«Θάρρος' μέ τήν βοήθειαν τοϋ Θεού θα νικήσωμεν και θά κερδήσωμεν. Έχομεν δίκαιον και ό Θεός θά μας βοηθήσηΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΠΟΥ Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΗΓΕ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ, γέμισε τό νησί μέ τάφους ηρώων. Δάφνες άνθοϋν, οπου έχει ταφή καθένας άπ' αυτούς. Μα τό σημαντικώτερο είναι άλλο... Κάθε τόσο ένας αρχαίος ήρως ξαναζωντανεύει στό πρόσωπο κάποιου νεώτερου, ποΰ ξεπερνά τον προηγούμενο στην παλληκαριά και στό πάθος γιά τήν Ελευθερία. Κάτι τέτοιο συνέβη και μέ τόν Θρυλικόν Αυξεντίου τής Κύπρου. Στην αρχαία 'Ελισσώ (σημερινή Λύση) έπεσε τό 478 π.Χ. πολεμώντας γιά τήν ελευθερία τοϋ νησιού ο πολεμιστής Διονύσιος από τήν πόλι Καρδία τής Θράκης. Μια επιτύμβια στήλη, καμωμένη από ασβεστόλιθο τής Κύπρου, μαρτυρεί, πώς ο πολεμιστής ανήκε στό στρατό τοϋ περίφημου στρατηγού Παυσανία, πού ήλθε γιά νά ελευθέρωση τήν Κύπρο απο τους Πέρσας! Ό "Ελλην πολεμιστής φοράει κράνος στό κεφάλι, θώρακα στό στήθος- κρατεί στό αριστερό του χέρι ασπίδα κυκλική, στό δεξί ενα κοντάρι, ένω από τόν δεξιό του ώμο είναι κρεμασμένο ενα μαχαίρι.
Ή συμβολή τοΰ Διονυσίου στην άπελευθέρωση της Κύπρου από τους Πέρσας θά πρέπη νά ήταν κάτι περισσότερον από σημαντική. Τούτο το συμπεραίνουμε από τό ότι οί "Ελληνες της Κύπρου τόν έτίμησαν μέ ενα ωραιότατο ανάγλυφο στή θαυμάσια στήλη, που σώζεται σήμερα στό Κυπριακό Μουσείο. Στό ανάγλυφο αυτό μέ τόν "Ελληνα πολεμιστή τοΰ 5ου π.Χ. αιώνος, διαβάζουμε στό επάνω δεξιά μέρος τήν επιγραφή:
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΚΑΡΔΙΑΝΟΣ ΕΚ ΘΡΑΚΗΣ
Του Διονυσίου ή θυσία βρήκε αντάξιο μιμητή στή σημερινή Λύση τόν Αυξεντίου, τόν σταυραϊτό τοΰ Μαχαιρά. Ό νέος ήρως μέ τά πετάγματα του από ράχη σέ ράχη των Κυπριακών βουνών, μέ τους ηρωισμούς του και τ' ολοκαύτωμα του στην κακοτράχαλη κι υπερήφανη βουνοκορφή τοΰ Μαχαιρά έκανε τ' όνομα τής Ελληνικής Κύπρου γνωστό στά πέρατα τοΰ κόσμου. Ζωσμένος τήν πανάρχαιη πανοπλία τής ελληνικής αρετής και δεσμευμένος μέ τόν παμπάλαιο όρκο τοΰ στρατοΰ του Παυσανία—«ού καταισχύνω οπλα τά ιερά»—στάθηκε στην κρίσιμη ώρα όρθός' κι άφησε νά ξεχυθει ή φωτιά τής ελληνικής ψυχής του άπό τήν κάννη των όπλων του, μέ τήν κραυγή: Μολών λαβε!ΚΑΘΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΤΕΤΡΑΓΩΝΗ ΣΧΕΔΟΝ ΣΑΛΑ ΠΟΥ στηρίζεται σέ μιά μεγάλη πέτρινη καμάρα, ό Πιερής Αυξεντίου, ό πατέρας τοΰ ήρωος, δακρύζει καθώς τόν ρωτάς γιά τόν Γρηγόρη. Στον τοΐχο απέναντι σου βλέπεις σ' ενα ώραϊο ημικύκλιο όλες τις μορφές τοΰ Κυπριακού έπους τοΰ 1955-59. Κάτι μικρές-μικρές ελληνικές σημαιοΰλες κρέμονται α' ενα σπάγγο σάν φωτοστέφανο γύρω άπ' αυτό τό σύνολο. Ό πατέρας σ' ανεβάζει άπό μιά πέτρινη σκάλα σ' ενα ανώγειο δωμάτιο μοναχικό, πεντακάθαρο, ασπρισμένο. Σ' ανοίγει τήν πόρτα κι εύθΰς άντικρύζεις όλη τήν μεγαλοπρέπεια και τήν δίκαιη καύχησι τών γονιών τοΰ ήρωο; κι όλης τής Κόπρου. Μπαίνοντας στό ιδιαίτερο έκεϊνο δωμάτιο έχεις τήν έντύπωσι πώς πατάς στό Ιερό Βήμα ναού αφιερωμένου στή λατρεία τού ηρωισμού και τοΰ ηθικοί· μεγαλείου τής κυπριακής ψυχής. 'Εδώ κοιμόταν ό Γρηγόρης διηγείται σεμνά ό πατέρας προτού πάει στό βουνό. Μιά ελληνική σημαία πού σκεπάζει τό κρεβάτι του γράφει: «εδώ άνεπαύετο όταν ήτο έν ζωή)». "Ενα δάφνινο στεφάνι σοΰ θυμίζει τήν ήμερα και τόν τόπο τής θυσίας του. Μιά-δυό φωτογραφίες, ελάχιστα ατομικά είδη, στον τοίχο μιά εικόνα τοΰ Χριστού, σέ μιά γωνιά ενα ξύλο κομμένο άπό τό κρησφύγετο του, και πάλι ένα πλήθος σημαιούλες. "Ενα σύνολο, πού σοΰ δημιουργεί ευλαβικά αισθήματα, σέ κάνει νά ζήσεις νοερά, σέ λίγες μονάχα στιγμές, τόν χιλιοτραγουδημένο θρύλο του και σου ανάβει φωτιές, ποΰ πυρπολούν τήν ψυχή σου. "Αθελα σου λες:
—Δέν πέθανε ό Αυξεντίου. "Οσοι γίνονται ολοκαύτωμα στό βωμό τών μεγάλων Ιδανικών τής ελληνικής πατρίδος, δέν πεθαίνουν. Ό Αυξεντίου έπαψε νά είναι θνητός. "Εγινε αθάνατος.
Δακρύζει ό λεβεντόγερος Πιερής, μά τό χαμόγελο άνθεϊ στό πρόσωπο του. Τό ίδιο κι ή Άντωνοΰ, ή κυρτωμένη μάνα, που κάθε τόσο σκουπίζει τό δάκρυ μέ τήν άκρη τής μαύρης μαντήλας. «Ήταν τόσο' καλός», λέει. «Ούτε γκρίνιαζε, οΰτε κακό λόγο άκουσα άπό τό στόμα του. Τό μόνο πού αγαπούσε άπό μωρό ήταν ή Ελλάδα και ή Ελευθερία».
«Δέν ήταν σάν τ' άλλα τά παιδιά», συμπληρώνει ό πατέρας. «Τά παιδιάστικα παιγνίδια δέν τ' αγαπούσε. Άντρό-δειχνε άπό παιδί. Φαινόταν πώς κάτι μεγάλο αναδευόταν μέσα του, Μέ ρωτούσε και μέ ξαναρωτούσε γιά τους ήρωες τοΰ '21, γιά τους αγώνες τοΰ Γένους».
—Ή λευτεριά, πατέρα, είναι σπουδαίο πράγμα,
—Ναι, γυιέ μου.
—Σπουδαιότερο κι άπό τή Ζωή;
—Πολύ σπουδαιότερο.
—Κι ό Διάκος κι ό Ανδρούτσος σκοτώθηκαν γι" αυτήν;
—Ναι, κι αυτοί κι άλλοι πολλοί.
—Πατέρα, είναι αλήθεια, πώς οί Τούρκοι σούβλισαν στή φωτιά τόν Διάκο;
—Αλήθεια, γυιέ μου.
—Και χαμογελούσε, πατέρα;
—Ναι, γυιέ μου, χαμογελούσε
—Εμείς, πατέρα, είμαστε ελεύθεροι; Αναστέναζε ό Πιερής κι απαντούσε μέ πίκρα-
—Οχι, γυιέ μου, δέν είμαστε.
—Γιατί;
—Γιατί θέλουμε Διάκους κι Άνδρούτσους.
—Έμενε σκεφτικό τό παιδί. ΚύτταΖε στα μάτια τον πατέρα κι" ύστερα ρωτούσε μέ τή λεπτή φωνή του:
—Πατέρα, είναι δύσκολο νά γίνης σάν τό Διάκο;
—Δύσκολο, γυιέ μου.
Πάλι ξανασκεφτόταν τ' αγόρι. Ή παιδική καρδιά του κτυπούσε δυνατά. Σηκωνόταν, κτυπούσε τό πόδια του κι έλεγε μέ παιδικό ποίημα'
—Θα γίνω σάν τό Διάκο, άμα μεγαλώσω, θά γίνω σαν τό Λεωνίδα.
Και θέλοντας νά τό δείξη μέ τό δικό του τρόπο, ξεχυνόταν στην αυλή, άνοιγε τήν μεγάλη πόρτα της και χανόταν στή γειτονιά. Σέ λίγο επί κεφαλής μιας ομάδος πιτσιρίκων (στή σειρά κι ή μικρότερη αδελφή του ή Χρυσταλλοΰ) διάβαινε τους Λυσιώτικους δρόμους τραγουδώντας. Πριν ξεκινήσουν γιά τήν... παρέλασι, τους γύμναζε! «Είμαι αξιωματικός σας», τους έλεγε. Και τά παιδιά παραδέχονταν τό δεκάχρονο αγόρι γιά αρχηγό τους. Ιδιαίτερα τ' απόγευμα τοϋ Σαββάτου, οταν σχολοΰσε από τό σχολείο, καμάρωναν δλοι τόν μικρό Γρηγόρη, πού έδινε τό βήμα στον «στρατό» του, κρατούσε ψηλά τό μαντήλι του σάν σημαία κι ακολουθούμενος άπό τους «άνδρας» του, πήγαινε νά ελευθέρωση τήν Κύπρο, νά γίνη ένας Λεωνίδας, ένας Διάκος...
Ητανε ριψοκίνδυνος, εξαιρετικά τολμηρός, άφοβος. Σάν παιδάκι ποτέ δέν δείλιασε στό σκοτάδι τής νύχτας. Μιά δυό φορές πού έτυχε νά βρεθή μακρυά άπό τό σπίτι του βράδυ, γύρισε μόνος χωρίς νά φοβηθή καθόλου.
Τ' άρεσε νά παίζη τό κρυφτούλι μέ τήν μικρότερη αδελφή του. "Εξω στά χωράφια σκεπαζόταν έξυπνα μέ κλαδιά και φύλλα, ξάπλωνε στην αυλακιά έτσι πού νά φαίνεται σάν θάμνος και τήν καλούσε νά ψάξη νά τόν βρή. Και κείνη έψαχνε, έψαχνε... μιά μέρα έψαχνε μισή ώρα κι αυτός ήταν δίπλα της! Γελούσε τ' αγόρι ικανοποιημένο γιά τό πετυχημένο του καμουφλάρισμα... Τόν ενθουσίαζε ή Ιππασία και τό ποδόσφαιρο, στό όποιο διακρινόταν με τήν ευγένεια τοϋ χαρακτήρος του. Δέν ήταν βάρβαρος και σκληρός. Ήταν επίσης καλός δρομέας, έπαιζε πετόσφαιρα και καλαθόσφαιρα. Λιγόλογος και σοβαρός, είχε στά χείλη του ένα χαμόγελο, πού τόν έκανε ελκυστικό ανάμεσα στους συμμαθητάς του. Στό Γυμνάσιο μάθαινε πολλά γιά τους ήρωας και τήν 'Ελλάδα.Του άρεσε υπερβολικά τό μάθημα τής Ιστορίας. Ό Κολοκοτρώνης τόν συγκινούσε. Αντιπαθούσε τις μηχανορραφίες τοϋ Κωλέττη και τοϋ Μαυροκορδάτου. Λάτρευε τήν 'Ελλάδα. Ή Ίδέα 'Ελλάς ολο και θεριεύε μέσα του. Διαβάζοντας κάποτε τήν περιγραφή της καταλήψεως τής Τριπολιτσάς, ενθουσιάστηκε τόσο, πού μόλις τέλειωσε τό διάβασμα, φώναξε:
—Μπράβο, Σωτήρη Κούγια! (Ήταν ό πρώτος μαχητής πού πάτησε τά τείχη).
Συγκλονίστηκε οταν πρωτοδιάβασε τόν Παπαφλέσσα. Θαύμασε τήν χειρονομία του Ιμπραήμ νά φιλήση τόν εχθρό του.
Μά έκεϊ πού φάνηκε καθαρά ό ανώτερος χαρακτήρας του και τά οσα ένοιωθε και πίστευε γιά τήν Πατρίδα, είναι τό περιστατικό, πού διηγείται ο τότε Γυμνασιάρχης του Δρ. Κ. Π. Χατζηϊωάννου, σκιαγραφώντας τόν εφηβικό του χαρακτήρα.
Τό Γυμνάσιο απεφάσισε ν' άνεβάση στή σκηνή τό έργο τοϋ έθνικοϋ ποιητοϋ της Κύπρου Βασίλη Μιχαηλίδη «Ή 'Ενάτη Ιουλίου».1 Ό Γρηγόρης βρισκόταν στην τελευταία τάξι τοϋ Γυμνασίου. Ό ρόλος τοϋ Κυπριανού ανατέθηκε σ' αυτόν και στον συμμαθητή του Λεμονή. Ό Γρηγόρης τά κατάφερνε καλύτερα άπό τόν δεύτερο, στον όποιο φούντωσε ό εφηβικός εγωισμός. "Εβλεπε τόν Γρηγόρη μέ μισό μάτι. Τό 'νοιωσε ό Γρηγόρης και σάν ήρθε ή ώρα νά γίνη ή εκλογή ανάμεσα στους δυό, σηκώθηκε και μέ ευγένεια είπε:
—Κύριε, ό Λεμονής παίζει καλύτερα άπό μένα. Αυτός πρέπει...
Μέ μιας καθάρισε τό μυαλό τοϋ συμμαθητοΰ του. Τά μάτια του ξεθόλωσαν, γέμισαν δάκρυα. Ό Γρηγόρης ήταν πράγματι ανώτερος του.
