Σκοπός μας δεν είναι να ξύσουμε πληγές, ούτε να εξάψουμε μίση και πάθη, αλλά να ρίξουμε άπλετο φως σε σημαντικά γεγονότα της Ιστορίας μας.

Λαός ο οποίος δεν γνωρίζει το παρελθόν του και δεν τιμά τους προγόνους του και τον τόπο που γεννήθηκε δεν έχει μέλλον.

 

Αφιερώνουμε αυτή τη Σελίδα ως ελάχιστο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης στους Ήρωες που έχυσαν το αίμα τους η έχασαν τη ζωή τους υπερασπιζόμενοι τη Δημοκρατία, την εδαφική ακεραιότητα της Πατρίδος μας και τις ατομικές ελευθέριες που απολαμβάνουμε σήμερα όλοι μας.

 

Κάποιοι σύνδεσμοι λόγο μεταφοράς αρκετών σελίδων από το Pathfinder  δεν λειτουργούν, ζητούμε συγγνώμη για την αναστάτωση θα αποκατασταθούν

 

 

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΙΚΑΡΙΔΗΣ

Θα πάω στον θεό και θα τον παρακαλέσω να είμαι ό τελευταίος πού θα κρεμαστώ».13 ΜΑΡΤΙΟΥ 1957. ΚΟΝΤΕΥΟΥΝ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ. Ολόκληρη ή «αέρινη» Κύπρος καί ιδιαίτερα ή Λευκωσία είναι στρατοκρατημένη. Ή πολυθόρυβη πρωτεύουσα μέ τους στενούς δρόμους είναι έρημη. Όλα είναι βυθισμένα στο σκοτάδι του άνομου νόμου «Εκτάκτου ανάγκης». Στην Κυπριακή Βαστίλλη τις Κεντρικές Φυλακές το φτερούγισμα του θα­νάτου πλανιέται πάνω από τα κελιά των μελλοθανάτων ηρώων.
«Ό νόμος πρέπει ν' άκολουθήση την πορεία του», δήλω­σε πριν άπό λίγο με αγγλική ψυχρότητα ό στυγνός Κυ­βερνήτης του νησιού σερ Τζών Χάρντιγκ! 'Υπογράφει εκ­τελέσεις ό θλιβερός στρατάρχης. Στήνει κρεμάλες, γιατί νοιώθει, πώς αυτός πού ήλθε με τόσο μπρίο και τόσα φούμαρα στό μυρωμένο Ελληνικό νησί, φορτωμένος μέ τις δά­φνες τών  θλιβερών εγκλημάτων  του στη χώρα τών  Μάο-Μάο, σιγά-σιγά ξεπουπουλίστηκε' ντροπιάστηκε άπό τά παι­διά της Κύπρου τόσο, όσο κανένας άλλος δαφνηφόρος στρα­τάρχης. Ή κυνική δήλωση του, δήλωση μωρίας καί εκδικήσεως, έσήμαινε, πώς πριν περάσουν 24 ώρες ένα δεκαεννιάχρονο παλικάρι δεν θά υπήρχε στη ζωή! Ό νόμος, πού έγινε άπ' τόν παράνομο ιδιοκτήτη για τη διασφάλιση τής παράνομης Ιδιοκτησίας του, έπρεπε νά λειτουργήσει: "Ένα ξερό τρίξιμο του βάθρου τής αγχόνης, Ένας βρόχος στον λαιμό, ένα σπαρτάρισμα, ένας τελικός σπασμός... καί θα 'σβηνε ή ζωή ενός ακόμη Έλληνος εφήβου στο γλυκοχάραμα τής νιότης του.
Όλοι αγρυπνούν τούτη τη νύκτα. Με βουρκωμένα μά­τια και σφιγμένες καρδιές περιμένουν...
Ό Ευαγόρας Παλληκαρίδης απόψε δεν είναι το σπλάγ­χνο των γονιών του μονάχα. Είναι όλονών παιδί, ολονών αδελφός...
ΠΟΙΟΣ   ΤΟΝ   ΗΞΕΡΕ   ΩΣ   ΤΟΤΕ;    ΑΓΝΩΣΤΟΣ   ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ  Γνωστός στους λίγους- σ' εκείνους πού τον γέννησαν και τον έθρεψαν με περίσσια στοργή. Σ' Όσους στάθηκαν παιδαγωγοί του κι είδαν στα μάτια του από νωρίς το σπί­θισμα τής  αδάμαστης ψυχής του.Γεννήθηκε το 1938 κι έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Τσάδα, πού κολλημένη σέ μία βουνοπλαγιά δεσπόζει πάνω από την πρωτεύουσα τής Πάφου, το Κτήμα. Λες και την φρουρεί. Λες κι αγναντεύει πέρα στο πέλαγος, βορειοδυ­τικά, για να δώσει αυτή πρώτη το χέρι στη Μάννα Ελλά­δα, πού προσμένει χρόνια τώρα τον ακρίτα τον Νότου, την Ελληνίδα θυγατέρα της, να ριχτή στη μητρική αγκα­λιά της.
Το μελαχρινό αγόρι είχε από νωρίς συνείδηση τί έσή­μαινε τ' όνομα Ευαγόρας. Έγραφε σε κάποιο σημείωμα του:
-Κάτι   θά   ήξερε   περί   του   μέλλοντος   μου   ο   μακαρίτης ο νουνός μου για να μου δώσει το όνομα του βασιλιά της Σαλαμίνας.  (1) Έτσι κι εγώ έπρεπε να φανώ αντάξιος διά­δοχου (...) "Από μικρας ηλικίας είχα μανία με τον πόλε­μο. Στήθος με στήθος βέβαια. (Κι ο βασιλιάς τής Σα­λαμίνας πολεμούσε στήθος με στήθος). Ήμασταν 5-6 παι­διά στη γειτονιά και παίρναμε άπά μία βέργα, την οποίαν ονομάζαμε ξίφος και ως ιππότες(...) Περιττόν βεβαί­ως ν' αναφέρω πώς ήμουν πάντα ο νικητής. Κάθε μέρα ήταν για  μένα μία νίκη περίλαμπρη...».
Άλλα ο Ευαγόρας κληρονόμησε και την ψυχική ευγένεια και παλικαριά των προγόνων του. Για τον προπάππο του, τον Κυπριανό, διηγούνται πώς ήταν γίγαντας με καταπλη­κτική μυϊκή δύναμη. Σωστό παλικάρι, με περήφανη κορμοστασιά, πλατύστερνος, γεροδεμένος, λεβεντόκαρδος, άκακος μαζί ο πατέρας του, ο Μιλτιάδης. Ποτέ δεν ακούστηκε να θυμώσει ή να πικράνει κανένα. Στης χωριάτισσας μάνας τη μορφή βασιλεύει ή απλότητα κι ή κυπριακή ημεράδα. Νοικοκυρεμένοι, θεοφοβούμενοι κι οι δύο τους, ο Μιλτι­άδης κι ή   Αφροδίτη.
Ντροπαλός, φιλότιμος και σοβαρός ό Βαγορής, ένα από τα πέντε παιδιά τους. Ό πατριωτισμός του εύρισκε πλήθος ευκαιρίες, για να εκδηλωθεί από νωρίς.
Κάποια μέρα είχε καλέσει ένα Τουρκάκι, για να παλέψουν. "Ήτανε συνομήλικος του και, Όπως πληροφορήθηκε, πρωτοπαλίκαρο των Τούρκων. Πάλεψαν, μα νικήθηκε ό Βαγορής.
-Με νίκησες, του είπε. Παραδέχομαι. "Αν θες, ξανά-έλα  αύριο να ξανά παλέψομε.
Την άλλη μέρα νίκησε ό Βαγορής. Στην ταξί και σ' όλο το σχολείο έγινε πανδαιμόνιο. Οι συμμαθηταί του τον ανακήρυξαν αρχηγό! Από τότε το κύρος του μεγάλωνε ανάμεσα τους ολοένα και για άλλους λόγους.
Το αγόρι διακρινόταν σ' όλα. Και για την εξυπνάδα και για τη σωματική του ρώμη, πού καθώς ωρίμαζε γι­νότανε πιο αισθητή.
(1)Εννοεί τής Κυπριακής Σαλαμίνος. Ό Ευαγόρας υπήρξε από τους πιο ένδοξους και γενναίους βασιλιάδες τής μεγάλης αυτής Κυπριακής πόλεως, αρχαίας αποικίας τής "Ελληνικής νήσου  Σαλαμίνος.)
Τής ψυχής του τα χρυσοφτέρουγα όνειρα κι οί αγνοί οραματισμοί φανερώθηκαν από νωρίς. Δεκάχρονος μαθη­τής, στην Ε' Δημοτικού, έγραφε μόνος του σχολική έφημεριδούλα. Ήταν δεν ήταν δεκατεσσάρων χρονών, όταν άρχισε να εκφράζεται με στίχους. Τον εθνικό του ιδεα­λισμό, τα εφηβικά του όνειρα και τις προσδοκίες τα εξω­τερίκευε με μέτρο και χάρη στο χαρτί.
Παράλληλα γύμναζε και το σώμα. Το σκληραγωγούσε. Αρκετές νύχτες κοιμόταν με το στήθος γυμνό πάνω σε δύο σανίδες. Στα αγωνίσματα «απλούν», «τριπλούν» και σφαιροβολία είχε άριστη επίδοση. Πρωταθλητής του δρό­μου των 400 μέτρων από την ΣΤ' Δημοτικου κέρδισε στα δεκάξι του χρόνια την πρώτη νίκη στο ίδιο αγώνισμα, στους Παμπαφίους αγώνες.
Ο   ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ   ΗΤΑΝΕ    ΜΑΧΗΤΗΣ  ΠΡΙΝ  ΙΔΡΥΘΕΙ  στην Κύπρο ή θρυλική ΕΟΚΑ. Το 1953 είχε μία ηρωική σύγκρουση με τον δυνάστη τής Κύπρου. Ήταν Ιούνιος. Στην Κύπρο γίνονταν προετοιμασίες για τον εορτασμό τής στέψεως τής βασίλισσας τής Αγγλίας. Με εντολή τού Άγ­γλου Κυβερνήτου τού ελληνικού νησιού, ή Πάφος, όπως κι οι άλλες πόλεις, σημαιοστολίζεται πανηγυρικά. Στα προ­πύλαια του Γυμναστηρίου τής Πάφου μία μεγάλη αγγλι­κή σημαία υψώνεται προκλητικά από τον στρατό, πού εί­ναι παρατεταγμένος στο γήπεδο.
Δεν άντεξε ό έφηβός μας την πρόκληση. Οργανώνει μαθη­τική διαδηλώσει. Αστυνομικοί και στρατός κινητοποιούνται να τους διαλύσουν. Πέτρες, μονάχα πέτρες στα χέρια των παιδιών. Ρόπαλα, ασπίδες, κράνη και στο τέλος όπλα στη διάθεση του Στράτου. Ό Ευαγόρας απτόητος. Κάποια στι­γμή, που ή άνιση πάλη βρισκόταν στο ζενίθ, σκαρφαλώνει στα Προπύλαια, αρπάζει την αγγλική σημαία, το σύμβολο τής στυγνής αποικιοκρατίας, την ξεσχίζει και την πετά στον μαθητόκοσμο και στα πλήθη, πού ξεσπούν σ' ένα πανδαιμό­νιο ιαχών και ζητωκραυγών.
Ή μάχη με τον στρατό βάσταξε πάνω από δυο ώρες. Τα πλήθη διαλύθηκαν με δακρυγόνα. Οι  Άγγλοι άδειασαν το Γυμναστήριο ντροπιασμένοι.
Εκείνο το βράδυ το 18χρονο αγόρι πήγε αργά στο σπίτι. Ήταν 10.30' κι ο πατέρας του ζήτησε να τον συμβουλέψει)... "Όρθωσε τότε τ' ανάστημα του και για πρώτη φορά, όπως διηγείται ο πατέρας του, απάντησε μ' ακρά­τητο  θυμό:

- Ή "Αγγλία να ξεκουμπιστεί πού δά - μέσα - δά. Να πκιάση. τα βρεμένα της τζιαί να φυη, άθ' θέλη νά κάμνη γιορτές τζιαί  παναήρκα   (πανηγύρια)!
Ή αγάπη προς το νησί του τον είχε πια συνεπάρει. Τίποτε δεν τον συγκρατούσε. Σ' ένα ποίημα του έδινε τον όρκο του με τους στίχους:
Για   σένα,   Κύπρο   αθάνατη,   πατρίδα  τιμημένη, θα   δώσω   από  το  αίμα  μου  κάθε  σταλαματιά. Για να  σε δω  ελεύθερη  και  χιλίο δοξασμένη, δεν  θα  διστάσω,   Κύπρο  μου,   να   πέσω  στή   φωτιά.
Λαχταρούσε την ημέρα, πού θα λούση την Κύπρο της λευτεριάς το φως. Κυριευμένος από τέτοια συναισθήματα και προτού ακόμη ξεσπάσει ή επανάσταση, έγραφε στις--31 Ιουλίου 1954 το ποίημα του «στην Κύπρο».
Μόνο  λίγο  ακόμα
και   στο   μαύρο   σου   χώμα,
πού  ή  σκλαβιά  και  ο  πόνος τώρα  πατεί
τη   γλυκεία   Λευτεριά
καρτερούν   τα   παιδιά   σου   ξανά
πώς   μέ   φλόγα   και   πάλι

κοντά   σου   θα   'ρθή.
Κύπρος!    Κύπρος,   γλυκεία  μας  πατρίδα
κάμε  τώρα  να  λάμψη
του σπαθιού σου ή λεπίδα.

Από  σε   καρτερούμε
την  σκλαβιά  για  να  δίωξης'
από   σένα   ω   Κύπρος   γλυκεία,
με  τη   μάννα    Ελλάδα
να  βρεθείς αγκαλιά.
Μόνο  λίγο   ακόμα
κι   ένας  ήλιος  θα  λάμψη

πιο λαμπρός   και  για   μας.
Σε μία σχολική έκθεση, πού ο καθηγητής έδωσε το θέμα
«Ή σημασία των εθνικών επετείων», ο Ευαγόρας έγραψε κι αυτά, κοντά στα άλλα:
«Κάτω από τον ελεύθερο, γαλάζιο Αττικό ουρανό, άλλα και κάτω από τον σκοτεινό, συννεφιασμένο ορίζοντα της δούλης Κύπρου, γιορτάζονται αι ΕΘΝΙΚΑΙ ΕΠΕΤΕΙΟΙ.
Θυμίζουν στον ελεύθερο "Ελληνισμό, πώς οι πρόγονοι των πολέμησαν σαν λιοντάρια για να τους χαρίσουν τη Λευ­τεριά.
Μα δίδουν ακόμα θάρρος κι ελπίδα στους σκλάβους, πώς ή μέρα του λυτρωμού δεν είναι όνειρο απραγματοποίητο...
Περνά από κοντά σου τις ήμερες αυτές ή δόξα και ή τιμή του Έλληνα  περνά ή Λευτεριά, πού δίνει το φως, τη δύναμη, τη χαρά. Περνάει από κοντά σου ή Λευτεριά. Την νοιώθεις, την χαίρεσαι. Μα ο σκλά­βος δεν τη χαίρεται, δεν τη βλέπει. Με λαχτάρα την προσμένει και της ψάλλει   σιγά:
Έλα,   έλα,   πανώρια,   μεγάλη
και   στην   Κύπρο,   γλυκεία   Λευτεριά!
Σε   προσμένουμε   όλοι   μ'   ανοιχτή   την   αγκάλη
για   να   δώσεις   στην    Κύπρο   πικροδάφνης   κλαριά».
Στην ηλικία, πού οι άλλοι γράφουν για επιπόλαιους συναισθηματισμούς, ο Ευαγόρας έγραφε και τραγούδαγε με πάθος τη γλυκεία Λευτεριά!...
Ο ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΠΕΡΑΣΕ ΑΠΟ ΤΟΤΕ. ΣΤΑ ΣΤΗΘΗ ΤΟΥ δυνάμωνε, φούντωνε, θέριευε ο πόθος της λευτεριάς. Ό Αύγουστος του 1955 τού χάριζε αλησμόνητο κι απαραίτητο προσκύνημα στη μάννα Ελλάδα. Στον Ιερό τόπο του Μνη­μείου τού Άγνωστου Στρατιώτου γονατίζει και, ορκίζεται να θυσιαστεί για την πατρίδα του.
Γυρίζοντας στην Κύπρο είναι πια στην πρώτη γραμμή του αγώνος. Στην πραγματικότητα είχε αρχίσει να γράφει από καιρό τον θρύλο του. Με τον στρατό τού δυνάστη είχε δώσει πολλές και σκληρές μάχες. Προσπάθησε ακόμη να ελευθέρωση από τα χέρια της αυτοκρατορικής αστυνομίας τους ναύτες τού πλοιαρίου «Άγ. Γεώργιος», πού ξεφόρ­τωναν, μυστικά, όπλα για τον αγώνα. Καταδικάστηκε τότε και σε πρόστιμο.
—«ΤΙς 15 και 16 Νοεμβρίου», διηγείται ο πατέρας του, «ο γιος μου διανυκτερεύει έξω από το σπίτι μου. Πού να 'ναι άραγε;»
Την επομένη το πρωί, 17 Νοεμβρίου του 1955, βρέθηκε κομματιασμένη ή αγγλική σημαία του Νοσοκομείου τής Πά­φου. Οι μαθηταί τής πόλεως κατεβαίνουν σε γενική απερ­γία. Τούτα τα παιδιά ωρίμασαν πρόωρα... Σκληρή κι άνιση ή πάλη με τον στρατό. Τα παιδιά ορμούν σαν σίφουνας με πέτρες... 'Επί κεφαλής ο Ευαγόρας! Κάποια στιγμή βλέπει δύο «ηρωικούς στρατιώτας» (!) να ξυλοκοπούν ένα μαθητή, τον Λουκά Πετρίδη. Ό έφηβός μας ρίχνεται απάνω τους με  θαυμαστή   ευλυγισία κι  ακράτητο   θυμό.   Κτυπά  με πέτρα τον ένα στρατιώτη, στον άλλο δίνει μία γερή γρο­θιά. Σωριάστηκαν κατά γης κι οι δύο. Μέχρι πού να συνέλ­θουν,  αυτός  βρισκόταν πολύ  μακριά...
Αργά, την ίδια μέρα, τον συλλαμβάνουν. Τον παρουσι­άζουν την επομένη στο δικαστήριο «επί οχλαγωγία» και ορί­ζεται ή δίκη για τις 6 Δεκεμβρίου.

