανιστών τής αποικιοκρατίας καί εξυπη­ρετούσαν  πιστά   καί   δουλικά   τά   σχέδια   του  τυράννου.)ύποβαστόζοντές με άπό τις μα­σχάλες. Όλη μέρα τήν Τρίτη δέν μέ άφησαν νά κοιμη­θώ. Τρίτη και Τετάρτη ήμερες τρόμου, ανακρίσεων και αγωνίας.
Σάββατο   19-1-57
(...) Οι ανακρίσεις συνεχίΖουν νυχθημερόν. Ή καμ­πάνα κτυπά στην εκκλησιά του Άη-Γιώργη. Προσεύχομαι, παρακαλώ,   ευχαριστώ.
Κυριακή 20-1-57
Μέ ξύπνησε τό χαρμόσυνο σήμαντρο τής εκκλησιάς. Προσεύχομαι, άρχιζω νά ψάλλω. "Ο,τι ήξερα κι ο,τι μπο­ρούσα νά θυμηθώ άπό τη θεία Λειτουργία. Τό απόγευ­μα τραγουδούσα  πατριωτικά  άσματα.
Τρίτη   22-1-57
(...) Καθώς μέ βγάζουν τό πρωί και μεσημέρι (...) και τό βράδυ, ακούω τις γοερές κραυγές άνακρινομένων προσώπων. Ασφαλώς τους κτυπούν μέ τόν ίδιο κτηνώ­δη τρόπο  πού   μέ   κτύπησαν   καϊ   μένα.
Πέμπτη   24-1-57
Πληροφορούμαι, ότι φονεύθηκε ό Μάρκος Δράκος, ενας άπό τους καλύτερους αγωνιστές. Μέ λυπεί αυτά κατάκαρδα, άλλα καί δέν χάνω τά θάρρος καϊ τις έλπίδες μου. Πιστεύω στην έλευθερίαν τής Κύπρου, αργά ή γρή­γορα θά 'ρθή.
Σάββατον  26-1-57
Κτυπώ τόν τοίχον τού διπλανού κελλιοϋ. Δίδω τό σύν­θημα καί τό τραγούδι άρχίζει, όπως καί τις άλλες μέρες. Ό­λα περνούν μονότονα καί πληκτικά. Πάλι κτυπά ή καμπάνα γιά  τόν   εσπερινό.
Κυριακή   27-1-57
Μετά άπό τά πρωινά τροπάρια καί ψαλμούς πού γνώριζα, άρχισα νά σκέφτωμαι νά σχεδιάσω κάτι στον τοίχο. Συλλαμβάνω τήν ιδέα. Ή Ελευθερία μέ τό σπαθί ξεγυ­μνωμένο   καί  τή   σημαία  ψηλά.
Πέμπτη   31-1-57
Ανοίγει ή πόρτα, οπως συνήθως, τρίζουν οι αμπάρες. Παίρνω τη σούπα μου άπό λουβάνες,(λαθούρι) κρεμμύδια κλπ. Με­τά άπό λίγο ανοίγει ξανά ή πόρτα και μου λένε νά έτοιμασθώ( ..). Μου βάΖουν τις χειροπέδες (μέ παίρνει τό παράπονο), μέ άνεβάΖουν ατό αυτοκίνητο και μέ μετα­φέρουν στην Κοκκινοτριμιθιά. Νέα Ζωή. Γνωστοί και ά­γνωστοι.   Έληξε  τό  μαρτύριο.   Άρχίζει  νέο.
Τό ημερολόγιο αρχίζει άπό τις 10 Ιανουαρίου 1957 και τελειώνει 31 Ιανουαρίου 1957. Τα πιό πάνω αποσπά­σματα, οπως και ολο τό ημερολόγιο αποκαλύπτουν τόν πλούσιο ψυχικό και συναισθηματικό κόσμο τοΰ Πήττα. Δείχνουν τήν βαθειά και ζωντανή πίστι του στο θεό—προσεύχεται, ψάλ­λει, κάνει τό τάμα του. Φανερώνουν και τήν απέραντη α­γάπη του προς τήν ελευθερία—«Ή Ελευθερία μέ τό σπαθί ξεγυμνωμένο και τή σημαία ψηλά». Γι' αυτό και μόνος σ' εκείνο τό σκοτεινό κελλί, σχεδόν νηστικός, μέ αλλεπάλληλα τα σωματικά βασανιστήρια και αδιάκοπο τό ψυχικό μαρ­τύριο μένει αλύγιστος. Κάτι παραπάνω  έχει τό θάρρος νά ψάλλη, νά τραγουδά θούρια, νά ζωγραφίζη τους πόθους του, νά παρακινή και τους άλλους, στά διπλανά κελλιά, γιά τραγούδι. Ή καμπάνα τοΰ ναοΰ—ή μόνη επαφή του μέ τόν εξω κόσμο—άναζωπυροΰσε τήν πίστι του στό Θεό, τό πάθος του γιά τήν ελευθερία της Κύπρου. Κι είναι καί τούτο άξιο προσοχής: Τό ημερολόγιο του λιτό, γεμάτο ταπείνωσι καί πίστι, μας φανερώνει τόν άνθρωπο. Μας απο­καλύπτει τους ψυχικούς κραδασμούς του. Δέν θέλησε νά κάνη τόν ήρωα' νά γράψη κάτι γιά υστεροφημία. Γι αυτό δέν κρύβει τίς ανθρώπινες αδυναμίες του. Όμολογεΐ πώς πονάει, πώς υποφέρει, πώς δακρύζει, πώς τόν παίρνει τό παράπονο, πώς φοβάται. Ωστόσο ολα τά νίκησε μέ τή χάρι τοΰ Θεού και δέν υπέκυψε στά θεριά, τους ΆγγλοΤούρκους βασανιστάς δέν απεκάλυψε κανένα μυστικό.
Τό μαρτύριο άρχισε ήμερα Πέμπτη και τέλειωσε ήμερα Πέμπτη! Στά κρατητήρια άποδύθηκε σέ νέους αγώνες μέ τους άλλους γνωστούς καί άγνωστους κρατουμένους. Έκεΐ γνωρίστηκε καί μέ τόν Ανδρέα Κάρυο. Ό γενναίος αναγνω­ρίζει αμέσως τόν γενναίο. Εσμιξαν οι μεγάλες ψυχές τους. Τόν αγώνα, πού ακούσια διέκοψαν, βάλθηκαν νά τόν συνε­χίσουν μέ περισσότερη εντασι κι ορμή ανάμεσα στού; ελεύθερους φυλακισμένους.
Ό θεολόγος Μ. Μιχαηλίδης γράφει γιά τόν Γ. Κάρυο καί τόν Φ. Πήττα:
Ηταν ·δυό υπέροχοι νέοι, πού πρωτοστατούσαν σέ κάθε χριστιανική έκδήλωσι. Ταπεινοί, συνετοί, δραστήριοι. Ποτέ δεν έδωσαν αφορμή γιά παρεξήγησι(...). Έπεβάλλοντο μέ τό άνεπίληπτο παράδειγμα τους. Ή αρετή τους ακτινο­βολούσε στό πρόσωπο. Οι συμβουλές τους—σοφές καί οίκοδομητικές—μιλούσαν σ' όλων τις καρδιές (...). Μοΰ διηγόταν κάποια μέρα τα ιεραποστολικά του σχέδια, πού φλόγιζαν τήν καρδιά του. Το παράδειγμα του μ' έδίδασκε, ό ενθουσιασμός του μ' ενίσχυε, ή αγάπη του μέ οικο­δομούσε,  ή  πίστι  του  μέ  στήριζε».( Μιχ.  Μιχαηλίδη,  Ανατολή στο Στρατόπεδο,   Αθήναι   1962, σελ.   139-140.)