Ό κόσμος, πού παρηκολούθησε τόν Γρηγόρη σαν Κυπριανό στο ανέβασμα της «9ης Ιουλίου», είχε κυριολεκτικά ήλεκτρισθή. Δάκρυζε, χειροκροτούσε, μά ό Γρηγόρης συνέχιζε τόν ρόλο του γαλήνια, μέ φωνή υποβλητική, σταθερή και βαθειά, πού νόμιζες δτι ερχόταν άπό τά βάθη τής Κυπριακής Ιστορίας κι οχι άπό τόν ίδιο. Φαινόταν ανάγλυφα πώς ένοιωθε κι έπίστευε τά οσα έλεγε, γι' αυτό και μπόρεσε νά έρμηνεύση μέ τρόπο αξιοθαύμαστο τόν ΰπέροχον εθνομάρτυρα, πού θυσιάστηκε γιά τό λαό του, απευθύνοντας στον Τούρκο τ' αθάνατα λόγια:
«Σφάξε μας οϋλλους τζι ας γένη τό γαϊμαμ μας
αύλάτζιν κάμε τόν κόσμο ματζιελιόν τζιαϊ τους ρωμιούς τραούλια
άμμα ξέρε πώς ϋλαντρον όντας κοπή
καβάτζιην τριγύρω του πετάσσουνται τρακόσια παραποϋλια».2
Κι ο Γυμνασιάρχης του συμπληρώνει:
Ουδέποτε μπορούσα νά φαντασθώ πώς ό έφηβος αυτός μέ τό μακρουλό πρόσωπο, σαν προσωπογραφία τού μεγάλου "Ελληνος Ζωγράφου Θεοτοκοπούλου, και μέ τά ολόμαυρα ονειροπόλα μάτια, πού τόν δείχνανε πάντα βυθισμένο σέ διαλογισμούς, θά διεδραμάτιζε τόσο υπέροχο και ξεχωριστό ρόλο στην άπελευθέρωσι της πατρίδος μας. Πώς θά γινόταν ό θρυλικός ήρωας, ό υπαρχηγός τής ΕΟΚΑ, πού δόνησε τις ψυχές των "Ελλήνων κι όλου τοϋ κόσμου μέ τό υπεράνθρωπο κατόρθωμα του και τήν ανυπέρβλητη θυσία του. Κι όμως οί πράξεις τοϋ Γρηγόρη Αύξεντίου είχαν τόση συνέπεια μεταξύ τους άπό τόν καιρό πού ήταν ένας έφηβος μαθητής μέσα σέ τόσους άλλους, ως τήν ήμερα πού ανεδείχθη ό ξεχωριστός ήρωας, πού ή δόξα του έχει ξεπεράσει τ' άστρα».ηθελε να σπουδαση φιλόλογος, τελικά Υπερίσχυσε μέσα του ή αγάπη προς τήν Πατρίδα. Ετσι αποφάσισε νά έγγραφη, στή Σχολή Ευελπίδων. Ό πατέρας του τόν αποχαιρέτησε μέ τούτα τά λόγια:
— Πρόσεξε' πάς νά γραφτής στή Σχολή των Ευελπίδων και τό χρέος πού φορτώνεσαι είναι μεγάλο... Ξέρεις πώς ένας στρατιώτης πρέπει νάναι πάντα έτοιμος στή φωνή τής Πατρίδος και ότι οποιαδήποτε ώρα μπορεί νά πολεμήσης και νά σκοτωθής. Ποτέ δε θέλω νά μέ ντροπιάσης. Νά πάς στην ευχή μου και νά φανής αξιος.
Εσκυψε ό νέος τών 21 χρονών, τού φίλησε σεβαστικά τό χέρι και τού είπε:
— Μή φοβάσαι σοϋ δίνω τήν ύπόσχεσι πού Ζητάς·
Αποχαιρέτησε τή μάννα και τήν αδελφή του, μπήκε στό πλοίο κι έφυγε γιά τήν Αθήνα στίς 16 Σεπτεμβρίου τοϋ 1949.
Αργότερα, σέ γράμμα του τής 3ης Δεκεμβρίου 1949, αναφέρει πώς ό πατέρας του, τήν στιγμή τού χωρισμού τους πάνω στή σκάλα τού πλοίου, τού είπε:
Πρόσεξε, μή πάς εκεί κι άλλάξης σκοπό και μπής ατό Πανεπιστήμιο, γιατί δέν σοϋ στέλλω δεκάρα, θά γυρίσης αμέσως πίσω!»
Φθάνοντας στην Αθήνα έγραφε σέ λίγες μέρες στή μάννα του:
Μη λυπάσαι, μητέρα, πού έφυγα από την αγκαλιά σου, γιατί βρίσκομαι τώρα στην αγκαλιά τής Ελλάδος, τής πιο στοργικής μάνας όλου του κόσμου, πού είναι υλικά φτωχή, άλλα ψυχικά είναι ή πλουσιότερη μάννα όλων των αιώνων».
Σε ένα δεύτερο γράμμα ομολογεί πώς τήν 'Ελλάδα την είχε «μέσ' στην καρδιά του νύχτα και ημέρα».
Στίς εισαγωγικές εξετάσεις απέτυχε. Λυπημένος άπό τήν αποτυχία του ζητάει συγγνώμη άπό τους γονείς του, βεβαιώνοντας τους πώς έκαμε ο,τι μπορούσε. Γεμάτος απόγνωσι, αλλά και αγωνία γιά τό τί θά κάνη στή συνέχεια, έγραφε στον πατέρα του (24 Νοεμβρίου 1949):
«Πατέρα μου αγαπημένε,
(...) Παρά τήν προσπάθεια μου. πού ήταν περισσότερο άπό ανθρώπινη (έκανα ένα μήνα φροντιστήρια, έξω σχεδόν δέν έβγαινα, κάθε νύχτα διάβαζα ως τις 2 τις 2-3 μετα τά μεσάνυχτα και πολλές φορές ξυπνούσανε οι στρατιώτες στις 6 τό πρωϊ και μέ βρίσκανε νά διαβάζω και μένανε έκπληκτοι μπροστά στό κουράγιο μου), παρ' όλη, λοιπόν, τήν προσπάθεια μου αυτή δέν μπόρεσα νά συμπληρώσω όλες τις ελλείψεις μου(·.·)· Ό,τι μπορούσα νά κάμω τό 'καμα. Πιστέψτε με' έδωσα τήν ψυχή μου γι" αυτό τό σκοπό. Τώρα είμαι άπελπισμένος(...). Γράψετε μου αμέσως τί νά κάμω; "Αν κρίνετε νά μπώ στό Πανεπιστήμιο...».
Θύμωσε ό πατέρας. Τό θεώρησε προσβολή. Οϋτε στό Πανεπιστήμιο ήθελε νά έγγραφη ό γυιός του άλλωστε τοϋ τό 'χε δηλώσει τήν ήμερα ποΰ τόν αποχαιρετούσε. Και τοΰ 'στειλε χρήματα νά γυρίση πίσω. Μά ο πόθος τοϋ Γρηγόρη νά υπηρέτηση τήν Πατρίδα τόν ώδήγησε σ' άλλη λύσι. "Εγραφε τό Δεκέμβριο τοϋ 1949 στον πατέρα του:
«"Ορκίστηκα φεύγοντας νά υπηρετήσω τήν Ελλάδα, θά τό κάμω. "Οταν σάς έγραφα ατό προηγούμενο μου γράμμα, δέν είχα ύπ' οψι μου τή Σχολή Εφέδρων αξιωματικών. Μετά άπό λίγες μέρες θά πάω στην Κόρινθο και θά σας γράψω. Νά μήν άνησυχήτε καθόλου γιατί πάλι σε σχολείο θα βρισκουμαι.
Είναι μάλιστα καλύτερα, γιατί θά μού δοθή ευκαιρία νά σπουδάσω κι έτσι νά χω και ένα επάγγελμα νά εργαστώ».
Γι αυτό στις ελεύθερες ώρες μελετούσε φιλολογικά μαθήματα, σκοπεύοντας, ως φαίνεται, νά έγγραφη αργότερα στή Φιλοσοφική Σχολή τοϋ Πανεπιστημίου.
Τά αισθήματα πού δοκίμαζε 'κεΐνο τόν καιρό, τους πόθους και τά ονειρά του, τά βρίσκουμε σ' ένα του γράμμα προς κάποιο φίλο του, στις 19 Φεβρουαρίου τοϋ 1950:
-Αγαπητέ μου φίλε,
Πήρα τό γράμμα σου γραμμένο μέ τή θέρμη της καρδιάς σου σέ στιγμές έξαλλου ενθουσιασμού,(3) στιγμές ή καλύτερα μέρες πού τις έζησα κι έγώ μέ την Ιδια θέρμη, μέ τό Ιδιο πύρωμα της καρδιάς.
Τή λευτεριά μας, τό ιδανικό τών ιδανικών μας, την υπόγραψα κι έγώ οχι μόνο σε χαρτί, μα φορώντας την τιμημένη στολή του "Ελληνος φαντάρου και θά την υπογράψω οποιαδήποτε στιγμή το Ζητήση ή Κύπρος μας και με το αίμα μου, όπως και κάθε Κύπριος...
Ό "Ελληνας τή λευτεριά τήν έχει μέσα του... Θά 'θελα τις ώρες αυτές νά τις Ζήσουμε και πιασμένοι χέρι-χέρι νά προχωρήσουμε προς τις ψηλότερες κορφές τών Κυπριακών βουνών γιά νά τό πούμε και ν ακουσθή σ' όλο τόν κόσμο, πώς:
Γεφύρωμα θά γίνουμε στό πέρασμα
τής Νίκης τής άφτέρουγης
τής Λευτεριάς τής λαμπροφόρας.
Θά θελα νά 'μουν κι έγώ εκεί κοντά σου γιά νά χαρώ αυτό πού χρόνια άγωνιζόμαστε και λαχταρούσαμε νά δούμε. Νά χαρώ τή Νεολαία νά πιστεύή σ' ένα Ιδανικό και ν' άγωνίζεται γιά τό Μεγάλο, τό Καλό και τ' Αληθινό .
Γρηγόρης».
Στή Σχολή έμεινε έξη μήνες. Μετά τήν άποφοίτησί του τόν βρίσκουμε κάπου στά 'ΕλληνοΒουλγαρικά σύνορα φρουρό τής Πατρίδος και τών ιδανικών της. Του 'γραψε ό πατέρας νά ζητήση άδεια γιά νά παρευρέθη στους γάμους τής αδελφής του, αλλά απάντησε πώς αδυνατεί να κάνη κάτι τέτοιο, έστω κι άν τους λυπή ή απουσία του. "Εγραφε στις 22 Όκτωβρίου 1950:
«Σας γράφω άπό τή μονάδα μου κάπου κοντά στά ΈλληνοΒουλγαρικά σύνορα. Σάς παρακαλώ ολόψυχα νά κάνετε τό γάμο μέ χαρά(...) σά νά ήμουν κοντά σας. Εκτελώ τό χρέος μου προς τήν Πατρίδα μου και γι αυτό πρέπει νά χαίρεστε(...).
Άνθ/γός Γρηγόρης Αυξεντίου 132 Σ. Προκαλύψεως Β.Σ.Τ. 903»Σέ λίγους μήνες οί δικοί του έβλεπαν καΐ πάλι κοντά τους τόν Γρηγόρη, τόν εϊκοσιπεντάχρονο ανθυπολοχαγό τοϋ Ελληνικού στρατοΰ. Ή περήφανη κορμοστασιά του κι ή λεβεντιά της ψυχής του έκαναν τόν πατέρα νά λησμονήση τήν αποτυχία τοϋ γυιοΰ του στή Σχολή τών Ευελπίδων.
Γυρίζοντας στην Κύπρο τό 1952, πολίτης πιά, οϋτε θέσεις ανώτερες επιζητεί οϋτε άλλο τίποτε. Βοηθεΐ τόν πατέρα του στις γεωργικές εργασίες. Καλλιεργεί τή γή μέ ορεξι. Άλλα στα 1954 κάνει και μια άλλη δουλειά. Μεταφέρει μέ τ' αυτοκίνητο του εργάτες άπό τη Λύση στη Δεκέλεια, την αγγλική στρατιωτική βάσι, ποΰ άρχισε να οργανώνεται εκείνη τήν εποχή.
Στή Δεκέλεια χανόταν, διηγείται ό πατέρας του. Κανένας δέν ήξερε ποΰ πήγαινε και τί έκανε άπό τό πρωΐ ως τό απόγευμα, πού θά μετέφερε και πάλι τους εργάτες άπό τή Δεκέλεια στο χωριό. Σ' οσους τόν ρωτούσαν έλεγε πώς πήγαινε για ψάρεμα... Και πράγματι αρκετές ώρες στεκόταν δίπλα στους ψαράδες και αστειευόταν μαζί τους.
Ωστόσο ή αλήθεια είναι πώς ή περίοδος αυτή ήταν τά χρόνια της σιωπής καί τής μεγάλης προπαρασκευής. Τόν απασχολούσε ή λευτεριά τού νησιού του. Κατάστρωνε σχέδια, έκανε υπολογισμούς, τά κουβέντιαζε μέ κατοπινούς ήρωας καί ιδιαίτερα μέ τόν Κυριάκο Μάτση, μέ τόν όποιο «κρυφομιλούσε συχνά», κατά τήν έκφρασι τού πατέρα.
Μιά μέρα πήγε στό σπίτι κρατώντας ενα σακκούλι, ποΰ έμοιαζε νά 'ναι γεμάτο μαύρες πέτρες. Στον πατέρα του, πού τόν ρώτησε, είπε"
—Πάω νά τις δοκιμάσω γιά ψάρεμα!
Τήν τελευταία μέρα τού Μαρτίου τοΰ 1955 ό Πιερής παραγγέλλει στό γυιό του νά μεταφέρη χορταρικά άπό τό περβόλι τους, γιά νά τά στείλουνε στην πόλι. Έφυγε ο Γρηγόρης. Οί ώρες περνούν, αυτός δέν φαίνεται. Κατά τό σούρουπο έφτασε τό αυτοκίνητο, οχι ομως καί ο Γρηγόρης. Σάν προχώρησε ή ώρα, ήλθε. Ζήτησε άπό τόν πατέρα του πέντε λίρες (κοντά 450 δραχμές), άλλα δέν είχε 'κείνη τή στιγμή ό πατέρας. Κι ο Γρηγόρης τόν καληνύχτησε καί χάθηκε στό σκοτάδι τής νύχτας.
Στά ξημερώματα τής 1ης Απριλίου τοΰ 1955 τό νησί σείστηκε ολόκληρο. Ή Κυπριακή ψυχή έκήρυττε ανοιχτά καί δυναμικά τή θέλησί της νά ζήση ελεύθερη. Ή ΕΟΚΑ δρα. Ό Γρηγόρης μέ τήν ομάδα του επιτίθεται εναντίον τών στρατιωτικών εγκαταστάσεων τής Δεκέλειας μέ σκοπό νά ανατίναξη τις πετρελαιαποθήκες τοΰ δυνάστου. Άλλα κάποιο βραχυκύκλωμα οδηγεί στην αποτυχία καί στον θάνατο τοϋ Μόδεστου Παντελή, 4. τοΰ πρώτου παλληκαριοϋ της ΕΟΚΑ πού 'βαψε μέ τό αίμα του το χώμα της μαρτυρικής Κύπρου και πού προλόγισε τό τραγούδι τοΰ αντρειωμένου θανάτου τοΰ Αυξεντίου στον Μαχαιρά.