Τού Ευαγόρα όμως ο πόθος για την λευτεριά ήταν άσβη­στος, ασίγαστος.
Τι κι αν κτύπησε τον στρατό και τον ντρόπιασε;
Τι κι αν κατέβασε κι αν ξέσχισε σημαίες της γερασμένης Αυτοκρατορίας;
Τι κι αν ένοιωσε ρίγος ιερό να τον διαπερνά, καθώς ύψωνε στη θέση της αγγλι­κής την δοξασμένη γαλανόλευκη;
Εκείνο το υγρό πρωινό τού Δεκέμβρη του 1955 ο Ευα­γόρας δεν μπήκε στην ταξί. Κάθεται απ' έξω σταυροπόδι. σύρριζα στον τοίχο, κάτω από το παράθυρο. Ακουμπάει το μάγουλο στη χούφτα, τον αγκώνα στα βιβλία πού βρίσκονται στα γόνατα. Συλλογιέται... Οι οραματισμοί του πλαταίνουν... Πρέπει να κάμει πολύ περισσότερα για το νησί του.
Κάποιος απ' το πλαϊνό σχολείο (Δημοτικό και Γυ­μνάσιο ήταν δίπλα-δίπλα), τον πρόσεξε. Του 'γνεψε ερω­τηματικά:
-Γιατί έξω  τέτοια   ώρα;
Τ' αγόρι απάντησε με μία κίνηση κι ένα μορφασμό πού 'λεγαν:
-Αυτοί από μέσα άεροκοπανάνε, τώρα πού όλα άναψαν... (ή ταξί του είχε εκείνη την ώρα αγγλικά μ' έναν Εγ­γλέζο).

Ό άλλος, πού ήταν ο παλιός του δάσκαλος στό Δημοτικό, χαμογέλασε επιδοκιμαστικά... Ό "Έλληνας δάσκαλος τής Κύ­πρου καμάρωνε κείνη την στιγμή την ώριμη εφηβική ψυ­χή, πού γαλούχησε στο Δημοτικό, μεταγγίζοντας της ιε­ρούς χυμούς...
Την ίδια κιόλας ήμερα ο Ευαγόρας ζήτησε την ευχή και   την   συμβουλή   τού   πατέρα   του.   Ό   γέρο Μιλτιάδης
δάκρυσε και του είπε: «Παιδί μου, εκεί πού θά πας, πρόσ­εξε προ πάντων να 'σαι τίμιος και ηθικός. Σε κάθε σχέση σου και σε κάθε περίσταση. Πήγαινε στην ευχή μου!». "Έσκυψε ο νέος, του φίλησε το χέρι... Τώρα φεύγει τρέχον­τας... Περνά βιαστικά από το Γυμνάσιο κι αφήνει πάνω στην έδρα της άδειας τάξεως του, λίγο προτού κλείσει ή πόρτα, το εγερτήριο σάλπισμα του:

Παλιοί συμμαθηταί.
Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσα σας, κάποιος πού φεύγει αναζητώντας λίγον ελεύθερον αέρα. Κάποιος, πού μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μη κλάψετε στον τάφο του. Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτά­νει   αυτό   ΜΟΝΑΧΑ.
θα   πάρω   μιαν   ανηφοριά,
θα   πάρω   μονοπάτια

να   βρω  τα   σκαλοπάτια,
πού   πάν   στη   Λευτεριά.

θ'   αφήσω   αδέλφια,   συγγενείς,
την   Μάννα,   τον   Πατέρα"
μέσ'   στα   λαγκάδια   πέρα
και   τις   βουνοπλαγιές
ψάχνοντας για τη Λευτεριά
θα   χω παρέα μόνη
κατάλευκο  το  χιόνι,
βουνά  και   ρεματιές.
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά,

θα   ρθή το καλοκαίρι
την  Λευτεριά  να   φέρει σε πόλεις και  χωριά.
Μα  δεν   μπορώ  να   καρτερώ!

 
θα  πάρω μιαν ανηφοριά,
θα   πάρω   μονοπάτια
να   βρω  τα  σκαλοπάτια

πού   πάν   στη   Λευτεριά.
Τα  σκαλοπάτια  θ'  ανεβώ,
θα   μπω   σ'   ένα   παλάτι,

το   ξέρω  θάν'   άπατη,
δεν   θάν'   αληθινό.
Μέσ' στο παλάτι θα γυρνώ
ώσπου να  βρω τον θρόνο

βασίλισσα  μία  μόνο
θα  κάθεται  σ'   αυτόν.
Κόρη   πανώρια,   θα  της  πω,
άνοιξε  τα  φτερά  σου,
και  πάρε  με  κοντά  σου,
μονάχ'   αυτό   Ζητώ.

Γεια σας παλιοί συμμαθηται. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σάς.
Κι όποιος θέληση για να βρει ένα  «χαμένον   αδελφό»,   έναν  παλιό   του  φίλο,

"Ας   πάρει   μιαν   ανηφοριά,
ας   πάρει   μονοπάτια,

να  βρει  τα   σκαλοπάτια
πού  πάν  στη  Λευτεριά.
Με την Ελευθέρια μαζί,
μπορεί να βρει και μένα.

"Αν ζω θά  μ' εύρη  εκεί.
Ευαγόρας   ΠαλληκαρΙδης
5 Δεκεμβρίου  1955.

Μ' αυτόν τον τρόπο πραγματοποιούσε ότι έγραφε πριν από λίγους μήνες:
Μάννα   θα  τρέξω  στο   βουνό και   δως μου   την   ευχή   σου για   να   την   έχω   φυλαχτό και  το  στερνό  φιλί  σου.
Το βράδυ τον βρήκε στο βουνό, ντυμένο την τιμημένη στολή τής ΕΟΚΑ. Για τον δυνάστη ήταν φυγόδικος «τρο­μοκράτης», πού έπρεπε να συλληφθεί Για την Κύπρο γι­νόταν επίσημα  μαχητής και αγωνιστής της Ελευθερίας...

