«Ό νόμος πρέπει ν' άκολουθήση την πορεία του», δήλωσε πριν άπό λίγο με αγγλική ψυχρότητα ό στυγνός Κυβερνήτης του νησιού σερ Τζών Χάρντιγκ! 'Υπογράφει εκτελέσεις ό θλιβερός στρατάρχης. Στήνει κρεμάλες, γιατί νοιώθει, πώς αυτός πού ήλθε με τόσο μπρίο και τόσα φούμαρα στό μυρωμένο Ελληνικό νησί, φορτωμένος μέ τις δάφνες τών θλιβερών εγκλημάτων του στη χώρα τών Μάο-Μάο, σιγά-σιγά ξεπουπουλίστηκε' ντροπιάστηκε άπό τά παιδιά της Κύπρου τόσο, όσο κανένας άλλος δαφνηφόρος στρατάρχης. Ή κυνική δήλωση του, δήλωση μωρίας καί εκδικήσεως, έσήμαινε, πώς πριν περάσουν 24 ώρες ένα δεκαεννιάχρονο παλικάρι δεν θά υπήρχε στη ζωή! Ό νόμος, πού έγινε άπ' τόν παράνομο ιδιοκτήτη για τη διασφάλιση τής παράνομης Ιδιοκτησίας του, έπρεπε νά λειτουργήσει: "Ένα ξερό τρίξιμο του βάθρου τής αγχόνης, Ένας βρόχος στον λαιμό, ένα σπαρτάρισμα, ένας τελικός σπασμός... καί θα 'σβηνε ή ζωή ενός ακόμη Έλληνος εφήβου στο γλυκοχάραμα τής νιότης του.
Όλοι αγρυπνούν τούτη τη νύκτα. Με βουρκωμένα μάτια και σφιγμένες καρδιές περιμένουν...
Ό Ευαγόρας Παλληκαρίδης απόψε δεν είναι το σπλάγχνο των γονιών του μονάχα. Είναι όλονών παιδί, ολονών αδελφός...
Το μελαχρινό αγόρι είχε από νωρίς συνείδηση τί έσήμαινε τ' όνομα Ευαγόρας. Έγραφε σε κάποιο σημείωμα του:
-Κάτι θά ήξερε περί του μέλλοντος μου ο μακαρίτης ο νουνός μου για να μου δώσει το όνομα του βασιλιά της Σαλαμίνας. (1) Έτσι κι εγώ έπρεπε να φανώ αντάξιος διάδοχου (...) "Από μικρας ηλικίας είχα μανία με τον πόλεμο. Στήθος με στήθος βέβαια. (Κι ο βασιλιάς τής Σαλαμίνας πολεμούσε στήθος με στήθος). Ήμασταν 5-6 παιδιά στη γειτονιά και παίρναμε άπά μία βέργα, την οποίαν ονομάζαμε ξίφος και ως ιππότες(...) Περιττόν βεβαίως ν' αναφέρω πώς ήμουν πάντα ο νικητής. Κάθε μέρα ήταν για μένα μία νίκη περίλαμπρη...».
Άλλα ο Ευαγόρας κληρονόμησε και την ψυχική ευγένεια και παλικαριά των προγόνων του. Για τον προπάππο του, τον Κυπριανό, διηγούνται πώς ήταν γίγαντας με καταπληκτική μυϊκή δύναμη. Σωστό παλικάρι, με περήφανη κορμοστασιά, πλατύστερνος, γεροδεμένος, λεβεντόκαρδος, άκακος μαζί ο πατέρας του, ο Μιλτιάδης. Ποτέ δεν ακούστηκε να θυμώσει ή να πικράνει κανένα. Στης χωριάτισσας μάνας τη μορφή βασιλεύει ή απλότητα κι ή κυπριακή ημεράδα. Νοικοκυρεμένοι, θεοφοβούμενοι κι οι δύο τους, ο Μιλτιάδης κι ή Αφροδίτη.
Ντροπαλός, φιλότιμος και σοβαρός ό Βαγορής, ένα από τα πέντε παιδιά τους. Ό πατριωτισμός του εύρισκε πλήθος ευκαιρίες, για να εκδηλωθεί από νωρίς.
Κάποια μέρα είχε καλέσει ένα Τουρκάκι, για να παλέψουν. "Ήτανε συνομήλικος του και, Όπως πληροφορήθηκε, πρωτοπαλίκαρο των Τούρκων. Πάλεψαν, μα νικήθηκε ό Βαγορής.
-Με νίκησες, του είπε. Παραδέχομαι. "Αν θες, ξανά-έλα αύριο να ξανά παλέψομε.
Την άλλη μέρα νίκησε ό Βαγορής. Στην ταξί και σ' όλο το σχολείο έγινε πανδαιμόνιο. Οι συμμαθηταί του τον ανακήρυξαν αρχηγό! Από τότε το κύρος του μεγάλωνε ανάμεσα τους ολοένα και για άλλους λόγους.
Το αγόρι διακρινόταν σ' όλα. Και για την εξυπνάδα και για τη σωματική του ρώμη, πού καθώς ωρίμαζε γινότανε πιο αισθητή.
(1)Εννοεί τής Κυπριακής Σαλαμίνος. Ό Ευαγόρας υπήρξε από τους πιο ένδοξους και γενναίους βασιλιάδες τής μεγάλης αυτής Κυπριακής πόλεως, αρχαίας αποικίας τής "Ελληνικής νήσου Σαλαμίνος.)
Τής ψυχής του τα χρυσοφτέρουγα όνειρα κι οί αγνοί οραματισμοί φανερώθηκαν από νωρίς. Δεκάχρονος μαθητής, στην Ε' Δημοτικού, έγραφε μόνος του σχολική έφημεριδούλα. Ήταν δεν ήταν δεκατεσσάρων χρονών, όταν άρχισε να εκφράζεται με στίχους. Τον εθνικό του ιδεαλισμό, τα εφηβικά του όνειρα και τις προσδοκίες τα εξωτερίκευε με μέτρο και χάρη στο χαρτί.
Παράλληλα γύμναζε και το σώμα. Το σκληραγωγούσε. Αρκετές νύχτες κοιμόταν με το στήθος γυμνό πάνω σε δύο σανίδες. Στα αγωνίσματα «απλούν», «τριπλούν» και σφαιροβολία είχε άριστη επίδοση. Πρωταθλητής του δρόμου των 400 μέτρων από την ΣΤ' Δημοτικου κέρδισε στα δεκάξι του χρόνια την πρώτη νίκη στο ίδιο αγώνισμα, στους Παμπαφίους αγώνες.