Σκορπίστηκε ή ομάδα. Τον Αυξεντίου τον καταζητεί κιόλας ό κατακτητής. Ό ήρως είχε χάσει τήν ταυτότητα του στον τόπο τής επιθέσεως. Τήν βρήκαν οί "Αγγλοι κι αυτό τους ήταν αρκετό. Ή ενοχή τοΰ Αυξεντίου ήταν ολοφάνερη. Ό Γρηγόρης κρύβεται προσωρινά σέ κάποιο σπίτι. Άπό κει καταφέρνει να διαμήνυση στον πατέρα του νά τοΰ βρη έ'να οπλο, γιά νά 'χη σέ ώρα ανάγκης τήν δυνατότητα ν' άμυνθη. Κι ο πατέρας του μέ χίλιες προφυλάξεις βρίσκει ένα και τοΰ τό παραδίδει ό ίδιος προσωπικά.
Αρχικά κρύβεται στην εκκλησία τοΰ Αγίου Μάμαντος,5 αλλάζει τά ροΰχα του και φεύγει μεταμφιεσμένος μ' Ινα αυτοκίνητο γιά τήν Άκανθοΰ (κεφαλοχώρι στά βόρεια τής Κύπρου). Τό κυνηγητό ομως τών "Αγγλων γιά τή σύλληψί του τον ανάγκασε νά καταφυγή σέ περιοχή περισσότερο ασφαλή. "Ετσι στις 10 π. μ. τής 3ης Απριλίου 1955 έφτασε στην Ί. Μονή Άχειροποιήτου,6 τά κελλιά τής οποίας χρησιμοποιούνταν τότε ώς χώρος συγκεντρώσεως και έκπαιδεύσεοις τών ομάδων τής περιοχής και ώς όπλαποθήκη τής Όργανώσεως.7 Ό Διγενής γιά νά παραπλάνηση τους Βρεταννούς και τά όργανα τους, άφηνε νά διαρρέουν πληροφορίες, πώς κάποιοι είδαν τόν Αυξεντίου νά κυκλοφορή πότε στην περιοχή Λευκωσίας, πότε στή Λάρνακα, πότε στή Λεμεσό, πότε στην περιοχή τοΰ Τροόδους κ. ά.
Μόδεστος Παντελή, άπό τό Λιοπέτρι Αμμοχώστου, γεωργός. Ήταν ό πρώτος νεκρός τής ΕΟΚΑ. "Επεσε τήν 1.4.1955 σέ ηλικία 33 ετών.
Τήν ίδια ομως ήμερα ποΰ έφτασε στη Λάμπουσα, κάποια είδησι, πού είδε το φως τής δημοσιότητος στην Κυπριακή εφημερίδα «"Εθνος», δημιούργησε φόβους για τήν ασφάλεια τον Αυξεντίου.8 Στα γρήγορα ό ήρως μεταφέρθηκε στο σπίτι τοϋ Ηρακλή Χατζηδαμιανοΰ, πού κτισμένο σ' ενα όμορφο περιβόλι μέ λεμονόδενδρα στα νότια τοΰ Καραβά και πολύ κοντά στά κράσπεδα τοΰ Πενταδάκτυλου, έδινε τήν δυνατότητα εύκολης μετακινήσεως τοϋ Γρηγόρη. Ό Αυξεντίου εγκαταστάθηκε στο ανώγι τοΰ διώροφου σπιτιού. Τό ανώγι ήταν πολύ βολικό και γιά παρατηρητήριο. Στο ίδιο δωμάτιο έμεναν ό Ηρακλής κι ό Χριστάκης Μασονίδης,9 δ οδηγός πού είχε μεταφέρει τόν γενναίον Αυξεντίου στον Καραβά. Ό Διγενής, ενήμερος τών κινήσεων τοΰ παλληκαριοΰ, τοΰ είχε αναθέσει καθήκοντα τομεάρχου της επαρχίας Κυρήνειας και της περιοχής Ακάνθους. Τοΰ έδωκε επίσης εντολή νά όργανώση άρτιώτερα τις ομάδες τής ΕΟΚΑ. Κι ό Αυξεντίου μέ τήν άρτια στρατιωτική του κατάρτισι και εμπειρία τήν ευφυΐα καί τή σύνεσι' τήν άφοσίωσι στό καθήκον καί τόν υποδειγματικό του ζήλο" τήν αγνή κι αδούλωτη ελληνική ψυχή του τήν ευσέβεια καί τήν βαθειά του πίστι στό Θεό καί τήν αγάπη στην Ελλάδα σαγήνευε, εμψύχωνε, ηλέκτριζε ολους. Είχε οργανώσει επίσης «κύκλους συμμελέτης Αγίας Γραφής» κι ανέλυε τόν λόγο τοΰ Θεοΰ στά παλληκάρια τοΰ Αγώνος. "Αλλοτε πάλι συζητούσε μαζί τους θέματα μορφωτικά. Σκοπός τοΰ ευγενικού Αυξεντίου ήταν νά βοηθήση τους άγωνιστάς στον Ιερό τους σκοπό καί νά καλλιεργήση στην ψυχή τους τά μεγάλα Ιδανικά τής Πίστεως καί τής Πατρίδος.
Έκινείτο συνεχώς γιά νά γνωρίζη προσωπικά τόν κάθε αγωνιστή, αλλά καί γιά μιά προσωπική επαφή μέ ολους. Παρά τό αδιάκοπο κυνηγητό καί τήν γενική κινητοποίησι τοΰ στρατοΰ γιά τήν σύλληψί του κατώρθωνε πάντα να διαφεύγει τόν κίνδυνο.
Ό Ηρακλής Χατζηδαμιανοΰ γράφει:
«Έπίστευε πώς στήν μεγάλη πορεία του θα τόν προστάτευε ό παντοδύναμος καί πανάγαθος Θεός και πώς ήταν μαζί του ή προστατευτική χάρι τής Μεγαλόχαρης. Καί πραγματικά ήταν τόσο φανερή και έντονη ή θαυματουργική παρουσία τής θείας προστασίας καί συναντιλήψεως, πού πολλάκις έτυχε νά περάσωμε, όπλοφοροϋντες μάλιστα, μέσα άπό σιδηρόφρακτο αυστηρό οδικό αστυνομικό κλοιό χωρίς καν νά μάς σταματήσουν δι' έλεγχον».
Υστερα άπό τέτοιες θαυματουργικές επεμβάσεις τοΰ Θεού ό Αυξεντίου μάς έλεγε, συνεχίζει ό Ήρ. Χατζηδαμιανοΰ:
«Βλέπετε, πώς ό καλός Θεός τοϋ ελέους είναι μαζί μας, βοηθός, σκεπαστής καί σωτήρας μας καί γι' αυτό πιστεύω ενδόμυχα, πώς θά νικήσωμε. Καί «ει ό Θεός μεθ' ημών τις καθ" ημών; · Μέ τήν βοήθεια τοΰ πανάγαθου καί παντοδυνάμου Θεοΰ θά τραβήξουμε μπροστά καί νά είσαστε απόλυτα βέβαιοι, πώς τελικά θά θριάμβευση τό θέλημα τοΰ θεοΰ, θά επικράτηση ή δύναμι τοΰ δικαίου καί θά νικήσουμε, γιατί ό αγώνας μας πού διεξάγουμε είναι ιερός καί δίκαιος καί πρό πάντων ευλογημένος άπό τόν ουράνιο Δομήτορα καί Σωτήρα τοϋ κόσμου».
Ό Αυξεντίου, προσθέτει ό Ηρακλής,ήτο τόσο βέβαιος γιά τήν αίσια τελική έκβασι τοϋ αγώνα καί πίστευε τόσο έντονα στή νίκη, ώστε νόμιζε κανείς πώς ό αγώνας, πού μόλις τώρα άρχιζε, έχει πιά νικηφόρα τελειώσει!» Υστερα άπό επιτυχή έπίθεσι τοΰ Αυξεντίου εναντίον τοΰ βρεταννικοΰ στρατοπέδου στην Άγύρτα (νότια κράσπεδα τοΰ Πενταδάκτυλου), συνελήφθη ό Ήρ. Χατζηδαμιανοΰ. Ήταν βέβαια κι αυτός στην πενταμελή ομάδα, πού πραγματοποίησε τήν έπίθεσι, άλλα δέν υπήρχε κανένα στοιχείο πού νά τόν ένοχοποιή.10 Ό Αυξεντίου δέν μπορούσε να μένη πια στο σπίτι τοΰ Χατζηδαμιανοΰ" έμενε τώρα μ' ένα από τά παλληκάρια του σε κρησφύγετο έξυπνα καμουφλαρισμένο, πού βρισκόταν στην κορυφή απόκρημνου βράχου, ποΰ είχε ΰψος πάνω από 150 μέτρα. Οι. "Αγγλοι τόν είχαν επικηρύξει αρχικά μέ το ποσό τών 250 λιρών" γρήγορα όμως είχαν διαπιστώσει, πώς ό Αυξεντίου έπρεπε να συλλη. φθί) οπωσδήποτε κι έτσι αύξησαν τό ποσό σέ 5.000 λίρες (κάπου 450.000 δραχμές).
Επρεπε δμως να φύγη πια άπό τήν περιοχή του Καραβα και να έγκατασταθή στην περιοχή Καλογραίας-Άκανθοΰς. Αυτό ακριβώς έγινε στό πρώτο δεκαήμερο του. Ιουλίου. Άπό τη νέα θέσι ό περήφανος σταυραϊτός τοΰ λεβεντόγερου τής Λύσης αναλαμβάνει πιό δραστήρια και δυναμικά τόν μεγάλο του ρόλο στό έπος τής Κύπρου, γιά νά κατάπληξη τόν κόσμο μέ τους ηρωισμούς και τ' ολοκαύτωμα του...
ΜΙΑ ΜΕΡΑ, ΠΟΥ Ο ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ στην πιό πάνω σπηλιά κρησφύγετο επιδιορθώνοντας τόν οπλισμό του, ό γερο βοσκός, ποΰ τόν τροφοδοτούσε, έφτασε λαχανιασμένος. Ασθμαίνοντας τοΰ ανήγγειλε πώς ή πηγή, άπό τήν οποίαν έπαιρναν νερό, ήταν περικυκλωμένη άπό τόν στρατό. "Ισως, πρόσθεσε, ή παραμονή τους νά διαρκέση μέρες πολλές. Δέν θορυβήθηκε τό παλληκάρι. «θά μείνωμε διψασμένοι οσες μέρες χρειαστή», είπε και συνέχισε τή δουλειά. Σάν τέλειωσε τό καθάρισμα τοΰ οπλισμού του, δοκίμασε νά περάση στό δεύτερο μέρος τοΰ κρησφύγετου. Ήταν ομως τόσο χαμηλό, πού έπρεπε νά προχώρηση έρποντας. Στην προσπάθεια του κτύπησε τό κεφάλι του σέ μιά μικρή προεξοχή. Πόνεσε τόσο πού αγανάκτησε, κι αρπάζοντας τό οπλο τής έδωκε μέ τόν υποκόπανο ένα δυνατό κτύπημα. Τσακίστηκε ή πέτρα, αλλά... τί ήταν εκείνο; "Αρχισε νά στάζη κάμποσο νερό! Ό Γρηγόρης μέ τά παλληκάρια του μπορούσαν νά ικανοποιούν τή δίψα τους!11
Νά κι ενα άλλο θαυμαστό γεγονός, οπως τό διηγείται ό πατέρας του. Ό Αυξεντίου βρισκόταν στον 'Αναλυόντα. "Εμενε στό ανώγι κάποιου σπιτιού. Κύκλωσαν τό χωριό οι "Αγγλοι. Ή φυγή του ήταν αδύνατη. "Εδωκε εντολή στους ενοίκους νά φύγουν, γιατί αυτός θά πολεμούσε, έστω και μόνος, άν τό καλοΰσε ή ανάγκη. Ό στρατός χτένισε τό χωριό, τά σπίτια, τα περβόλια. Ήλθε και στο σπίτι, πού ήταν ό Ζήδρος (ψευδώνυμο τοΰ Αυξεντίου). Μόλις ομως οί στρατιώτες πάτησαν τό κατώφλι τοΰ σπιτιού, κοίταξαν μέσα και χωρίς νά μπουν σε κανένα δωμάτιο, έφυγαν ! Τον Όκτώβριο τοΰ 1955 ο Αυξεντίου κατορθώνει μέ την εξαμελή ομάδα του νά πραγματοποίηση μια τολμηρή κι ολότελα αναίμακτη έπίθεσι εναντίον τού αστυνομικού σταθμού Λευκονοίκου. Φεύγοντας «συναπεκόμιζε άρκετόν όπλισμόν»: δυο γκρήνερς, εφτά μαρτίνια κι ενα κυνηγετικό. Ή έπιχείρησι αυτή, πού δεν ήταν βέβαια ή μοναδική, απέδειξε πόσο ήταν ψύχραιμος και θαρραλέος. Στον Κυπριακό "Ολυμπο, οπου πήγε μετά τόν Πενταδάκτυλο (από τις 27 'Οκτωβρίου τού 1955 έφυγε πιά από τόν Πενταδάκτυλο), έδειξε επανειλημμένως τήν εΰψυχία, τήν αύταπάρνησι, τήν τόλμη και τήν παλληκαριά του, που κορυφώθηκε στον Μαχαιρά. Κάποτε δυό αγγλικά τζιπς κατευθυνόμενα στον Πεδουλά, δέχτηκαν τήν έπίθεσι τής ομάδος του. Οί άνδρες και τών δυό τζίπς είχαν τεθή έκτος μάχης. Τό αυτοκίνητο αχρηστεύθηκε ολότελα. Τό άλλο κρατήθηκε ώς λάφυρο από τόν Αυξεντίου, ό όποιος τού άλλαξε τόν αριθμό και μ' αυτό αλώνιζε κυριολεκτικά τά χωριά τής νοτιοδυτικής Κύπρου.12 Περνούσε ανάμεσα άπό τά μπλοκ τών "Αγγλων μέ στολή αξιωματικού, κι οί στρατιώτες μόλις τόν έβλεπαν, χαιρετούσαν κανονικά και παραμέριζαν νά περάση... Κάποιος άπό τους άνδρες του βλέποντας ολες τούτες τις εύθυμες, μά τόσο τολμηρές σκηνές, τού 'πε κάποτε, γιά νά τόν πειράξη:
— Άρχηγέ. πρόσεχε! Μ' αυτό τό τζίπ θά πέσης καμμιά ώρα σέ δική μας ενέδρα και θά σκοτωθείς
— Χαλάλι, νά πέσω άπό τις δικές μας σφαίρες, απάντησε ό Γρηγόρης. Έγγλέζοι μονάχα νά μή μέ σκοτώσουν.