Ό Κάρυος ξεχώριζε κοντά στ' άλλα και για τή βαθειά γνώσι τής Αγίας Γραφής. Ήταν δεινός συζητητής γύρω άπό θέματα θρησκευτικά, τά όποια κατείχε γερά, αν και ήταν μονάχα τοΰ Δημοτικού. Πειστικός στο λόγο, απλός στους τρόπους, διηύθυνε κύκλο συμμελέτης Αγίας Γραφής μέ πολλή επιτυχία. Ήταν τόσες οί γνώσεις του γύρω άπό θέματα τής πίστεως, ώστε Ενας απόφοιτος Γυμνασίου ώμολόγησε:                                                          
— Όποια   απορία  έχω γιά  δογματικά,   ερμηνευτικά   καϊ απολογητικά θέματα,   καταφεύγω στον  Κάρυο.
Τά κρατητήρια τής αποικιοκρατίας τά θεώρησε ώς ιδιαίτερη ευκαιρία αύτοκαταρτισμοΰ και Ιεραποστολής. Πολ­λές πλανεμένες ψυχές βρήκαν τον δρόμο τής επιστροφής χάρις στον Κάρυο. Ταυτόχρονα κατέστρωνε σχέδια Ιερα­ποστολικά γιά μελλοντική δράσι, σάν θά 'ρχόταν ή ώρα τής γλυκιάς λευτεριάς.
Ό Φώτης Πήττας συχνά αποτραβιόταν σε κάποιο ή­συχο μέρος και βυθιζόταν στη μελέτη καϊ τήν καρποφό­ρα περισυλλογή. Τοΰ άρεσε ή ένδοσκόπησι, μακρυά άπό τους θορύβους και τις φωνες. Εκμεταλλευόταν κάθε στι­γμή, κάνοντας πολύωρη και γόνιμη συντροφιά μέ ηθοπλα­στικά βιβλία. Λιγόλογος πάντα. Αλύγιστος στίς αρχές του. Συνετός και μετρημένος, εδινε τόν τόνο στους κύ­κλους τής Αγίας Γραφής και πλούτιζε τή συζήτησι μέ τις λαγαρές και μεστωμένες σκέψεις του.
Κι οί δυο ήρωες—Πήττας και Κάρυος—είχαν τους με­γάλους πόθους και τά σχέδια τους. Ανυπομονούσαν νά βγουν εξω άπό τά Κρατητήρια, νά πολεμήσουν γιά τήν Πατρίδα. Κι άν ή ανάγκη το καλούσε, νά προσφέρουν τή ζωή τους ολοκαύτωμα στον  ιερό τής Πατρίδος βωμό.
Ναί' έπρεπε ν' αποδράσουν άπό κει μέσα...

Η  ΕΓΚΡΙΣΙ  ΤΟΥ  ΑΡΧΗΓΟΥ  ΔΙΓΕΝΗ 
ΓΙΑ  ΔΡΑπέτευσι ήλθε άπό μέρες. Το σχέδιο καταστρώθηκε μέ λε­πτομέρεια καϊ μυστικότητα... Ή νύκτα πέρασε γεμάτη προσ­μονή και προσευχή θερμή...
Το αυτοκίνητο, μέ δώρο τόν ξανθό καρπό—τά Βαρωσιώτικα πορτοκάλια—έφθασε. "Αγγλοι στρατιώτες και Τούρ­κοι αστυνομικοί τό φρουρούσαν κι επόπτευαν το ξεφόρτωμα. Κάποιοι βάλθηκαν νά τους κουβεντιάζουν, νά τους λένε αστεία, γιά νά τους αποσπάσουν τήν προσοχή. Έτσι οί τέσσερις κρατούμενοι πού ήταν σε μακρινά, χωριστά διαμερίσματα, παρά τόν αυστηρό αποκλεισμό, έφθασαν αθέατοι καί κλείστηκαν κάτω άπό τό όχημα σέ μιά ειδική κρύπτη.( Ή ηρωϊκη άπόδρασι καί διάσωοι οφείλεται σέ θ α ΰ μ α. Ό ένας άπό τους τέσσερις, ό Φρίξος Δημητριάδης, ηταν καθηγητης-μαθηματικός αργότερα  στην Κύπρο, γλύτωσε άπό βέβαιο θάνατο, γιατί τόν σκέπασε τοΰ θεού τό χέρι. Τό διηγείται μέ πολλή συγκίνησι. Τά στοιχεία τά σχετικά μέ τήν άπόδρασι άπό τό στρατόπεδον συγκεντρώσεως Πύλας μάς τά έδωσε ό ίδιος.)
Τέλειωσε κάποτε τό ξεφόρτωμα. Οί "Αγγλοι φρουροί έκα­ναν διπλή έρευνα στο αυτοκίνητο καί τό βρήκαν... έν τάξει !"Εφευγ' εκείνο στίς 11 τό πρωΐ τής 12 Μαρτίου τοΰ 1958, άδειο φαινομενικά, στην ουσία ομως φορτωμένο μέ τό πιο πολύτιμο φορτίο: Τέσσερις φλογερούς άγωνιστάς τής ΕΟΚΑ, πού έμελλε ν' άποβοΰν δυναμικά στελέχη. Δυο άπ' αυτούς —
ό Κάρυος καί ο Πήττας—θά δημιουργούσαν στην Κύ­προ τό σύγχρονο «Χάνι τής Γραβιάς»...