Δεν άντεξε ό έφηβός μας την πρόκληση. Οργανώνει μαθητική διαδηλώσει. Αστυνομικοί και στρατός κινητοποιούνται να τους διαλύσουν. Πέτρες, μονάχα πέτρες στα χέρια των παιδιών. Ρόπαλα, ασπίδες, κράνη και στο τέλος όπλα στη διάθεση του Στράτου. Ό Ευαγόρας απτόητος. Κάποια στιγμή, που ή άνιση πάλη βρισκόταν στο ζενίθ, σκαρφαλώνει στα Προπύλαια, αρπάζει την αγγλική σημαία, το σύμβολο τής στυγνής αποικιοκρατίας, την ξεσχίζει και την πετά στον μαθητόκοσμο και στα πλήθη, πού ξεσπούν σ' ένα πανδαιμόνιο ιαχών και ζητωκραυγών.
Ή μάχη με τον στρατό βάσταξε πάνω από δυο ώρες. Τα πλήθη διαλύθηκαν με δακρυγόνα. Οι Άγγλοι άδειασαν το Γυμναστήριο ντροπιασμένοι.
Εκείνο το βράδυ το 18χρονο αγόρι πήγε αργά στο σπίτι. Ήταν 10.30' κι ο πατέρας του ζήτησε να τον συμβουλέψει)... "Όρθωσε τότε τ' ανάστημα του και για πρώτη φορά, όπως διηγείται ο πατέρας του, απάντησε μ' ακράτητο θυμό:
- Ή "Αγγλία να ξεκουμπιστεί πού δά - μέσα - δά. Να πκιάση. τα βρεμένα της τζιαί να φυη, άθ' θέλη νά κάμνη γιορτές τζιαί παναήρκα (πανηγύρια)!
Ή αγάπη προς το νησί του τον είχε πια συνεπάρει. Τίποτε δεν τον συγκρατούσε. Σ' ένα ποίημα του έδινε τον όρκο του με τους στίχους:
Μόνο λίγο ακόμα
και στο μαύρο σου χώμα,
πού ή σκλαβιά και ο πόνος τώρα πατεί
τη γλυκεία Λευτεριά
καρτερούν τα παιδιά σου ξανά
πώς μέ φλόγα και πάλι
κοντά σου θα 'ρθή.
Κύπρος! Κύπρος, γλυκεία μας πατρίδα
κάμε τώρα να λάμψη
του σπαθιού σου ή λεπίδα.
Από σε καρτερούμε
την σκλαβιά για να δίωξης'
από σένα ω Κύπρος γλυκεία,
Μόνο λίγο ακόμα
κι ένας ήλιος θα λάμψη
πιο λαμπρός και για μας.
Θυμίζουν στον ελεύθερο "Ελληνισμό, πώς οι πρόγονοι των πολέμησαν σαν λιοντάρια για να τους χαρίσουν τη Λευτεριά.
Μα δίδουν ακόμα θάρρος κι ελπίδα στους σκλάβους, πώς ή μέρα του λυτρωμού δεν είναι όνειρο απραγματοποίητο...
Περνά από κοντά σου τις ήμερες αυτές ή δόξα και ή τιμή του Έλληνα περνά ή Λευτεριά, πού δίνει το φως, τη δύναμη, τη χαρά. Περνάει από κοντά σου ή Λευτεριά. Την νοιώθεις, την χαίρεσαι. Μα ο σκλάβος δεν τη χαίρεται, δεν τη βλέπει. Με λαχτάρα την προσμένει και της ψάλλει σιγά:
και στην Κύπρο, γλυκεία Λευτεριά!
Σε προσμένουμε όλοι μ' ανοιχτή την αγκάλη
για να δώσεις στην Κύπρο πικροδάφνης κλαριά».
Την επομένη το πρωί, 17 Νοεμβρίου του 1955, βρέθηκε κομματιασμένη ή αγγλική σημαία του Νοσοκομείου τής Πάφου. Οι μαθηταί τής πόλεως κατεβαίνουν σε γενική απεργία. Τούτα τα παιδιά ωρίμασαν πρόωρα... Σκληρή κι άνιση ή πάλη με τον στρατό. Τα παιδιά ορμούν σαν σίφουνας με πέτρες... 'Επί κεφαλής ο Ευαγόρας! Κάποια στιγμή βλέπει δύο «ηρωικούς στρατιώτας» (!) να ξυλοκοπούν ένα μαθητή, τον Λουκά Πετρίδη. Ό έφηβός μας ρίχνεται απάνω τους με θαυμαστή ευλυγισία κι ακράτητο θυμό. Κτυπά με πέτρα τον ένα στρατιώτη, στον άλλο δίνει μία γερή γροθιά. Σωριάστηκαν κατά γης κι οι δύο. Μέχρι πού να συνέλθουν, αυτός βρισκόταν πολύ μακριά...
Αργά, την ίδια μέρα, τον συλλαμβάνουν. Τον παρουσιάζουν την επομένη στο δικαστήριο «επί οχλαγωγία» και ορίζεται ή δίκη για τις 6 Δεκεμβρίου.
Τού Ευαγόρα όμως ο πόθος για την λευτεριά ήταν άσβηστος, ασίγαστος.
Τι κι αν κτύπησε τον στρατό και τον ντρόπιασε;
Τι κι αν κατέβασε κι αν ξέσχισε σημαίες της γερασμένης Αυτοκρατορίας;
Κάποιος απ' το πλαϊνό σχολείο (Δημοτικό και Γυμνάσιο ήταν δίπλα-δίπλα), τον πρόσεξε. Του 'γνεψε ερωτηματικά:
-Γιατί έξω τέτοια ώρα;
Τ' αγόρι απάντησε με μία κίνηση κι ένα μορφασμό πού 'λεγαν:
-Αυτοί από μέσα άεροκοπανάνε, τώρα πού όλα άναψαν... (ή ταξί του είχε εκείνη την ώρα αγγλικά μ' έναν Εγγλέζο).
Ό άλλος, πού ήταν ο παλιός του δάσκαλος στό Δημοτικό, χαμογέλασε επιδοκιμαστικά... Ό "Έλληνας δάσκαλος τής Κύπρου καμάρωνε κείνη την στιγμή την ώριμη εφηβική ψυχή, πού γαλούχησε στο Δημοτικό, μεταγγίζοντας της ιερούς χυμούς...