Στην Κάτω Δευτερά τόν κατεδίωκε ένα ολόκληρο απόσπασμα μέ αυτοκίνητα και μοτοσυκλέττες. Ό Αυξεντίου ανάπτυξε μέ τό τζίπ του μεγάλη ταχύτητα, πέρασε μέσα άπό αγγλικό μπλόκο, άλλα καθώς έτρεχε διεπίστωσε πώς ή βενζίνη τού αυτοκινήτου του κόντευε νά έξαντληθή. Δέν τά 'χασε. Προχωρώντας συνάντησε ενα φορτηγό στρατιωτικό αυτοκίνητο. Τό προσπέρασε, έκανε σήμα στον οδηγό νά σταματήση. Κατέβηκε εκείνος, χαιρέτησε τόν κ.ανθυπολοχαγό», πού τού 'λεγε σέ τόνο σοβαρό και άπταιστη αγγλική, πώς θέλει νά τού δώση λίγη βενζίνη. Έκανε μεταβολή ό στρατιώτης και γύρισε γρήγορα τροφοδοτώντας τό τζίπ. 'Αλλά σάν έφτασε τό φορτηγό στην Κάτω Δευτερά, ρώτησαν οί αξιωματικοί τόν στρατιώτη μή τυχόν και συνάντησε στο δρόμο κανένα τζίπ μέ τόν Αυξεντίου. Εκείνος θυμήθηκε! καί... μόνο πού δέν λιποθύμησε γιά τό πάθημα του!...
Νά κι ένα άλλο περιστατικό χαρακτηριστικό τής αντοχής, τής άγωνιστικότητος καί τής εθνικής του αρετής. Φεβρουάριος 1956. Τά βουνά τού Τροόδους ήταν σκεπασμένα μέ πολλά χιόνια. Ή νύχτα βρήκε τόν Αυξεντίου νά πεζοπορή μαζί μέ τήν τετραμελή ομάδα του έξω άπό τήν Κυπεροΰντα. Κάποια στιγμή ένοιωσε φρικτούς πόνους- προέρχονταν άπό τήν σκωληκοειδίτιδα, άπό τήν οποίαν υπέφερε. Δέν άντεξε. "Επεσε στό λευκό σάβανο καί σπαρταρούσε άπό τόν πόνο. Οί άνδρες του προσπαθούσαν νά τόν ανακουφίσουν καί νά τόν περιθάλψουν μέ τό... χιόνι. Ό πόνος σταμάτησε, αφού κράτησε αρκετή ώρα. Τότε σηκώθηκε, τίναξε άπό πάνω του τό χιόνι, άρχισε χαρούμενος τήν πορεία καί περπατώντας απάγγελλε τους στίχους:
«Κι άν πέσαμε σέ πέσιμο πρωτάκουστο
κι άν σέ γκρεμνό κατρακυλήσαμε
πού πιό βαθύ καμμιά φυλή δέν είδε ώς τώρα
είναι γιατί, μέ τοΰ καιρού τό πέρασμα
όμοιο Βαθύ ένα πέρασμα
μας μέλλεται προς ύφη ούρανοφόρα».
Στην περίφημη μάχη τών Σπηλιών (11-12-1955) ο Αυξεντίου έδειξε οχι μονάχα την παλληκαριά και τό θάρρος του, μα και την εξυπνάδα του. Οι "Αγγλοι, ΰστερα από προδοσία, ξεκίνησαν ανηφορίζοντας προς τα βόρεια τών Σπηλιών μέ σκοπό να αιφνιδιάσουν τον Διγενή. Ό Αυξεντίου επιτηρούσε την πλευρά προς την κατεΰθυνσι τών Σπηλιών, και μόλις οι "Αγγλοι πλησίασαν τις θέσεις του, πυροβόλησε. "Αναψε τότε μιά περίεργη μάχη. Ό Αίας (άλλο ψευδώνυμο τοΰ Αυξεντίου)13 επέτυχε, ώστε να άφεθή μιά περιοχή τής μάχης ελεύθερη, από τήν οποίαν ό Διγενής μέ τους άνδρες του γλίστρησαν απαρατήρητοι κι έφυγαν για τήν Κακοπετριά. Και «ένώ ημείς διεφεύγομεν προς δυσμάς», γράφει ό Διγενής, «τά δύο συγκροτήματα τοΰ αντιπάλου συνηντήθησαν και μή δυνάμενα ν' αναγνωρισθούν, λόγω τής πυκνότητος τής ομίχλης, άλληλοεπυροβολήθησαν μέ αποτέλεσμα νά υπάρξουν αρκετοί νεκροί και τραυματίαι. Έκ τών ημετέρων ουδείς έπαθε». "Οταν κάποτε οί "Αγγλοι έκαμαν τήν τελική τους έφοδο στο κρησφύγετο τών Σπηλιών, έμειναν κατάπληκτοι. Ήταν άδειο. Βρήκαν μονάχα λίγο ψωμί και μιά Κ. Διαθήκη. Ό Αυξεντίου, αφού επέτυχε νά βάλη τους "Αγγλους νά άλληλοεξοντώνωνται, κύλησε τήν ώρα τής συγχύσεως κι έφθασε στά Καννάβια. Ό ιερεύς τοΰ χωριού τοΰ έδωκε τό κλειδί τοΰ ναοΰ, κι αυτός μπήκε στην εκκλησιά, προσευχήθηκε, ευχαρίστησε τό Θεό γιά τήν σωτηρία, κοιμήθηκε εκεί τό βράδυ κι ΰστερα έφυγε... Ό Πέτρος Στυλιανού είχε τήν ευκαιρία νά έπισκεφθή τον Γρηγόρη τον Δεκέμβριο τοΰ 1955 στο κρησφύγετο του, στον Πολύστυπο Πιτσιλιάς, και νά μείνη μαζί του δυο μερόνυχτα. Περιγράφοντας τή συνάντησι εκείνη και Ιστορώντας τή συζήτήσι μέ τον ήρωα λέγει:«Στάθηκε στον Ρωμανό και στον Ξάνθο, στον αρχηγό Διγενή, στή μάχη τών Σπηλιών. Χαιρόσουν να τόν άκους νά περιγραφή τή μάχη, νά δίδη παραστατικές εξηγήσεις καινά μ ι λ α ταπεινά γιά τήν έπ ι κ ο η ρ ω ϊ κ ή προσφορά του στή σύρραξι, πού τόν ανέβασε στά σύνορα τής ιστορικής αθανασίας και τόν έστησε σάν φωτοδότη θεό στά μάτια τοΰ μαχόμενου λαού μας. Κατρακυλούσε άφοϋ έδινε τήν πρώτη μάχη, γιά νά δώση τόν καιρό στόν αρχηγό του ν' άπομακρυνθή σάν τήν μπάλα στις κατωφέρειες τοΰ βουνού, τοποθετώντας τό κεφάλι ανάμεσα στά πόδια... Μά ή ώρα περνα... Είναι τέσσερις τό πρωΐ... και άποφασίζουμε νά πάμε νά κοιμηθούμε πλάτη μέ πλάτη, όπως έλεγε σκεπασμένοι μέ τήν ίδια κουβέρτα πού σκεπαζόταν μέ τόν Ρωμανό, μέχρι τής ώρας πού ό τελευταίος συλλαμβανόταν τραυματίας αιχμάλωτος σέ μιά απεγνωσμένη ήρωϊκή του έξορμησι νά σπάση, τάν στρατιωτικό κλοιό γιά νά φτάση στις αψηλές βουνοκορφές, καϊ νά μεταφέρη τό μήνυμα τής πανίσχυρης αγγλικής στρατιωτικής παρουσίας στις ανταρτικές μονάδες».14 Ό Αρχηγός Διγενής γράφει πώς «μετά τήν μάχην τών Σπηλιών και τήν εκείθεν άποχώρησιν της ανταρτικής ομάδος ανέθεσα εις τόν Γρ. Αυξεντίου τήν άνασυγκρότησιν τής όμάδος».'Επειδή δε μετά τήν μάχην έκείνην ό Ρένος Κυριακίδης, «έκ τών φλογερών πατριωτών, πού δέν έχρειάζοντο πρόσκλησιν διά νά συμμετάσχουν εις τόν αγώνα», συνελήφθη άπό τους "Αγγλους «κατά τόν αίφνιδιαστικόν άποκλεισμόν τοΰ χωριοΰ Σπήλια», αντικατέστησα «τούτον εις τήν διοίκησιν τών ανταρτικών ομάδων Πιτσιλιάς» μέ τόν Γρ. Αυξεντίου.15 Είναι ομως πολύ αξιοπρόσεκτος ό χαρακτηρισμός πού έκανε γιά τόν ήρωα ό Ρένος Κυριακίδης. «Ήταν», μάς είπε, «ταπεινός, θετικός, απίθανα αποφασιστικός και τολμηρός" τόν παραδέχτηκα ανώτερο μου άπό τήν πρώτη στιγμή>>·Στην Παπούτσα λημέριαζε σ' ενα θαυμάσια καμουφλαρισμένο κρησφύγετο, αλλά στενόχωρο γιά τήν 17μελή ομάδα του. Κοιμόντουσαν σχεδόν ό ένας πάνω στον άλλο. Ό Αυξεντίου ομως τα βόλευε έτσι, ώστε ή διαμονή να είναι ευχάριστη. Έκεϊ συγκέντρωνε τα παλληκάρια του σέ κύκλο Αγίας Γραφής, καλλιεργούσε στην ψυχή τών αγωνιστών τον φόβο τον Θεού και τήν αγάπη στην πατρίδα.Τις μέρες πού βρισκόταν στα Κιόνια (κορφή απέναντι άπό τον Μαχαιρά) αντιμετώπιζε τήν δυσκολία προμηθείας νεροΰ. Μια μέρα τέσσερις άπό τους άνδρες του μάλωναν για το ποιος θα πάη για νερό. Ή πορεία ήταν δύσκολη και κουραστική. "Ολοι τους πολύ εξαντλημένοι. Καθένας ελεγε πώς έπρεπε να παη ό άλλος. "Ακουσε τή συζήτησι ό Αυξεντίου. Σηκώθηκε ήταν κι αυτός κατάκοπος πήρε τή στάμνα και κατηφόρισε προς τή βρύση. Σέ λίγο γύρισε μέ τή στάμνα γεμάτη τήν απίθωσε, χωρίς να πή τίποτε... Τήν άλλη μέρα τα πράγματα άλλαξαν.Τόσο στους άνδρες του, οσο και στις ομάδες, πού ώργάνωνε, έλεγε:— Θάρρος' μέ τήν βοήθεια ν τοϋ Θεού θά νικήσωμεν και θα κερδήσωμεν. "Εχομεν δίκαιον και ό Θεός θα μας βοηθήση..Είχε τέτοια ψυχική δύναμι, ώστε μέσα στις μεγάλες ευθύνες τον αγώνος και στις δύσκολες στιγμές είχε το κουράγιο να δίνη θάρρος και σ' αυτούς πού ήταν στα μετόπισθεν. Έτσι σ' ενα γράμμα προς τον πατέρα του έγραφε:«Μήν άπογοητεΰεοθε και μή χάνετε τό κουράγιο σας μέ μίαν αποτυχία ή μέ μίαν αντιξοότητα. "Οταν υπάρχουν άνθρωποι αποφασισμένοι νά αποθάνουν, δέν μπορεί παρά νά νικήσουμε. Αυτό τό αντιλαμβάνονται πολύ καλά οι κατακτηταί, γι' αυτό και λυσσούν περισσότερον. Μά όσο πιό πολύ λυσσούν, τόσο πιό πολύ πλησιάζει ή ώρα της Ελευθερίας. Τά περί εξασθενήσεως μας κλπ., είναι χοντροκομμένη προπαγάνδα και κανείς δέν πρέπει νά τά πιστεύη. Σύντομα θά τους δώσωμεν ένα καλό μάθημα γιά νά αντιληφθούν γιά καλά, ότι όχι μόνον δέν μάς έξησθένησαν, άλλα ότι είμαστε πολύ πιό δυνατοί άπό κάθε άλλη φορά».Οταν έπαιρνε πληροφορίες γιά κάποιον, ποτέ δέν ενεργούσε έν θερμώ». Περίμενε, ερευνούσε προσεκτικά κι ύστερα έστελλε αναφορά. Τό 'χε μεγάλο κακό νά δώση ανεξακρίβωτη κι άδικη πληροφορία γιά τόν οποιονδήποτε.
Ή ενέδρα τών Χανδριών (17-3-1956), ή μεγαλύτερη κι ή πιό επιτυχημένη άπό οσες ώργανώθηκαν σ' ολο τό διάστημα τοϋ αγώνος, ήταν δημιούργημα του Αυξεντίου. "Επρεπε ή επιτυχία νά είναι πλήρης έτσι μονάχα θά μπορούσαν νά φύγουν οί άνδρες του (αυτό ήταν τό στρατηγικό του σχέδιο). "Επρεπε ακόμη νά έπιτύχη καΐ γιά τούτο:
Ό Χάρντιγκ πριν άπό μιά εβδομάδα συνέλαβε μέ τρόπο δόλιο τόν Εθνάρχη και Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ', τόν Μητροπολίτη Κυρήνειας Κυπριανό, τόν παπα-Σταΰρο Παπαγαθαγγέλου και τόν Πολύκαρπο Ίωαννίδη και τους έστειλε εξορία στις Σεϋχέλλες. Ό ηρωικός λαός της Κύπρου έπρεπε ν' άποδείξη στον δυνάστη, πώς θά επέμενε νά διεκδική τό δίκαιο του και πώς θά τό πάρη.Ή επιτυχία στά Χανδριά ήταν απόλυτη. Οι απώλειες τών αποικιοκρατών πολλές. Άπ' τά παλληκάρια σκοτώθηκε μονάχα ενα, ο Χρήστος Τσιάρτας.16 Ετσι ό Αυξεντίου έδωσε γερό μάθημα στή Βρεταννία. Της έδειξε πώς οί άγωνισταί συνεχίζουν απτόητοι τόν αγώνα. Μά κι ό λαός πήρε θάρρος...Ως τήν ώρα εκείνη οί αγώνες του, ή παλληκάρια του, τό ατρόμητο τοϋ χαρακτήρος του έγιναν θρύλοι, πού κυκλοφορούσαν άπό στόμα σέ στόμα. "Ολα τούτα εδραίωναν τήν αγάπη, τήν έκτίμησι και τόν σεβασμό στην καρδιά του αγωνιζομένου Ελληνισμού της Κύπρου γιά τόν υπέροχο τομεάρχη της ΕΟΚΑ.
ΠΛΗΣΙΑΖΕ ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΤΟΥ 1956. Ο ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ λημέριαζε τότε κοντά στη μονή τής Στρατηλάτισσας τοΰ Μαχαιρά. Άλλα οΐ πόνοι από τήν σκωληκοειδίτιδα δεν τον άφηναν ήσυχο. Τον ξανάπιασαν δυνατοί, αβάσταχτοι. "Επρεπε να ΰποβληθή σ' έγχείρησι. "Αλλη λύσι δεν υπήρχε. Με χίλιες προφυλάξεις τον μετέφεραν στη Λεμεσό και τήν Κυριακή τών Βαΐων τον υπέβαλαν σ' έγχείρησι. Τήν Μεγάλη Πέμπτη τον ξανάφεραν στον Μαχαιρά. Άλλα πώς να πάη και πώς ν' ανάρρωση στό σκοτεινό, υγρό, παγωμένο κρησφύγετο; "Ετσι τό μοναστήρι ανέλαβε τή νοσηλεία και τήν προστασία του. Εμενε στό δωμάτιο τοΰ ήγουμενείου, άφησε γενειάδα, φορούσε ράσα, μοναχικό σκούφο και γυαλιά. Για τους αμύητους ήταν... ό μοναχός Χρύσανθος.