Τό αυτοκίνητο έφτασε στό ήρωϊκό Παραλίμνι καί ά­δειασε τό... φορτίο του σ' ενα παραλιακό περιβόλι. Ό ορί­ζοντας τής θάλασσας πλάτυνε τόν ορίζοντα τής γενναίας ψυχής τους. Στά βόρεια τοΰ χωριοΰ ή Αμμόχωστος, «ή πολιτεία μέ τό λουλουδένιο πρόσωπο» καί «τά ξανθά μαλ­λιά». Πέρα στό βάθος κάποια ψαροπούλα λικνιζόταν στ' ανάλαφρο κύμα.  'Από πάνω της σπαθάτα,  χιονάτα, καμαρωτά τα πουλιά της νοσταλγίας, οί γλάροι. Ή παρουσία τους, καθώς διέγραφαν ολόλευκες περισπωμένες πάνω άπό τον βαρκάρη, ήταν μια νότα νοσταλγική στή θαυματουρ­γική διαφυγή. Γλυκείες νοσταλγίες και πόθοι αναδεύτηκαν στις ψυχές τών ελεύθερων παλληκαριών. Διηγείται ό μαθηματικός Φρ. Δημητριάδης(αντιγραφή από χειρογραφό του)
«Μόλις έφθάσαμε, ή πρώτη μας μέριμνα ήτο νά εύχαριστήσωμεν τόν θεόν ολοι μαζί εις κοινήν προσευχήν και νά τόν παρακαλέσωμεν θερμά, οπως μας βοηθήση ν' άνταποκριθώμεν πλήρως εις τήν μεγαλην κλήσιν τής Πατρίδος μας και ν' άγωνισθώμεν μέχρι θανάτου, διά να τήν έλευθερώσωμεν. Είχα μαζί μου πιστόν σύντροφον καί τήν Καινήν Διαθήκην, διά τοϋτο τό απόγευμα έπροχωρήσαμεν είς ένα άπόμερον και ήσυχον μέρος ενός περιβολιού και έμελετήοαμεν τό 11ον κεφάλαιον της προς Εβραίους Ε­πιστολής τοϋ Απ. Παύλου: -Οι διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας (...) έφραξαν στόματα λεόντων, έσβεσαν δύναμιν πυρός, έφυγον στόματα μαχαίρας (...) έγενήθησαν ισχυροί έν πολέμω, παρεμβολάς έκλιναν αλλότριων (...) έν έρημίαις πλανώμενοι και δρεσι και σπηλαίοις και ταϊς όπαϊς τής γης...». Τι δύναμιν άντλήσαμεν άπό αυτά τό κεφάλαιον τής  Άγιας  Γραφής Ι».
Χωρίστηκαν κι οί τέσσερις μ' ενα θερμό αδελφικό ασπα­σμό τό βράδυ της 1ης Απριλίου του 1958, άφοϋ έδωκαν ΰπόσχεσι, πώς θα μείνουν για πάντα άδελφωμένοι. Ό Χριστ. Τρυφωνίδης έφυγε για τήν περιοχή Πιτσιλιας. Ό καθηγητής για τήν περιοχή της Σολέας. Ό Πήττας κι ο Κάρυος για τή Με-σαορία. Ό καθένας τους ήταν κι ενα ηφαίστειο. Λάβα σκόρ­πιζε στο διάβα του. Ό δυνάστης τους φοβόταν. Έκαμε τό πάν, για νά τους ανακάλυψη. Μάταιος κόπος...
Πέντε μήνες υστέρα άπό τήν άπόδρασί του ό Πήττας έστελλε τούτη τήν επιστολή σέ κάποιον κρατούμενο. Τό κεί­μενο της δείχνει τόν αγνό πατριωτισμό του, τίς ανησυχίες του και τήν πίστι του γιά τήν τελική νίκη,
άλλα καί τήν αγάπη του γιά τις χιλιάδες, πού «στενάζουν ακόμη κλει­σμένοι στοΰ κατακτητοϋ τά ναζιστικά στρατόπεδα».
22  Αυγούστου   1958 "Αγαπητέ...
Πέντε μήνες έχουν περάσει, άπό τότε πού ό Κύριος μας κάλυψε μέ τόν πέπλο του, γιά νά περάσουμε μπρο­στά άπό τά μάτια τοϋ λυσσασμένου "Αγγλου φρουρού(...). Αυτή τή στιγμή (...)
φέρνω στή σκέψι μου τίς χιλιάδες αδέλφια, πού νυχθημερόν στενάζουν κλεισμένοι στοΰ κα­τακτητοϋ τά ναζισπκά στρατόπεδα (...) τίς δυό χιλιάδες οικογένειες, πού έχουν άπό χρόνια στερηθή τόν πατέρα, τόν αδελφό ή καί τους δυό μαζί(...). Είναι στιγμές πού ή καρδιά τοϋ άνθρωπου πλημμυρίζει άπό παράπονο, ραγιζει καί θέλει νά γίνη χίλια κομμάτια, βλέποντας τό δρά­μα τοϋ Ελληνικού Κυπριακού λαοϋ, τήν τραγωδία τής Κύπρου μας. Μιά δράκα "Ελληνες(...) αγωνίζονται, γιά νά διώξουνε μιαν αυτοκρατορία, ν' άντιμετωπίσουνε ένα βάρβαρο λαό σάν τους Τούρκους καί νά αντεπεξέλθουν στους κόκκινους εχθρούς τοϋ αγώνος.
Κι αναλογίζομαι μήπως δεν είναι οί Ίδιοι αυτοί "Ελληνες, πού γιά εκα­τοντάδες χρόνια Ζούσαν σκλαβωμένοι, σέ μιά ληθαργική καταστασι, πού δύσκολα πίστευε κανείς πώς είναι "Ελ­ληνες!
Ναι! 'Από τήν Ίδια ύλη είναι φτιαγμένη ή καρ­διά τής Κύπρου, άπό τήν όποια τράφηκε κι ή καρδιά τών Μαραθωνομάχων, τών Σπαρτιατών, τών κλεφτών τοϋ '21 καί τών παλληκαριών τοϋ '40(...). "Οσον πιό σύντομα θά έξαγνισθή ή Κύπρος μας, γιά νά ριχθή στην αγκαλιά τής  Μάννας.   Οί  θυσίες  όδηγοϋν  προς  τή  Λευτεριά(...).

Χαιρετισμούς σ' όλους ανεξαιρέτως τους κρατουμένους αδελφούς. Λυπούμαι γιατί βρισκόμενος κοντά σας, δέν είχα τόσο μεγάλη καρδιά, πού νά περιλάβη τόν καθένα. (Περισσότερο μέ λυπεί ή σκέψι μήπως οί αδελφοί πρώην συγκροτούμενοι, δέν μπορέσουν έστω καί τώρα νά αρθούν στα σημείο, πού ή κατάστασι απαιτεί).
Αδέλφια, ό κάθε αγωνιζόμενος είναι κι ελεύθερος. "Ο­λοι άδελφωμένοι, μονιασμένοι μέ τοϋ Θεοϋ τήν βοήθεια, ας βαδίσωμε τόν δρόμο τοϋ Γολγοθά, τόν δρόμο προς τή   Λευτεριά.
Μέ   αδελφική   αγάπη Φώτης
Ή επιστολή γράφτηκε άπό τόν ήρωα   ελάχιστες   μέρες πριν άπό τήν μεγάλη μάχη στον αχυρώνα τοΰ Λιοπετρίου.

ΑΠΟ     ΤΙΣ     30     ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
του 1958 ό Φώτης είχε φθάσει στά κοκκινοχώρια μαζί με τον άλλον ή­ρωα, τον Ηλία Παπακυριακοΰ. Ήταν κι ό Ηλίας ψυχή γεμάτη ασίγαστο πόθο για τη λευ­τεριά της Κύπρου. Γεννημένος στή Λυθράγκωμη της Αμμοχώστου (25 Ιανουαρίου 1936) γαλουχήθηκε α­πό νωρίς μέ τα ελληνοχριστιανικά ιδανικά. Άπό μικρός παρουσίαζε πρώιμη εξυπνάδα και ωριμότητα. Στο Γυμνάσιο διακρινόταν για τήν έπίδοσί του στον αθλητισμό. Σάν ανέμισε το ράσο του ό Εθνάρχης και σάν σάλπισε πολεμικό παιάνα ο Διγενής, ό τελειόφοιτος μαθητής του Γυμνασίου Ηλίας δέν έδίστασε ν' άφήση τα μαθήματα γιά χάρι τοΰ Αγώνος. Δέν πρόφτασε νά πάρη τό απολυτήριο τοΰ Γυμνασίου. Τό σχολείο του ομως, τιμών­τας τήν προσφορά της ζωής του και τον αγνό του πατριω­τισμό, τοΰ απένειμε τό απολυτήρια μετά θάνατο.