Την ίδια κιόλας ήμερα ο Ευαγόρας ζήτησε την ευχή και την συμβουλή τού πατέρα του. Ό γέρο Μιλτιάδης
δάκρυσε και του είπε: «Παιδί μου, εκεί πού θά πας, πρόσεξε προ πάντων να 'σαι τίμιος και ηθικός. Σε κάθε σχέση σου και σε κάθε περίσταση. Πήγαινε στην ευχή μου!». "Έσκυψε ο νέος, του φίλησε το χέρι... Τώρα φεύγει τρέχοντας... Περνά βιαστικά από το Γυμνάσιο κι αφήνει πάνω στην έδρα της άδειας τάξεως του, λίγο προτού κλείσει ή πόρτα, το εγερτήριο σάλπισμα του:
Παλιοί συμμαθηταί.
Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσα σας, κάποιος πού φεύγει αναζητώντας λίγον ελεύθερον αέρα. Κάποιος, πού μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μη κλάψετε στον τάφο του. Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια,
πού πάν στη Λευτεριά.
θ' αφήσω αδέλφια, συγγενείς,
την Μάννα, τον Πατέρα"
μέσ' στα λαγκάδια πέρα
και τις βουνοπλαγιές
ψάχνοντας για τη Λευτεριά
θα χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι,
βουνά και ρεματιές.
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά,
θα ρθή το καλοκαίρι
την Λευτεριά να φέρει σε πόλεις και χωριά.
Μα δεν μπορώ να καρτερώ!
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
πού πάν στη Λευτεριά.
Τα σκαλοπάτια θ' ανεβώ,
θα μπω σ' ένα παλάτι,
το ξέρω θάν' άπατη,
δεν θάν' αληθινό.
Μέσ' στο παλάτι θα γυρνώ
ώσπου να βρω τον θρόνο
βασίλισσα μία μόνο
θα κάθεται σ' αυτόν.
Κόρη πανώρια, θα της πω,
άνοιξε τα φτερά σου,
και πάρε με κοντά σου,
μονάχ' αυτό Ζητώ.
Γεια σας παλιοί συμμαθηται. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σάς.
Κι όποιος θέληση για να βρει ένα «χαμένον αδελφό», έναν παλιό του φίλο,
"Ας πάρει μιαν ανηφοριά,
ας πάρει μονοπάτια,
να βρει τα σκαλοπάτια
πού πάν στη Λευτεριά.
Με την Ελευθέρια μαζί,
μπορεί να βρει και μένα.
"Αν ζω θά μ' εύρη εκεί.
Ευαγόρας ΠαλληκαρΙδης
5 Δεκεμβρίου 1955.
Μ' αυτόν τον τρόπο πραγματοποιούσε ότι έγραφε πριν από λίγους μήνες:
Μάννα θα τρέξω στο βουνό και δως μου την ευχή σου για να την έχω φυλαχτό και το στερνό φιλί σου.
Το βράδυ τον βρήκε στο βουνό, ντυμένο την τιμημένη στολή τής ΕΟΚΑ. Για τον δυνάστη ήταν φυγόδικος «τρομοκράτης», πού έπρεπε να συλληφθεί Για την Κύπρο γινόταν επίσημα μαχητής και αγωνιστής της Ελευθερίας...
ΗΡΩΙΚΟΣ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΣ ΓΙΑ ΟΛΑ ΣΤΗΣ Πάφου τα βουνά ο έφηβος Παλληκαρίδης. Για τη ζωή του στο βουνό, Όπως και τόσων άλλων, λίγα γράφτηκαν κι ελάχιστα ειπώθηκαν ως τώρα. Όσοι έζησαν δίπλα του, περιμένουν να μιλήσουν πρώτα επίσημα στόματα. Κι αυτός ακόμα ο πατέρας του, πού ξέρει ασφαλώς πολλά, λέει λακωνικά:
ΨΥΧΡΑΙΜΑ ΑΚΟΥΣΕ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΠΑΛΙΚΑΡΙΟΥ τη θλιβερή είδηση. Κάποιοι τον πληροφόρησαν, πώς ο καταζητούμενος γιος του έπεσε στα χέρια στρατιωτικής ενέδρας.Ήταν Δεκέμβριος. Ό Ευαγόρας είχε συλληφθεί μεταφέροντας με ζώο ένα όπλο μπρεν και οδηγήθηκε στο στρατόπεδο τής Λίμνης κοντά στην Πόλη της Χρυσοχοΰς. Εκεί όμως δεν ήταν συνηθισμένο στρατόπεδο. Ήταν τόπος βασανιστηρίων !Μετά από έντεκα μέρες τον μετέφεραν στο στρατόπεδο «Δασοΰδι», στην είσοδο του Κτήματος (Πάφου). Ό πατέρας ειδοποιήθηκε να περάσει να δει το παιδί του στις 29 Δεκεμβρίου 1956.Το συνάντησε σε μια τσίγκινη παράγκα" ήταν δμως τρομερά αλλαγμένο!... Τό νεανικό πρόσωπο δεν έλαμπε τώρα, όπως πριν... Ήταν μαραμένο, μελανιασμένο! Το δεξί του μάγουλο πρησμένο... Τα μάτια του κομμένα, θολά, ρουφηγμένα στις κόγχες, με δυο μαυροκίτρινους κύκλους από κάτω. Το άλλοτε περήφανο αετίσιο βλέμμα του ήταν ριγμένο κατά γης, κι απέφευγε να κοιτάξει κατάματα τον πατέρα...Ανησύχησαν οί δικοί του. Ό πατέρας τόλμησε κάποια στιγμή και τον ρώτησε:Γιατί δεν σηκώνεις τα μάτια σου κατά δώθε;Ήμουνα συνηθισμένος να πλαγιάζω στα σκοτεινά, δικαιολογήθηκε. Τώρα μου χουν αναμμένο δυνατό φως όλη τη νύκτα, κι όταν ακόμη πέφτω να κοιμηθώ δεμένος χειροπόδαρα στο σιδερένιο κρεβάτι, χωρίς στρώμα ή σκέπασμα!... (μη Ξεχνάμε πώς ήταν Δεκέμβρης). Με κουράζει το φως του ήλιου. Με πονούν τα μάτια...