Τήν Τετάρτη τοΰ Πάσχα έζωσαν τό μοναστήρι 2.000 στρατιώτες. Αναζητούσαν τον Αυξεντίου. Πού να τρέξη ό εγχειρισμένος; Τό τραύμα δέν είχε ακόμη καλά-καλά θρέψει. Θα τον έσωζε μονάχα ή εξυπνάδα κι ή ψυχραιμία του.
Χαρά Θεού τριγύρω τό ανοιξιάτικο πρωινό. Τέλειωσε ή ακολουθία. Οί μοναχοί αποσύρθηκαν στά κελλιά τους. Οί λίγοι πού ήξεραν τό μυστικό, προσεύχονταν στην Υπέρμαχο Στρατηγό να φυλάξη τον ήρωα. Καμμιά δεκαριά αξιωματικοί και κάπου εκατό στρατιώτες μπήκαν στη Μονή. "Αρχισαν έρευνες εξονυχιστικές. Ένώ συνεχίζονταν οί έρευνες, ό ηγούμενος Ειρηναίος, ακολουθώντας τήν παροιμιώδη φιλοξενία τών Κυπριακών μοναστηριών, έκάλεσε στό ήγουμενεΐο τους αξιωματικούς και τή συνοδεία τους.
—Ελάτε, τους είπε, να πάρετε ενα γλυκό.
Μπήκαν, έκάθισαν.
—Πάτερ Χρύσανθε, είπε ό ηγούμενος, πρόσφερε στους ξένους γλυκό και κουμανταρία (τό περίφημο κυπριακό , κρασί).
Ό π. Χρύσανθος κινήθηκε με προθυμία, πήγε κι ετοίμασε τον δίσκο μέ τά γλυκά και τά ποτηράκια με τό κρασί. Γυρίζοντας τον απίθωσε μ' ευγένεια μπροστά στους ξένους. Εκείνη τή στιγμή κάλεσαν τον ηγούμενο στό τηλέφωνο κι έτσι έμεινε ό π. Χρύσανθος ό καταζητούμενος Αυξεντίου μ' αυτούς πού έψαχναν νά τόν βρουν!
Απλωσαν οί αξιωματικοί τά χέρια, πήραν τό γλυκό, ενώ ό Χρύσανθος έφτιαχνε τάχα τά μουστάκια του, καλύπτοντας έτσι τ' αραιά του δόντια, σημάδι τοΰ προσώπου του πολΰ χαρακτηριστικό. Ό "Αγγλος διοικητής απιθώνοντας τό άδειο πιατάκι στον δίσκο, γυρίζει και τόν έρωτα:
— Μπορείς έσύ να μας βοηθήσης νά βρούμε τόν Αύξεντϊου;
— Εγώ; Έγώ λέω' τι γυρεύει έδώ ό Αυξεντίου, σέ τούτη τήν περιοχή; Δέν μπορεί νά 'ναι έδώ. Θα τόν έβλεπα...
Τόν πήρε από καλό μάτι ό διοικητής.
—Τότε νά σού δώσω τόν αριθμό τοϋ τηλεφώνου μου. "Αν τύχη καϊ Μάθης τίποτε, ή περάση άπό δώ ό Αύξεντίου, μοϋ κάνεις ένα τηλεφώνημα.
Και πρόσφερε στό π. Χρύσανθο τήν κάρτα μέ τόν τηλεφωνικό αριθμό τοΰ στρατηγείου τους.
Σάν γύρισε ό ηγούμενος, οί αξιωματικοί ευχαρίστησαν για την υποδοχή καΐ την φιλοξενία κι έφυγαν μέ την ίκανοποίησι, πώς μπορεί να μή βρήκαν τόν Αυξεντίου, βρήκαν ομως στό μοναστήρι ενα «φίλο» πρόθυμο να τους φανή χρήσιμος!
Ό Αυξεντίου μετεκινεΐτο συνεχώς. Σπάνια εστελλε δυο λόγια στους δικούς του: «Είμαι καλά. Ό γυιός σας» τίποτ' άλλο. Έν τω μεταξύ έβγαλε τα μπροστινά αραιά δόντια του κι έβαλε ξένα, έτσι πού νά μή μπορούν νά τόν αναγνωρίζουν εύκολα. Έκινεΐτο σ' ολη τήν περιοχή εμψυχώνοντας, οργανώνοντας τους άγωνιστάς. Είχε καταστρώσει κι ενα σχέδιο επιθέσεως εναντίον τοΰ Αγγλικού στρατηγείου στις Πλάτρες, αλλά δέν το πραγματοποίησε, γιατί προδόθηκε.
Οί Αγγλοι ήξεραν, πώς είχαν νά κάμουν μ' ενα παλληκάρι έξυπνο, ικανό, λιονταράψυχο, ακατάβλητο. Ένας "Αγγλος αξιωματικός, άπ' αυτούς πού έκαναν συχνά αιφνιδιαστικές έρευνες στό πατρικό σπίτι του Γρηγόρη, πήρε κάποτε παράμερα τόν πατέρα τοΰ ήρωος, τόν γερο Πιερή και τοΰ 'πε:
— Σάν στρατιωτικός θέλω νά συλλάβω τόν γυιό σου. Σάν άνθρωπος σέ συγχαίρω για τόν γυιό πού ανέθρεψες!
Στό χωριό Ζωοπηγή οί έρευνες είχαν άπλωθή σ' ολα τα σπίτια. Ή πληροφορία ήταν σαφής: Ό Αυξεντίου κρύβεται στό χωριό, στό τάδε σπίτι. Καλυπτόμενοι από το σκοτάδι οί "Αγγλοι κύκλωσαν το σπίτι κι έλαβαν θέσεις μάχης. Ό νοικοκύρης αντιλήφθηκε τις κινήσεις, έβαλε μιά φωνή; τά παλληκάρια κατάλαβαν. Ήταν ζωσμένοι. "Αρχισε ό στρατός νά ρίχνη. Οί ριπές διαδέχονταν ή μιά τήν άλλη. Ό Γρηγόρης ομως δέν πυροβολούσε στά τυφλά, παρά μόνο οπου διέκρινε τη ριπή.
—Αυτός είναι ό Αυξεντίου, φώναξε κάποιος από τη μεριά τοΰ στρατού.
Δέ λάθεψε στην κρίσι του.
Ή μάχη συνεχίστηκε σκληρή, ό ήρως εβαλλε μέ φειδώ και αραιά, ώσπου κατώρθωσε, τόσο αυτός οσο κι οί σύντροφοι του, νά γλιστρήσουν μέσ' στό σκοτάδι τής νύχτας και νά χαθούν. Στη μάχη ό Γρηγόρης τραυματίστηκε έλαφρά. Ένα δμως από τά παλληκάρια του, ό γενναίος έφηβος Μ. Γεωργάλλας 21 Ετών ,έπεσε νεκρός άπό τις εχθρικές σφαίρες.17 .Ό αγωνιστής Μάκης Γεωργάλλας. Προτου ξεψυχήση απευθυνόμενος στόν αρχηγό της ομάδος του, τόν Γρ. Αυξεντίου, τού είπε: «Μάστρε μου ("Αρχηγέ μου), πεθαίνω· ζήτω ή 'Ελ...» Ό ρόγχος δμως τοΰ αίματος έπνιξε τή φωνή του πριν ακόμη ολοκλήρωση τή λέξι.ΤΟΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 1957 Ο ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ ΠΗΡΕ τήν άπόφασι νά φτιάξη το κρησφύγετο λίγο πιο πέρα, χαμηλά άπό το μοναστήρι τοΰ Μαχαιρά.
Ή Μονή τής «Κυρίας Μαχαιράδος», κτισμένη τόν 12ο αιώνα επί Μανουήλ τοΰ Κομνηνού, πήρε τ' ανομα(ετσι λέει μιά ευλαβική παράδοσι)άπό τήν εικόνα της Μεγαλόχαρης, πού βρέθηκε κάπου εκεί κοντά μ' ενα μαχαίρι μπηγμένο απάνω της. Φορτωμένη ιστορία οκτώ αιώνων ή Μονή. Θαύματα έγιναν στον άγιο τούτο τόπο. Δυο μοναχοί της μαρτύρησαν γιά τήν Όρθοδοξία. Το 1231 τους ερριξαν οί Λατΐνοι στή φωτιά μαζί μέ άλλους μοναχούς τής Καντάρας, γιατί δέν ήθελαν ν' αρνηθούν τήν Όρθοδοξία και νά προσκυνήσουν τόν Πάπα.
Ό Μαχαιράς θύμιζε στον Αυξεντίου και κάτι άλλο. Μια μορφή ήρωϊκή, που οταν ήταν μαθητής Γυμνασίου προσπάθησε να τή ζωντανέψη. Τοϋ θύμιζε τήν θυσία της 9ης Ιουλίου τοΰ 1821, τον Εθνομάρτυρα και Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό. 'Εδώ ωρίμασε, έδώ προετοιμάστηκε κι άπό δω ξεκίνησε Ο Κυπριανός, για ν' άνέβη αργότερα στον τιμημένο θρόνο της Εκκλησίας τοΰ Αποστόλου Βαρνάβα καΐ νά επισφράγιση μέ τή θυσία της ζωής του τους αγώνας του για τήν ελευθερία.
Τα σκεφτόταν ολα τοϋτα ό Αυξεντίου. Ηθελε νά μιμηθή, νά ξεπεράση τον Εθνομάρτυρα. Τή ζωή του θά τήν θυσίαζε κι αυτός στο βωμό της Πατρίδος. Τόν Φεβρουάριο τοϋ 1957, λίγες μέρες πριν τό ολοκαύτωμα του, έγραφε στην τελευταία επιστολή του προς τήν σύζυγο του άπό τις κορφές των βουνών τοϋ Μαχαιρά:
«Ίσως μέ τις τελευταίες έρευνες και συλλήψεις νά ανησύχησες και νά ανήσυχης ακόμη. Είναι αλήθεια, οτι ύστερα άπό μίαν προδοσίαν (Σημ.: Έδώ αναφέρεται ένα όνομα, ώς προδότου), μας σφίξανε αρκετά, άλλα ό καλός θεός μας έβοήθησε νά άποφύγωμεν τόν κίνδυνον. Μήν ανήσυχης και ο Κοκοβιός σου δέν τό έχει νά πιαστή έτσι εϋκολα-εϋκολα. Εις τήν έσχάτην ανάγκη θά αγωνισθώ και θά πεθάνω σάν "Έλληνας, άλλα Ζωντανόν δέν θά μέ πιάσουν»!
Αυτές οί σκέψεις κυκλοφορούσαν στο νοϋ του κι αυτά τά αισθήματα δοκίμαζε, καθώς άπεφάσιζε νά φτιάξη τό νέο κρησφύγετο του σέ μιά κατωφέρεια, χίλια περίπου μέτρα μακρυά άπό τήν Μονή. Δούλευε μέ τους συντρόφους του άπό τις έντεκα τό βράδυ ώς τις τέσσερις τό πρωΐ, ώσπου τό στερέωσαν γερά και τό κάλυψαν έξυπνα. Ό τότε ηγούμενος τοϋ Μαχαιρά Ειρηναίος διηγείται:
Μέσα Φεβρουαρίου τοϋ 1957 ό Αυξεντίου εύρίσκετο εις τό γραφεϊον μου μελετών σχέδιον επιθέσεως κατά των "Αγγλων και άκούων τά νέα άπό ραδιοφώνου. Οί "Αγγλοι έκαυχώντο τήν νύκτα έκείνην διά μεγάλας επιτυχίας των και σύλληψιν πολυμελούς ορεινής ομάδος εις "Ομοδος. Ό Γρ. Αυξεντίου έξενευρίσθη άπό τό δυσάρεστον νέον και εγερθείς άποτόμως έκ τοΰ γραφείου ήρχισε νά φωνάΖη: «"Αχ καλόγηρε, θέλω νά πολεμήσω, νά δώσω μάχην, αφού οί άλλοι θέλουν νά παραδίδωνται». » Και άρχισε συγχρόνως ν' άπαγγέλλη δυνατά:
«Σύ πού σκοτώθης γιά τό φως
ξύπνα νά δης τόν ήλιο,
ξύπνα νά δής τό γαιμα Σου
πού γίνηκε βασίλειο».
Τις τελευταίες μέρες τοϋ Φεβρουαρίου κάτι τοΰ 'λεγε, πώς ζύγωναν μεγάλες στιγμές... Τήν νύκτα έγραφε γράμματα! στις οικογένειες τών αγωνιστών και στην κάθε οικογένεια έστελλε άπό λίγα χρήματα (5 Κυπριακές λίρες). Κάποιος σύνδεσμος έκρυβε τά γράμματα στο σαμάρι τοΰ ζώου τού καί τά παρέδιδε σέ κάποιον άλλο, πού ανελάμβανε νά τά διεκπεραίωση. Ελεγε τότε στον ηγούμενο της Μονής Ειρηναϊο:
— Αν τύχη κι έλθουν οί Αγγλοι, κάψε τά γράμματα οτή σόμπα, κρύψε καί τά χρηματικά βοηθήματα γιά τις οικογένειες τών αγωνιστών.
Τό φεγγάρι είχε πια χαθή. Οί τελευταίες προετοιμασίες τοΰ κρησφύγετου γίνονταν μέσα στο πηκτό σκοτάδι. Κάποτε τέλειωσαν ολα. Δυο μέρες πρίν άπό τ' ολοκαύτωμα του είπε στον ηγούμενο:
— Απόψε θά φύγουμε νωρίς. "Οπου νά 'ναι έρχονται τά βαριά οπλα. Κι ό Μαχαιράς θά γίνη. Κούγκι.
Σταμάτησε γιά λίγο. "Αστραψε ή θοριά του καί πρόσθεσε :
— Νά μας κοινωνήσης. Είμαστε σέ κίνδυνο. Αλλά είμαστε λερωμένοι, θά ρθοϋμε αύριο νά καθαρισθούμε καί νά κοινωνήσουμε.
Πήραν τήν ευχή τοΰ Γέροντα, ζήτησαν τήν προστασία άπό τήν Υπέρμαχο Στρατηγό κι έφυγαν...
Στις 3 τήν αυγή, ξημερώνοντας Παρασκευή 1 Μαρτίου 1957, τά όργανα της Άγγλοκοατίας κτυπούσαν τήν πόρτα τοΰ μοναστηρίου, χυμοϋσαν μέσα κι απειλώντας φώναζαν:
—Ποϋ κρύβετε τους τρομοκράτες; Ποΰ κρύβεται ο Αυξεντίου; Δείξτε μας αμέσους!