Ως τις αρχές τοΰ 1957 εργάζεται γιά τον αγώνα θαρ­ραλέα και τολμηρά, μέρα-νύχτα. Κάποτε προδόθηκε. Αναγ­κάστηκε τότε νά φυγή άπό τό Βαρώσι, τήν πόλι τών για­σεμιών και τών πορτοκαλιών, δίνοντας τον ορκο, πώς δεν θά συλληφθή ποτέ ζωντανός. Είπε στή μάννα του:
—Η θά 'μαι στους Ζωντανούς αγωνιστές ή στους πεθα­μένους.
Τήν ασπάσθηκε κι έφυγε. Εσμιξε κι αυτός μέ τ' άλλα παλληκάρια της ΕΟΚΑ, πού κατέπλησσαν τον κόσμο μέ τ' ανδραγαθήματα τους. Τό λεβέντικο ανάστημα του, ή επι­βλητικότητα κι ή αγάπη του προς τον Θεό και τήν Πατρίδα, τον έκαμαν σεβαστό κι αγαπητό ανάμεσα τους. Μ' ενα του λόγο κατακτούσε ολους.
Ό λαός τον γνώριζε μέ τ' όνομα Μακρής. Ή Όργάνωσι τον ήξερε Ξάνθο, Σαχτούρη, Τέλλο, Ίώβ. Τά κατορθώματά του στην περιοχή Λύσης-"Ασσιας ( κεφαλοχώρια της επαρχίας Αμμοχώστου), άπό τον Μάρτιο τοΰ 1957 κι επειτα, σπάζουν τό ηθικό τοΰ έχθροΰ, αναπτερώνουν τό φρόνημα τοΰ λαοΰ. Συμβουλεύει τους άνδρες του, τους εμπνέει, τους ελέγχει. Μερικούς τους τιμωρεί αυστηρά, ο0ταν δέν στέκωνται στο υψος τους.
Μια νύκτα τοΰ Ιουλίου τοΰ 1958, περπατώντας μέ κάποιο συναγωνιστή του, βλέπουν απέναντι τους τους προβολείς ενός στρατιωτικού αυτοκινήτου. Οι Αγγλοι τους είχαν κιόλας ρίξει τις πρώτες ριπές. Δέν χάνει τό θάρρος του ο Μακρής. 'Οπλίζει μ' αστραπιαία ταχύτητα τ' αυτόματο του, βάλλει στην κατεύθυνσι τών προβολέων και τους σπάζει. Μέ μιας απλώνεται γύρω σκοτάδι. Οί εχθροί ρίχνουν στά σκοτεινά  κι δ Μακρής τό ίδιο. ' Αποτέλεσμα: Τραυματισμός τοΰ ήρωος στο πόδι και θάνατος δυο  Αγγλων στρατιωτών. Δέν λυπή­θηκε πού τραυματίστηκε. Τοΰ στοίχισε ομως, γιατί δέν μπό­ρεσε νά λάβη μέρος στην ήρωϊκή έπίθεσι, πού έκαμε ο αθά­νατος Πήττας  ενάντια στο δυνάστη, στή Λύση.
Στρατιωτικός αποκλεισμός ανάγκασε τον Ηλία (Μακρή) νά κλειστή τότε σ' έναν αχυρώνα. Σέ λίγες μέρες πήγε σ' ενα δεύτερο αχυρώνα γιά περισσότερη ασφάλεια. Τό κλείσιμο τον ωφέλησε. Γιατρεύτηκε τό πόδι του. Στις 30 Αυγούστου συναντάται μέ τόν Πήττα. Οί δυο ήρωες αντά­μωσαν ύστερα στά περβόλια, ανάμεσα Λιοπετρίου και Αύγόρου, τους άλλους δυό: Τόν Κάρυο και τόν Χρήστο Σα­μαρά.
«Ήταν μιά συνάντηση εγκάρδια, γιατί άνεπτέρωνε μιά παλιά φιλία τών τεσσάρων γιά τό μέλλον... Και οί τέσσε­ρις μαζί ξεκινούν γιά τό Λιοπέτρι μέ σκοπό νά εκπαιδεύ­σουν τήν ομάδα τοΰ χωριοΰ. Ένω ομως ολα φαινόντουσαν ευχάριστα στο Λιοπέτρι, πολλοί στρατιώτες περικυκλώνουν τό χωριό».( Περιοδ. «Φωτεινοί "Ορίζοντες», τεύχος 12, Νοέμβριος 1963,   σελ.   499) Ό Ηλίας Παπακυριακοΰ θά πρόσφερε σέ λίγο, στο άνθισμα της νιότης του, τή ζωή του στον βωμό τής Πατρίδος,  πού  είχε  τόσο πολύ αγαπήσει.
Ο     ΧΡΗΣΤΟΣ     ΣΑΜΑΡΑΣ
γεννήθηκε το 1925, την ήμερα των Τριών Ιεραρχών, στο Λιοπέτρι. Ζωηρός καί καλόψυχος, εύθυμος και ΰπομονητικός, με την χωριάτι­κη παρρησία. Πήγε μονάχα ως την Γ' Δημοτικού. "Εζησε για τρία χρόνια βοσκός. Υστερα πήρε νά καλλιεργή τη γη καί τα μυρωμέ­να περιβόλια τής κοκκινογής τοϋ Λιοπετρίου. "Ομως διάβαζε. Στη βοσκή είχε μαζί του στή ρουρκα (=δερμάτινο σακκί) βιβλία εθνικά καί θρησκευτικά. Τις Κυριακές, μέ σιδερωμένη τήν κυπριακή άλατζιά, στεκόταν στο ψαλτικό, στο πόδι τοϋ ψάλτη πατέρα του. Αργότερα προχώρησε στή μουσική του κι έγινε ενας σεμνός ψάλτης. Πρωτοστατούσε σ' ολες τις εθνικές καί θρησκευτικές εκ­δηλώσεις. Ήταν άπό τους Ιδρυτάς τής ΟΧΕΝ τοϋ χωρίου του  καί στέλεχος γερό τής  ολης προσπάθειας.
Ό δάσκαλος του Θεόδ. Ί. Όρφανίδης διηγείται πώς ο Χρήστος (τόν ώνόμαζαν καί Ξάνθο γιατί ήταν ξανθός) ήταν «μελετηρός καί ευσεβέστατος».  Καί συνεχίζει:
«Γέννημα κι άνάθρεμμα μιας αγροτικής χριστιανικής κι ελληνικής οικογενείας τής Κυπριακής υπαίθρου(...). Τοϋ άρεσε πάντα όταν ήμαστε μαζί νά τοϋ διηγούμαι καί νά τοϋ δίδω νά διαβάζη βιβλία τής αρχαίας Βυζαντινής καί Νεωτέρας Ελληνικής Ιστορίας. Πάντα τοϋ άρεσαν οι ή­ρωες τοϋ '21 καί ή Φιλική Εταιρεία. Άνεμείχθη στην ΟΧΕΝ επαρχίας Αμμοχώστου καί στην ΠΕΚ τοϋ χωριού του. Ειλικρινής, τολμηρός, τιμιώτατος καί λιτοδίαιτος καί έμπιστος   φίλος».( Θεοδώρου  Ί.  Όρφανίδη, Διδασκάλου,  Οι ήρωες τοϋ Αχυ­ρώνα τοϋ Λιοπετρίου,  Έφημ.  «Μάχη», 2 Απριλίου  1961.)