ΗΡΩΙΚΟΣ,  ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΣ  ΓΙΑ   ΟΛΑ  ΣΤΗΣ Πάφου τα βουνά ο έφηβος Παλληκαρίδης. Για τη ζωή του στο βουνό, Όπως και τόσων άλλων, λίγα γράφτηκαν κι ελάχιστα ειπώθηκαν ως τώρα. Όσοι έζησαν δίπλα του, περιμένουν να μιλήσουν πρώτα επίσημα στόματα.  Κι  αυτός ακόμα ο πατέρας του, πού ξέρει ασφαλώς πολλά, λέει λακωνικά:
Για τη δράση του στο βουνό άλλοι είναι οι αρμόδιοι.. Και με βουρκωμένα μάτια από εθνική περηφάνεια κλεί­νει τη συζήτηση...
Ό χειμώνας κείνη τη χρονιά ήτανε βαρύς στο επανα­στατημένο νησί. Διπλά βαρύς. Βροχές και χιόνια... Άλλα και αντάρα και καπνοί από τις μάχες. Παγωνιά από τα βάρβαρα μέτρα των άρχων κατοχής.
Όμως απ' του Παλληκαρίδη το κρησφύγετο ξεχύνεται, απ' όσα γραπτά έφθασαν στα χέρια του πατέρα, μία φλό­γα άσβηστη, μία πίστη θερμή στο θεό  μία αγάπη απέ­ραντη προς την πατρίδα και μια νοσταλγία δυνατή για τους δικούς του. Τούτο το τελευταίο αίσθημα, φυσικό κι απόλυτα δικαιολογημένο για κάθε ψυχή και Ιδιαίτερα για τη λεπτή ψυχή του Ευαγόρα, βρίσκει την έκδήλωσί του σ' ένα ποίημα του Χριστουγεννιάτικο:
Σκλαβωμένα  Χριστούγεννα μακριά  απ'  τον   κόσμο, μακριά απ' τ' · αδέρφια σου, την   καλή  σου  τη   μάννα. Σκλαβωμένα Χριστούγεννα δε θ'  ακούσης καμπάνα να   λαλεί   πώς  γεννήθηκε ο   Σωτήρας  της  γης.
Λάμπει  στο  πρόσωπο ή  χαρά το   γέλιο  ανθεί  ατά  χείλη γιατί   ετούτη  τη   βραδιά τούτο  το   άγιο  δείλι γεννήθηκε  στη   Βηθλεέμ του   κόσμου  ο Λυτρωτής.
Τώρα  κι  αν έχειμώνιασε είναι   Ζεστή   ή   ψυχή   μας και μέσα μας ειν' όλο φως γιατί   γεννήθηκε  ο  Χριστός ο   Ελευθερωτής   μας.
Έξη μήνες πέρασαν από τότε, πού 6 Ευαγόρας «πήρε μιαν ανηφοριά», για να βρει «τα μονοπάτια πού πάν στη Λευτεριά».
Οι δικοί του δεν τον είχαν δη καθόλου ως τότε. Πάντα ρωτούσαν φυλαγμένοι, μα ειδήσεις για τους άγωνιστάς της ΕΟΚΑ ποιος δίνει; Τι κι αν αυτός πού ρωτά είναι ή μάννα κι 6 πατέρας; Μονάχα κάτι άγνωστοι πλησίαζαν πότε-πότε τον πατέρα με χίλιες προφυλάξεις και του μι­λούσαν χαμηλόφωνα, γεμάτοι συγκίνηση κι έκδηλο θαυμα­σμό, για τ' ανδραγαθήματα του παιδιού του.
Κάποια μέρα, πού ο γέρο-Μιλτιάδης βρισκόταν στην Τσάδα, ό γιος παρουσιάστηκε αναπάντεχα μπροστά του. Τινά­χτηκε απ' το κάθισμα ο γέρος. Ένας λεβεντόκορμος αγω­νιστής στεκόταν απέναντι του:
—Πατέρα, είπε με σεβασμό και συγκίνηση.
—Καλώς τον γιο μου, απάντησε με τρεμάμενη φωνή ο Μιλτιάδης, ενώ τα δάκρυα αυλάκωναν το ρυτιδωμένο του πρόσωπο.
Κοίταξε τον Ευαγόρα στα μάτια. Στο βλέμμα του διέ­κρινε μια αποφασιστικότητα αετού, πού καθηλώνει το θύμα του στη γη.
—Ψήλωσα, πατέρα, έτσι δεν είναι; Τώρα βλέπω πάνω απ' τό κεφάλι σου...
—Λεβέντης έγινες, γιόκα μου, 'κει πάνω στα βουνά. Ό αγέρας του βουνού σ'  έκανε λεβεντάνθρωπο.
—Κι ο αγέρας του αγώνος για τη λευτεριά, συμπλήρωσε ο Ευαγόρας, ενώ ο πατέρας τον έσφιγγε στην πατρική αγ­καλιά...
Κάθε φορά πού ο Μιλτιάδης ξαναζωντανεύει μέσα του τούτη τή σκηνή, ή την διηγείται με βουρκωμένα μάτια, γί­νεται άλλος άνθρωπος. Ήταν μια από τις τρεις φορές πού είδε τον γιο του, όπως τον ονειρεύτηκε, καθώς τον γα­λουχούσε μικρό παιδί στην οικογενειακή φωλιά.
Τον Σεπτέμβριο του 1956 ο στρατάρχης της εξοφλη­μένης Αυτοκρατορίας των πέντε ηπείρων έστελλε στην αγ­χόνη τρία παλικάρια του απελευθερωτικού αγώνος της Κύπρου: Τον Στέλιο Μαυρομάτη (εξάδελφο του Παλλη­καρίδη), τον Μιχαήλ Κουτσόφτα και τον Ανδρέα Παναγίδη. Από το κρησφύγετο του ο Παλληκαρίδης άφηκε την ψυχή του να καταγράψει τα σκιρτήματα της πάνω στο χαρτί...
ΤΟ   ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ   ΤΡΙΟ   ΤΟΥ  ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΜΟΥ Γιατί  μαυρίζει  ο  ουρανός κι  ας   είναι   καλοκαίρι; Λες  κι ή  αυγή  κατάμαυρο χαπάρι    θα    μας   φέρει...
Και  να   χτυπούνε  πένθιμα κάθε   χωριού   καμπάνες. Κλαίνε   μαζί   τρεις   μάνες, μαζί  τους  κι  όλη  ή  γη.
Κι   είναι   γλυκά   το   κλάμα   τους' από   χαρά   λες   κλαίνε. Λόγια   Σουλιώτου  λένε στην   πένθιμη   σιγή:
«Ποτέ   δε   θα   πεθάνουνε όσοι  πέθαναν  σήμερα. Και  της  σκλαβιάς  τα   σίδερα θα   σπάσουν   κάποια   μέρα,
και  θ"   ακουστούν   ελεύθερα τραγούδια  πέρα  ως  πέρα στό   Ελληνικό   νησί...».
Ό Στέλιος Μαυρομάτης, ό Μιχ. Κσυτσόφτας κι ό Άνδρ. Παναγίδης ήσαν ό έκτος, έβδομος, όγδοος στη σειρά των άπαγχονισθέντων. Ό Παλληκαρίδης τους είδε σαν «το τελευταίο τρίο του απαγχονισμού». Ωστόσο τελευταίος θα ήταν ό ίδιος' ένατος στη σειρά και τελευταίος!...