Λέγοντας τα κοίταξε βιαστικά τον πατέρα. Κατάλαβε ο γονιός. Το φιλότιμο κι ευγενικό παιδί, με τη λεπτή ψυχή, δεν ήθελε να φανέρωση την πραγματικότητα. Θα πονούσε ή μάννα. Θα πληγωνόταν ή αδελφή, θα λυπόταν ό γαμβρός του, πού πρώτη φορά τον έβλεπε.Στον τελευταίον ομοίως είπε περισσότερα, σαν οι άλλοι ξεμάκρυναν.— Τη νύκτα με δένουν χειροπόδαρα σ' ένα σιδερένιο κρεβάτι και χορεύουν απάνω μου μέχρις ότου λιποθυμήσω... Και τότες μου βουτάνε το κεφάλι σ' ένα κουβά γεμάτο κρύο νερό' το κρατάνε εκεί βουτηγμένο, χωρίς να παίρνω αναπνοή, ώσπου να χάσω και πάλι τις αισθήσεις μου... Έντεκα μέρες τώρα με ξυπνούν και με σηκώνουν μ' άγριες φωνές, μόλις κλείσω για λίγο τα μάτια με γυμνώνουν και με κτυπούν αλύπητα...Ένας αστυνομικός, καταθέτοντας αργότερα στη δίκη του παλικαριού, διηγήθηκε πώς ο Ευαγόρας του είχε πει τότε:— Ποτέ δεν φανταζόμουνα πώς οι «ευγενείς "Άγγλοι θα μάς ξυλοκοπούσαν και θα μάς έκαναν ενέσεις (ορούς αληθείας) για να μας εξαναγκάσουν να ομολογήσομε!...Τίποτε δεν στάθηκε ικανό, να τον κάνη ν' αποκάλυψη μυστικά. Ούτε τ' ανήκουστα φρικτά βασανιστήρια.Η επίμονη άρνηση του ανάγκασε τους δήμιους του να χρησιμοποιήσουν άλλον τρόπο, για να του αποσπάσουν πολύτιμες πληροφορίες για τον αγώνα. Κατέφυγαν στον εκβιασμό του πονεμένου γονιού.Ό Τούρκος βοηθός αστυνόμος της Πάφου εκκάλεσε τον Μιλτιάδη στην Αστυνομία. Τον έβαλε να καθίσει απέναντι του κι άρχισε να του λέει:—Ή κατηγορία εναντίον του γιου σου προνοεί καταδίκη σε θάνατο. Να, και το σχετικό διάταγμα του Κυβερνήτη. Διάβασε το. Θέλεις να του μιλήσεις, για να μας πει κάτι; Που έχουν π.χ. κρύπτη με όπλα, που κρύβονται οι σύντροφοι του... Αν δώσει τέτοιες πληροφορίες, θ' αποφυγή το θάνατο... Λοιπόν, θέλεις να του μιλήσεις;...Τινάχτηκε απ' τη θέση του ο πλατύστερνος Μιλτιάδης. Τέτοιο ανοσιούργημα δεν θα το 'κανε ποτέ, ποτέ!—Όχι, είπε" χίλιες φορές όχι. Και καθώς τα 'λεγε, άστραψε ή θωριά του.—Μ' αυτές τις προτάσεις δέν θέλω ούτε να δω τον Ευαγόρα, ούτε να του μιλήσω...Έφυγε γυρίζοντας με ολοφάνερη περιφρόνηση την πλάτη στον πληρωμένο Τούρκο.Είναι χαρακτηριστικό πώς ενώ οι «ευγενείς Βρετανοί» βασάνιζαν απάνθρωπα τους άγωνιστάς τής ΕΟΚΑ (πρέπει κάποτε να εκδοθεί μαύρη βίβλος γι' αυτούς τους βασανισμούς, γιατί τα κείμενα υπάρχουν κι όσοι βασανίστηκαν ζουν), στα συλλαμβανόμενα με τους αγωνιστές ζώα ήσαν Ιδιαίτερα... στοργικοί. Τούτο φαίνεται κι άπο το ακόλουθο επίσημο ανακοινωθέν των αγγλικών άρχων τής Κύπρου, οταν συνέλαβαν τον Ευαγόρα. Αφού αναφέρεται πώς ή σύλληψη του Παλληκαρίδη «έπραγματοποιήθη εις τό σκότος», συνεχίζει: «Οι τρομοκράται (δηλαδή οι άνδρες τής ΕΟΚΑ) μετεκινούντο προφανώς υπό σεληνόφως, έκ των κυριευθέντων δε ειδών κατεδείχθη, οτι ούτοι εύρίσκοντο καθ' όδόν προς τα νέα χειμερινά ενδιαιτήματα των. Οι δύο όνοι τυγχάνουν καλής μερίμνης (βίο) έκ μέρους των δυνάμεων ασφάλεια ς», δηλαδή των οργάνων τής αποικιοκρατίας. (Πρβλ. Γεωργ. Χατζηκωστή, Ευαγόρας Παλληκαρίδης, Ό ήρωας και ό ποιητής, έκδ. Ρ. "Αγρότης, Λευκωσία, Αθήνα 1965, σελ. 67. Ή υπογράμμιση δική μας).Φτάνοντας σπίτι, διηγήθηκε τό γεγονός στη μάννα. Τινάχτηκε κι εκείνη κι είπε:—Δε γέννησα έγιώ παιδί, πού Θα τό πουν προδότη! Χαλάλιν τής πατρίδος μου το γαϊμαν του παιδκιοϋ μου!«Εκείνη τη στιγμή, στο σπίτι των Παλληκαρίδηδων ξαναζωντάνεψαν θρύλοι και παραδόσεις» ολόκληρης ιστορίας. Ή Κύπρος δίκαια μπορεί να καυχάται, γιατί ανέδειξε Σπαρτιάτες και Σουλιώτες σε τούτα τα χρόνια...ΣΤΟ «ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ» ΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, Ο Ευαγόρας στέκεται στο εδώλιο αγέρωχος. Ή κατηγορία εναντίον του δεν ήταν ούτε για ένοπλη δράση ούτε για φόνο. Κατηγορείτο μόνον ότι... μετέφερε όπλο! Άλλα κι αυτό ήταν αχρησιμοποίητο και δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί τη στιγμή πού έγινε ή σύλληψη του, γιατί ήταν αλειμμένο μέ γράσο και αποσυναρμολογημένο...