Ώς μέλος τής ΟΧΕΝ  καί συνειδητός Χριστιανός ανέ­πτυξε  πλούσια ιεραποστολική  δράσι.   Ό  πνευματικός  του καθοδηγητής,( π. Σταύρος Παπαγαθαγγέλου (η Παπα-Σταύρος), άπό τους βασικούς στρατολόγους-ίερείς τής ΕΟΚΑ καί ένας   άπό τους 4 εξόριστους τών Σεϋχέλλων.)
οταν  τοϋ ζητήσαμε  κάποιες  πληροφορίες, μάς είπε χαρακτηριστικά:
«Ό Χρήστος ήταν ή πιό ευλογημένη μορφή τοϋ Α­γώνος. Μιά περίοδο είχε εισπράξει άπό τά καρπούζια του 600 λίρες (κοντά 54.000 δραχ.) κι όμως άπ' αυτές δέν διέθεσε ούτε μιά πεντάρα γιά τήν οικογένεια του! Μ' αυτές αγόρασε θρησκευτικά βιβλία καί τά διένειμε δωρεάν στό Λιοπέτρι καί ατά γύρω χωριά, προσ­παθώντας νά όδηγήοη στην έΕομολόγησι καί στην μετά­νοια ιδιαίτερα τους νέους ανθρώπους. Επί αρκετό διά­στημα κάθε Κυριακή μοϋ έφερνε στή Λευκωσία κάπου 30 άτομα γιά έξομολόγησι. Καί κάθε φορά, ΰστερα άπό τήν ιεραποστολική αυτή δουλειά, έβλεπα τό πρόσωπο του νά λάμπη, ν' άστράφτη άπό χαρά. Ή θρησκευτικότης των κατοίκων τοϋ Λιοπετρίου οφείλεται κατά μέγα μέρος στον Χρ.   Σαμάρα».
ΤΙ καρδιά του ήταν σπλαγχνική, συμπονετική. Ή μάννα του διηγείται, πώς μια φορά ό Χρήστος είδε στό δρόμο ένα ζητιάνο ντυμένο στα κουρέλια. Ετρεξε, έβγαλε τά ρούχα του καί τ' άλλαξε μέ τόν ζητιάνο!
Στην ΕΟΚΑ είχε καταταγή άπό νωρίς. Τήν πρώτη ήμερα της εμφανίσεως τής Όργανώσεως (1η Απριλίου 1955) ήταν μέ τήν ομάδα τών παλληκαριών τοϋ Αυξεντίου, πού έδρασε τις αυγινές ώρες τής ιστορικής εκείνης ημέρας.
Στις αρχές τοϋ 1956 άφηνε οικογένεια—γυναίκα καί παιδιά—κι έφευγε γιά τά βουνά. Σ' ολο τό διάστημα είχε διακριθή ώς αρχηγός σε πολλές μάχες μέ πλούσια εθνική δράσι. Συνεργάται καί φίλοι του στενοί ήταν ό Αυξεντίου, ο συγγενής του Κάρυος κ. ά. Στό χωριό ερχόταν μυστικά. Ό ερχομός του συνδυαζόταν μέ έργο κοινωνικό καί εθνικό. Κρυμμένος στην εκκλησιά συμφιλίωνε τους συγχωριανούς του, τους έκανε ν' αγαπιούνται. Προίκισε τότε μιά φτωχή κοπέλλα, έτρεξε σ' άλλο χωριό, βρήκε τόν άρραβωνιαστικό της, πού τήν είχε εγκαταλείψει, καί τους συμφιλίωσε. Τήν Ιδια περίοδο βοήθησε άπό τις ελάχιστες οικονομίες του εναν πολύτεκνο οικογενειάρχη. Πολλές φορές οι εχθροί τοϋ εθνι­κού αγώνος τής Κύπρου τόν έπαιρναν είδησι καί τόν έπρόδιδαν στους Εγγλέζους, οι όποιοι για αντίποινα συνελάμβαναν τον ιερέα τοΰ χωριοϋ και τον βασάνιζαν. Ό Σαμαράς έμαθε κάποτε, πώς το μικρό του παιδάκι έπεσε σέ λάκκο και πνίγηκε. Ετρεξαν κάποιοι καλοθεληταί να βάλουν σκάν­δαλα στο σπίτι του και να τοΰ πουν, πώς για το ατύχημα έφταιγε ή γυναίκα του. Μα κείνος απάντησε ήρεμα με τον Ίώβειο λόγο: «Ό Κύριος έδωκεν, ό Κύριος άφείλατο» (Ίώβ α' 21).
Οί πιο αγαπημένες του φράσεις, στα χρόνια τα πολεμικά, ήσαν: «'Εάν μη Κύριος φυλάξη πόλιν, είς μάτην ήγρύπνησεν ό φυλάσσων» (Ψαλμ. ρκστ' 1)' και «πρώτα υπέρ Πί­στεως και υστέρα υπέρ Πατρίδος». Ένας συμπολεμιστής του τοΰ παρετηρησε κάποτε, πώς δεν πρέπει να πολυδιαβάζη την Κ. Διαθήκη, όποτε ό ήρως τοΰ απάντησε:
— "Ενας     για     νά     είναι     πατριώτης    πρέ­πει      νά      είναι      καλός      Χριστιανός.
Εννιά μέρες πριν από την επική μάχη τοΰ άχυρώνος, ό Σαμαράς κυνηγημένος άπό τους Εγγλέζους κρύφτηκε σέ μια θημωνιά. Οί στρατιώτες πέρασαν άπό δίπλα του, άλλα δεν τον άνεκάλυψαν. Ακόμη και τ' ανιχνευτικά σκυλιά τους τον προσπέρασαν. Έκπληκτος είπε τότε ό ήρως:
«"Εγινε θαϋμα. Μόλις έφυγαν οί στρατιώτες, παρου­σιάστηκε μπροστά μου ένας γέροντας. "Ητανε ό Άπ. Ανδρέας. Στάθηκε ό λευκασμένος πρεσβύτης, μέ κύτταξε μέ τό φωτεινό του πρόσωπο, μοϋ είπε πώς αυτός μέ γλύτωσε και πρόσθεσε: —Μετά άπό εννιά μέρες θα χυθη   τό   αίμα   σου»!...
ΟΛΑ   ΠΡΟΧΩΡΟΥΣΑΝ   ΚΑΛΑ   ΣΤΟ   ΗΡΟΤΚΟ   ΛΙΟΠΕΤΡΙ. Σέ κείνο τό χωριό π' απλώνεται στον κάμπο τον πλατύ της Μεσαρκάς—πού σάν «γιωρκήση ταΐζει μάννες τζιαι παιδκιά», οπως λέει ή Κυπριακή παροιμία—οί τέσσερις άγωνισταί δίνουν λύσεις σέ ζητήματα της Όργανώσεως, εκ­παιδεύουν τους νέους στην τεχνική τοΰ αγώνος και ταυτό­χρονα τους εμπνέουν.