Τίποτε δέν αφήνουν ορθιο οί «πολιτισμένοι» Βρεταννοί. Οΰτε τόν ναόν εΰλαβοϋνται οΰτε τόν Θεόν φοβούνται. Κτυπουν τον ηγούμενο, τον τραβούν άπό τα μαλλιά, τοΰ φυσοΰν καπνούς τσιγάρου στα μάτια. Ένα διάκο τόν κρεμούν ανάποδα άπό ύψος 50 μέτρων. Οί ανιχνευτικοί σκύλοι πατούν τήν αγία Τράπεζα, γλείφουν τις άγιες εικόνες. Διηγούνται, πώς ενα άπ' αυτά τ' ανιχνευτικά σκυλιά έπεσε ψόφιο, σάν έβγαλε τη γλώσσα του νά κάνη το ίδιο στην εικόνα της Μαχαιριώτισσας. Γιά ολα αυτά ό γέροντας μοναχός της Μονής Δαμιανός είπε χαρακτηριστικά σέ μιά άφήγησί του:
«Είμαι εκατόν τεσσάρων ετών. Από μικρός έφτασα καί τόν καιρόν της Τουρτσιάς. "Εχει ενενήντα δύο χρόνια, πού είμαι έδώ πάνω στό μοναστήρι τοϋ Μαχαιρά. "Ομως δέν είδα οϋτε θά ξαναδώ νομίζω τέτοιον κακόν και τέτοιαν θηριωδίαν. "Αν ήταν Σαρακηνοί ή Καραμάνοι θά είχαν έλεος. Ακόμα καί σ' αυτά τά καλυμμαύχια μας ερευνούσαν, σάμπου ο Αυξεντίου είναι κανένας ποντικός καί θά τρυπώσει μέσα. Ευλογημένοι άνθρωποι, ακόμα καί μέσα στην 'Εκκλησίαν έβαλαν σκύλλους γιά νά ανακαλύψουν τόν Αυξεντίου καί έσκαψαν το πάτωμα».
Πέρασαν έτσι τρεις ημέρες. Οί στρατιώτες ήταν έτοιμοι νά φύγουν άπρακτοι, άλλα παρουσιάστηκε ό προδότης, το πρόσωπο πού φοβόταν ό ήρως, οπως έγραφε σ' ενα του γράμμα σέ κάποιο συναγωνιστή του: «Το μόνο πού έχω νά σού τονίσω είναι νά φυλάγεστε άπό τήν προδοσία. Τώρα τήν φοβήθηκα». Προδότης ήταν ό αγωγιάτης τοΰ μοναστηριού. Στην αρχή έδωσε πληροφορίες, άλλα και μ' αυτές δέν μπόρεσε ν' άνακαλύψη το κρησφύγετο ό στρατός. Τελικά ανέλαβε νά τους όδηγήση ό ίδιος ώς έκεΐ...ΧΑΡΑΜΑΤΑ ΤΗΣ 3ης ΜΑΡΤΙΟΥ ΤΟΥ 1957. Ημέρα Κυριακή. Στον Μαχαιρά δέν χτύπησαν σήμερα ούτε σήμαντρα ούτε καμπάνες. Ηγούμενος καί καλόγεροι κλεισμένοι στά κελλιά τους προσεύχονται θερμά. Ένα ελικόπτερο κάνει γύρους πάνω άπό τή Μονή καί τήν περιοχή, πού υπέδειξε ό προδότης. Ταυτόχρονα μιά ομάδα οδηγημένη από τόν αγωγιάτη τοϋ Μοναστηριού ανιχνεύει τήν γύρω κοιλάδα καί τήν απόκρημνη βουνοπλαγιά. Ή ανεμοθύελλα μαίνεται. Λές καί τά στοιχεία της φύσεως διαμαρτύρονται γιά τό άνοσιούργημα, πού πρόκειται νά γίνη. Τό κρησφύγετο ήταν μιά τεχνητή υπόγεια σπηλιά.Ή είσοδος του ήταν μιά μικρή τρύπα, πού τήν έφρασσε φυσικώτατα ενας πυκνός θάμνος, τόσο πού τό καμουφλάρισμα ήταν τέλειο. Χρειαζόταν πολύς κόπος γιά νά τό άνακαλύψη κανείς. Γι αυτό κι ο αγωγιάτης δυσκολεύτηκε νά τό έπισημάνη.
Λίγο πριν άπό τήν αυγή οί στρατιώτες ανακάλυψαν κάποια ίχνη βημάτων, πού τους ώδήγησαν σ' ενα βαρέλι κρυμμένο στους θάμνους, μέσα στό οποΐο βρήκαν Ενα ολμο. Ένας δεκανέας προχωρώντας προς τό βουνό ενοιωσε τό έδαφος κάτω άπό τά πόδια του μαλακό. Μέριασε τους θάμνους, απομάκρυνε κάποια πέτρα. Υστερα κι άλλες. Φάνηκε μιά τρύπα. Ήταν ή είσοδος τοϋ κρησφύγετου. Ένας άπό τους άνδρες τοϋ Γρηγόρη άρπαξε τό πολυβόλο έτοιμος νά κτυπήση Τόν εμπόδισε ο αρχηγός.
—Έδώ είναι, έν τάξει, είπεν ό στρατιώτης.
—Παραδοθήτε, φώναξε ο αγγλος αξιωματικός.
Μένει σκεφτικός γιά μιά στιγμή ο Αυξεντίου. Κι ευθύς διατάσσει τους τέσσερις συντρόφους του:(Ήταν οί Αύγουστος Ευσταθίου, Φειδίας Συμεωνίδης, Ανδρέας Στυλιανού καί Αντώνιος Παπαδόπουλος.)
—'Εβγάτε εξω! Κανείς δέν ήθελε. Τόν παρακαλούν νά μείνουν.
—Έσύ;
—Έγώ θά πολεμήσω καί θά πεθάνω.
—Νά πεθάνουμε όλοι, τοϋ είπαν. Εκείνος ομως ήταν ανένδοτος.
—Έγώ πρέπει νά πεθάνω, είπε μέ αποφασιστικότητα.
Άφοΰ δέν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας, γιατί νά σκοτωθούν καί οί σύντροφοι του; Ας ήταν πρόθυμοι... Γιά τόν Γρηγόρη Αυξεντίου ομως, τόν Έλληνα Αξιωματικό, τόν υπαρχηγό της ΕΟΚΑ, δέν υπήρχε άλλη προτίμησι. «Η τάν ή επί τάς».
—'Εβγάτε εξω, διέταξε καί πάλι.
Τί; νά κάμουν; Πειθάρχησαν μέ μισή καρδιά μπροστά στην επιμονή του.
—Παραδοθήτε, φώναξε ό αγγλος αξιωματικός.
—Έν τάξει, παραδιδόμεθα, απάντησε μιά φωνή άπό τό κρησφύγετο. Κι αμέσως βγήκαν οί τέσσερις. Οι Εγγλέζοι ομως ήταν βέβαιοι πώς μέσα είναι κρυμμένος κι ό Αυξεντίου. «Μέσα στή σπηλιά είχε μείνει ο τολμηρότερος από ολους», έγραφε ό ανταποκριτής της Αγγλικής Εφημερίδος «Ημερήσιος Κήρυξ». Γιατί θεαταί εκείνης της πιο άνισης μάχης ήσαν πολλοί άνταποκριταί Κυπριακών καί Αγγλικών εφημερίδων καί συνεργείο τηλεοράσεως. Οί ευγενείς Βρεταννοί ήθελαν ν' απαθανατίσουν τόν ηρωισμό τους. Καί τον αποθανάτισαν! Πόσες φορές άραγε παρουσίασαν τούτη τήν ταινία μέ τις υπέροχες σκηνές, πού έδειχναν τήν ελληνική ψυχή σέ εξαρσι, σ' ολο της τό μεγαλείο, καί τήν βία καί τυραννία στό πιο έσχατο σημείο εξευτελισμού;
Γύρω άπό τό κρησφύγετο, τήν τρύπα εκείνη στην πλαγιά τής κοιλάδος, ή Τρίτη Ταξιαρχία πεζικού τών Άγγλων τής Κύπρου μέ τόν πιό σύγχρονο οπλισμό. Άπό πάνω δυό ελικόπτερα. Τό ενα ήταν τό παρατηρητήριο, τό άλλο πηγαινοερχόταν μέ εφόδια. Καί κάτω άπό τή γη, μέσα στην τρύπα, μιά λιονταρίσια ελληνική ψυχή μέ ελάχιστο οπλισμό.
Ξημέρωσε. Ή ανοιξιάτικη βροχή συνέχιζε νά πέφτη. Ό άνεμος φυσούσε μανιασμένος. Οί Άγγλοι ανυπόμονοι, νευρικοί, ανήσυχοι φώναζαν:
—Αυξεντίου, έβγα έξω' διαφορετικά θά ρίξουμε βόμβες καί θ' ανατινάξουμε στον αέρα εσέ και τό κρησφύγετο.
— Μολών λαβε! "Αν έχετε καρδιά, πλησιάστε νά ρίξετε τις Βόμβες σας, απάντησε τό παλληκάρι μέ τή δυνατή φωνή του.
"Ενας δεκανέας τράβηξε κατά τό στόμιο τοΰ κρησφύγετου, άλλα μιά ριπή πού ήλθε άπό τά βάθη τής γης τόν ξάπλωσε νεκρό. Τήν ίδια στιγμή οί Άγγλοι ρίξανε μιά χειροβομβίδα στην τρύπα. Πληγώθηκε τό παλληκάρι στό λαιμό καί στό γόνατο. Τό αίμα έτρεχε άφθονο.
Ό Αύγουστης, ενας άπό τους συντρόφους πού είχαν παραδοθη, προσπαθεί νά πείση τόν επί κεφαλής τών επιχειρήσεων, οτι δ Αυξεντίου σκοτώθηκε. Ό αξιωματικός πείθεται καί τόν διατάσσει νά μπή στό κρησφύγετο, γιά νά σύρη εξω τόν νεκρό. Αρνείται ο Αύγουστής. Άλλα βιαζόμενος καί σπρωχνόμενος πλησιάζει στην είσοδο καί φωνάζει
—Μάστρε, μή πυροβόλησης. Είμαι ό Ματρόζος(Αυγουστής Ευσταθίου)
—Γιατί ήλθες, Αύγουστη;
—Μέ στείλανε νά σέ βγάλω έξω.
—Μά στ' αλήθεια σ' έστειλαν οι "Αγγλοι γιά να μοϋ πης νά παραδοθώ; Βρέ τους παλαβούς! είπε χαμογελώντας ο ήρως.
Ένώ ό Αύγουστής αρπάζει τό άλλο αυτόματο και τό οπλίζει, τρέχει ό Γρηγόρης στό στόμιο τοΰ κρησφύγετου και φωνάζει:
— "Ελάτε, είμαστε δυο τώρα.
Κι άρχισε ή τιτανομαχία. Ή πάνοπλη αδικία αναμετριέται μέ τό άοπλο, μα ανίκητο δίκαιο. Μπαρούτι, νάρκες, φλόγες, σφαίρες ώρμοΰσαν σαν ένας πύρινος ποταμός προς τό κρησφύγετο. Τά βουνά αντιλαλούσαν, σείονταν συθέμελα. Οι καπνοί καί τά δακρυγόνα έκάλυψαν ολο τό χώρο τοΰ κρησφύγετου. Πέτρες κατρακυλούσαν προς τη σκεπή του.
Μια προσπάθεια εξόδου τοΰ ήρωος κατά τις 10 τό πρωί μέ τη βοήθεια καπνογόνου βόμβας απέτυχε. Εσκασε ή βόμβα, άλλα τό αυτόματο τοΰ Αύγουστη δέν έλειτούργησε. Στή βία του ξέχασε νά ρίξη την ασφάλεια. Οταν τό ετοίμασε, οί καπνοί είχαν πιά διαλυθή.
—Κρίμα, χάσαμε την ευκαιρία, είπε ό Γρηγόρης, κι αρχίζει κουβέντα γιά τον Παπαφλέσσα.
Ό Αύγουστής τις προηγούμενες νύκτες διάβαζε τό βιβλίο «Φλογισμένα ράσα». Ό Γρηγόρης θυμάται, οταν τό διάβαζε κι αυτός μαθητής, καί λέει:
— Εμείς σπείραμε τον σπόρο. οι αλλοι θα τον θερίσουν. "Αναψε και φούντωσε ή φλόγα στις καρδιές ολων τών Ελλήνων. Τίποτε δέν μπορεί πιά νά τή σβήσει...
Ό Γρηγόρης, τό θαύμα της ελληνικής παλληκαριάς, γονατιστός, τραυματισμένος, καταματωμένος συνεχίζει νά πολεμα. Ωρες-ώρες έφθανε στην είσοδο τής σπηλιάς καί,
αψηφώντας τά καταιγιστικά πυρά, ερριχνε μιά βόμβα καί γύριζε πάλι πίσω γιά νά ξαναρχίση μέ τό οπλο. "Ελεγε στον σύντροφο του:
—'Αξίζει νά πεθάνη,ς γιά τή λευτεριά.
Ό στρατός δέν τολμά νά πλησιάση Κτυπά" από μακρυά... Ό Ευσταθίου, διηγούμενος αργότερα τις συγκλονιστικές εκείνες στιγμές, τών οποίων ήταν ό μοναδικός αυτόπτης, αναφέρει: «Τοΰ είπα πώς είμαι σίγουρος, πώς θά διαφεύγαμε μόλις θά νύχτωνε. Μέχρι τήν στιγμή εκείνη, περασμένο μεσημέρι, δέν μπόρεσαν νά μας θέσουν έκτος μάχης». 'Αλλά ό Αυξεντίου, έμπειρος πολεμιστής, δέν συμμεριζόταν τήν αισιοδοξία τοΰ συντρόφου του. Μοΰ «απήντησε», σημειώνει ο Αΰγουστής, «μέ τήν απόλυτη γαλήνη, πού πάντα ήταν ζωγραφισμένη στό πρόσωπο του: Εχουν κι άλλα μέσα πολλά καί διάφορα ακόμα καί θά τά χρησιμοποιήσουν ολα εναντίον μας. Καί τό επανέλαβε, σα νά προφήτευε οσα θ' ακολουθούσαν».
Πολεμα ή ελληνική ψυχή στον Μάχαιρα. Καί σμίγουν αδελφικά καί γίνονται ενα τών Σαλαμίνων οί ναυμάχοι, τών Μαραθώνων οί πολέμαρχοι, τών Θερμοπυλών οί τριακόσιοι. Άκριτες μεγαλόκορμοι καί Διγενήδες, Σούλι καί Κούγκι, Αρκάδι καί Ολυμπος. Ολα σφικτοδεμένα αφήνουν μιά ιαχή βγαλμένη άπ' τά τρίσβαθα τοΰ νοΰ καί τής καρδιάς.
—Ζήτω ο ανδρείος Γρηγόρης!
Κι ή οικουμένη συνταράσσεται καί θαυμάζει...
Μα ξάφνου, Ξάφνου ή οικουμένη αηδιάζει, στρέφει τό πρόσωπο της μ' αποτροπιασμό, τό κρύβει στή χούφτα της άπό ντροπή...