ΨΥΧΡΑΙΜΑ    ΑΚΟΥΣΕ    Ο    ΠΑΤΕΡΑΣ    ΤΟΥ    ΠΑΛΙΚΑΡΙΟΥ  τη θλιβερή είδηση. Κάποιοι τον πληροφόρησαν, πώς ο καταζητούμενος γιος του έπεσε στα χέρια στρατιωτικής ενέδρας.
Ήταν Δεκέμβριος. Ό Ευαγόρας είχε συλληφθεί μεταφέ­ροντας με ζώο ένα όπλο μπρεν και οδηγήθηκε στο στρατό­πεδο τής Λίμνης κοντά στην Πόλη της Χρυσοχοΰς. Εκεί όμως δεν ήταν συνηθισμένο στρατόπεδο. Ήταν τόπος βα­σανιστηρίων !
Μετά από έντεκα μέρες τον μετέφεραν στο στρατόπεδο «Δασοΰδι», στην είσοδο του Κτήματος (Πάφου). Ό πατέ­ρας ειδοποιήθηκε να περάσει να δει το παιδί του στις 29 Δεκεμβρίου   1956.
Το συνάντησε σε μια τσίγκινη παράγκα" ήταν δμως τρο­μερά αλλαγμένο!... Τό νεανικό πρόσωπο δεν έλαμπε τώρα, όπως πριν... Ήταν μαραμένο, μελανιασμένο! Το δεξί του μάγουλο πρησμένο... Τα μάτια του κομμένα, θολά, ρουφηγμένα στις κόγχες, με δυο μαυροκίτρινους κύκλους από κάτω. Το άλλοτε περήφανο αετίσιο βλέμμα του ήταν ρι­γμένο κατά γης, κι απέφευγε να κοιτάξει κατάματα τον πατέρα...
Ανησύχησαν οί δικοί του. Ό πατέρας τόλμησε κάποια στιγμή και τον ρώτησε:
Γιατί  δεν   σηκώνεις  τα   μάτια   σου   κατά   δώθε;
Ήμουνα συνηθισμένος να πλαγιάζω στα σκοτεινά, δικαιολογήθηκε. Τώρα μου χουν αναμμένο δυνατό φως όλη τη νύκτα, κι όταν ακόμη πέφτω να κοιμηθώ δεμέ­νος χειροπόδαρα στο σιδερένιο κρεβάτι, χωρίς στρώμα ή σκέπασμα!... (μη Ξεχνάμε πώς ήταν Δεκέμβρης). Με κουράζει  το  φως του  ήλιου.   Με πονούν τα  μάτια...
Λέγοντας τα κοίταξε βιαστικά τον πατέρα. Κατάλαβε ο γονιός. Το φιλότιμο κι ευγενικό παιδί, με τη λεπτή ψυ­χή, δεν ήθελε να φανέρωση την πραγματικότητα. Θα πο­νούσε ή μάννα. Θα πληγωνόταν ή αδελφή, θα λυπόταν ό γαμβρός του, πού πρώτη φορά τον έβλεπε.
Στον τελευταίον ομοίως είπε περισσότερα, σαν οι άλλοι ξεμάκρυναν.
—        Τη νύκτα με δένουν χειροπόδαρα σ' ένα σιδερένιο κρεβάτι και χορεύουν απάνω μου μέχρις ότου λιποθυ­μήσω... Και τότες μου βουτάνε το κεφάλι σ' ένα κουβά γεμάτο κρύο νερό' το κρατάνε εκεί βουτηγμένο, χωρίς να παίρνω αναπνοή, ώσπου να χάσω και πάλι τις αισθή­σεις μου... Έντεκα μέρες τώρα με ξυπνούν και με σηκώνουν μ' άγριες φωνές, μόλις κλείσω για λίγο τα μά­τια με γυμνώνουν   και   με   κτυπούν   αλύπητα...
Ένας αστυνομικός, καταθέτοντας αργότερα στη δίκη του παλικαριού, διηγήθηκε πώς ο Ευαγόρας του είχε πει τότε:
—        Ποτέ δεν φανταζόμουνα πώς οι «ευγενείς  "Άγγλοι θα μάς ξυλοκοπούσαν και θα μάς έκαναν ενέσεις (ορούς αληθείας)    για   να   μας   εξαναγκάσουν  να  ομολογήσομε!
...Τίποτε δεν στάθηκε ικανό, να τον κάνη ν' αποκάλυψη μυστικά. Ούτε τ' ανήκουστα φρικτά βασανιστήρια.
Η επίμονη άρνηση του ανάγκασε τους δήμιους του να χρησιμοποιήσουν άλλον τρόπο, για να του αποσπάσουν πολύ­τιμες πληροφορίες για τον αγώνα. Κατέφυγαν στον εκβια­σμό του πονεμένου γονιού.
Ό Τούρκος βοηθός αστυνόμος της Πάφου εκκάλεσε τον Μιλτιάδη στην Αστυνομία. Τον έβαλε να καθίσει απέναντι του κι άρχισε να του λέει:
—Ή κατηγορία εναντίον του γιου σου προνοεί καταδίκη σε θάνατο. Να, και το σχετικό διάταγμα του Κυβερνήτη. Διά­βασε το. Θέλεις να του μιλήσεις, για να μας πει κάτι; Που έχουν π.χ. κρύπτη με όπλα, που κρύβονται οι σύντροφοι του... Αν δώσει τέτοιες πληροφορίες, θ' αποφυγή το θάνατο... Λοι­πόν, θέλεις να του μιλήσεις;...
Τινάχτηκε απ' τη θέση του ο πλατύστερνος Μιλτιάδης. Τέτοιο ανοσιούργημα δεν θα το 'κανε ποτέ, ποτέ!
—Όχι, είπε" χίλιες φορές όχι. Και καθώς τα 'λεγε, ά­στραψε ή θωριά του.
—Μ' αυτές τις προτάσεις δέν θέλω ούτε να δω τον Ευαγόρα, ούτε να του μιλήσω...
Έφυγε γυρίζοντας με ολοφάνερη περιφρόνηση την πλά­τη στον πληρωμένο Τούρκο.
Είναι χαρακτηριστικό πώς ενώ οι «ευγενείς Βρετανοί» βασάνιζαν απάνθρωπα τους άγωνιστάς τής ΕΟΚΑ (πρέπει κά­ποτε να εκδοθεί μαύρη βίβλος γι' αυτούς τους βασανισμούς, γιατί τα κείμενα υπάρχουν κι όσοι βασανίστηκαν ζουν), στα συλλαμβανόμενα με τους αγωνιστές ζώα ήσαν Ιδιαίτερα... στοργικοί. Τούτο φαίνεται κι άπο το ακόλουθο επίσημο ανα­κοινωθέν των αγγλικών άρχων τής Κύπρου, οταν συνέλαβαν τον Ευαγόρα. Αφού αναφέρεται πώς ή σύλληψη του Παλληκαρίδη «έπραγματοποιήθη εις τό σκότος», συνεχίζει: «Οι τρομοκράται (δηλαδή οι άνδρες τής ΕΟΚΑ) μετεκινούντο προ­φανώς υπό σεληνόφως, έκ των κυριευθέντων δε ειδών κατεδείχθη, οτι ούτοι εύρίσκοντο καθ' όδόν προς τα νέα χειμε­ρινά ενδιαιτήματα των. Οι δύο όνοι τυγχάνουν κα­λής μερίμνης (βίο) έκ μέρους των δυνά­μεων ασφάλεια ς», δηλαδή των οργάνων τής αποικιο­κρατίας. (Πρβλ. Γεωργ. Χατζηκωστή, Ευαγόρας Παλληκαρίδης, Ό ήρωας και ό ποιητής, έκδ. Ρ. "Αγρότης, Λευκωσία, Αθήνα 1965,   σελ.   67.   Ή  υπογράμμιση   δική   μας).
Φτάνοντας σπίτι, διηγήθηκε τό γεγονός στη μάννα. Τινάχτηκε κι εκείνη κι  είπε:
—Δε γέννησα έγιώ παιδί, πού Θα τό πουν προδότη!  Χαλάλιν τής  πατρίδος μου το  γαϊμαν  του  παιδκιοϋ   μου!
«Εκείνη τη στιγμή, στο σπίτι των Παλληκαρίδηδων ξα­ναζωντάνεψαν θρύλοι και παραδόσεις» ολόκληρης ιστορίας. Ή Κύπρος δίκαια μπορεί να καυχάται, γιατί ανέδειξε Σπαρτιάτες και  Σουλιώτες σε τούτα τα χρόνια...
ΣΤΟ   «ΕΙΔΙΚΟ   ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ»   ΤΗΣ   ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,   Ο Ευαγόρας στέκεται στο εδώλιο αγέρωχος. Ή κατηγορία εναντίον του δεν ήταν ούτε για ένοπλη δράση ούτε για φό­νο. Κατηγορείτο μόνον ότι... μετέφερε όπλο! Άλλα κι αυ­τό ήταν αχρησιμοποίητο και δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί τη στιγμή πού έγινε ή σύλληψη του, γιατί ήταν αλειμμέ­νο μέ γράσο και αποσυναρμολογημένο...