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα της 1 Σεπτεμβρίου, οταν τά σκυλιά τοΰ Λιοπετριοΰ ξεκουλουριάστηκαν. Τέντωσαν τ' αυτιά, δοκίμασαν νά γαυγίσουν' αρκέστηκαν ομως ν' άλυχτήσουν ανατριχιαστικά. Τό τυφλό ένστικτο κάτι τους προ­μηνούσε... Σέ λίγα λεπτά ακούστηκαν καθαρά θόρυβοι στρατιωτικών οχημάτων, πηδήματα, βαρύ ποδοβολητό. Πλά­κωσαν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις κι απλώθηκαν σ' ολο τό χωριό. Γύρω-γύρω τό 'ζωσαν πλήθος όργανα της αποι­κιοκρατίας. Οί πληροφορίες ήσαν σαφείς καί ακριβείς. Ή προδοσία έκανε καλή δουλειά.
Ό Κάρυος, ό Σαμαράς, ό Παπακυριακοΰ κι ό Πήττας σκέφτηκαν προς στιγμή νά φύγουν. Μα βρέθηκαν αντιμέ­τωποι μέ τον στρατό καί παραιτήθηκαν. Αποφάσισαν νά μπουν σ' ενα αυτοκίνητο, πού τους περίμενε, καί καθώς εκείνο θά 'βγαινε, αυτοί θά πυροβολούσαν συνεχώς, ώσπου νά σπάσουν καί νά ξεφύγουν άπό τόν κλοιό. Τόλμησαν. Οί πυροβολισμοί τους σκότωσαν ενα στρατιώτη, έγιναν ομως αφορμή ν' αρχίσουν άπό παντού καταιγιστικά πυρά. Μια λύσι απόμενε. Νά συμπτυχθοΰν στό χωριό, νά πολεμήσουν καί νά πέσουν μέ ένδοξο θάνατο. Γιά παράδοσι ούτε σκέψι!
Κλείστηκαν τότε κι οί τέσσερις στον αχυρώνα τοΰ Κάλ­λη. Γιά τόν Παπακυριακοΰ ήταν ό τρίτος αχυρώνας της ζωής του...
Ήταν 4η πρωινή. Ένα αυγινό καχεκτικό φθινοπω­ρινό αεράκι δοκίμασε νά φυσήξη, άλλα προτίμησε νά στα-ματήση...
Ξύπνησε τό Λιοπέτρι. Ό στρατός μάζεψε ολους τους κατοίκους κι ως τις 3 τό απόγευμα έκανε ανακρίσεις. Αλ­λοι στρατιώτες πήγαν προς τόν αχυρώνα. Τόν έψαξαν προσεκτικά. Δεν βρήκαν τίποτε. Πήγαν δεύτερη φορά. Ε­ρεύνησαν. Τίποτε!
Αρχισε νά βραδυάζη. Ή νύκτα σκέπασε τή φύσι μέ τόν πένθιμο πέπλο της. Ό καθαρός ουρανός ήταν κατά­στικτος άπό τά τρεμάμενα αστέρια, πού κύτταζαν κάτω δειλά, φοβισμένα. Οί Λιοπετρΐτες ξαγρυπνούσαν σιωπηλά μέ τήν αναπνοή συγκρατημένη, άλλα μέ πίστι κι ελπίδα στό Θεό. Στον ταπεινό τόν αχυρώνα οί ήρωες ετοιμάζον­ται. Της πνοής τους τόν ρυθμό τόν κυβερνούν μέσ' στην αντάρα, πού πρόκειται νά ξεσπάση. Δεν τους φοβίζει ή άγρια φάρα. Ή γενναία ψυχή τους δέ λογιάζει αριθμό. Είναι έτοιμοι νά κτυπήσουν καί νά πέσουν.  «Νά πεθανίσκις  εχ Χαρά (=εΐναι χαρά) γιά τούντ' τή γήν τζιαΐ μό­νον». Σέ λίγο τούτος ό παραγνωρισμένος τόπος θά γίνη κάστρο απόρθητο,  οχυρό  άπαρτο,  προσκύνημα,  σύμβολο...
Πέρασαν τα μεσάνυκτα. Οι στρατιώτες πάνε στο σπίτι τοϋ Καλλή. Κτυπούν βαριά την πόρτα. Ανοίγει. Τά ερω­τήματα κι οί απειλές πέφτουν βροχή.
—Ποΰ κρύβονται οί  καταζητούμενοι;
Ό Κύπριος χωρικός σιωπα. Ό βράχος, μιλα ό βράχος; Ό βράχος βλέπει κι ακούει. Τίποτ' άλλο.
Κάποιος στρατιώτης άρπαξε το νοικοκύρη, τόν έσυρε βίαια ώς τόν αχυρώνα, τόν έβαλε γιά προκάλυμμα κι άρχισε νά πυροβολή προς την καμωμένη από ξερολιθιά χαμοκέλλα. Οι άγωνισταί σιγούν. Δέν απαντούν ούτε με φω­νές ούτε με πυρά.
Λύσσαξαν οί "Αγγλοι, τά 'βαλαν με τόν Καλλή και την οικογένεια του. Τόν απείλησαν, τόν κτύπησαν. Μά 'κεΐνος έμενε αμίλητος.
Ξημέρωσε ή άλλη μέρα, 2 Σεπτεμβρίου. Νέες φωνές, νέες απειλές, νέος αποκλεισμός στο χωριό, νέο κύμα βασανιστη­ρίων γιά τόν Παναγιώτη τόν Καλλή, τόν Ιδιοκτήτη τοϋ αχυ­ρώνα.
Πήρε ν' άνεβαίνη ό ήλιος, νά πυρώνη τή γή. Οί στρα­τιώτες πλησίασαν τόν αχυρώνα καί πήραν νά τόν κυκλώ­νουν, οταν άρχισε άπό μέσα ή έπίθεσι τών ηρώων. Ή μάχη ήταν σκληρή μά οί ψυχές τών αγωνιστών δέ λυγί­ζουν. Κάστρα γίνονται τά στήθη. Λιονταρίσιες οί καρδιές. Ψηλά κρατάνε τή θεία δάδα  καί πολεμούν.
Ένας "Αγγλος, που ήξερε Ελληνικά, τους φώναξε δυ­νατά ζήτησε νά παραδοθούν. Καί τότε βρόντησε άπό τόν αχυρώνα ή γνώριμη φωνή τοϋ Λύσανδρου, τοΰ θρυλικού Σαμαρά, δπως τήν άκουσαν καί το μαρτυρούν γείτονες τοΰ πανένδοξου αχυρώνα:
—Μολών    λαβε!
Η Ελληνική Ιστορία επαναλαμβάνεται άλλη μιά φορά! Ό Λεωνίδας ξαναζή...