Ό Άγγλος δικαστής Σώ διάβασε το «κατηγορητήριο». Τελειώνοντας σήκωσε το κεφάλι, στράφηκε προς τον κατηγορούμενο, τον κοίταξε ερευνητικά. Διασταυρώθηκαν τα βλέμματα. Γεμάτο απορία το βλέμμα του δικαστού. Ίσως ποιος ξέρει; να μην πίστευε και τόσο σε τούτη τη δίκη. Περήφανο και γαλήνιο το βλέμμα του ήρωός μας.—Παραδέχεσαι; τον ρώτησε ο λειτουργός του άνομου νόμου.—Παραδέχομαι, είπε απερίφραστα ο έφηβος.Έχεις τίποτε να πεις, για να μην καταδικαστείς σε θάνατο; ρώτησε και πάλι ξερά ο δικαστής.Γνωρίζω ότι θα καταδικασθώ σε θάνατο, είπε ο Ευαγόρας, θα με κρεμάσετε, το ξέρω.Ότι έκαμα, το έκαμα σαν Έλληνας Κύπριος, πού Ζητά τή λευτεριά του.Εύχομαι να είμαι ο τελευταίος Κύπριος πού θ' αντικρίσει την αγχόνη.Ζήτω ή "Ενωσις τής Κύπρου με τη μητέρα Ελλάδα! Τίποτε άλλο!Ή επιγραμματική του απάντηση κι ή καταπληκτική του στάση στο δικαστήριο γράφτηκαν πια στην Ιστορία. Στον Ευαγόρα Παλληκαρίδη είναι άναβιωμένο το Αρκάδι, το Μεσολόγγι,Άραγε να διδάχθηκε ο εκπρόσωπος της αμαρτωλής Αυτοκρατορίας τίποτε; "Αν ήξερε ελληνική ιστορία, δεν θα δεχόταν να εκπροσώπηση το Στέμμα σε μια τέτοια υπόθεση. Θα 'πρεπε, αντί να επιβάλει την έσχατη των ποινών στον ήρωα, να σηκωθεί από την έδρα του. Να πλησίαση το εδώλιο. Ν' άνοιξη το κιγκλίδωμα. Να βγάλει τον έφηβο Ευαγόρα από 'κει και να του σφίξη το χέρι... Έτσι θα 'δινε ένα μάθημα ανθρωπιάς στον κόσμο. Δεν θα πρόσθετε ακόμη ένα μελανό στίγμα στην αρκετά λερωμένη αυτοκρατορική πορφύρα τής Αγγλίας...Από την ήμερα τής καταδίκης του σε θάνατο πέρασε σχεδόν ένας μήνας. Σε τούτο το διάστημα, τής Πάφου το βλαστάρι έγραφε κάθε στιγμή και μια υπέροχη σελίδα δόξης ! Ή πατριωτική ακτινοβολία απ' το κελί του απλωνόταν σ' όλο το νησί. Ή πίστη του στον Θεό και στο δίκαιο του αγώνος ατσαλωνόταν ολοένα και περισσότερο.Κοιτάζει πίσω. Θυμάται τον όρκο του... Κοιτάζει μπροστά με τής ελπίδος τα μάτια... Είναι βέβαιος για την τελική νίκη. Σ' όσους τον επισκέπτονται μεταγγίζει πατριωτισμό, θρησκευτική πίστη, γαλήνη ψυχής.12 Μαρτίου 1957. Σήμερα ο Παλληκαρίδης στέκεται στο τελευταίο σκαλοπάτι τής ζωής! Ό πατέρας του τον βρήκε στο κελί των μελλοθανάτων κι άκουσε από το στόμα του παιδιού πώς του μένουν μονάχα τριάντα ώρες ζωής!Στους δικούς του, πού τον περιτριγυρίζουν, κάτω από το βλέμμα Άγγλου δεσμοφύλακος, μιλά ανοιχτόκαρδα, αστειεύεται, τους εμψυχώνει.—Τον επισκεφθήκαμε για να του δώσουμε κουράγιο" μα συνέβη το εντελώς αντίθετο. Εκείνος έδωσε θάρρος σε μας, έλεγε ο γαμβρός του.Τα παλικαριά δεν δειλιάζουν. Ξέρουν να πολεμούν, ξέρουν και να πεθαίνουν. Λιοντάρια στη μάχη. Απτόητοι και στον θάνατο. Πιο πολύ όταν τα παλικαριά είναι Παλληκαρίδηδες.Στον πατέρα σύστησε να μη λυπάται. Και μπροστά στον Άγγλο αξιωματικό, την Αγγλίδα νοσοκόμο και τόν Τούρκο δεσμοφύλακα τον παρακάλεσε:— Στείλε μία λαμπάδα στον "Αη Γιώργη και αύριο στείλε την μητέρα μου να την δω και να μου φέρει και τον
σταυρό μου. Χωρίς σταυρό δεν θα βγω από δω Ζωντανός!(4)Κοίταξε ο Μιλτιάδης τον αξιωματικό ερωτηματικά. Συγκατένευσε εκείνος και είπε:— Μπορείτε να φέρετε τον σταυρό του.Να ήταν άραγε ένα απλό αίσθημα οίκτου τούτη ή άδεια, ή μήπως ένοιωσε ο στρατιωτικός εκπρόσωπος τής χώρας πού κάποτε λεγόταν χώρα τής Βίβλου, πώς έχει μπροστά του έναν ήρωα, που αντλεί δύναμη από το σύμβολο τής θυσίας, τόν Σταυρό; "Ίσως γιατί να τ' αποκλείσουμε; Είναι στιγμές, πού κάτι αναδεύεται και στις πιο σκληρές ψυχές...Ήλθαν την επομένη οι γονείς. Ήταν ή στερνή μέρα του ήρωος. Δεν τους άφησαν όμως να τον ασπασθούν για τελευταία φορά' να του δώσουν το φιλί του αποχαιρετισμού. Έτσι όριζε ο νόμος! Μέσα απ' τα κάγκελα, πίσω από μία σιδερένια και άλλη μία συρμάτινη πόρτα ο Ευαγόρας. Απ' έξω μάννα, πατέρας, συγγενείς.Του 'φεραν και τον σταυρό και τον παρέδωσαν στον Άγγλον αξιωματικό, για να του τον δώσει.