Πέρασαν εννιά σχεδόν ώρες. Ό ήρως πολεμώντας ασταμάτητα εξάντλησε ολα τά πυρομαχικά του, μά τό θάρρος του ήταν ανεξάντλητο. Τό αίμα ετρεχε-ετρεχε, ωστόσο ή ψυχή έμενε αλύγιστη. «Όλίγον μετά τήν πρώτην μεταμεσημβρινήν» τό δειλό φουσάτο τοΰ Βρεταννοΰ (περίπου 5.000 στρατιώται τ' όλιγώτερο, τοΰ συντάγματος τοΰ Δουκός του Ούέλλιγκτων μέ έπί κεφαλής τον ταξίαρχο Χόπ γουντ) έβλεπε πώς έχανε τό παιχνίδι καί τό επιτελείο έλαβε την άπόφασι: Ν' ανατινάξω τό κρησφύγετο. Τό σχέδιο τέθηκε σ' εφαρμογή. Ένας υγρός χείμαρρος άρχισε πρώτα νά καταβρέχη τό στόμιο τοϋ κρησφύγετου καί υστέρα νά κυλάη στό βάθος. Οι δυό άγωνισταί νόμισαν πώς είναι άσφυξιογόνο. Άλλα ήταν βενζίνη. Σαν μούσκεψε καλά τό χώμα από τά τριάντα γαλόνια τοϋ εύφλεκτου υλικού, τύ κρησφύγετο δονήθηκε άπό δυνατές εκρήξεις εμπρηστικών βομβών, ζώστηκε άπό μαύρους καπνούς καί γίνηκε ένας φλεγόμενος σωρός άπό πέτρες, χώματα, βράχους.
—Παναγία μου, θά μας κάψουν, φώναξε ό Αύγουστής.
—Μή φοβάσαι, μή φοβάσαι, τ' απάντησε ό Αυξεντίου, πού είχε καταβρεχτή ώς τό στήθος άπό τή βενζίνη.
Ό Αύγουστής πετάχτηκε έξω μέ τά χέρια ψηλά, τό πρόσωπο καψαλιασμένο. Δοκίμασε νά κρυφτή, άλλα τόν συνέλαβαν. Ολοι πίστευαν πώς ο Αυξεντίου ήταν πιά νεκρός. Ωστόσο ή ηρωική μορφή του έκαμε και πάλι την έμφάνισί της. Καιγόταν ολόκληρος σαν λαμπάδα. Μα ή ψυχή του ήταν πιο ατσάλινη κι από το ατσάλι των όπλων. Ή φωτιά τής ορμής του πιο δυνατή κι από τη φωτιά, πού τον καψάλιζε. Κρατώντας τήν τελευταία του βόμβα σύρθηκε μέ κόπο προς τήν έξοδο τοϋ κρησφύγετου, μονάχα με το ένα πόδι τ' άλλο του το 'χε κόψει ή έκρηξη τής νάρκης και με μία υπεράνθρωπη προσπάθεια πέταξε τη βόμβα προς το μέρος του εχθρού. Οι Βρεταννοί, ηττημένοι ουσιαστικά, άρχισαν νά βάλλουν μέ τ' αυτόματα, ένω πυροδοτούσαν τις νάρκες πού είχαν βάλει από πριν γύρω από το κρησφύγετο.
...Και ο Αυξεντίου έπεσε. Έπεσε καθώς οι φλόγες απ' τα τιμημένα του μέλη ψαλίδιζαν τον αγέρα κι ενώνονταν μέ του ήλιου το φως. "Όταν πια δεν του 'μειναν σπλάγχνα ούτε καρδιά στο στήθος όταν δεν του 'μειναν πια χέρια ούτε πόδια' όταν έγινε ολόκληρος μία άμορφη μάζα από καμένες σάρκες... τότε έπεσε! Ή ώρα ήταν 2 μ.μ.20 Ήμερα Κυριακή. 3 Μαρτίου 1957. Καί κτύπησαν πένθιμα τά σήμαντρα κι οί καμπάνες της Μεγαλόχαρης
Ό τότε ανταποκριτής του «'Ασσοσιέΐτεντ Πρέςς στην Κύπρο ("Αλεζ Εύθυβούλου) μετέδωσε μεταξύ άλλων: «Ή μάχη Αρχισε την 4.30' π. μ. και έληξε τήν 2αν μεταμεσημβρινην μέ μεγάλας απώλειας εις νεκρούς και τραυματίας έκ μέρους των Βρεταννών. Ό Αύγουστής Ευσταθίου εξήλθε τοϋ κρησφύγετου εις τας 1.58', δηλ. 2' προ τής λήξεως τής μάχης (...). Ή μάχη διεξήγετο ύπό ραγδαιοτάτην βροχήν». "Αργότερα έγινε γνωστό πώς ό Αυξεντίου πριν φονευθη έρριψε «περί τάς 1.000 σφαίρας και αρκετός χειροβομβίδας». Και ότι πριν εξάντληση τό πυρομαχικά του έφόνευσε 47 στρατιώτες και έτραυμάτισε πολλούς άλλους. Τήν διεύθυνσιν τής μάχης μπροστά στή σπηλιά είχε ό υπολοχαγός Τζών Μίντλεττον».ΚΑΘΩΣ Ο ΗΛΙΟΣ ΕΓΕΡΝΕ ΣΤΗ ΔΥΣΙ, «Ενας Ρασοφόρος κατευθυνόταν στό πατρικό απίτι τοϋ ήρωα (στή Λύση) λίγες ώρες μετά τή δόξα του. Χτύπησε τήν πόρτα μέ βαρετή καρδιά. Σκληρή ή αποστολή του. Ό γέρο-Πιερής τ' άνοιζε. Είδε τή μητέρα του Γρηγόρη και τήν αδελφή του να παίζουν μέ τό μικρό άνηψάκι του και τή ούζυγό του νά κάθεται περίλυπη και σκεφτική. Δέν θέλησε νά τους τρομάξη. Τήν ϊδια ώρα πάνω ατά βουνά τοϋ Μαχαιρά ή φύση έστρωνε τόν τάφο τοϋ Γρηγόρη μέ άμυγδαλανθούς ένώ ή Κύπρος ολόκληρη πενθούσε τό μεγάλο παιδί της.
Ό ρασοφόρος πήρε Ιδιαιτέρως τό γέρο-Πιερή.
— Γιά τό Γρηγόρη μου θά 'ρχεσαι. Τί γίνεται; ρώτησε ό πατέρας τοϋ Αύξεντίου μέ Ζωηρή ανησυχία. Μήπως...
— Σάν ήρωας, απάντησε ό παπάς, κι ένας κόμπος τοϋ κλείσε τό λαιμό.
Τό χτύπημα ήταν βαρύ. Τό χρώμα τοϋ γέρου χάθηκε από τήν σεβάσμια μορφή του κι ένα δάκρυ αυλάκωσε τό πρόσωπο του. Δέν άργησε νά συνέλθη όμως.
— θά 'μαι περήφανος γι' αυτόν δάσκαλε, δός μου τά συγχαρητήρια σου. Πάμε νά τό πούμε στις γυναίκες... Κι έσφιξε τήν καρδιά του ό καλός πατέρας κι άρχισε νά άναγγέλλη μέ τρόπο τό μαϋρο μήνυμα.
— Ξέρετε, είπε μέ μασημένα λόγια, πώς ό Γρηγόρης ώρκίστηκε νά θυσιαστή γιά τήν Πατρίδα, θά 'ταν τιμή μας...
—Αιωνία του ή μνήμη, ψιθύρισαν μέ ασυγκράτητους λυγμούς οι γυναίκες. Είμαστε περήφανες.
Δέν μπόρεσε νά κρατηθή άλλο ό ιερωμένος. Καληνύχτησε κι έβγήκε μουρμουρίζοντας ένώ σφογγοϋσε τά δάκρυα του:
— Νά γιατί νικούμε εμείς. Νά γιατί θά κερδίσουμε τή λευτεριά μας. Γιατί ακολουθούμε τ' άχνάρια πού χάραξε μέ αίμα ή Ελληνική παλληκαριά στή λεωφόρο τού πα τριωτισμοϋ. Και δεχόμαστε τό θάνατο και τή θυσία μέ σπαρτιατική περηφάνεια.
Ό ίδιος παπάς είχε στά χέρια του σέ λίγο τό βιβλίο γεννήσεων της εκκλησίας τοϋ χωριού. Τό 'χε ανοιγμένο στή σελίδα πού 'ταν γραμμένη μιά ιστορική ημερομηνία: 22.2.1928. "Ονομα πατρός: Πιερής Αύξεντίου Αμερικάνος. "Ονομα μητρός: Άντωνοϋ Γρηγορά. "Ονομα τέκνου Γρηγόρης Πιερή Αύξεντίου». Πήρε πέννα και μέ χέρι πού τρέμε όπό τή συγκίνησι πρόσθεσε άπό κάτου: «Ό γυιός τής Λύσης·.(«Αυξεντίου, ό θρύλος της θυσίας και της δόξας τής επικής μάχης τοΰ Μαχαιρά», τού Γλ. Τ. Παναγιώτου, "Εφημ. «Έθνος» (Κύπρου), 6.3.1959.)
Οι γονιοί τοΰ ήρωος ευχαρίστησαν τόν ιερέα, πού τους ανάγγειλε τό γεγονός προτού τ' ακούσουν άπό τό αγγλικό ραδιόφωνο, τό όποιο μεταδίδοντας τήν εϊδησι δέν βρήκε ούτε μιά λέξι επαινετική γιά τόν άθλο τοΰ ήρωος. Τήν επομένη ό πατέρας τού Γρηγόρη οδηγήθηκε στό Στρατιωτικό Νοσοκομείο τής Λευκωσίας. Υστερα άπό οκτάωρη αναμονή, γιατί αρνιόταν ό Χάρντιγκ, διεπίστωσε τήν ταυτότητα τού παιδιού του. Μιά μάζα καμένη σάν κάρβουνο, αυτό ήταν ολο ο,τι απόμεινε άπ' τό παλληκάρι τών 29 χρόνων. Ό πατέρας τόν αναγνώρισε άπό ενα σημάδι πού είχε στό γόνατο «εκ γενετής».( Αλλοι έγραφαν πώς ή άναγνώρισι έγινε άπό ένα σημάδι οτήν ωμοπλάτη, κι άλλοι άπό «κάποιο παλιό σημάδι οτό πέλμα τοΰ ενός ποδιού».)
Τό βράδυ τής ίδιας ημέρας—Καθαρή Δευτέρα—ό ιερεύς τών Φυλακών τελούσε ευλαβικά τή νεκρώσιμη ακολουθία κι έθαβε τόν ήρωα στά «Φυλακισμένα Μνήματα» στις Κεντρικές Φυλακές. Ό Ιερεύς (Παπαντώνιος 'Ερωτοκρίτου) γράφοντας γιά τό πώς έκήδευσε τόν ήρωα στις 4 Μαρτίου 1957, μαρτυρεί:
«'Εντύπωσιν μου έκαμεν ό νεκρός Αύξεντίου. Ό άνθρωπος πού μέ συνώδευεν άπό τήν έκκλησίαν προς τό κοιμητήριον (τών φυλακών) μοϋ εΐπεν αγγλικά «no face = δέν έχει πρόσωπο. Αμέσως εννόησα τί ήθελε νά μοϋ πή. Επειδή έγνώριζε ότι φιλούσα τους νεκρούς ήρωας, ήθελε νά μέ προλάβη, και νά μοϋ πή ότι δέν είχε πρόσωπον ό Αύξεντίου γιά νά τόν φιλήσω(...). Δέν ξεχώριζε ούτε πρόσωπον ούτε λαιμός. 'Εφαίνετο σάν μιά μάζα άπό κρέας μέ πηχτό αίμα μαυρισμένο».
Ό Χάρντιγκ, πού μεγάλωσε σέ μιά χώρα μέ παράδοσι ουμανιστική, σέ μιά χώρα πού καυχάται γιά τις Όξφόρδες και τά Καϊμπριτζ, δείχτηκε κατώτερος κι άπό τόν Τουρκαλβανό Ίμβραήμ. Γνωστό τό περιστατικό. Ό Τούρκος βλέποντας τόν νεκρό του Παπαφλέσσα στό Μανιάκι διέταξε: «Σηκώστε τον, μωρέ». Τόν σήκωσαν. «Πάρτε τον, πλυντε τό παλληκάρι». Τό 'πλυναν. «Στήστε τον έκει, κάτω άπό τό δέντρο». Τόν έστησαν. Κι ο Ίμπραήμης πλησίασε ευλαβικά, κύτταξε ώρα πολλή τόν Παπαφλέσσα, ύστερα φίλησε τόν ορθιο νεκρό... Ό «πολιτισμένος» Χάρντιγκ δείχτηκε πολύ κατώτερος. Δέν είχε καν τόν ανδρισμό του βάρβαρου Ίμπραήμη για νά σταθή μέ σεβασμό μπροστά στο νεκρό κορμί τοΰ ήρωος αντιπάλου του" δέν βρήκε— στρατάρχης αυτός—ούτε μιά σταγόνα στρατιωτικής αξιοπρέπειας νά μπόρεση νά σταθή ευλαβικά μπροστά σ' αυτό τ' ολοκαύτωμα. Κανένας δέν φανταζόταν, πώς ή λυσσασμένη μωρία τοϋ χολερικοΰ «στρατάρχου τής Α. Μεγαλειότητος» θά 'φτανε σέ τέτοιο σημείο αναξιοπρέπειας και μικρότητος, ώστε ν' άρνηθή—ό δύστυχος—νά δώση τό σώμα τοΰ νεκρού παλληκαριού στον πατέρα, νά τό άσπαστή, νά τό θάψη μέ τιμές, νά τό στεφάνωση μέ δάφνες...Στό μνημόσυνο τοΰ ήρωος πού έγινε στά έννιάμερα τοϋ θανάτου του στή Λύση, τό χωριό του, μπροστά στό κενοτάφιο τοΰ νεκροϋ πλησίασε ή καρτερόψυχη μάννα του κι είπε:
— Κύτταξέ με, γυιέ μου, δέν δακρύζω. Ό θάνατος σου μέ γεμίζει άπό ύπερηφάνειαν.Και ό πατέρας του, ό λεβεντόγερος τής Λύσης, πρόσθεσε:
— Ό γυιός μου δέν ανήκει εις τήν οίκογένειαν, πού τόν έγέννηοεν οϋτε είς τό σπίτι, πού άνετράφη' ανήκει εις όλόκληρον τήν Κύπρον, είς όλόκληρον τόν "Ελληνισμόν. Τα τηλεγραφήματα, ποϋ μου εστάλησαν, και τά μηνύματα συμπαθείας και συγχαρητηρίων, πού επήρα, αποτελούν δι έμέ έ π ι τ α γ ά ς, τάς όποιας καμμία Τ ρ ά π ε ζ α δέν ημπορεί νά έξαργυρώση Αιωνία σου ή μνήμη, γυιέ μου. Ό θεός ας ανάπαυση τήν ψυχή σου.Σήμερα ή σπηλιά έγινε λαϊκό προσκύνημα. Χιλιάδες ξεκινούν άπ' ολη την Κύπρο, άπ' τόν Ελληνισμό ολόκληρο γιά τό Μοναστήρι τοΰ Μαχαιρά. Προσκυνούν τή Στρατηλάτισσα Παναγία, ύστερα κατηφορίζουν γιά νά γονατίσουν και μπροστά στό μπαρουτοκαπνισμένο κρησφύγετο, νά προσκυνήσουν τ' άπόσταχτα τοΰ ήρωος, άπ' οπου ξεφύτρωσε και λάμπει ή φωτιά τής δόξης και κατευθύνει τους λαούς στό δρόμο τής τιμής.