Σταμάτησαν λίγο οί πυροβολισμοί, γιά ν' αρχίσουν πυ­κνότεροι καί σφοδρότεροι κι άπ' τά δυο μέρη. Κόλασι ή φωτιά καί το μολύβι. Το «οχυρό» κτυπιόταν μέ βαριά οπλα. Τριών τύπων χειροβομβίδες έριξε ό στρατός. Καί κοντά σ' αυτές 11 βόμβες τύπου ρουκέττας καί πλήθος κα­πνογόνα. Τ' αποτελέσματα μηδαμινά.
Οί στιγμές ήταν συγκλονιστικές. Οί γυναίκες τοΰ Λιοπετριοΰ παρακολουθούσαν άπό τις σχισμές τών παραθύ­ρων τις νευρικές κινήσεις τών στρατιωτών, άκουγαν τους ξερούς κροταλισμούς τών πολυβόλων ανάμικτους μέ τίς στριγγιές φωνές τών αξιωματικών, πού μέ τά περίστρο­φα στο χέρι παρώτρυναν τους «γενναίους» τους γιά έφόρμησι, καί λυσσασμένοι έδιναν οδηγίες γιά τήν κατάληψι τοΰ «όχυροΰ»!
Στό Αύγόρου, το χωριό τοΰ Κάρυου, ή μάχη ακουγόταν καθαρά. Οί καπνοί της ανέβαιναν ψηλά κι έδιναν τήν έντύπωσι μιας τεράστιας πυρκαϊάς. Ή ψυχή τής μάννας έχει κάτι αθέατους δέκτες, πού συλλαμβάνουν μυστικά καί ξαφνικά κάποιες γνώριμες φωνές, τών σπλάγχνων της φωνές. Το ίδιο συνέβη καί μέ τή Φλουρέντζα τού Αύγό­ρου, τή μάννα τοΰ Κάρυου. "Ακουσε τήν αντάρα τής μά­χης καί κάτι ψυχανεμίστηκε. Βγήκε στό ξωπόρτι, σήκωσε τη μαντήλα πού σκέπαζε το σκαμμένο από τό μόχθο και τον χρόνο πρόσωπο, έβαλε τήν ανοιχτή άπαλάμη πάνω από τα φρύδια, για να της σκιάζη τον ήλιο, κάρφωσε τό βλέμμα κατά τό Λιοπέτρι, είδε θαμπά τους καπνούς, σταυροκοπήθηκε και πρόφερε:
— Δύναμι, γυιέ μου' νά πεθάνης λεβέντης!..
Κάποια στιγμή ο έ'νας από τους άγωνιστάς έκαμε ηρωική έξοδο μέσ' άπό τους καπνούς πυροβολώντας ασταμάτητα. Ήταν πήδημα θανάτου, γιατί ό χώρος ήταν ακάλυπτος. Τό 'ξερε' μά τό 'καμε. "Επεσε σάν ήρως!...
"Εγινε νέα έφοδος τοΰ στρατού, γιά νά καταληφθη ό αχυ­ρώνας. «Άπεκρούσθη ομως με καταιγιστικόν πϋρ». Κορμιά στρώθηκαν κατά γης. Κάποιος στρατιώτης προχώρησε πιο μέσα, δέχτηκε μια ριπή πολυβόλου. Απάντησε, μέ αποτέ­λεσμα νά σκοτώση τον δεύτερον ήρωα, πού προσπαθούσε ν'  άποτρέψη μέ  τις  ριπές του  έφοδο  τοΰ  στρατού.
Πέρασε τό μεσημέρι. Οι προσπάθειες τοΰ κατακτητοϋ αποτύγχαναν οικτρά. Φρύαξαν άπ' τό κακό τους οί σι­δηρόφρακτοι, γιατί οί απώλειες τους ήταν μεγάλες.
Ό Διγενής σέ επιστολή του προς τον τότε Ελληνα Πρό­ξενο στην Λευκωσία Α. Φρυδάν, έγραφε μετά οκτώ ή­μερες  (10  Σεπτεμβρίου 1958):
«Εις τό Λιοπέτρι αί άπώλειαι των Αγγλων πρέπει νά είναι πολύ σοβαραι'. 'Έλλην αστυνομικός είδε 7 νεκρούς και αρκετούς τραυματίας. Ό ταξίαρχος έκλαιεν απροκά­λυπτα μόλις αντίκρυοε τήν σκηνήν, ό δέ αστυνόμος Βαρωσιων αφιχθείς έκεϊ, έπυροβόλησε μέ τό πιστόλι τα πτώ­ματα   τών   νεκρών   άπό   τήν   λύσσαν   του».
Οί δυο ήρωες πού απόμειναν θά 'χαν κερδίσει τή μά­χη (μήπως δεν τήν είχαν ουσιαστικά κερδίσει;) αλλα οί εχθροί ηταν πολυάριθμοι, αντιμετώπιζαν επί 6 Ώρες πάνω άπό 200 Βρεταννοϋς στρατιώτες, πού είχαν ένισχυθή και μέ Τούρ­κους αστυνομικούς άριστα έξωπλισμένοι, μέ υπεροχή οπλων ασύγκριτη, πολεμώντας άπό θέσεως ισχύος, Δέν ξέρω, αν οί διεθνείς κανονισμοί πολέμου κι ό στοιχειώδης ανθρω­πισμός—πρέπει νά ΰπάρχη καί στον πόλεμο ανθρωπισμός— επιτρέπουν στο ισχυρότερο στρατόπεδο τέτοια σαδιστικά μέτρα. Οί «γενναίοι» της Αγγλίας, υστέρα άπό βαρείες απώ­λειες, πέτυχαν ν' ανέβουν στή στέγη τοΰ αχυρώνα. "Ανοι­ξαν μιά τρύπα κι άπό κει ερριξαν άφθονη βενζίνη στο στοι­βαγμένο άχυρο. Κατέβηκαν καί μ' ενα φλογοβόλο έβαλαν φωτιά. Επανέλαβαν δηλαδή τό ίδιο βάρβαρο κι απάνθρω­πο άνοσιούργημα τοΰ Μαχαιρά,  στην  περίπτωσι  τοΰ  Αύξεντίου. Τ' άχυρο—εύφλεκτο υλικό—και τά έπιπλα τοΰ συνεχόμενου σπιτιού, πήραν αμέσως φωτιά. Τους δυο ή­ρωας, πού προσπάθησαν να πεταχτούν έξω πυροβολώντας, τους κάλυψαν οί καπνοί, τους έζωσαν οι θεόρατες φλόγες, τους κτύπησαν οί σφαίρες από τά δαιμονισμένα πολυβόλα.
Κόπασαν οί ριπές. Σιγή θανάτου απλώθηκε παντοϋ. Καθώς οί φλόγες αγκάλιαζαν κι έγλειφαν τον ρημαγμένο αχυρώνα, καθώς οί καπνοί ανέβαιναν ψηλά, κατακόρυ­φα, οί ψυχές αγνές, καθάριες, πετούσαν στην αθανασία, μέ συνοδεία τις φλόγες, τους καπνούς τής μάχης καί τη δόξα. Οί "Αγγλοι άνταποκριταί, πού ήταν πάντα φειδω­λοί σέ λόγια εγκωμιαστικά γιά τά παλληκάρια της ΕΟΚΑ, μίλησαν μέ θαυμασμό γιά «την έποποιΐαν τοΰ Άχυρώνος». "Ετσι ό ανταποκριτής τοΰ Ημερησίου Τηλεγράφου τοΰ Λονδίνου έ'γραψεν, οτι «έ' μ ε ι ν ε κατάπληκτος α­πό τήν δύναμιν τής αντιστάσεως τών τεσσάρων    μαχητών    τοΰ    Λιοπετριοΰ»!