Πάντα χαρούμενος ο Ευαγόρας, αφάνταστα ήρεμος και γαλήνιος. Άστραψε όμως πιο πόλη τώρα το εφηβικό του πρόσωπο και πεταλούδισαν τα βλέφαρα του, καθώς πέρασε στο λαιμό του τό σύμβολο του θριάμβου. Τώρα θα βγει συντροφιά μαζί του. Θα βάδιση άφοβα προς την αθανασία... Είπε κάποια στιγμή στον πατέρα του:— Ελπίζω, πώς ο Κυβερνήτης δεν θα θέληση να διάπραξη το έγκλημα. Μα ότι και αν συμβεί, να μη λυπηθείτε.Έφυγαν οι γονείς. Τελευταία έμεινε να τον κοιτάζει ή αδελφή του. Άλλα εκείνος τής είπε αισιόδοξα:(4) Τον φορούσε και στο βουνό, όλα του τον αφαίρεσαν όταν τον συνέλαβαν.— Δεν θέλω να λυπηθείτε, ότι και να γίνει. "Αν μ' εκτελέσουν, θα πάω στον θεό και θα τον παρακαλέσω να είμαι ο τελευταίος, πού θα κρεμαστώ. Κι αν αυτές τις δυό-τρεις ήμερες γίνει τίποτε, να καταλάβει πώς ο άγιος θεός άκουσε την παράκληση μου.Τα ερτζιανά κύματα σχίζουν τους αιθέρας, μεταφέροντας τα φρικτά μηνύματα στον ελεύθερο κόσμο. Εκκλήσεις, διαβήματα, διαδηλώσεις, τα τελευταία λόγια του παιδιού, τα μέτρα ασφαλείας, ή συνάντηση με τους δικούς του, όλα-όλα περιγράφονται με ζωηρότητα.Από Ελληνικής και 'Ελληνοκυπριακής πλευράς αναλαμβάνεται γενική κινητοποίηση για να αποσοβηθεί το απαίσιο έγκλημα. Στέλλονται εκκλήσεις στον ΟΗΕ, στο Αμερικανικό Κογκρέσο, στην βασίλισσα της Αγγλίας, στον Χάρντιγκ, παντού. Ό Χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος Γεννάδιος τηλεγράφησε προς τον Αρχιεπίσκοπο Καντερβουρίας:«Έκ μέρους Ελληνικού Κυπριακού λαού παρακαλούμεν Υμάς θερμώς, όπως καταβάλετε πάσαν προσπάθειαν προς άναστολήν της εκτελέσεως του καταδικασθέντος εις θάνατον διά πολιτικούς λόγους δεκαοκταετούς Έλληνος Κυπρίου Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Τούτο θα ήτο σύμφωνον προς τα πνεύμα της προσφάτου αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων "Εθνών περί Κύπρου, εις τα όποιον εκφράζεται ή επιθυμία προς έξεύρεσιν ειρηνικής, δημοκρατικής και δικαίας λύσεως τού Κυπριακού και θα συνέβαλλε τα μέγιστα εις την δημιουργίαν τής απαραιτήτου ατμοσφαίρας προς διευθέτησιν τού Ζητήματος κατά τρόπον Χριστιανικόν και δημοκρατικόν».Συγκινούνται οσοι αγαπούν την ελευθερία. Ένας Αμερικανός γερουσιαστής, γοητευμένος από την αντρίκεια συμπεριφορά τού έφηβου, τηλεγράφησε ικετευτικά στον Χάρντιγκ. «Τον υιοθετώ», τού έλεγε. «Θα τον στείλω εδώ για ανώτερες σπουδές». 'Αλλά ο Κυβερνήτης με ύπουλη διπλωματικότητα απέρριψε την ανθρωπιστική πρόταση.Έξω από τις φυλακές πλήθος δημοσιογράφων αγρυπνεί, παρακολουθεί, σημειώνει, αναμένει...Βγήκαν κάποτε από την φυλακή ο γέρος κι ή γριά μάννα. Οι δημοσιογράφοι τους κύκλωσαν. Βλέπουν τον πατέρα ακμαίο, μ' ένα χαμόγελο ταπεινό και θριαμβευτικό και τρίβουν τα μάτια τους.—«Τι σόι άνθρωποι είναι τούτοι;», ακούστηκε να λέει απορημένος ένας Εγγλέζος δημοσιογράφος. «Φαίνεται πώς ή ελληνική μυθολογία με τους τίτλους και τους ήρωας δεν είναι καθόλου μυθολογία».—«Έλληνες!», τ' απάντησε κάποιος άλλος, πού τόν έπνιγε ή άγανάκτησι. Αλλ' αυτή ή λέξη δεν μεταφράζεται στ' αγγλικά" κι άν μεταφρασθή, δέν θά τήν καταλάβετε!».Ό γέρος αντί ν' αναλυθεί σε δάκρυα, αντί να πει κάτι επαινετικό για τα τελευταία λόγια και τις τελευταίες ηρωικές στιγμές του παιδιού του, σταμάτησε. Πήρε βαθιά ανάσα κι άρχισε ν' απαγγέλλει τούτους τους στίχους, ενώ στό πρόσωπο του καθρεφτιζόταν όλο το μεγαλείο τής αδάμαστης ελληνικής ψυχής:Τό δέντρον, πού φυτεύτηκενεν τζι εν ματζηδονίσιν,(5)(5.) Δέν είναι μαϊντανός.πού θέλει κόπριν (6) τζιαί νερόν (6.) Κοπριά.για να καρποφορήση!Τα δέντρα πού φυτέψασινγια να καρποφορήσουνθέλουν λεβέντικα κορμιάγαϊμαν (7) νά τά ποτίσουν! (7.) Αίμα.Τίποτε δεν κατάλαβαν οι ξένοι δημοσιογράφοι. Έμειναν μόνο να τον κοιτάζουν εκστατικοί. Μα οι Έλληνες έσκυψαν, τού 'σφιξαν το χέρι, τού το φίλησαν με βαθύ σεβασμό. Αυτοί κατάλαβαν...12 ΜΑΡΤΙΟΥ 1957. ΟΙ ΣΤΙΓΜΕΣ ΚΥΛΟΥΝ ΑΡΓΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ Οι επίσημοι μπαινοβγαίνουν νευρικά. Ανήσυχοι οι δεσμοφύλακες. Βλοσυροί και αποκρουστικοί οι Άγγλοι στρατιωτικοί. Κορυφώνεται ή αγωνία.