Ήρθε κι ή μάννα τοΰ Γρηγόρη νά τόν μυρολογήση κι είπε:
«Ξύπνα Γρηγόρη, τζ' έφτασεν ή μάννα σου κοντά σου ήρτεν νά δη τους κόπους σου τζαί τά κρησφύγετα σου... "Εγώ, γιέ μου, δέν σέ χάρηκα τζι' έσσω μου(σπίτι μου) δέ σέ είδα. ας σέ χαρή ή Πατρίδα μας γιά τήν "Ελευθερία».Ελεγε ό πατέρας τοΰ ήρωος σέ μνημόσυνο τοϋ παιδιού του:
«Είμαι υπερήφανος γιατί έλαχε ό κλήρος στό παιδί μου νά δώση τή Ζωή του γιά τήν Ελευθερία. Νοιώθω περήφανος γιατί πόνεσα γιά τήν Πατρίδα. Τό ξέρω, Πατρίδα μου, πώς όλα είναι μικρά μπροστά στό μεγαλείο σου. Όμως έχω δώσει γιά σένα τό πιό πολύτιμο πράγμα στον κόσμο, τό παιδί μου. Ας είναι ευλογημένο τό όνομα σου».
Μάννα λεβεντομάννα Άντωνοΰ, λεβεντόγερε πατέρα Πιερή, δεχτήτε τό νικητήριο χαιρετισμό άπ' τής Ελλάδος τά παιδιά.
Αιώνια, τρισμακάριστη ή μνήμη τοΰ Γρηγόρη, τοΰ παιδιοΰ σας, τοΰ παιδιού τής Κύπρου και τής Ελλάδος ολης.
Γρηγόρη αδελφέ, φτερούγισε περήφανη ψυχή, αγκάλιασε, χάιδεψε τ' αδέλφια σου.
Είμαστε έτοιμοι να δώσουμε τή ζωή μας για τα ίδια Ιδανικά. Της Λευτεριάς τό άγιο πάθος κοχλάζει και στα δικά μας στήθη.
Ή φωτιά τοΰ ολοκαυτώματος σου πυρπολεί και τις δικές μας ψυχές.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
1. Είναι τό ποίημα πού περιγράφει τόν ηρωισμό και τήν θυσία τοΰ Αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού και τών άλλων προκρίτων τοΰ νησιού, τους οποίους έκρέμασαν οΐ Τούρκοι στη Λευκωσία τήν 9ην "Ιουλίου 1821.
3. Πρόκειται για τό Παγκύπριο δημοψήφισμα για την "Ενωσι τής Κύπρου, πού έγινε στις 15 Ιανουαρίου τοΰ 1950.)
4. Τά δυο του παιδάκια ζεκινοΰοαν μετά τόν εσπερινά κρατώντας σφικτά τά ένα τά χέρι του άλλου καΐ περπατώντας στην άκρη του δράμου πήγαιναν ν' ανάψουν τά καντήλι, που κρεμόταν πάνω άπά τόν τάφο τοΰ πατέρα τους. Στό δρόμο τά παιδικά τους χείλη έψελναν: «Στον τάφο τοΰ πατέρα μου δέν ήρθα νά δακρύσω,/μά γιά νά προσκυνήσω/και νά προσευχηθώ». Μετά τό άναμμα τοϋ καντηλιοΰ και τήν προσευχή γονάτιζαν τά Κυπριόπουλα και φιλούσαν τις παγωμένες πλάκες τοΰ πατρικού τάφου, άφοϋ δέν μπορούσαν ν' ασπασθούν τόν πατέρα...
5. Χωριά της επαρχίας Αμμοχώστου μεταξύ Κοντέας και Περγάμου
6.Ή Ί. Μ. Άχειροποιήτου (6ος-16ος αιώνας) βρίσκεται στην ιστορική περιοχή τής Λάμπουοας, μεταζύ Καραθά και παραλίας.Στην Ιδια Μονή έγιναν και οι γάμοι τοΰ ήρωος μέ τήν ώς τότε μνηστή του Βασιλική. Τό μυστήριο τοϋ Γάμου έτέλεσε (το βράδυ τής 10 Ιουνίου 1955) ό Ιερεύς Σταύρος Παπαγαθαγγέλου. Τά στέφανα ήταν καμωμένα άπό κλήμα και ελιά. Παράνυμφοι ήταν οι Φιλής Χατζηδαμιανοΰ, "Ανδρέας Μαλέκος, Γιαννούλα Παπασταύρου και Ελένη Κασσιανοΰ. Μιά διμοιρία αγωνιστών ήταν ταμπουρωμένη στην γύρω περιοχή και σέ ακτίνα 300 μέτρων γιά τήν ασφάλεια και τήν προστασία τών νεόνυμφων. Μετά τό μυστήριο οι νεόνυμφοι φιλοξενήθηκαν σε σπίτι τοΰ Καραβά και τό πρωί τής επομένης (ώρα 3η πρωϊνή)11 "Ιουνίου 1955 χωρίστηκαν. Ή Βασιλική έφυγε και τό παλληκάρι πήρε ν' άνεβαίνη τόν Γολγοθά του...
Μετά τόν θάνατο τοΰ Γρηγόρη ή σύζυγος του Βασιλική απεκάλυψε πώς σ' όλη τη διάρκεια πού ήταν στό βουνό συναντήθηκαν μονάχα μιά φορά: Στις 6 Αυγούστου τοΰ 1955 στην Άκανθοΰ, τήν ήμερα πού τό χωριό αυτό πανηγυρίζει τήν Μεταμόρφωσι τοΰ Σωτήρος. Αυτή ήταν ή τελευταία φορά πού τόν είδε ή σύζυγος του.
7.Τις πληροφορίες της παραγράφου αυτής, πού δέν τις είχαμε στην πρώτη και δεύτερη έκδοσι τοΰ βιβλίου, μας τ'ις έγραψε (οτ'ις 5.12.1977 και 22.12.1977) ό Ηρακλής Χατζηδαμιανοΰ, στενός τις ήμερες έκεινες συνεργάτης τοΰ Αυξεντίου. Ό Χατζηδαμιανοΰ (άπό τόν Καραθά) ήταν αγνός πατριώτης και δόθηκε ολόψυχα στον αγώνα μέ χαρακτηριστική άνιδιοτέλεια, έστω κι άν ή νεαρή σύζυγος του, ή Θέκλα, είχε νά φροντίση πέντε παιδιά, τό ένα πίσω άπ' τ' άλλο, τό τελευταίο νεογέννητο βρέφος ακόμη. Ό Ηρακλής είχε τήν δυστυχία νά συλληφθη άπό τους πρώτους (21 "Ιουνίου 1955). "Αν και δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία τής μαχητικής δράσεως του, φυλακίστηκε βάσει τοΰ παράνομου νόμου περί «προσωποκρατήσεως άνευ δίκης», στις Κεντρικές φυλακές, στό φρούριο Κυρήνειας, στά στρατόπεδα Κοκκινοτριμιθιάς και Πύλας-Λάρνακος και πάλι στά Κρατητήρια τής Κοκκινοτριμιθιάς. "Από "κεί απολύθηκε με τήν υπογραφή τών συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου. Δηλαδή έμεινε κρατούμενος, χωρίς δίκη, έπι τέσσερα σχεδόν χρόνια!)
8. Ή ειδησι έλεγε, πώς στην περιοχή τής Λάμπουσας έκανε δήθεν τήν έμφάνισί του ελληνικό υποβρύχιο, από το οποίο αποβιβάστηκαν στην στεριά "Ελληνες αξιωματικοί!
9. Ό Χριστ. Μασονίδης υπηρετησε αργότερα ώς αξιωματικός τής Εθνικής Φρουράς (Κύπρου). Ό Αυξεντίου έμενε για λόγους ασφαλείας και στά σπίτια τών Χριστοδούλου Χαρμαντα καί Κυριάκου Κύρκου, κατοίκων επίσης τοϋ Καραβά.
10. Επειδή άπό τήν έπίθεσι τής ΕΟΚΑ στον αστυνομικό σταθμό Λαπήθου είχε τραυματισθή ένας συγγενής του κα'ι επειδή κατά τήν ώρα επιθέσεως εναντίον τοΰ αστυνομικού σταθμού ό Ηρακλής άπουσίαξε άπό τό σπίτι του, οι ΒρεταννοΙ συνε-δύασαν τά δυό γεγονότα καί τόν συνέλαβαν. Άπό τό σπίτι του άπουσίαζε γιατί, όπως γράφει, «μετά τήν έπίθεσι μας εναντίον τής Άγύρτας ημουν υποχρεωμένος νά διανύσω πεζή μεγάλην άπόστασι έκ τοΰ στρατοπέδου Άγύρτας μέχρι τοϋ Καραβα νά δρασκελίσω δηλαδή τήν οροσειρά τοΰ Πενταδάκτυλου σέ άπόστασι πέραν τών 23 χλμ.». Ή έπίθεσι κατά τοΰ αστυνομικού σταθμοΰ Λαπήθου καί κατά τοϋ άγγλικοϋ στρατοπέδου της Άγύρτας έγιναν ταυτόχρονα" στις 11.30" μ. μ. τής 20 "Ιουνίου 1955.)11. Γιά τήν σπηλιά ό Ήρ. Χατζηδαμιανοΰ γράφει: «"Εχω συμπληρωματικώς να προσθέσω, οτι ή σπηλιά αυτή ήτο φυσική, μέ φυσικήν όντως κάλυφιν, κα'ι έχρησιμοποιείτο προηγουμένως Υπό «γιδοκλεπτών» τής περιοχής κα'ι τήν είχαμε διαρρυθμίσει καταλλήλως. Ύπήρχεν ό κυρίως χώρος τής εΙσόδου κεκαλυμμένης, ό όποιος έχρησιμοποιείτο ώς παρατηρητήριον και ακολουθούσε ό δεύτερος εσωτερικός χώρος εις τά ενδότερα, ό οποίος συνεδέετο διά μιας στρογγυλής στενωτάτης οπής. Ή θεία Πρόνοια έμερίμνησεν, ώστε διά τής λαξεύσεως* τοΰ βράχου προς περαιτέρω διεΰρυνσιν του εσωτερικού χώρου νά άνευρεθή νερόν επαρκές διά τάς άνάγκας τών φιλοξενουμένων παλληκαριών. Φιλόξενος είναι ή γή μας, οπως φιλόξενος είναι και ό υπέροχος λαός της. Ή σπηλιά αυτή έχρησιμοποιήθη υπό του Αυξεντίου μόνον μετά τήν έπιστροφήν του άπό τήν έπίθεσιν εναντίον τοΰ στρατοπέδου τής 'Αγύρτας» (Επιστολή Ήρ. Χατζηδαμιανοΰ τής 22-12-1977).
12. Τά τζιπς κυκλοφορούσαν τότε και άπό πολίτες, γιατί οί "Αγγλοι οταν ηταν πολύ χρησιμοποιημένα τά 'βγαζαν στον πλειστηριασμό. "Ετσι ηταν φυσικό νά 'χη και ό Αυξεντίου τζιπ, χωρίς νά κινη τήν περιέργεια τοΰ στρατού.
13. Ό Αυξεντίου, έκτος άπό τό Ζήδρος και Αίας, χρησιμοποίησε κατά καιρούς κα'ι τά ψευδώνυμα "Αρης, Ζώτος και Ρήγας. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ηταν άπό τους λίγους άγωνιστάς τής ΕΟΚΑ, πού τόν κατέτρεχε συνεχώς η προδοσία.
14. Π. Στυλιανού, Γρηγόρης Αυξεντίου (Δυό μερόνυχτα μέ τόν Γρηγόρη στό κρησφύγετο τοΰ Πολυστύπου), Όμιλία προς μαθητάς τοΰ Νυκτερινού Γυμνασίου Κύπρου, έπ' ευκαιρία τής επετείου τοΰ τραγικού ολοκαυτώματος, την 7ην Μαρτίου 1973. Ρωμανός ήταν τό ψευδώνυμο τοΰ άγωνιοτοΰ τής ΕΟΚΑ Ρένου Κυριακίδη.
15. Γ. Γρίβα-Διγενή, Χρονικόν "Αγώνος ΕΟΚΑ 1955-1959, Λευκωσία 1972, σελ. 540, 550. Ό Διγενής χαρακτηρίζει τόν Ρένον Κυριακίδην «Αριστον στέλεχος καϊ πολύτιμον συνεργάτην».
16. Στις 22 Μαρτίου 1956 ό Αυξεντίου έγραφε στην σύζυγο του Χρήστου Τσιάρτα: «"Αξέχαστη μου κυρία Ευγενία, πονεμένη μά ηρωική σύζυγος τοϋ αλησμόνητου μου Χρήστου,
Τό πλήγμα ήταν γιά όλους μας βαρύ καΐ περισσότερον γιά σας. Ευχομαι όπως ό μεγάλος θεός σας δώοη τή δύναμι νά αντιμετωπίσετε μέ θάρρος και γενναιότητα καΐ τήν νέα δοκιμασία. Τό γενναίο παλληκάρι, και αν έφυγε άπό κοντά μας, γιά μάς ποτέ δέν θά πεθάνη.
Μέ τή θυσία του στό βωμό τής ελευθερίας απέκτησε τήν αιωνιότητα τής ιστορίας(...). Διαβιβάζω προς υμάς τά συλλυπητήρια τοϋ "Αρχηγού καΐ σάς παρακαλώ διαβιβάσατε και τά δικά μου εις τόν πατέρα σας(...). Αιωνία του ή μνήμη. Κουράγιο, αγαπητή μου Ευγενία. Μετά τή φουρτούνα θά 'ρθη ή γαλήνη.—ΑΡΗΣ (Ρήγας)».
17. Ό Μιχ. Γεωργάλλος άπό τό Μαραθόβουνον Αμμοχώστου είχε μυηθή στην ΕΟΚΑ άπό τότε ποϋ ήταν μαθητής Γυμνασίου. Ήταν πολύ πιστός, ενθουσιώδης, αγνός ιδεολόγος. ΣτΙς 31-12-1956, πού έγινε ή συμπλοκή στη Ζωοπηγή κι ό έφηβος Μιχάλης παρέδιδε τό πνεΰμα στό πεδίο τής τιμής, ήταν 21 ετών. Ό Αυξεντίου έγραφε στον Διγενή σχετικά: «Ο απρόοπτος φόνος τοΰ εξαίρετου άγωνιστου Γεωργάλλα μέ έστενοχώρησε πολύ. Μή νομίσετε ομως ότι απογοητεύομαι τουναντίον τόσον έγώ, οσον και οί άνδρες μου θά άγωνισθωμεν μέ περισσότερη λύσσα γιά νά πάρουμε πίσω τό αίμα του (...)
Αίας».-------------------------------------------------------------
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ τα σχόλια να είναι κόσμια και να σέβεστε τους χρήστες