Ό γυιός τής Φλουρεντζοΰς κι οί άλλοι τρεις πέθαναν λεβέντες.
Οί τέσσερις έμπαιναν θριαμβευτικά στην αθανασία.
Στην εκκλησιά τοΰ Λιοπετριοΰ, στον άγιο Ανδρόνικο μέ τις παληές τοιχογραφίες, κλαίει ό κόσμος. Ό παπάς μνημονεύει και δέεται «υπέρ τών υπέρ πίστεως καί πα­τρίδος ήρωϊκώς άγωνισαμένων καί εύσεβώς πεσόντων...». Κι ένας ψάλτης σεμνός στέκεται στό δεξί στασίδι, σκου­πίζει τά δάκρυα, καταπίνει τόν πόνο, πνίγει τό παράπονο καί μέ τρεμάμενη φωνή συμπληρώνει:
Αιωνία ή μνήμη αυτών...
 Είναι ό  Παρασκευάς,  ό  πατέρας τοΰ  Σ αμάρα.
Οί "Αγγλοι στέκονται άπ' εξω. Επιτηρούν... τήν τάξι! Ποιοι νά 'ναι άραγε οί νικηταί;
ΑΠΟ  ΤΙΣ  2 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΤΟΥ   1958 ΤΟ  ΛΙΟΠΕΤΡΙ
εξασφάλισε αθάνατους τίτλους εθνικής αξιοπρέπειας. Ή δόξα του ομοια μ' εκείνη τοΰ Χανιοΰ τής Γραβιάς. Ή θυσία τών ηρώων τοΰ αχυρώνα τό ανέβασε στά ΰψη τών Θερμοπυλών. Οί τέσσερις ημίθεοι τό μετέτρεψαν σέ Κοΰγκι, σέ Αρκάδι. Άπό 'κεΐνο τό φθινοπωρινό δειλινό ο Πήττας, ο δάσκαλος τών παιδιών, έγινε ό εθνικός δάσκαλος τής φιλοπατρίας καί τοΰ καθήκοντος. Ό δάσκαλος ολων οσων αγαπούν τήν ελευθερία. Μπήκε κι αυτός στή χορεία τών «Διδασκάλων τοΰ Γένους». Καί μαζί μέ τους τρεις συντρό­φους του έγινε ανεξάντλητο κεφάλαιο παραδειγματισμού της ελληνικής νεολαίας. Κι ό περιφρονημένος αχυρώνας, πού
ήτα (ν)   Σπητούίν   (= σπιτάκι)   ταπεινόν
έγι'νηκεν παντοτεινόν τοΰ   τόπου   Παρεκκλήσιν
Τζιαι   τό   Παλάδκια   μουλλωτά   (= σιωπηλά)
έγονατίσασι   οιυφτά   ( = σκυφτά)
σ'    Ανατολήν   τζια'ι   Δύσιν.
Έστέρκωσε( =έστερεώθη)    στον     ούρανόν   τζι'     έγίνηκεν
φεγγάριν τζι'   έτσι   έν  νά  φέγγει   πού  ψηλά  πάντα,  τ'   Άσιερωναριν
(= ό αχυρώνας)
Οσοι άπό τους ελεύθερους λαούς της γης θέλουν ν' αναβαπτισθούν σε ιδανικά, ας πάνε στό Λιοπέτρι. "Ας α­φουγκραστούν την ταιριαστή παραλλαγή τών στίχων:
-Λευτεριά   για   λίγο  πάψε
νά   κτυπάς   μέ   τό   σπαθί,
και   χαμήλωσε   και   κλάψε
στοϋ   Αχυρώνα   τήν   αυλή».( Από  τό ποίημα  τοϋ Κυπρίου  ποιητου Κ.   Σ.   Μαρκίδη   μέ τίτλο «Τ' Άσιερωνάριν».)
Ας πάρουν λίγο καψαλιασμένο χώμα, ζυμωμένο μέ αίμα και δάκρυα. Ειν' τό ίδιο μέ 'κεϊνο, πού είναι στρωμένο τό Χάνι τής Γραβιάς. Μέ 'κεϊνο πού σκεπάζει τόν τό­πο της θυσίας τοϋ Σαμουήλ στό Κοϋγκι, τοϋ Καψάλη στό Μεσολόγγι, τοΰ ηγουμένου Γαβριήλ στό Αρκάδι. 'Άς τό πάρουν οί λαοί κι ας τό κάμουν φυλακτό, κρεμώντας το στα στήθη, θά νοιώσουν στις καρδιές αισθήματα αληθινού μεγαλείου.
Στό Λιοπέτρι ένας σεμνός ανδριάντας μέ τους τέσσερις ήρωας, «τόν ένδοξο λόχο», στέκεται πλάϊ στό «ταπεινόν Άσιερωνάριν». Οί Λιοπετρΐτες, δουλεύοντας για τήν άναστήλωσι τοϋ Αχυρώνα και τό στήσιμο τοΰ μνημείου, βρή­καν στον ανατιναγμένο και καμένο χώ­ρο πολλές Κ. Διαθήκες. "Αλλες καψαλιασμένες, κι άλλες ανέγγιχτες. Ήταν τό βιβλίο τών ηρώων" πού κά­νει ήρωας. Ήταν ή άγια τροφή, πού τους έθρεψε και τους θέριεψε.Τό μυστικό της αντοχής τόν τεσσάρων παλληκαριών στην εξάωρη άνιση τιτάνια πάλη τους μέ τόν τύ­ραννο" τό μυστικό της νίκης τους" κάθε αληθινής νίκης.
"Ετσι, για νά θυμηθούμε άλλη μια στροφή τοΰ ποιή­ματος  τοΰ  Κ.   Σ.   Μαρκίδη  «Τ'   Άσιερωνάριν»,
Τζεΐνος ό   μαύρος  ό  Σταχτός(Κείν'   ή   μαύρη   στάχτη)
πού 'πόκατσεν καψαλιστός (π'    απέμεινε   καψαλιστή)
όσος  τζιαιρός  περάσει, (όσος   καιρός   περάση)
τό νόστεμαν έν νά γινή (ή   επιστροφή   στην   Πατρίδα    θά    γενή)
στης   Ρίαινας,   τοϋ   Διενή(, της   Ρήγαινας,    τοΰ   Διγενή)
τόν σπόρον νά δρατσιάση. (Τον σπόρο  νά  φούντωση )
Γιατ' ένη  σπόρος δκιαλεχτός,  Γαϊμαν,  κορμηά τζιαί νηάτα, (Γιατ'  είναι σπόρος διαλεχτός, Αίμα, κορμιά καΐ  νιάτα)
πού   φυτευτήκασι   στή   γήν   ούλλον   ψυσιήν   γεμάτα.(π'   έχουνε   φυτευτή   στή   γή   ολο   φυχή   γεμάτα.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ τα σχόλια να είναι κόσμια και να σέβεστε τους χρήστες