Ή λεβεντογεννήτρα μάννα τσακισμένη απ' τ' αδιάκοπο μαρτύριο και την αγωνία των τελευταίων ημερών, περιμένει αμίλητη, ειρηνική όμως, μέσα στην εφιαλτική σιγή της νύκτας. Κανένας στεναγμός δεν ακούστηκε να βγει απ' τα κατάβαθα της. Έπνιξε τον πόνο στα μητρικά της σπλάγχνα.Ατάραχος, ολύμπιος, με ηρωική εγκαρτέρηση την παραστέκει ο πατέρας. Πριν από λίγες ώρες έκαμε «ύστάτην 'εκκλησιν» στον Κυβερνήτη της Κύπρου. Ζήτησε να χαρίσει τη ζωή στο παιδί του και του ευχόταν ο Θεός να του δίνη χρόνια. «Αν δεν μου κάνης αυτή τη χάρη», του 'γραφε στη συνέχεια, «τουλάχιστον δώσε μου τον νεκρό, για να τον θάψω, κι ο Θεός να δίνη χρόνια σε σένα και στα παιδιά σου»! Άκακη, Κυπριακή ψυχή...Ό εκπρόσωπος της χώρας, πού διακηρύσσει πώς νοιάζεται για ελευθερία και σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του αρνήθηκε και τις δύο χάρες. Ή απύθμενη μωρία του τον οδηγούσε στην εκδίκηση. Πού να εννοήσει ο στρατάρχης μέσα στη λύσσα του, πώς οι αγχόνες δεν στέκουν εμπόδιο στη λευτεριά. ΟΙ κρεμάλες γίνονται σημάδια, σταυροί, πού φωτίζουν και δείχνουν τον δρόμο σ' εκείνους πού μένουν.Τα γύρω κελιά πήραν να βουίζουν, τραντάζονται συθέμελα από θούρια, εμβατήρια, ύμνους εκκλησιαστικούς. Οι ζητωκραυγές διακόπτουν της νύκτας τη βαθιά σιωπή, κι ακούονται πέρα μακριά, σ' όλη την περιοχή.Ό παπάς των φυλακών κάθεται δίπλα στον μελλοθάνατο, συντριμμένος. Ήταν 'ο Ίδιος αγαθός λευίτης, πού είχε νεκροφιλήσει ως εκείνη την ώρα λείψανα οκτώ λεβεντονιών. Γύρω στις 10.30' το βράδυ ο Ευαγόρας είχε κάνει την τελευταία του εξομολόγηση. Ό Παπαντώνης του πρόσφερε αμέσως τά Τίμια Δώρα. Ύστερα τον 'πε λόγια εμψυχωτικά και του διάβασε γεμάτος συγκίνηση την Ευαγγελική περικοπή, πού αναγιγνώσκεται. στους ναούς την ήμερα της Αναστάσεως του Κυρίου. Τον φίλησε πατρικά στο μέτωπο και το παλικάρι με ήρεμο, γαλήνιο και λαμπερό πρόσωπο έσκυψε κι ασπάσθηκε το λευιτικό χέρι.Για τον 19χρονο Ευαγόρα, πού είναι γεμάτος πίστη κι ελπίδα στο Θεό, τούτες οι στιγμές, τούτη ή 'μέρα είναι ή «πιο όμορφη 'μέρα της ζωής του». "Αν δεν το 'γραφε ο Ίδιος, πολλοί θα το αμφισβητούσαν. Ή τελευταία του όμως επιστολή προς την μεγαλύτερη αδελφή του το πιστοποιεί. Την έγραψε στο κελί του μελλοθανάτου, λίγες ώρες πριν από τον απαγχονισμό του, μόλις έμεινε μόνος μετά τις επισκέψεις. Τούτο τό κείμενο δείχνει δλο τό μεγαλείο και τήν ομορφιά της ψυχής του:''Ι,. S. 8605 SPESIAL LETTER BY ORDER 13-3-1957Ωρα 7.30' μ. μ. ή πιο όμορφη μέρα της Ζώης μου, ή πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.1.Αγγελούδι δεν είναι μ' αγγελούδι όμως μοιάζει μια μικρή μπεμπεκούλα δέστε πώς μέ κοιτάζει!2.Στην αθώα ματιά της κάποια αχτίδα πλανιέται κι έν' αστέρι καινούργιο λες μαζί της γεννιέται.3. Ναι το ξέρω καθ' ένας μας έτσι αθώος γεννήθηκε· μό... καθένας πλανήθηκε στα πυκνά τα σκοτάδια κι όταν φεϋ τό θυμήθηκε ή καρδιά του ήταν άδεια κι Ίσως να 'ταν αργά!...4. Ναι όλοι γεννηθήκαμε τόσο αθώοι, όπως και ή Βαφτιστικιά μου,8 κι όλοι αλλάζαμε. Λυπάμαι πολύ, πού δεν πρόφθασα να την βαφτίσω, μα δεν πειράζει. Μπορείς να το κάνης κι εσύ, και σαν μεγαλώσει, φρόντισε συ γι' αυτήν, και ρώτησε την... γιατί έκλαψε, όταν την φίλησα; Τ' όνομα πού θα τής δώσεις, θέλω να είναι πεντασύλλαβο και να θυμίζει εκείνη, για την οποίαν ήρθα ως εδώ. Να Θυμίζει εκείνην, για την οποίαν έγραψε ο ποιητής Σολωμός το πιο όμορφο τραγούδι του. ΕΚΕΙΝΗΝ. την οποίαν κάθε άνθρωπος επιθυμεί πιο πολύ απ' όλα. Κατάλαβες, αδελφή μου;9Ή μικρή ανεψιά του γεννήθηκε όταν αυτός ήταν στο βουνό.Είναι φανερό πώς ό Ευαγόρας ήθελε να δώσουν στην μικρή ανεψιά βαφτιστικιά του το όνομα "Ελευθερία. Δεν το ανέφερε όμως στο κείμενο του, γιατί το γράμμα του θα περνούσε από λογοκρισία και υπήρχε φόβος να μη φθάσει ποτέ στον παραλήπτη.Κατά τά άλλα μή λυπάστε, ίσως νά είναι μιά δίκαιη τιμωρία... ίσως ό Θεός νά θέλη νά μας δοκιμόση. Πάντα υπάρχει ελπίδα. Λυπούμαι, πού θ' αφήσω πίσω πρόσωπα αγαπημένα. Λυπούμαι, πού θά τά λυπήσω, μά δέν πειράζει. Γεια σου, μεγάλη μου αδελφή. Δέν θά γελάσουμε ξανά λέγοντας πελλάρες (Σ. Σ. τρέλλες)' δέν θά μιλήσουμε ούτε και τά σοβαρά μας.