Ό Άγγλος δικαστής Σώ διάβασε το «κατηγορητήριο». Τελειώνοντας σήκωσε το κεφάλι, στράφηκε προς τον κατη­γορούμενο, τον κοίταξε ερευνητικά. Διασταυρώθηκαν τα βλέμματα. Γεμάτο απορία το βλέμμα του δικαστού. Ίσως ποιος ξέρει; να μην πίστευε και τόσο σε τούτη τη δίκη. Περήφανο και γαλήνιο το βλέμμα του ήρωός  μας.
—Παραδέχεσαι; τον ρώτησε ο λειτουργός του άνομου νόμου.
—Παραδέχομαι,   είπε   απερίφραστα   ο   έφηβος.
Έχεις τίποτε να πεις, για να μην καταδικαστείς σε θάνατο;   ρώτησε   και   πάλι   ξερά   ο   δικαστής.
Γνωρίζω ότι θα καταδικασθώ σε θάνατο, είπε ο Ευαγόρας, θα με κρεμάσετε, το ξέρω.
Ότι έκαμα, το έκαμα σαν Έλληνας Κύπριος, πού Ζητά τή λευτεριά του.
Εύχομαι να είμαι ο τελευταίος Κύπριος πού θ' αντικρίσει την αγχόνη.
Ζήτω ή "Ενωσις τής Κύπρου με  τη  μητέρα   Ελλάδα!   Τίποτε     άλλο!
Ή επιγραμματική του απάντηση κι ή καταπληκτική του στάση στο δικαστήριο γράφτηκαν πια στην Ιστορία. Στον Ευαγόρα Παλληκαρίδη είναι άναβιωμένο το Αρκάδι, το Μεσολόγγι,
Άραγε να διδάχθηκε ο εκπρόσωπος της αμαρτωλής Αυ­τοκρατορίας τίποτε; "Αν ήξερε ελληνική ιστορία, δεν θα δε­χόταν να εκπροσώπηση το Στέμμα σε μια τέτοια υπόθεση. Θα 'πρεπε, αντί να επιβάλει την έσχατη των ποινών στον ήρωα, να σηκωθεί από την έδρα του. Να πλησίαση το εδώλιο. Ν' άνοιξη το κιγκλίδωμα. Να βγάλει τον έφηβο Ευαγόρα από 'κει και να του σφίξη το χέρι... Έτσι θα 'δινε ένα μάθημα ανθρωπιάς στον κόσμο. Δεν θα πρόσθετε ακόμη ένα μελανό στίγμα στην αρκετά λερωμένη αυτοκρα­τορική πορφύρα τής Αγγλίας...
Από την ήμερα τής καταδίκης του σε θάνατο πέρασε σχεδόν ένας μήνας. Σε τούτο το διάστημα, τής Πάφου το βλαστάρι έγραφε κάθε στιγμή και μια υπέροχη σελίδα δό­ξης ! Ή πατριωτική ακτινοβολία απ' το κελί του απλωνό­ταν σ' όλο το νησί. Ή πίστη του στον Θεό και στο δίκαιο του αγώνος ατσαλωνόταν  ολοένα και περισσότερο.
Κοιτάζει πίσω. Θυμάται τον όρκο του... Κοιτάζει μπρο­στά με τής ελπίδος τα μάτια... Είναι βέβαιος για την τελι­κή νίκη. Σ' όσους τον επισκέπτονται μεταγγίζει πατριωτι­σμό, θρησκευτική πίστη, γαλήνη ψυχής.
12 Μαρτίου 1957. Σήμερα ο Παλληκαρίδης στέκεται στο τελευταίο σκαλοπάτι τής ζωής! Ό πατέρας του τον βρήκε στο κελί των μελλοθανάτων κι άκουσε από το στόμα του παιδιού πώς του μένουν μονάχα τριάντα ώρες ζωής!
Στους δικούς του, πού τον περιτριγυρίζουν, κάτω από το βλέμμα Άγγλου δεσμοφύλακος, μιλά ανοιχτόκαρδα, α­στειεύεται, τους εμψυχώνει.
—Τον επισκεφθήκαμε για να του δώσουμε κουράγιο" μα συνέβη το εντελώς αντίθετο. Εκείνος έδωσε θάρρος σε μας, έλεγε ο γαμβρός του.
Τα παλικαριά δεν δειλιάζουν. Ξέρουν να πολεμούν, ξέ­ρουν και να πεθαίνουν. Λιοντάρια στη μάχη. Απτόητοι και στον θάνατο. Πιο πολύ όταν τα παλικαριά είναι Παλληκαρίδηδες.
Στον πατέρα σύστησε να μη λυπάται. Και μπροστά στον Άγγλο αξιωματικό, την Αγγλίδα νοσοκόμο και τόν Τούρκο  δεσμοφύλακα τον  παρακάλεσε:
—        Στείλε μία λαμπάδα στον "Αη Γιώργη και αύριο στεί­λε την μητέρα μου να την δω και να μου φέρει και τον
σταυρό μου.  Χωρίς σταυρό δεν θα βγω από   δω  Ζωντανός!(4)
Κοίταξε ο Μιλτιάδης τον αξιωματικό ερωτηματικά. Συγκατένευσε εκείνος   και είπε:
—        Μπορείτε    να  φέρετε  τον  σταυρό  του.
Να ήταν άραγε ένα απλό αίσθημα οίκτου τούτη ή άδεια, ή μήπως ένοιωσε ο στρατιωτικός εκπρόσωπος τής χώρας πού κάποτε λεγόταν χώρα τής Βίβλου, πώς έχει μπροστά του έναν ήρωα, που αντλεί δύναμη από το σύμβολο τής θυσίας, τόν Σταυρό; "Ίσως γιατί να τ' αποκλείσουμε; Είναι στιγμές, πού κάτι αναδεύεται και στις πιο σκληρές ψυχές...
Ήλθαν την επομένη οι γονείς. Ήταν ή στερνή μέρα του ήρωος. Δεν τους άφησαν όμως να τον ασπασθούν για τελευταία φορά' να του δώσουν το φιλί του αποχαιρετισμού. Έτσι όριζε ο νόμος! Μέσα απ' τα κάγκελα, πίσω από μία σιδερένια και άλλη μία συρμάτινη πόρτα ο Ευαγόρας. Απ' έξω μάννα, πατέρας, συγγενείς.
Του 'φεραν και τον σταυρό και τον παρέδωσαν στον Άγγλον αξιωματικό, για να του τον δώσει.
Πάντα χαρούμενος ο Ευαγόρας, αφάνταστα ήρεμος και γαλήνιος. Άστραψε όμως πιο πόλη τώρα το εφηβικό του πρόσωπο και πεταλούδισαν τα βλέφαρα του, καθώς πέρασε στο λαιμό του τό σύμβολο του θριάμβου. Τώρα θα βγει συντροφιά μαζί του. Θα βάδιση άφοβα προς την αθανα­σία... Είπε κάποια στιγμή στον πατέρα του:
—        Ελπίζω, πώς ο Κυβερνήτης δεν θα θέληση να διάπραξη   το   έγκλημα.   Μα   ότι   και   αν   συμβεί,  να  μη   λυπηθείτε.
Έφυγαν οι γονείς. Τελευταία έμεινε να τον κοιτάζει ή αδελφή του. Άλλα εκείνος τής είπε αισιόδοξα:
(4)  Τον   φορούσε   και   στο   βουνό,   όλα    του    τον    αφαίρεσαν όταν τον συνέλαβαν.
— Δεν θέλω να λυπηθείτε, ότι και να γίνει. "Αν μ' εκτε­λέσουν, θα πάω στον θεό και θα τον παρακαλέσω να είμαι ο τελευταίος, πού θα κρεμαστώ. Κι αν αυτές τις δυό-τρεις ήμερες γίνει τίποτε, να καταλάβει πώς ο άγιος θεός άκουσε   την   παράκληση   μου.
Τα ερτζιανά κύματα σχίζουν τους αιθέρας, μεταφέροντας τα φρικτά μηνύματα στον ελεύθερο κόσμο. Εκκλήσεις, διαβήματα, διαδηλώσεις, τα τελευταία λόγια του παιδιού, τα μέτρα ασφαλείας, ή συνάντηση με τους δικούς του, όλα-όλα περιγράφονται με ζωηρότητα.
Από Ελληνικής και 'Ελληνοκυπριακής πλευράς αναλαμ­βάνεται γενική κινητοποίηση για να αποσοβηθεί το απαίσιο έγκλημα. Στέλλονται εκκλήσεις στον ΟΗΕ, στο Αμερικανικό Κογκρέσο, στην βασίλισσα της Αγγλίας, στον Χάρντιγκ, παντού. Ό Χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος Γεννάδιος τηλεγράφησε προς τον Αρχιεπίσκοπο Καντερβουρίας:
«Έκ μέρους Ελληνικού Κυπριακού λαού παρακαλούμεν Υμάς θερμώς, όπως καταβάλετε πάσαν προσπάθειαν προς άναστολήν της εκτελέσεως του καταδικασθέντος εις θάνατον διά πολιτικούς λόγους δεκαοκταετούς Έλληνος Κυπρίου Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Τούτο θα ήτο σύμφωνον προς τα πνεύμα της προσφάτου αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων "Εθνών περί Κύ­πρου, εις τα όποιον εκφράζεται ή επιθυμία προς έξεύρεσιν ειρηνικής, δημοκρατικής και δικαίας λύσεως τού Κυπριακού και θα συνέβαλλε τα μέγιστα εις την δημιουργίαν τής απαραιτήτου ατμοσφαίρας προς διευθέτησιν τού Ζητήματος κατά τρόπον  Χριστιανικόν και δημοκρατικόν».
Συγκινούνται οσοι αγαπούν την ελευθερία. Ένας Αμερικανός γερουσιαστής, γοητευμένος από την αντρίκεια συμπερι­φορά τού έφηβου, τηλεγράφησε ικετευτικά στον Χάρντιγκ. «Τον υιοθετώ», τού έλεγε. «Θα τον στείλω εδώ για ανώτερες σπουδές». 'Αλλά ο Κυβερνήτης με ύπουλη διπλωματικότητα απέρριψε την ανθρωπιστική πρόταση.
Έξω από τις φυλακές πλήθος δημοσιογράφων αγρυπνεί, παρακολουθεί, σημειώνει, αναμένει...
Βγήκαν κάποτε από την φυλακή ο γέρος κι ή γριά μάννα. Οι δημοσιογράφοι τους κύκλωσαν. Βλέπουν τον πατέρα ακμαίο, μ' ένα χαμόγελο ταπεινό και θριαμβευτικό και τρί­βουν τα μάτια τους.
—«Τι σόι άνθρωποι είναι τούτοι;», ακούστηκε να λέει απορημένος ένας Εγγλέζος δημοσιογράφος. «Φαίνεται πώς ή ελληνική μυθολογία με τους τίτλους και τους ήρωας δεν είναι καθόλου μυθολογία».
—«Έλληνες!», τ' απάντησε κάποιος άλλος, πού τόν έπνι­γε ή άγανάκτησι. Αλλ' αυτή ή λέξη δεν μεταφράζεται στ' αγγλικά" κι άν μεταφρασθή, δέν θά τήν καταλάβετε!».
Ό γέρος αντί ν' αναλυθεί σε δάκρυα, αντί να πει κάτι επαινετικό για τα τελευταία λόγια και τις τελευταίες ηρωι­κές στιγμές του παιδιού του, σταμάτησε. Πήρε βαθιά ανά­σα κι άρχισε ν' απαγγέλλει τούτους τους στίχους, ενώ στό πρόσωπο του καθρεφτιζόταν όλο το μεγαλείο τής αδάμαστης ελληνικής ψυχής:
Τό  δέντρον,   πού  φυτεύτηκεν
εν   τζι   εν   ματζηδονίσιν,(5)(5.) Δέν   είναι   μαϊντανός.
πού θέλει  κόπριν (6)  τζιαί  νερόν  (6.) Κοπριά.
για   να   καρποφορήση!
Τα   δέντρα   πού   φυτέψασιν
για  να  καρποφορήσουν
θέλουν     λεβέντικα      κορμιά
γαϊμαν (7)    νά     τά     ποτίσουν!  (7.)  Αίμα.
Τίποτε δεν κατάλαβαν οι ξένοι δημοσιογράφοι. Έμειναν μόνο να τον κοιτάζουν εκστατικοί. Μα οι Έλληνες έσκυ­ψαν, τού 'σφιξαν το χέρι, τού το φίλησαν με βαθύ σεβασμό. Αυτοί κατάλαβαν...
12  ΜΑΡΤΙΟΥ   1957.  ΟΙ   ΣΤΙΓΜΕΣ  ΚΥΛΟΥΝ  ΑΡΓΑ  ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ  Οι επίσημοι μπαινοβγαίνουν νευρικά. Ανήσυχοι οι δεσμοφύλακες. Βλοσυροί και αποκρουστικοί οι Άγγλοι στρατιωτικοί. Κορυφώνεται ή αγωνία.
Ή λεβεντογεννήτρα μάννα τσακισμένη απ' τ' αδιάκοπο μαρτύριο και την αγωνία των τελευταίων ημερών, περιμένει αμίλητη, ειρηνική όμως, μέσα στην εφιαλτική σιγή της νύκτας. Κανένας στεναγμός δεν ακούστηκε να βγει απ' τα κατάβαθα της. Έπνιξε τον πόνο στα μητρικά της σπλάγχνα.
Ατάραχος, ολύμπιος, με ηρωική εγκαρτέρηση την παρα­στέκει ο πατέρας. Πριν από λίγες ώρες έκαμε «ύστάτην 'εκκλησιν» στον Κυβερνήτη της Κύπρου. Ζήτησε να χαρίσει τη ζωή στο παιδί του και του ευχόταν ο Θεός να του δί­νη χρόνια. «Αν δεν μου κάνης αυτή τη χάρη», του 'γραφε στη συνέχεια, «τουλάχιστον δώσε μου τον νεκρό, για να τον θάψω, κι ο Θεός να δίνη χρόνια σε σένα και στα παιδιά σου»! Άκακη, Κυπριακή ψυχή...
Ό εκπρόσωπος της χώρας, πού διακηρύσσει πώς νοιά­ζεται για ελευθερία και σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιω­μάτων, του αρνήθηκε και τις δύο χάρες. Ή απύθμενη μωρία του τον οδηγούσε στην εκδίκηση. Πού να εννοήσει ο στρα­τάρχης μέσα στη λύσσα του, πώς οι αγχόνες δεν στέκουν εμπόδιο στη λευτεριά. ΟΙ κρεμάλες γίνονται σημάδια, σταυ­ροί, πού φωτίζουν και δείχνουν τον δρόμο σ' εκείνους πού μένουν.
Τα γύρω κελιά πήραν να βουίζουν, τραντάζονται συθέμελα από θούρια, εμβατήρια, ύμνους εκκλησιαστικούς. Οι ζητωκραυγές διακόπτουν της νύκτας τη βαθιά σιωπή, κι ακούονται πέρα μακριά, σ' όλη την περιοχή.
Ό παπάς των φυλακών κάθεται δίπλα στον μελλοθά­νατο, συντριμμένος. Ήταν 'ο Ίδιος αγαθός λευίτης, πού είχε νεκροφιλήσει ως εκείνη την ώρα λείψανα οκτώ λεβεν­τονιών. Γύρω στις 10.30' το βράδυ ο Ευαγόρας είχε κά­νει την τελευταία του εξομολόγηση. Ό Παπαντώνης του πρόσφερε αμέσως τά Τίμια Δώρα. Ύστερα τον 'πε λόγια εμψυχωτικά και του διάβασε γεμάτος συγκίνηση την Ευαγγελική περικοπή, πού αναγιγνώσκεται. στους ναούς την ήμερα της Αναστάσεως του Κυρίου. Τον φίλησε πατρι­κά στο μέτωπο και το παλικάρι με ήρεμο, γαλήνιο και λαμπερό πρόσωπο έσκυψε   κι   ασπάσθηκε   το   λευιτικό   χέρι.
Για τον 19χρονο Ευαγόρα, πού είναι γεμάτος πίστη κι ελπίδα στο Θεό, τούτες οι στιγμές, τούτη ή 'μέρα είναι ή «πιο όμορφη 'μέρα της ζωής του». "Αν δεν το 'γραφε ο Ίδιος, πολλοί θα το αμφισβητούσαν. Ή τελευταία του όμως επιστολή προς την μεγαλύτερη αδελφή του το πιστο­ποιεί. Την έγραψε στο κελί του μελλοθανάτου, λίγες ώρες πριν από τον απαγχονισμό του, μόλις έμεινε μόνος μετά τις επισκέψεις. Τούτο τό κείμενο δείχνει δλο τό μεγαλείο και τήν ομορφιά της ψυχής του:
''Ι,. S. 8605 SPESIAL LETTER BY ORDER  13-3-1957
Ωρα   7.30'    μ. μ.   ή   πιο   όμορφη   μέρα   της  Ζώης   μου, ή   πιο   όμορφη   ώρα.   Μη   ρωτάτε   γιατί.
1.Αγγελούδι   δεν   είναι μ'   αγγελούδι   όμως   μοιάζει μια   μικρή   μπεμπεκούλα δέστε   πώς   μέ   κοιτάζει!