Τά κάθε τι γεννιέται και πεθαίνει. Τι σήμερα, τι αύριο, Γεια σας for ever (γειά σας για πάντα)
Σάς φιλώ όλους γραπτώς και έξ αποστάσεως
Ευαγόρας. (Γεωργούλλαν Γ. Ποσπορίδου, Άμμόχωστον)».ΕΙΚΟΣΙ ΛΕΠΤΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑτης 13ης Μαρτίου 1957 «ο νόμος ακολούθησε τόν δρόμο του»!
Στους ήχους τών εμβατηρίων ξεχώρισε μια δυνατή φωνή:
—Παίρνουν τον στην κρεμμάλλαν!
Μέ μιας ώρθώθηκαν οί φυλακισμένοι. Σιγή θανάτου πλάκωσε. "Εσφιξαν τις καρδιές και σε λίγα δευτερόλεπτα ξέσπασαν οί αδούλωτοι ραγιάδες των φυλάκων σε ύμνο θριαμβευτικό.
Ό πατέρας κι ή μάννα απευθύνουν νοερά στο παιδί τους τόν ύστατο χαιρετισμό. Των γονιών ή φαντασία όπτασιάζεται το βλαστό τους νά βαδίζη άφοβα, χαμογελαστά, νά βάζη το κεφάλι στην αγχόνη... Στιγμή υπέρτατη. Όρόσημο γιά τήν ελευθερία της Κύπρου!...
Ή αγχόνη αποτέλειωσε το έργο της, καθώς ό Ευαγόρας τραγουδούσε πατριωτικά θούρια. Το άγόρι ήρως κρεμάστηκε μέσα σ' ενα πανδαιμόνιο παγκόσμιας διαμαρτυρίας...
Ή ψυχή του πέταξε στά ουράνια παλάτια. Δεήθηκε στον Θεό, και το αίτημα της εισακούστηκε. Τήν επομένη έγινε ανακωχή. Γλύτωσαν άπ' τήν αγχόνη είκοσι μελλοθάνατοι. Ήταν ό τελευταίος πού κρεμάστηκε... "Οπως ακριβώς το προεϊπε!
Ολα σώπασαν. Νεκρική σιγή απλώθηκε στις φυλακές. Καθώς ακουγόταν μονάχα ό απαλός θόρυβος της ανοιξιάτικης βροχής, ο Ιερεύς τών φυλακών έτέλεσε τήν κηδεία τοΰ παλληκαριου. Διηγείται:
«Τήν 1 μ. μεσονύκτιον έκλήθην νά τελέσω τήν κηδείαν τοϋ άπαγχονισθέντος Παλληκαρίδη. Το φέρετρον έτοποθετήθη είς τόν διάδρομον των κελλίων όπου έτέλεσα τήν κηδείαν αφού προοεκόμισα τά απαραίτητα ιερά σκεύη.
Μετά τήν ανάγνωσιν της νεκρώσιμου ακολουθίας ήνοιξα το φέρετρον καϊ έφίλησα τόν νεκρόν εις το πρόσωπον. Έφαίνετο ήρεμος, καμμία δέ νευρική σύσπασις δέν είχε διαταράξει τήν γαλήνην τοΰ νηφαλίου προσώπου του.
Έχυσα έν τέλει έλαιον είς τόν νεκρόν, έρριψα έπ' αυτού ολίγον χώμα—συμβολική ταφή—ύπεκλίθην καί απήλθαν».
Οί Εγγλέζοι δέν παρέδωσαν τόν νεκρό στους γονιούς. Τόν έθαψαν στα «Φυλακισμένα Μνήματα». Κι ή ευγνωμοσύνη τοΰ οπου γης Ελληνισμού πήρε νά συνοδεύη τ άντρίκια βήματα του προς τήν αθανασία.
Στο άκουσμα της είδήσεως τοϋ άπαγχονισμοϋ, της Κύπρου τά νιάτα ορμοΰν στίς εκκλησιές μ' ανατριχίλα καί μανία πρωτόφαντη. Δέν θρηνούν τραγουδούν τη θανή του. Οί ναοί μεταβάλλονται σέ ηφαίστεια ψυχών, πού χύνουν λάβα κοχλαστή. Κατακλυσμός ξεχύνεται άπ' τις καρδιές καί καταποντίζει τοϋ τυράννου τά καταπιεστικά σχέδια.
Ό ακίνητος νεκρός έφηβος κινεί τά πλήθη! Αγέλαστος, μεταγγίζει στίς νεανικές καρδιές άκράτητον ενθουσιασμό. Στα στήθη τους αποθηκεύει ύλη εκρηκτική.
Τους κυβερνούσε ζωντανός τους κυβερνα καί νεκρός. Τόν φοβόταν ό δυνάστης ζωντανό. Τώρα, τώρα πού τοΰ κλεισε τά μάτια καί το στόμα, τώρα, αλήθεια τί έπαθε ό... αγέρωχος κατακτητής; Αποσύρεται μακρυά άπό τόν κόσμο ό στρατός. Παρακολουθεί βουβός, τρομοκρατημένος!
Ό μεγάλος αδελφός τοΰ Παλληκαρίδη, ο Λευτέρης, μόλις έμαθε το ηρωικό τέλος τοΰ Ευαγόρα, τηλεγράφησε άπό το Kimberley της Ν. Αφρικής στον πατέρα του:
-"Ολοι μας είμεθα βαθύτατα συγκινημένοι, άλλα πολύ υπερήφανοι για τόν ήρωα μας. Ζήτω ή ΕΟΚΑ.
Μέ άγάπην Λευτέρης».
"Ολοι' τραγουδούν στην Κύπρο. Τραγουδούν καί λένε: «Δόξα στην ΕΟΚΑ...». «Καλύτερα μιας ώρας...». «Σκέπασε, μάννα, σκέπασε...». Καί ξεσπούν σέ ζητωκραυγές: «Ζήτω ό Μακάριος. Ζήτω ο Διγενής. Ζήτω ή ΕΟΚΑ. Ζήτω ή Ένωσις»... Καί δέν μένει μάτι άδάκρυτο καί καρδιά πού νά μη ραγίση.Κάποιοι νομίζουν πως τα ξέχασε αυτά ο Έλληνας της Κύπρου.Καί πώς το νησί δέν είναι έτοιμο, γιά νά αξιοποίηση το αίμα τών παλληκαριών του.Βρίσκονται σέ μεγάλη πλάνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ τα σχόλια να είναι κόσμια και να σέβεστε τους χρήστες