2.Στην   αθώα   ματιά   της κάποια   αχτίδα   πλανιέται κι   έν'   αστέρι   καινούργιο λες   μαζί   της   γεννιέται.
3. Ναι  το  ξέρω   καθ'   ένας  μας έτσι   αθώος  γεννήθηκε· μό...   καθένας   πλανήθηκε στα   πυκνά   τα   σκοτάδια κι   όταν  φεϋ  τό   θυμήθηκε ή  καρδιά του ήταν άδεια κι   Ίσως   να   'ταν   αργά!...
4. Ναι   όλοι   γεννηθήκαμε   τόσο   αθώοι,    όπως   και    ή   Βαφτιστικιά    μου,8    κι    όλοι    αλλάζαμε.    Λυπάμαι    πολύ,    πού δεν    πρόφθασα   να   την   βαφτίσω,   μα   δεν   πειράζει.   Μπο­ρείς να το  κάνης κι  εσύ,  και  σαν  μεγαλώσει, φρόντισε συ γι' αυτήν, και ρώτησε την... γιατί έκλαψε, όταν την φίλησα; Τ'  όνομα   πού  θα  τής δώσεις,   θέλω  να  είναι  πεντασύλλαβο   και   να   θυμίζει   εκείνη,   για   την   οποίαν   ήρθα    ως εδώ.   Να   Θυμίζει   εκείνην,   για   την   οποίαν   έγραψε  ο   ποιητής   Σολωμός   το   πιο   όμορφο   τραγούδι   του.   ΕΚΕΙΝΗΝ. την   οποίαν   κάθε   άνθρωπος   επιθυμεί   πιο   πολύ   απ'   όλα. Κατάλαβες,   αδελφή   μου;9
Ή μικρή  ανεψιά του γεννήθηκε όταν αυτός ήταν στο βουνό.
Είναι φανερό πώς ό Ευαγόρας ήθελε να δώσουν στην μι­κρή ανεψιά βαφτιστικιά του το όνομα "Ελευθερία. Δεν το ανέφερε όμως στο κείμενο του, γιατί το γράμμα του θα περνούσε από λογοκρισία και υπήρχε φόβος να μη φθάσει ποτέ στον παραλήπτη.
Κατά τά άλλα μή λυπάστε, ίσως νά είναι μιά δίκαιη τιμωρία... ίσως ό Θεός νά θέλη νά μας δοκιμόση. Πάντα υπάρχει ελπίδα. Λυπούμαι, πού θ' αφήσω πίσω πρόσωπα αγαπημένα. Λυπούμαι, πού θά τά λυπήσω, μά δέν πειράζει. Γεια σου, μεγάλη μου αδελφή. Δέν θά γελάσουμε ξανά λέγοντας πελλάρες (Σ. Σ. τρέλλες)' δέν θά μιλήσουμε ούτε και τά σοβαρά  μας.
Τά κάθε τι γεννιέται και πεθαίνει. Τι σήμερα, τι αύριο, Γεια σας for ever  (γειά σας για πάντα)
Σάς  φιλώ  όλους  γραπτώς   και   έξ   αποστάσεως
Ευαγόρας. (Γεωργούλλαν   Γ.   Ποσπορίδου,   Άμμόχωστον)».
ΕΙΚΟΣΙ      ΛΕΠΤΑ     ΜΕΤΑ     ΑΠΟ     ΤΑ     ΜΕΣΑΝΥΧΤΑτης  13ης Μαρτίου  1957 «ο νόμος ακολούθησε τόν δρόμο του»!
Στους ήχους τών εμβατηρίων ξεχώρισε μια δυνατή φωνή:
—Παίρνουν τον στην κρεμμάλλαν!
Μέ μιας ώρθώθηκαν οί φυλακισμένοι. Σιγή θανάτου πλάκωσε. "Εσφιξαν τις καρδιές και σε λίγα δευτερόλε­πτα ξέσπασαν οί αδούλωτοι ραγιάδες των φυλάκων σε ύμνο θριαμβευτικό.
Ό πατέρας κι ή μάννα απευθύνουν νοερά στο παιδί τους τόν ύστατο χαιρετισμό. Των γονιών ή φαντασία όπτασιάζεται το βλαστό τους νά βαδίζη άφοβα, χαμογελαστά, νά βάζη το κεφάλι στην αγχόνη... Στιγμή υπέρτατη. Όρόσημο γιά τήν ελευθερία της  Κύπρου!...
Ή αγχόνη αποτέλειωσε το έργο της, καθώς ό Ευαγόρας τραγουδούσε πατριωτικά θούρια. Το άγόρι ήρως κρεμάστηκε μέσα σ' ενα πανδαιμόνιο παγκόσμιας διαμαρτυρίας...
Ή ψυχή του πέταξε στά ουράνια παλάτια. Δεήθηκε στον Θεό, και το αίτημα της εισακούστηκε. Τήν επομένη έγινε ανακωχή. Γλύτωσαν άπ' τήν αγ­χόνη είκοσι μελλοθάνατοι. Ήταν ό τε­λευταίος πού κρεμάστηκε... "Οπως ακρι­βώς   το   προεϊπε!
Ολα σώπασαν. Νεκρική σιγή απλώθηκε στις φυλακές. Καθώς ακουγόταν μονάχα ό απαλός θόρυβος της ανοι­ξιάτικης βροχής, ο Ιερεύς τών φυλακών έτέλεσε τήν κη­δεία τοΰ παλληκαριου. Διηγείται:
«Τήν 1 μ. μεσονύκτιον έκλήθην νά τελέσω τήν κηδείαν τοϋ άπαγχονισθέντος Παλληκαρίδη. Το φέρετρον έτοποθετήθη είς τόν διάδρομον των κελλίων όπου έτέλεσα τήν κηδείαν αφού προοεκόμισα τά απαραίτητα ιερά σκεύη.
Μετά τήν ανάγνωσιν της νεκρώσιμου ακολουθίας ήνοιξα το φέρετρον καϊ έφίλησα τόν νεκρόν εις το πρόσω­πον. Έφαίνετο ήρεμος, καμμία δέ νευρική σύσπασις δέν είχε διαταράξει τήν γαλήνην τοΰ νηφαλίου προσώπου του.
Έχυσα έν τέλει έλαιον είς τόν νεκρόν, έρριψα έπ' αυ­τού ολίγον χώμα—συμβολική ταφή—ύπεκλίθην καί απήλ­θαν».
Οί Εγγλέζοι δέν παρέδωσαν τόν νεκρό στους γονιούς. Τόν έθαψαν στα «Φυλακισμένα Μνήματα». Κι ή ευγνω­μοσύνη τοΰ οπου γης Ελληνισμού πήρε νά συνοδεύη τ άντρίκια βήματα του προς τήν αθανασία.
Στο άκουσμα της είδήσεως τοϋ άπαγχονισμοϋ, της Κύ­πρου τά νιάτα ορμοΰν στίς εκκλησιές μ'  ανατριχίλα καί μανία πρωτόφαντη. Δέν θρηνούν τραγουδούν τη θανή του. Οί ναοί μεταβάλλονται σέ ηφαίστεια ψυχών, πού χύνουν λάβα κοχλαστή. Κατακλυσμός ξεχύνεται άπ' τις καρδιές καί καταποντίζει τοϋ τυράννου τά καταπιεστικά σχέδια.
Ό ακίνητος νεκρός έφηβος κινεί τά πλήθη! Αγέλαστος, μεταγγίζει στίς νεανικές καρδιές άκράτητον ενθουσιασμό. Στα στήθη τους αποθηκεύει ύλη εκρηκτική.
Τους κυβερνούσε ζωντανός  τους κυβερνα καί νεκρός. Τόν φοβόταν ό δυνάστης ζωντανό. Τώρα, τώρα πού τοΰ κλεισε τά μάτια καί το στόμα, τώρα, αλήθεια τί έπαθε ό... αγέρω­χος κατακτητής; Αποσύρεται μακρυά άπό τόν κόσμο ό στρατός.  Παρακολουθεί βουβός, τρομοκρατημένος!
Ό μεγάλος αδελφός τοΰ Παλληκαρίδη, ο Λευτέρης, μόλις έμαθε το ηρωικό τέλος τοΰ Ευαγόρα, τηλεγράφησε άπό το
Kimberley της Ν. Αφρικής  στον πατέρα του:
-"Ολοι  μας είμεθα  βαθύτατα συγκινημένοι,   άλλα  πολύ υπερήφανοι   για  τόν   ήρωα   μας.   Ζήτω   ή   ΕΟΚΑ.
Μέ  άγάπην Λευτέρης».
"Ολοι' τραγουδούν στην Κύπρο. Τραγουδούν καί λένε: «Δόξα στην ΕΟΚΑ...». «Καλύτερα μιας ώρας...». «Σκέπασε, μάννα, σκέπασε...». Καί ξεσπούν σέ ζητωκραυγές: «Ζήτω ό Μακάριος. Ζήτω ο Διγενής. Ζήτω ή ΕΟΚΑ. Ζήτω ή Ένωσις»... Καί δέν μένει μάτι άδάκρυτο καί καρδιά πού νά μη ραγίση.
Κάποιοι νομίζουν πως τα ξέχασε αυτά ο Έλληνας της Κύπρου.
Καί πώς το νησί δέν είναι έτοιμο, γιά νά αξιοποίηση το αίμα τών παλληκαριών του.
Βρίσκονται σέ μεγάλη πλάνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ τα σχόλια να είναι κόσμια και να σέβεστε τους χρήστες